Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009

Των Ελλήνων οι κοινότητες αναδομούνται



Των Ελλήνων οι κοινότητες έκαναν με τον «Καποδίστρια»  Δήμους και τώρα που  αλλάζουν τα σχέδια της εξουσίας μας μπερδεύουν και μας στέλνουν σε . . . άλλον Δημοτικό  γαλαξία. Οι κοινότητες μας έκαναν τον Δήμο Θεσπιέων αλλά σύμφωνα με φήμες και διαδώσεις, στην επερχόμενη διοικητική μεταρρύθμιση θα διασχίσουμε – λέει – την Κωπαΐδα και θα γίνουμε . . . Ορχομενός!

Και ο καινούργιος δρόμος που μας ενώνει καλύτερα με τον Δήμο Θίσβης; Γιατί δεν είναι πιο λογικό να ενωθούμε μαζί τους έτσι ώστε μαζί με τον Δήμο Βαγίων, να είμαστε ο Δήμος της Δυτικής Επαρχίας Θήβας. Έτσι που κοιτάζω τον χάρτη, μου φαίνεται πιο λογικό ο νομός μας να έχει τους Δήμους Σχηματαρίου, Θηβών, Θεσπιών, Ορχομενού, Λιβαδειάς, Διστόμου. Τόσο απλά, τόσο καλά και τόσο συμβατά με την ιστορική διαδρομή της περιοχής μας.

Προτείνω τώρα ακόμα, χωρίς πείσματα και στενοκεφαλιές, ο Δήμος μας να μας ενημερώσει για τα σχεδιαζόμενα. Έτσι ψύχραιμα και ήρεμα να καταλάβουμε τι έχουν στο μυαλό τους οι προύχοντες και τι θα πρέπει εμείς να κάνουμε. Γιατί, αυτό είναι σίγουρο, πρέπει και να σκεφτούμε και να κάνουμε κάτι.

Οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις στην χώρα μας γίνονται με πολλές διακηρύξεις καλών προθέσεων, βεβαιώσεις ότι όλα γίνονται «για το καλό μας», οράματα και . . . ανύπαρκτους προϋπολογισμούς.  Υποτίθεται ότι η ενοποίηση των οργανισμών εξοικονομεί πόρους και βελτιώνει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Κρίνοντας όμως από όσα διαβάζω για τις ενοποιήσεις των ασφαλιστικών ταμείων έχω σοβαρούς λόγους να αμφιβάλλω και για τα δύο.

Είμαστε μαθημένοι στην χώρα μας και όλα τα κάνουμε την τελευταία στιγμή κι όταν αυτή δεν αρκεί τότε ζητάμε παράταση κι αρχίσουν οι  γκρίνιες και οι απειλές προς την εξουσία που ούτε κι εμείς καλά καλά δεν τις πιστεύουμε.

Τα ίδια κάναμε με τον αγωγό του φυσικού αερίου πρόσφατα. Μου έριξαν τις ελιές, μου έφαγαν και το μισό αμπέλι κι όταν ζήτησα τον λόγο από την μηχανικό της κατασκευάστριας εταιρείας με αποστόμωσε: τα σχέδια ήταν καμωμένα από το 2003 και ο Δήμος σας τα ήξερε! Άντε τώρα να βρεις το δίκιο σου. Συμπλήρωσα τα χαρτιά που μου έδωσε κι αποχώρησα.

Ελπίζω αυτή την φορά να τα κάνουμε διαφορετικά και με πρωτοβουλία του Δήμου μας να ενημερωθούμε  για την προτεινόμενη μεταρρύθμιση, να κατανοήσουμε όλοι τους ουσιαστικούς περιορισμούς, το πιο σημαντικό,  το τι λεφτά θα έχει διαθέσιμα και από πού ο μελλοντικός Δήμαρχος και τι μηχανισμούς για να εξυπηρετεί τους πολίτες.

Διότι μου φαίνεται, πως τελικά θα αρχίσουμε να πλακωνόμαστε με τους γείτονες για ονόματα, έδρες και άλλα εικονικά στοιχεία και θα αφήσουμε απέξω την ουσία του νέου σχήματος: οικονομική ισχύς και σχέση με την κεντρική εξουσία.

Και η πλάκα είναι που θα έρθει τότε διαιτητής στον τσακωμό μας η κεντρική εξουσία, για να της χρωστάμε χάρη!

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Δρόμος . . . επιδρομέας


Θυμάμαι κάποτε που ταξίδεψα με αεροπλάνο, έβλεπα από ψηλά τους αυτοκινητόδρομους, μικρούς και μεγάλους, σαν γκρίζες φλέβες, σαν αρτηρίες και ποτάμια να διασχίζουν το τοπίο, απ΄ άκρη σ’ άκρη. Στην ροή τους παρέσερναν σαν μικρά παιχνίδια τεράστια βαριά φορτηγά, λεωφορεία, ιδιωτικά αυτοκίνητα που έτρεχαν γρήγορα και μετέφεραν αγαθά και καταναλωτές από το ένα μέρος στο άλλο.

Οι άνθρωποι στις μέρες μας είναι καταναλωτές χρόνου και θέλουν να πηγαίνουν όλο και πιο γρήγορα, χωρίς να τους νοιάζει το που πάνε. Για αυτό πουλάνε ένα χωράφι ή το βάζουν υποθήκη και δανείζονται για να αγοράσουν καινούργια, πιο δυνατά αυτοκίνητα για να πάνε σε μέρη που αφού φτάσουν, μετά από λίγο βαριούνται και ξαναφεύγουν για να γυρίσουν πίσω. Στο Δήμο μας βέβαια οι συμπολίτες μου χρησιμοποιούν τα αυτοκίνητα και για να έρθουν στην αγορά και να έχουμε κι εμείς κυκλοφοριακό πρόβλημα και να γινόμαστε έτσι . . . αστοί και πρωτευουσιάνοι.

Οι Έλληνες, είμαστε ο μοναδικός λαός κουβαρντάδων που πριν ολοκληρωθεί ένας μεγάλος δρόμος, του βάζουν διόδια και πληρώνει προκαταβολικά ένα δρόμο στον οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει –εάν έχει επιζήσει στο μεταξύ. Διότι συχνά οι οδηγοί και οι επιβάτες δεν φτάνουν στον προορισμό τους, γιατί σκοτώνονται η μάλλον, πνίγονται στους δρόμους – ποταμούς και τότε τα ασθενοφόρα τούς κουβαλούν. Εμείς, αν και το έχουμε βιώσει άσχημα αυτό αφού πολλά δικά μας, νέα παιδιά χάθηκαν σε αυτοκινητιστικά δυστυχήματα, συνεχίζουμε να τρέχουμε απτόητοι.


Οι σύγχρονοι αυτοκινητόδρομοι κουβαλάνε εμάς και τον πολιτισμό μας μαζί με τα γνωστά παρελκόμενα του: σκουπίδια, θόρυβο, καυσαέρια. Δείτε τις πλευρές των μεγάλων οδικών αρτηριών που είναι γεμάτες από πλαστικά μπουκάλια, αποτσίγαρα, χαρτιά, παλέτες, χαρτόκουτα, σακούλες και θα καταλάβετε τι εννοώ. Α! και στραπατσαρισμένα καινούργια αυτοκίνητα.

Στην χώρα μας πάντα οι δρόμοι θεωρούνταν και είναι ένδειξη οικονομικής ανάπτυξης. Από τα χρόνια του Καραμανλή – του Εθνάρχη και όχι του Κώστα - δεν υπήρξε πρωθυπουργός που να μην εγκαινίασε μεγάλο αυτοκινητόδρομο. Με τυμπανοκρουσίες και εκτενείς αναφορές στα δελτία των οκτώ και συχνά μάλιστα όχι μόνο μια φορά. Βέβαια, όλα αυτά τα χρόνια, δεν επεδείχθη η ίδια διάθεση για εγκαίνια σιδηροδρόμων διότι ποτέ δεν συζητήθηκε το είδος της ανάπτυξης άρα και των μεταφορών που θέλαμε. Αλλά είπαμε, εμείς είμαστε αδαείς και είναι χάσιμο χρόνου να μας ρωτάνε η κυβέρνηση και οι σοφοί της σύμβουλοι. Αυτοί ξέρουν, αυτούς εμπιστευόμαστε. Τους εμπιστευόμαστε;

Οι αυτοκινητόδρομοι είναι προπομποί επενδύσεων αλλά και είναι μεγάλη επένδυση οι ίδιοι. Οι μεγάλες τεχνικές εταιρείες , οι εργολάβοι και οι νταβατζήδες της πολιτικής μας ζωής - κατά δήλωση Κώστα Καραμανλή αυτή την φορά, τρώγοντας σουβλάκια στο μαγαζί του εν Αθήναις Μπαϊρακτάρη και όχι του δικού μας, – που υπάρχουν σήμερα φτιάχτηκαν και εμεγαλύνθηκαν από τους δρόμους.

Ήρθε τώρα και σ΄ εμάς η πρόοδος. Ο δρόμος που κατασκευάζεται τελευταία και περνά από τον Δήμο μας, γίνεται στο όνομα της ανάπτυξης της περιοχής μας, για να εξυπηρετούνται οι εργαζόμενοι και τα εργοστάσια στην βιομηχανική περιοχή της Θίσβης. Είναι η παλιά δημοσιά που ενώνει τα χωριά της Δυτικής – πάλαι ποτέ – Επαρχίας Θηβών και πράγματι θέλαμε χρόνια τώρα να εκσυγχρονιστεί και να βελτιωθεί γιατί είχε εξελιχθεί σε εξαιρετικά επικίνδυνο αυτοκινητόδρομο.

Όμως δεν ρωτάνε και δεν παίρνουν καθόλου υπόψη τις ανάγκες μας και είναι πολύ πιθανόν καθώς οι ταχύτητες των αυτοκινήτων αυξάνονται, οι διασταυρώσεις να μεταβληθούν σε καρμανιόλες και έτσι ο νέος δρόμος που θα ενώνει τους ανθρώπους στα άκρα του να χωρίζει εμάς από τον κάμπο μας και τις περιουσίες μας.

Η εμπειρία από τις κατασκευές τέτοιων έργων σε άλλες περιοχές πρέπει να αξιοποιηθεί θετικά και έγκαιρα από εμάς. Είναι γνωστό ότι η κάθε τεχνική εταιρεία, στην προσπάθειά της να μειώσει το κόστος κατασκευής, παραβλέπει να αγνοεί τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων της περιοχής. Αν είναι αλήθεια η φήμη που θέλει την συγκεκριμένη εταιρεία που έχει αναλάβει το συγκεκριμένο έργο να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, αντιλαμβάνεστε τι επιπτώσεις θα έχει αυτό στην ποιότητα όχι μόνο του καθεαυτού έργου αλλά και των απαραίτητων συμπληρωματικών έργων.

Αυτοί που φτιάχνουν τον δρόμο θα φύγουν και οι περαστικοί θα περνάνε και θα φεύγουν επίσης. Εμείς όμως θα είμαστε εδώ και πρέπει να ζήσουν μόνιμα μαζί του.

Πολύ φοβάμαι ότι θα ξεκινάμε να πάμε στα χωράφια μας και στις διασταυρώσεις θα σταματάμε το τρακτέρ και εκεί θα περιμένουμε: θα κοιτάζουμε, θα κοιτάζουμε, θα κοιτάζουμε τις νταλίκες να περνάνε μουγκρίζοντας και τους παραθεριστές να χαζογελάνε και να μας χαιρετούν μέσα από τα αυτοκίνητα τους – για όσο θα υπάρχουν κι αυτοί αφού έτσι όπως θα εκπολιτιστούν οι παραλίες μας με σκουπίδια και "εκβιομηχανισμένη" θάλασσα, θα εκλείψουν και αυτοί οι επισκέπτες του καλοκαιρινού σαββατοκύριακου.

Κανονικά θα έπρεπε ο κατασκευαστής του έργου να μεριμνά και για την κατασκευή συμπληρωματικών έργων: ανισόπεδες διαβάσεις με γέφυρα στο Ρίζωμα, στο Χάνι, στις άλλες διασταυρώσεις κάτω από το Κασκαβέλι, ειδική σήμανση στις διασταυρώσεις , φανάρια, διασφάλιση της ορατότητας όλων των δρόμων, μέτρα για την μείωση της ταχύτητας, , ασφαλή κι εύκολη πρόσβαση στα περιβόλια μας με ράμπες, βοηθητικούς δρόμους, κ.α.

Κανονικά θα έπρεπε ο Δήμος μας να έχει λόγο και άποψη στο έργο αυτό. Έχει;

Εξουσίες και ταραξίες


Στην Θεσσαλονίκη σπουδάζει η κόρη μου και το σαββατοκύριακο, πήραμε την ταχεία από την Θήβα και ανεβήκαμε με την κυρά να την δούμε. Είχα τελειώσει το όργωμα και δεν είχα τι να κάνω. Οι τσάντες γεμάτες με τυρόπιτα, σπανακόπιτα, , ψωμί και φρέσκο λάδι για το κορίτσι .
Όμορφη Θεσσαλονίκη, γλυκός φθινοπωριάτικος καιρός, καταπληκτικοί μεζέδες. -πάει περίπατο η δίαιτα του γιατρού. Δρόμοι γεμάτοι με νέους , νέες και ωραίες γυναίκες: έφαγα το σκούντημα της ζωής μου από την αγριεμένη δικιά μου.
Το κέντρο τη Θεσσαλονίκης έχει μεταμορφωθεί σε μεζεδοπωλείο και διασκεδαστήριο. Οι παλιές βιοτεχνίες που ήξερα από όταν ήμουν φαντάρος, έχουν γίνει ωραία καφέ, μπαρ και ρεστοράν και ήταν τίγκα. Πολύ χρήμα. Το φεστιβάλ κινηματογράφου μάλλον ήταν η αιτία αλλά παρόλα αυτά το ερώτημα με έτρωγε: Μα ποιος δουλεύει και πληρώνει όλα αυτά; Ποιος παράγει; Τον έναν τον ήξερα, ήμουν εγώ. Οι άλλοι;
Τέλος πάντων. Το βράδυ του Σαββάτου, μετά το «δείπνο», πήραμε από το κέντρο το λεωφορείο να πάμε σπίτι. Είπαμε, δεν υπάρχουν λεφτά για την πολυτελή λύση «ταξί». Εξάλλου, το εισιτήριο στην Θεσσαλονίκη είναι πενήντα λεπτά, το μισό από αυτό της Αθήνας. Φτωχομάνα.
Για όσους δεν το γνωρίζουν και για να καταλάβουν αυτά που θα δηγηθώ, πρέπει να εξηγήσω ότι το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης καταλαμβάνει μια τεράστια έκταση, στο κέντρο της πόλης, δίπλα στον χώρο της Διεθνούς Εκθέσεως και δεν είναι περιφραγμένο.
Μπήκαμε, βρήκα θέση και σωριάστηκα. Νύσταζα, είχα πιεί ένα καταπληκτικό τσίπουρο και μόλις το λεωφορείο άρχισε να κινείται σχεδόν αποκοιμήθηκα. Ξαφνικά το λεωφορείο σταμάτησε στην μέση του δρόμου και όχι σε στάση. Κολλήσαμε στην κίνηση, σκέφτηκα. Ήμαστε στην Εγνατία, ανάμεσα Έκθεση και Πανεπιστήμιο. Περιμένουμε, περιμένουμε. Τίποτα. Σηκώνομαι και πάω μπροστά, στον οδηγό. Βλέπω περίπου είκοσι παιδιά να είναι μπροστά μας, στον δρόμο, να σταματάνε τα αυτοκίνητα και να τα γυρνάνε πίσω: «δεν περνάτε» και φώναζαν το: «σύνθημα ένα μας ενώνει, μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι». Ήταν νεολαίοι, το πολύ μέχρι εικοσιπέντε ετών. Μερικοί είχαν κασκόλ του ΠΑΟΚ τυλιγμένο σαν μαντήλι Παλαιστίνιου και δώστου και φώναζαν « . . . μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι».
«Κάνουν πρόβες για την 5η Δεκέμβρη, την ημέρα που σκότωσαν το παιδί πέρυσι στα Εξάρχεια», μου είπε η κόρη μου. Η κόρη μου είναι πολύ καλό παιδί και διαβαστερή, επιμελής φοιτήτρια, συντηρητική θα την πείτε εσείς, δεν συμμετέχει σε διαδηλώσεις και τέτοια. Εντάξει τώρα, αν είναι να με κρίνετε από αυτό, έχω αποτύχει ως πατέρας, διαφωτιστής και στρατολόγος. Αλλά έχω κάτι να της πω για να την εμπνεύσω;
Ο οδηγός ανακοίνωσε ότι όποιος ήθελε να κατέβει και να πάει με τα πόδια. Φτου! Το σπίτι δεν ήταν κοντά και ο ποδαρόδρομος νυχτιάτικά είναι παλιοκατάσταση. Του λέω, του οδηγού, πως είναι παιδιά και μπορούμε να περάσουμε και μου λέει «είσαι τρελός, θα μας σπάσουν το λεωφορείο». Μπορεί να είχε δίκιο. Ξανακάθισα. Δεν μπορεί, θα έρθει κάποιος αστυνομικός να τους κυνηγήσει και θα φύγουμε.
Πέρασε κάνα δεκάλεπτο, και το λεωφορείο εκεί. Δεν φαινόταν αστυνομικός και οι μάγκες φώναζαν, πιο αραιά τώρα, « . . . μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Κάτι γιαγιάδες άρχισαν το μουρμουρητό για αλήτες. Οι άλλοι μάλλον ήμασταν παρατηρητές ενός χάπενινγκ.
Τι να κάνω; Αισθανόμουν πτώμα, σαν να γύριζα από την Κωπαΐδα, ο ύπνος μου είχε φύγει και ήθελα να κατουρήσω. Κατεβήκαμε. Η κυρά μου ήταν ανήσυχη: να μην πάμε από εκεί, που είναι αυτοί (ποιοι αυτοί; παιδιά μας είναι, της λέω) να γυρίσουμε πίσω και να πάμε από αλλού.
Ορθώθηκε μέσα μου το αγωνιστικό παράστημα και βοηθούντος του τσίπουρου τις τράβηξα αποφασιστικά: πάμε!
Φτάσαμε στους … ταραξίες που εκείνη την στιγμή άρχισαν να κινούνται και να φωνάζουν πιο δυνατά τα συνθήματα και κυρίως το γνωστό ένα: «. . . μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι».
Κοίταξα πίσω και πέρα, στα εκατό μέτρα φάνηκε μια ομάδα ματατζήδων. Ήταν σαν να είχαν ραντεβού. Τότε μερικοί από τους νεολαίους, πέταξαν κάτι μπουκάλια με αναμμένα στουπιά – μολότοφ ντε, από το όνομα του σοβιετικού υπουργού εξωτερικών, που με αυτές έκαιγαν οι Ούγγροι τα σοβιετικά τανκς το 1956, στην Βουδαπέστη – που έσκασαν με κρότο λίγο πιο πέρα. Σαν να έβλεπες μεθυσμένους σε δικό μας πανηγύρι, του παλιού καιρού: τα δικά μας σπασίματα όμως ήταν πολύ περισσότερα και νομίζω έκαναν μεγαλύτερο κρότο.
Και τότε ακούσαμε έναν διαφορετικό κρότο και δίπλα μας έπεσε ένα κομματάκι μέταλλο κι άρχισε να βγαίνει λευκός καπνός: δακρυγόνο! Κι άλλο κι άλλο. ‘Έριχναν οι μπάτσοι από τα πενήντα μέτρα, χωρίς να πλησιάσουν. Υπολόγισαν ότι έπεσαν περισσότερα δακρυγόνα από όσοι ήσαν οι . . . ταραξίες. Μάλλον θα ήταν πολλά τα ληγμένα και βρήκαν ευκαιρία για ανανέωση οπλισμού.
Φύγαμε τρέχοντας με μάτια να τσούζουν: εμείς προς το σπίτι και «οι ταραξίες» προς το Πανεπιστημιακό άσυλο. Από την άλλη κατεύθυνση του δρόμου, συμμετρικά, ερχόταν άλλη μια ομάδα αστυνομικών, με κράνη και ασπίδες. Τελικά οι φρουροί της τάξης ήταν περισσότεροι από τους ταραξίες. Πέρασαν δίπλα μας κι είδα πως ήταν κι αυτοί νέοι αλλά με την νόμιμη βούλα της εξουσίας. Ένας εμφύλιος παιδιών, σαν το τουρκικέλι που παίζαμε κι εμείς. Μόνο που οι δε, είναι πάνοπλοι, μη εκπαιδευμένοι να είναι ψύχραιμοι αλλά δασκαλεμένοι να είναι άγριοι, όπως οι εξουσίες. Πέρυσι προκάλεσαν ένα θύμα, τον δεκαπεντάχρονο Αλέξη Γρηγορόπουλο. Φέτος;
Βιαζόμουν να πάμε σπίτι και δεν ήθελα τίποτα άλλο. Φτάσαμε και την ώρα που ανακουφιζόμουν σκεφτόμουν ότι κανονικά δέκα, το πολύ, αστυνομικοί θα μπορούσαν να ανοίξουν τον δρόμο και να μην χρειαστεί να κάνω νυχτιάτικα γρήγορη πορεία.
Ένας ολόκληρος στρατός, με θώρακες, περικνημίδες ασπίδες, παλούκια και περίστροφα για είκοσι παιδιά;
Το ξανασκέφτηκα καλύτερα: βρε μπας και ήταν για εμένα αυτή η νυχτερινή επίδειξη της εξουσίας και με πρόφαση τον κλεφτοπόλεμο ήθελε να μου θυμίσει ότι φυλάει, δήθεν, τις δικές μου αξίες από τους ταραξίες; Μα πως ξέρει τις αξίες μου αφού κανείς δεν με ερώτησε ποτέ; Μα βέβαια, εκείνο που την ενδιαφέρει είναι οι δικές της αξίες να μου επιβληθούν, αδιαμαρτύρητα και άκριτα να γίνουν δικές μου. Ως εξουσία, αυτή είναι η ουσία της και για αυτό έχει τους φύλακες και τους πραίτορες!
Κι εμένα τότε, ποιος θα με φυλάξει από τους φύλακες;
Το αποφάσισα: μόλις γύριζα πίσω, θα ξαναδιάβαζα την «Πολιτεία» του Πλάτωνα.

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

Καφενεία και καφετέριες





Μετά την δουλειά τι μπορεί να κάνει κανείς στον Δήμο μας; Πάει στην αγορά, σε ένα από τα καφενεία. Τα καφενεία είναι συγκεντρωμένα στην αγορά, στην αγορά του Δήμου, εκεί που μαθαίνονται και σχολιάζονται όσα μας αφορούν και είναι πάντα εκεί, όλα αυτά τα χρόνια που υπάρχει ο Δήμος μας.

Όταν ήμουν μικρός δεν επιτρεπόταν να πάμε εκεί και οι καθηγητές, που τότε έμεναν στο χωριό μας, έκανα εφόδους και σημείωναν τους "κακούς" μαθητές για να τους τιμωρήσουν την άλλη ημέρα. Έτσι, για εμάς τους έφηβους, το καφενείο ήταν ο στόχος και η επιβεβαίωση της ενηλικίωσης, η είσοδος στον κόσμο των ανδρών.

Ο πρώτος ηλικιακός καταμερισμός στον Δήμο μας, προσδιοριζόταν από τους χώρους που βρισκόμαστε στο ελεύθερο χρόνο: εμείς, οι έφηβοι, στους δρόμους και στο γήπεδο, οι γυναίκες στο σπίτι, δικό της ή της γειτόνισσας.

Το καφενείο για τους άνδρες του Δήμου ήταν και είναι απελευθέρωση. Λες ότι θες, δεν κρατάει κανείς πρακτικά κι εύκολα πηδάμε από το ένα θέμα στο άλλο: τιμές για το κοκκάρι, τα λιπάσματα, το συντοπίτη που μπήκε στο νοσοκομείο, την ανακοίνωση νέων μέτρων από την κυβέρνηση, την εκλογή του νέου προέδρου της ΝΔ - καλά για αυτό δεν λέμε και πολλά, πλάκα κάνουμε - την καινούργια γειτόνισσα που εκπέμπει περίεργα μηνύματα, τον Αλβανό που είχαμε σήμερα στην δουλειά

Η τηλεόραση νικάει την συζήτηση μόνο για κάνα καλό αγώνα μπάλας ή σπουδαίο γεγονός. Εδώ έπρεπε να μπαίνουν τα μηχανάκια της AGB και θα της έλεγα εγώ.

Διάβασα κάπου ότι σε σχέση με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, το καφενείο κάνει άχρηστο τον ψυχοθεραπευτή και τον ψυχίατρο, γιατί είναι αληθινή ψυχοθεραπεία και αποκατάσταση ψυχικού δυναμικού αυτός ο διαρκής σχολιασμός και εκμυστήρευση των ανδρών γύρω από το τραπέζι με τους καφέδες, το τσίπουρα, την μπύρα και τα φιστίκια.

Μια φορά, στην τηλεόραση, άκουσα κάποιον να λέει περιφρονητικά "αυτά δεν είναι σοβαρά, είναι κουβέντες του καφενείου", προφανώς γιατί δεν ήξερε τι παίζεται σε μια κουβέντα καφενείου, τι σημασία έχει για τους συμμετέχοντες σε αυτήν.

Στα καφενεία μας εισβάλλουν οι υποψήφιοι βουλευτές στις προεκλογικές περιόδους και οι πλανόδιοι με τα πορτοκάλια, τα φασόλια, τα μέλια και τα ψιλολοίδια από την Κίνα περιφέρονται ανάμεσά μας.

Τα καφενεία έχουν τους οπαδούς και τα μέλη τους. Νομίζω ότι μερικοί κληρονόμησαν το καφενείο που συχνάζουν από τον πατέρα ή από τον παππού τους κι αυτό είναι, όπως και να το κάνουμε, πραγματική παράδοση και αξία. Είναι τόσο ισχυρή η προσωπικότητα του καφενείου που ακόμα κι αν αλλάξει "η διεύθυνσις" , όπως σε ένα από αυτά που το νοίκιασε και το διαχειρίζεται τώρα ένας Αλβανός, οι θαμώνες συνεχίσουν να πηγαίνουν όπως και πρώτα.

Στα καφενεία έρχονταν παλιά μόνο οι άνδρες: νέοι και γέροι. Μαζί. Ήταν μια ευκαιρία να ανακατεύονται οι γενιές και με τις παλιές ιστορίες να μεταφέρεται πείρα στους νεώτερους.
Τώρα όμως, εδώ και κάποια χρόνια, ενέσκηψε το χάσμα των γενεών. Μας εκδικούνται και μας αποφεύγουν οι νέοι και οι νέες γυναίκες και μαζεύονται στις καφετέριες. 

Το να πας στην καφετέρια είναι σαν εκδρομή, σαν αναψυχή αφού και χωροταξικά είναι απομακρυσμένες από την αγορά. Οι καφετέριες ανήκουν σε νέους ανθρώπους, έχουν καινούργια καθίσματα σερβίρουν μοντέρνα ποτά και κοκτέιλ και κυρίως είναι καθαρές και μυρίζουν ωραία. Είναι βέβαια και πιο ακριβές.

Αν μπορούσα θα ένωνα καφενεία και καφετέριες, θα ένωνα τις γενιές και τους ανθρώπους αλλά αυτό δεν το μπορώ.

Εμείς σταθεροί στην ιστορία μας επιμένουμε να γερνάμε μαζί με τα καφενεία μας, μέσα τους. Θαμπώνουν τα χρώματα στους τοίχους, δακρύζουν τα μάτια μας, σπάει η φωνή μας και μυρίζουμε άσχημα σαν κι αυτά.

Γιατί τα καφενεία μας είναι βρώμικα και παραμελημένα, σαν γέροι κι έγραψα όλο αυτό το κείμενο με αγάπη για να τους πω να αλλάξουν, να δείξουν κάποιο ενδιαφέρον για εμάς και να μας επιστρέψουν λίγη από την αγάπη που τους δίνουμε. Να είναι καθαρά και όχι απλώς ξεπλυμένα, τα ποτήρια και τα φλιτζάνια, να είναι καθαρή η τουαλέτα τους κι εύκολη και να μην χρειάζεται να πηγαίνω σπίτι και να ξανάρθω.

Τα λέω όλα αυτά στα καφενεία μας αλλά τα λέω και στον καθρέφτη μου. Γιατί δεν θέλω να γίνω σαν και αυτά, βρώμικος, παραμελημένος και να μυρίζω άσχημα τώρα που γίνομαι γέρος και να με αποφεύγουν οι νύφες και τα εγγόνια μου. Γιατί δεν θέλω η μοναξιά να με καταβάλλει και να έχει κι επιχειρήματα.

Πόθος για την εξουσία, χωρίς ουσία


Όταν το κεφάλαιο μιας επιχείρησης σπαταληθεί, τότε η επιχείρηση κλείνει. Μήπως η απαίτηση αυτή του Εμπορικού Δικαίου, πρέπει να ισχύσει και για το κόμμα της ΝΔ; Αυτός είναι ο λόγος που ακούστηκε το σύνθημα της επανίδρυσης του κόμματος;
Ο περιορισμός του κεφαλαίου της παράταξης στον Κώστα Καραμανλή που παρουσιαζόταν από τα στελέχη του κόμματός του και ως εθνικό κεφάλαιο οδήγησε, τώρα που το κεφάλαιο αυτό εξανεμίστηκε, σε γενική κατάρρευση.
Στην διάρκεια μάλιστα της παρωδίας «έκτατο συνέδριο», ο αποκριάτικος Ζοροψωμιάδης, μαστίγωσε ανεμπόδιστος όλο το στελεχιακό δυναμικό στις πρώτες σειρές, εξανεμίζοντας και τα τελευταία ψήγματα παραταξιακού κεφαλαίου.
Ένα μήνα μετά τις εκλογές η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αφήνεται χωρίς κριτική από την πλευρά της κεντροδεξιάς. Ίσως αυτό να γίνεται γιατί δεν υπάρχον και πολλά να της προσάψουν με εξαίρεση οιμωγές για τα παιδιά των στα. . . ααζ και ψελλίσματα για το λιμάνι του Πειραιά.
Το κόμμα δεν λειτουργεί – εκτός από τους μηχανισμούς της Ντόρας– οι οργανώσεις ανά την επικράτεια είναι «σφραγίδες». Αποκαλυπτική η σημειολογία της ήττας: ο Γραμματέας του κόμματος δεν βγήκε βουλευτής και το ίδιο έπαθε και η υπεύθυνη Πολιτικού Σχεδιασμού.
Τα κόμματα εξουσίας έχουν ως βασικό ενοποιητικό παράγοντα την προσδοκία του ψηφοφόρου για πρόσβαση στην εξουσία. Χωρίς αιδώ άλλωστε διακηρύσσεται αυτή την περίοδο στον εσωτερικό προεκλογικό αγώνα ότι το μόνο ουσιαστικό ενοποιητικό στοιχείο του κόσμου της ΝΔ είναι ο πόθος επιστροφής στην εξουσία. Α! και το απώτερο παρελθόν – από τον Στρατάρχη Παπάγο στον Εθνάρχη Καραμανλή- με όλα τα αναχρονιστικά στοιχεία αντι – σοσιαλισμού και αντι – κομμουνισμού. Ενώ η ζωή μαζί με το τοίχος του Βερολίνου γκρέμισε και όλη αυτή την ιδεοληψία της Αριστεράς, αυτοί εξακολουθούν να πολεμούν αυτούς τους «βαρβάρους . . . που ίσως ήταν μια κάποια λύσις . . .».
Η παραίτηση της ΝΔ από την κυβερνητική εξουσία, αποκάλυψε την ιδεολογική φτώχεια και την ανυπαρξία πολιτικού στοχασμού και στρατηγικής για την χώρα..
Οι πελατειακές σχέσεις είναι οργανικό προσάρτημα του πολιτικού μας συστήματος και διαμορφώνουν την κοινωνική προσέγγιση «σήμερα εσείς αύριο εμείς», ως αξία της σημερινής δημοκρατικής μας διακυβέρνησης. Εάν λοιπόν ο μηχανισμός του κόμματος, του κάθε κόμματος εξουσίας, περιορίζεται στην συμπληρωματική υπηρεσία διαφθοράς και εξαγοράς συνειδήσεων των οπαδών και των πολιτών γενικότερα, τότε αυτό οδηγεί σε αυτοτύφλωση, και εξουσιαστική χαύνωση.
Αυτό συνέβη στο ΠΑΣΟΚ επί Σημίτη, αυτό συνέβη και στο κόμμα της ΝΔ.
Αρκετά πριν τις εκλογές, σε συνάντηση με στέλεχος του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας όταν προσπάθησα να συζητήσω μαζί του ιδεολογικά θέματα, η απάντηση ήταν αποστομωτική: «εμείς εδώ είμαστε για να κάνουμε ρουσφέτια και να πολεμάμε το ΠΑΔΟΚ. Η ιδεολογία και οι θεωρίες είναι για διανοούμενους σαν τον Ανδριανόπουλο, που είδες που κατέληξε! . . .».
Η ήττα στις εκλογές απεκάλυψε την φτώχια του κόμματος της ΝΔ σε οράματα και έμπνευση και αυτό αντανακλάται στους λόγους των δελφίνων. Δεν υπάρχει τίποτα να ακούσουμε διότι είναι κύμβαλα αλαλάζοντα και χαλκοί ηχόντες οι υποψήφιοι πρόεδροι, όραμα γαρ μη έχοντες. Είναι δε τουλάχιστον αστείο το εσωτερικό μεταγραφικό παζάρι της Ντόρας και του Αντώνη, οι δηλώσεις των υποψηφίων και οι εμφανίσεις των διαφόρων ομάδων στις νυκτερινές εκπομπές.
Είναι κατανοητή η δύσκολη θέση των υποψήφιων - εκλεκτόρων μελών της ΝΔ οι οποίοι μάλλον θα έχουν ως μοναδικό κριτήριο την αισθητική ή το λεγόμενο λάιφ στάιλ των επίδοξων αρχηγών. Ο πολιτικός πολιτισμός – προβληματισμός της ΝΔ περιορίζεται στις κατηγορίες αμφοτέρων για την πολιτική διαδρομή τους, τις φήμες περί σκανδάλων και άλλα ευτράπελα.
Είναι άραγε αυτό απότοκος της κομματικής πειθαρχίας – αυτοκτονίας των βουλευτών της ΝΔ, της «σιωπής των αμνών», που κατά τον βουλευτή Καράογλου είχε επιβληθεί στο κόμμα της ΝΔ πριν τις εκλογές; Θα περάσει αρκετός καιρός και θα χρειαστεί πολύ κουράγιο και συλλογική αυτογνωσία να γίνουν και πάλι οι αμνοί λύκοι!

Δεν ανήκω στην ΝΔ ούτε είμαι ψηφοφόρος της αλλά επειδή το πολιτικό μας σύστημα είναι κομματικό, πρέπει να εξετάζουμε και να μας ενδιαφέρει ο τρόπος που τα πολιτικά κόμματα λειτουργούν και εκλέγουν τις ηγεσίες τους που είναι πολύ πιθανόν να γίνουν και δικές μας, εθνικές δηλαδή, ηγεσίες.
Προφανώς όλα τα προηγούμενα δεν συμβαίνουν μόνο στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα σημερινά κόμματα δεν είναι μηχανισμοί παραγωγής σύγχρονης πολιτικής και οραμάτων αλλά δέσμια φαντασμάτων και χαρακτηρισμών του παρελθόντος. Διαχειρίζονται τους ψηφοφόρους – οπαδούς με κολακείες και εξυπηρετήσεις. Όταν αυτοί φεύγουν καμιά φορά από το μαντρί και πάνε σε άλλο γειτονικό λιβάδι ή για μπάνιο, αρχίζουν οι χωρίς νόημα αναλύσεις και οι ομφαλοσκοπήσεις.
Δείτε και τα αντίστοιχα στο ΠΑΣΟΚ αλλά και στις με πολλές ελπίδες περιβεβλημένη Αριστερά και μάλλον θα συμφωνήσετε ότι η ύπαρξη σκεπτόμενων πολιτών – που υπάρχουν σε όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς - με άποψη και θάρρος γνώμης είναι το ζητούμενο για την Δημοκρατία μας και το μόνο που μπορεί να μας απαλλάξει την χαλασμένη προ πολλού σούπα που ξαναζεσταίνουν και προσφέρουν τα κομματικά κατεστημένα.

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

Επέτειοι, ήρωες και πολιτική


Γιόρταζαν άραγε οι αρχαίοι Αθηναίοι την επέτειο της νίκης τους επί των Περσών στο Μαραθώνα; Έκαναν μήπως αναπαράσταση της πορείας του Φειδιππίδη; Τιμούσαν μήπως οι δικοί μας Θεσπιείς κάθε χρόνο την θυσία των ανδρών τους στις Θερμοπύλες, με αναπαραστάσεις και θυσίες, μνημόσυνα και πορείες;
Μάλλον όχι και ο λόγος φαίνεται ότι βρίσκεται στην διαρκή παρουσία των πολιτών στην ζωή της πόλης. Γεγονότα όπως η προάσπιση της ελευθερίας τους θεωρούνταν στοιχειώδης πολιτική (προς την πόλιν) υποχρέωση και δεν είχαν ανάγκη ειδικές εορτές για να τους την θυμίζουν και να διαπλάθεται ο χαρακτήρας τους.
Σε αντίθεση με εμάς, τους πολιτισμένους, που λειτουργούμε ως πολίτες κάθε εκλογές και μετά κλεισμένοι στην σφαίρα της ιδιώτευσης αναθέτουμε στους εκπροσώπους μας να νομοθετούν και να διοικούν, οι πολίτες της δημοκρατίας του 5ου αιώνα π.Χ. ήταν διαρκώς παρόντες στην διακυβέρνηση των κοινών τους, για τα μικρά και τα μεγάλα. Χαρακτήριζαν ηλίθιο και ανάξιο να λέγεται «πολίτης» αυτόν που δεν συμμετείχε ενεργά στην συζήτηση και λήψη αποφάσεων αλλά και αυτών που στην περίοδο εμφύλιων σπαραγμών – κακές στιγμές – δεν έπαιρνε θέση αλλά «το έπαιζε υπεράνω». Στα αγγλικά η λέξη βλάκας είναι idiot και η ρίζα της είναι στον ιδιώτη της αρχαίας πόλης!
Οι γιορτές και τα πανηγύρια, όπως το σημερινό για την επέτειο της εξέγερσης του Νοέμβρη 1973, στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας και ιδιαίτερα στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα, είναι ενδείξεις απουσίας των πολιτών από την άσκηση της πολιτικής. Θυμίζουν τις διάφορες Παγκόσμιες ημέρες για τα ζώα, το περιβάλλον, την φτώχεια, τον εθελοντισμό και άλλες ων ουκ έστιν αριθμός, που θυμίζουν αυτά τα σημαντικά που επιμένουμε να αγνοούμε όλες τις υπόλοιπες ημέρες του χρόνου.
Έτσι είναι άλλωστε, με όλες τις λεγόμενες εθνικές μας γιορτές. Με τον ένα ή τον άλλον τρόπο όλες υπογραμμίζουν την εθνική μας παθογένεια: να δημιουργούμε στην διάρκεια του αγώνα θύματα που ηρωοποιούμε μετά και να μην χαιρόμαστε τις νίκες που δημιουργούμε και που για αυτές θυσιάστηκαν οι συμπολίτες μας.
Οι εθνικές μας γιορτές, θυμίζουν και σηματοδοτούν την έναρξη μιας προσπάθειας αλλά σπανίως ή ποτέ το επιτυχές πέρας της
Γιορτάζουμε την 25η Μαρτίου, την έναρξη της επανάστασης του 1821 αλλά δεν υπάρχει γιορτή για την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους.
Την 28η Οκτωβρίου 1940 ξεκίνησε ο αγώνας για την προάσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας αλλά η απελευθέρωση της Ελλάδας από τους χιτλερικούς κατακτητές στις 12 Οκτωβρίου 1944 εορτάζεται διακριτικά. Τόσο που και ο σημερινός πρωθυπουργός συμμετέχοντας στους σχετικούς εορτασμούς και παρασυρμένος ίσως από το επικοινωνιακό φόρτο της στιγμής, απέδειξε ότι δεν ήξερε ουσιαστικές λεπτομέρειες εκείνης της ημέρας – την απουσία του συνονόματου παππού του.
Και στις δύο κύριες εθνικές μας εορτές, είναι κακό κοινό σημείο το ξέσπασμα εμφύλιων σπαραγμών στην διάρκειά των εθνικών αγώνων ή και αμέσως μετά το τέλος και ίσως για αυτό να μην έχουμε χαρεί την ολοκλήρωση των εθνικών επιτυχιών μας. Διότι έπρεπε να αναγνωριστούν οι θυσίες και να ηρωποιηθούν τα θύματα. Όταν όμως η παράταξη των νεκρών ήταν από τους χαμένους πως μπορούσε να γίνει αυτό; Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αναγνωρίστηκε ως ήρωας το 1860 περίπου για να μην πούμε τίποτα για τους αντάρτες της Εθνικής Αντίστασης.
Καλύτερα η λήθη, η παραχάραξη, η αποτοξίνωση της λαϊκής μνήμης από πράξεις αντίστασης και η . . . διακριτικότητα!
Εξέλιπαν το θάρρος και η υπεύθυνη στάση των τότε νικητών και ηγετών διότι ίσως ποτές δεν υπήρξαν τέτοιοι: οι νικητές έγιναν με την βοήθεια ξένων και ήταν απόντες από τους αγώνες!
Έτσι και οι φοιτητικές εξεγέρσεις του Νοέμβρη 1973 έχουν καταγραφεί στην λαϊκή μνήμη ως οι βασικές αντιχουντικές στιγμές του λαού και του πολιτικού του κόσμου που στο μεγαλύτερο μέρος της χουντικής επταετίας περίμενε να πέσει η στρατοκρατία μόνη της. Ήταν μερικοί ξεροκέφαλοι, αριστεροί και δημοκράτες που εποίκισαν με την βία ξερονήσια και φυλακές και ο λαός της Κύπρου με την θυσία του που έφεραν τελικά την επιτυχία αυτού του αγώνα.
Ο βασικός κορμός του πολιτικού κόσμου, του «καθώς πρέπει» πολιτικού κόσμου, ήταν απών και μονάχα «…οι νέοι που τους έλεγαν αλήτες», ως πάντοτε συμβαίνει, τριγυρνούσαν και φώναζαν με την αποκοτιά της νιότης και της πίστης σε ιδανικά, στους δρόμους και τα στενά.
Η γιορτή της αποκατάστασης, της νίκης δηλαδή, της Δημοκρατίας όμως κάθε Ιούλιο, είναι μια κλειστή διακριτική δεξίωση στο Προεδρικό μέγαρο, ένδειξη και αυτή της πολιτισμένης τάξης πραγμάτων στην Δημοκρατία μας και επαναφέρει τα πράγματα στην θέση τους: όλος αυτός ο κόσμος που κάθε Νοέμβρη σκέφτεται «τα καημένα τα παιδιά που σκοτώθηκαν τότε για την λευτεριά μας…» και γεμίζει τους δρόμους φωνάζοντας και απαιτώντας, τον Ιούλιο ας ετοιμαστεί για τα μπάνια του – εμείς, για την συγκομιδή των κρεμμυδιών μας, γιατί η πολιτική είναι επάγγελμα για τους επαγγελματίες και όχι για τον όχλο!
Όχι, δεν είναι έτσι! Οι αγώνες των πολιτών για τα δικαιώματά τους είναι ουσιαστική υποχρέωση τους. Η ενασχόληση με τα κοινά δεν είναι για αργόσχολους. Μαζί με τα προσκλητήρια νεκρών και την συγκίνηση σήμερα θα έπρεπε να ρωτήσει ο καθένας τον εαυτό του: είμαι ευχαριστημένος με τον τρόπο που λειτουργεί η Δημοκρατία μας; Πως μπορώ εγώ να συμβάλλω για να είναι πιο αποδοτικοί οι θεσμοί – κόμματα, Δήμος, πολιτεία- και χρήσιμοι για τον πολίτη; Τι μπορώ να κάνω για να γίνουν πιο ουσιαστικές οι πολιτικές διαδικασίες και για να με υπολογίζουν όλοι αυτοί οι πολιτικοί επαγγελματίες εκπρόσωποι;
Προφανώς οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες. Το να θέτεις το ερώτημα είναι το πρώτο βήμα προς την επιστροφή σου στην πολιτική.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Παιδεία και πολιτική


Το καφενείο θολό και κρύο απόψε και βουβό. Γύρισα σπίτι, άναψα το τζάκι με τα ξύλα από το κλάδεμα του ελαιώνα, καψάλισα μερικές φέτες ψωμί, έριξα φρέσκο λάδι, αλάτι και ρίγανη και με το ποτήρι γεμάτο από το περσινό μαυροκόκκινο μπροστά στις φλόγες σκέφτομαι δυνατά μαζί σας.
Η κυρά μου λείπει στην Αθήνα, στα παιδιά της και εγώ απολαμβάνω τις στιγμές αυτές της μοναξιάς πατώντας τα μαύρα πλήκτρα.
Λοιπόν, παρακολουθώντας τα πολιτικά τεκταινόμενα, πιστεύω όλο και περισσότερο ότι το πρόβλημα μας είναι τελικά παιδείας και πολιτισμού. Διαβάζοντας μάλιστα και άλλα κείμενα σε αυτή την ιστοσελίδα, για σκουπίδια, ανοικτές χωματερές και βρώμικα νερά στους δρόμους, για τα παιδιά μας και τα σχολεία, πείθομαι ακόμα πιο πολύ.
Φεύγοντας από την αγορά πέρασα μπροστά από το καφενείο που στην διάρκεια της Κατοχής είχε εγκαταστήσει το ΕΑΜ την Παιδαγωγική Ακαδημία. Υπάρχει πάντα μια πλευρά την ιστορίας που είναι κοντά μας και πρέπει να μένει ζωντανή και είναι εκείνη κατά την οποία ο απλός πολίτης εμφανίζεται με απαιτήσεις στο προσκήνιο. Τέτοια είναι η περίοδος της Εθνικής Αντίστασης. Ζητήστε να μάθετε ποιοι ήταν τότε στα πράγματα στον Δήμο μας και μην εκπλαγείτε αν μάθετε ότι ήταν ο παππούς σας ή ο πατέρας σας.
Παρόλο τον πόλεμο και τον κατατρεγμό από τους κατακτητές λοιπόν, αντί για στρατιώτες η πρωτοπορία της εποχής θεωρούσε ότι είναι πιο σημαντικό να διαμορφώσει ανθρώπους και για τούτο έφτιαχνε δάσκαλους. Είχαν βγει τότε ως δάσκαλοι της Νέας Ελλάδας κάμποσοι από τον Δήμο μας που αργότερα αντί να τους το αναγνωρίσει η Μητέρα μάνα μητριά Ελλάς, του κυνήγησε – ένας μάλιστα από το ξύλο το πολύ τρελάθηκε.
Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι και παιδαγωγοί είχαν πάρει τα χωριά και τα βουνά τότε και με το ταλέντο και το μεράκι τους συνέβαλαν στον να μορφωθεί ο κόσμος στα ξεχασμένα χωριά και να αλλάξει το κλίμα: ψήφισαν για πρώτη φορά οι γυναίκες, είδαν θέατρο και άκουσαν λογοτεχνικά κείμενα, η φούστα σηκώθηκε πάνω από τον αστράγαλο και απελευθερώθηκαν τα μαλλιά από το μαντήλι. Ήταν όλα αυτά απόηχος του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού που έφτανε και επιβαλλόταν στα χωριά μας με κάποια καθυστέρηση.
Στα δύσκολα πέτρινα χρόνια μετά τον Εμφύλιο, η αγάπη για την γνώση και την μόρφωση χαρακτήριζε τους αριστερούς και κυρίως τους προοδευτικούς πολίτες. Στις εξορίες και τις φυλακές πολλοί νέοι αλλά και πιο μεγάλοι που δεν είχαν πάει σχολείο, έμαθαν να διαβάζουν λογοτεχνία και ποίηση αλλά και εφαρμοσμένες επιστήμες όπως ξένες γλώσσες, οικονομικά και λογιστική. Αποκαλύφθηκαν ταλέντα που η σκληρή βιοπάλη και η αμορφωσιά είχε κρατήσει στο σκοτάδι. Μάλιστα εκείνο τον καιρό, οι χωροφύλακες στα χωριά μας όταν ήθελαν να μάθουν ποιος είναι Αριστερός ρωτούσαν και παρατηρούσαν γι α το ποιος διαβάζει βιβλία: ήταν το σήμα κατατεθέν για τους ανθρώπους που ήθελαν έναν καλύτερο κόσμο, έναν κόσμο διαφορετικό.
Μετά την μεταπολίτευση ένα από τα συνθήματα που ακουγόταν ήταν το «πρώτοι στα μαθήματα – πρώτοι στον αγώνα» και στα ατέλειωτα αχτίφ μας λέγανε πως ο καλός αγωνιστής πρέπει να είναι και πρώτος μαθητής. Μπορεί μερικοί από εμάς να μην προχωρήσαμε «στα γράμματα» αλλά ποτέ δεν πάψαμε να εκτιμάμε την σημασία και τον ρόλο της γνώσης.
Τώρα πως φτάσαμε το να κλείνουμε τα παιδιά τα σχολεία και μάλιστα να υποστηρίζουμε και μια τέτοια θέση ως ένδειξη αγωνιστικότητας, αυτό είναι ακόμα ένα σημείο των καιρών. Για εμένα είναι δείγμα παρακμής και απουσία οραμάτων.
Πάντα θέλαμε το σχολείο να είναι ανοικτό γιατί λέγαμε: «ένα σχολείο κλείνει μία φυλακή». Το υπό κατάληψη σχολείο είναι ήδη σαν φυλακή, έτσι όπως βλέπω τις εικόνες των παιδιών πίσω από τα κάγκελα. Τα παιδιά να περιφέρονται όλη μέρα στο προαύλιο και στις άδειες αίθουσες χωρίς να διαβάζουν έστω ένα βιβλίο, να κάνουν κάτι δημιουργικό: να παίζουν μουσική, να ζωγραφίζουν τους τοίχους. Δεν θα ήταν πιο αποδοτικό, τα παιδιά να κάνουν «έφοδο» στα καφενεία μας, να μας ενημερώσουν και να απαιτήσουν την συμμετοχή μας στην λύση των όποιων προβλημάτων τους;
Το έχουν πει ήδη πολλοί ειδικοί ότι το σύγχρονο ελληνικό σχολείο είναι απωθητικό, βαρετό. Το σχολείο δεν αρέσει. Η παραγωγική πλευρά της οικονομίας δεν αναγνωρίζει κανένα ιδιαίτερο ρόλο στους αποφοίτους του Λυκείου άρα δεν ενδιαφέρεται για τον οργανισμό που τους παράγει. Κατά συνέπεια, οι πολιτικοί εκπρόσωποι μετατρέπονται σε απρόσωπους υπηρεσιακούς παράγοντες που κάνουν ότι εξυπηρετεί την επανεκλογή τους. Παρόλο που όλοι μιλάνε και σκίζονται για τον «εθνικό χαρακτήρα και την αποστολή της Παιδείας», ο όποιος σχεδιασμός γίνεται σε βάθος τετραετίας.
Όταν ο παραγωγικός ιστός της χώρας μας, μετατρέπει επιστήμονες με μεταπτυχιακούς τίτλους και διδακτορικά σε πωλητές και απλούς υπαλλήλους θα διατυπώσει προδιαγραφές για τους λυκειόπαιδες;
Θεωρώ ότι είναι φυσικό επακόλουθο αυτής της γενικής αδιαφορίας η κατάπτωση της λειτουργίας του σχολείου ως οργανισμού: κτίρια παλιά, βιβλία με λάθη και ερασιτεχνισμούς, ελλείψεις σε εξοπλισμό, χαμηλές αμοιβές των καθηγητών και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.
Προφανώς στην εξουσία που θέλει τον κόσμο παθητικό χειροκροτητή και οπαδό για να χειραγωγείται πιο εύκολα, πρέπει να αντιταχθεί ο κάθε σκεπτόμενος πολίτης αλλά κι οι άνθρωποι της εκπαίδευσης και να απαιτήσουν την αναβάθμιση της εκπαιδευτικής λειτουργίας.
Υπάρχουν όμως μερικά θέματα που είναι διαχρονικά στην εκπαίδευση και δεν εξαρτώνται από τους υλικούς όρους που αυτή παρέχεται.
Το πιο σημαντικό είναι η σχέση, η χημεία του δάσκαλου με τον μαθητή του. Ας θυμηθούμε το «στους γονείς μου οφείλω το ζην αλλά στους δασκάλους μου το ευ ζην». Ο σεβασμός που ο δάσκαλος εμπνέει στον νέο άνθρωπο έτσι ώστε εκείνος – ο νέος – να μπορέσει να τον ακούσει και με την μελέτη και την προσπάθειά του να ξεπεράσει τον δάσκαλό του. Ο σεβασμός όμως δεν επιβάλλεται αλλά κερδίζεται. Είναι αυτός σήμερα ο προσωπικός στόχος και η φιλοδοξία των δασκάλων και καθηγητών; Μήπως στην καθημερινότητα του οικογενειάρχη – που είναι οι πιο πολλοί από αυτούς – έχει χαθεί αυτό το πάθος για διάπλαση χαρακτήρων; Πόσοι από τους καθηγητές έχουν συμβιβαστεί και νομιμοποιήσει εντός τους με την ιδέα του «ιδιαίτερου» μαθήματος ως ουσιαστική ενίσχυση του εισοδήματός τους;
Οι καθηγητές, οι γονείς αλλά και οι προοδευτικοί πολιτικοί παράγοντες, θα έπρεπε να εμπνεύσουν στα παιδιά μια διαφορετική, κατά την γνώμη μου, αγωνιστική στάση για ένα σχολείο ανοικτό στην κοινωνία και στα προβλήματά της. Εάν υπάρχουν προβλήματα και θέματα που το σχολείο είναι μη παραγωγικό, βαρετό και σφόδρα υποτιμημένο, αυτό θα έπρεπε να είναι αντικείμενο διαλόγου σε ένα ανοικτό σχολείο και όχι σε σχολείο κλειστό και φρουρούμενο, τους γονείς στις δουλειές τους και τους καθηγητές αφιερωμένους στις εκτός σχολείου προσωπικές τους ασχολίες – και τα ιδιαίτερα βεβαίως βεβαίως.
Αλλά και εμείς οι γονείς δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών. Είναι σαν να ξεφορτωνόμαστε τα παιδιά, να θέλουμε να απαλλαγούμε από αυτά, να τα αφήνουν σε παιδονόμους και όχι διαμορφωτές χαρακτήρα τους. Πόσοι γονείς ζήτησαν και παρακολούθησαν ανοικτό μάθημα στην τάξη του παιδιού τους; Πόσοι από εμάς, ως γονείς, συζήτησαν με τα παιδιά τους για καλούς και κακούς καθηγητές; Συμμετείχαν ενεργά στον σύλλογο γονέων;
Η παιδεία είναι πράγματι εθνική υπόθεση και μας αφορά όλους μας ακόμα κι αυτούς που δεν έχουν παιδιά.
Ακόμα και εμάς τους κουρασμένους μεσήλικες μας αφορά η μόρφωση που για εμάς, απ’ ότι φαίνεται έχει περιοριστεί κυρίως στην τηλεθέαση. Στο κάτω κάτω της γραφής, ακόμα και υστερόβουλα σκεφτόμενοι, αφορά το μέλλον του παραγωγικού δυναμικού αυτής της χώρας, αυτού που θα πληρώσει τις συντάξεις μας.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

Σκέψεις Μεσήλικος

Είμαι μεσήλικας κάτοικος του Δήμου Θεσπιών μας και το να γράψω το κείμενο αυτό δεν μου είναι εύκολο. Είπα όμως ότι πρέπει κι εγώ να μιλήσω. Στην ηλικία που έφτασα εξάλλου δεν μένουν και πολλά να κάνει κανείς. Τσιγάρο, ποτά, ταβέρνες έχουν κοπεί όχι μόνο κατ’ εντολή γιατρού αλλά και εξ απορίας τσέπης.
Κοιτάζω την εικόνα των χωριών του Δήμου μας και θλίβομαι. ‘Περασμένα μεγαλεία . . .» σκέφτομαι. Περασμένες ημέρες όταν το εισόδημα ήταν αρκετό να συντηρεί αισιοδοξία και κέφι για δουλειά και ζωή. Όταν υπήρχαν οράματα για αλλαγή της κοινωνίας που τα πιστεύαμε. Γιατί θεωρώ ότι το να πιστεύεις στην αλλαγή της κατάστασης είναι πιο ζωογόνο από την οικονομική δυνατότητα που έχεις: «Ουκ επ ‘ άρτο μόνο ζήσεται άνθρωπος . . .».
Η αγορά κλείνει από τις οκτώ. Το κλίμα στα καφενεία είναι μουντό και οι συζητήσεις ανιαρές και αδιάφορες. Το βλέμμα των ανθρώπων θολό και η απόγνωση στους οικογενειάρχες έκδηλη. Η βασική οικονομική δραστηριότητα που είναι η γεωργική παραγωγή δεν έχει μέλλον και δεν φαίνεται προς το παρόν καμιά άλλη πρόταση.
Πως φτάσαμε ως εδώ; Δεν το ξέρω. Δεν είμαι κοινωνιολόγος αλλά νομίζω ότι πρέπει να μας απασχολήσει. Όχι τόσο για λόγους διαπίστωσης αλλά για το που πάμε. Τα οράματα φαίνεται ότι έχουν αντικατασταθεί από τον κυνισμό της επιβίωσης. Οι προτάσεις, αν υπάρχουν, είναι οι καταγγελίες κομμάτων και ομάδων της μικρής αντιπολίτευσης. Μόνο με καταγγελίες όμως δεν γίνεται δουλιά. Για να μην πω ότι με την αρνητική στάση σε όλα είναι πιο πιθανό να ριζώσει η παθητικότητα και ο αμοραλισμός στους νέους μας αλλά και σε εμάς.
Το πιο βασικό που με ενοχλεί είναι η αλλαγή στο ήθος εργασίας, κυρίως των νέων ανθρώπων. Παρατηρώ έναν σνομπισμό και αδιαφορία προς τις μικρές, πρόσκαιρες εργασίες. Μικρές ανάσες στο εισόδημα, που παλιότερα τις κυνηγούσαμε – μεροκάματα στις δουλειές των άλλων – τώρα τις παίρνουν οι Αλβανοί που τους βλέπω να μαζεύονται στην αγορά και να κάθονται με τις ώρες. Το μεράκι για κάθε εργασία τώρα το βλέπω στους συνανθρώπους μας από την γειτονική χώρα που σιγά - σιγά δημιουργούν τις περιουσίες τους. Τους χαίρομαι αλλά ταυτόχρονα λυπάμαι για την απουσία των δικών μας νέων ανθρώπων από τις εργασίες αυτές.
Στην πραγματικότητα, η παρουσία τόσων ανειδίκευτων εργατών θα έπρεπε να απελευθερώσει δημιουργικές δυνάμεις σε εμάς τους ντόπιους για νέες καλλιέργειες και δραστηριότητες Εφόσον δυναμικές καλλιέργειες που έως σήμερα μας συντηρούν, (κρεμμύδια κυρίως, βαμβάκι σιτηρά λόγω των επιδοτήσεων που τελειώνουν, κ.α.) δεν αποδίδουν, θα έπρεπε να γίνουν άλλα πράγματα.
Βλέπω τον τρόπο που ζούμε και είναι σαν να είμαι σε περιφερειακό Δήμο της Αττικής: όλα αγοράζονται από πλανόδιους πωλητές ή από το τοπικό σούπερ μάρκετ, παρόλο που θα μπορούσαν να παράγονται στα σπίτια μας, όπως κάποτε: κότες, κουνέλια, λαχανικά, φρούτα. Δείτε πόσες ελιές θα μείνουν αμάζευτες γατί – λέει – δεν συμφέρει! Οι νέες γυναίκες δεν εργάζονται όπως οι δικές μας και μάλιστα θεωρείται ντροπή και δεύτερης ποιότητας ζωή το να ασχολείται με παραδοσιακές ασχολίες. Στοιχεία παραδοσιακής μαγειρικής και νοικοκυριού τείνουν να ξεχαστούν: Πόσες νέες νοικοκυρές ζυμώνουν το ψωμί τους, πόσες κάνουν ελιές, συντηρούν κότες, κάνουν κουρελούδες και κουβέρτες, ξέρουν να ράβουν.
Μόνον λοιπόν ως ειρωνεία θεωρώ ότι ο συμπολίτης τοποθέτησε τον μαρμάρινο πρόγονό μας – έναν από τους περίφημους επτακόσιους που μας βγάζουν από την ανωνυμία – σε μια από τις εισόδους του Δήμου μας. Διότι φαίνεται ότι ι άλλα είναι τα στοιχεία του σύγχρονου βίου που προσιδιάζουν εκείνο της αρχαιότητας: η γυναίκα με τις φίλες της πίνουν καφές για ώρες στο σπίτι, οι άνδρες στην καφετέρια –δίκην αρχαίας αγοράς - πίνουν ουίσκι και εσπρέσσο περί άλλα τυρβάζοντες, και οι σύγχρονοι επ’ αμοιβή δούλοι Ιλλυριοί στα χωράφια και στις χειρωνακτικές εργασίες!
Δεν αντέχω τέλος να μη μοιραστώ μαζί σας και το ότι η μοναδική ίσως πολιτιστική δραστηριότητα του Δήμου μας – προοδευτικού κατά τα άλλα - είναι η οικονομική υποστήριξη των δημοτών που επιθυμούν να αποχαιρετήσουν τον παπά μας, αρχιμανδρίτη Εμμανουήλ είτε στην χειροτονία του, στην Αθήνα, είτε στην εγκατάσταση του στο Κιλκίς! Βοήθειά μας!

Διάφορα