Άνοιξε ο καιρός, γλύκανε και με τις δουλειές της εποχής δεν είχα διάθεση να πατώ τα πλήκτρα. Αυτό το Σαββατοκύριακο κλάδεψα τις ελιές είδα που θέλουν ένα πέρασμα με τον καλλιεργητή για τα χόρτα που δεν κρατιούνται και άρχισαν να φουντώνουν. Τώρα που το χώμα κρατάει υγρασία και είναι αφράτο πρέπει να τις περάσω μια φορά
Τι να γράψω άλλωστε; Άσε που παρατηρώ ότι η συμμετοχή των αναγνωστών περιορίζεται: δεν βλέπω σχόλια και άλλες απόψεις, όχι πάντα αρνητικές. Σαν να βαρέθηκε ο κόσμος και δεν έχει άδικο. Με τις ομιλίες και τις κουβέντες μόνο δεν γίνεται προκοπή. Προσυπογράφω την σχετική ανάρτηση στα ΘΕΣΠΙΑΚΑ και την αγωνία από το ΒΗΜΑ ΑΛΙΑΡΤΟΥ.
Θρήσκος δεν είμαι αλλά από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, η Μεγάλη εβδομάδα πάντα ήταν μια εβδομάδα θλίψης και κατάνυξης Υπήρχε μια ησυχία και μια ηρεμία παντού. Οι κουβέντες στα καφενεία επίσης σιγανές. Οι δουλειές γίνονταν γαλήνια: ασπρίσματα στις αυλές, προετοιμασίες. Οι γυναίκες πρωταγωνιστούν ίσως γιατί εκείνες έχουν πιο καλή σχέση με τον θάνατο αφού είναι οι ίδιες που δημιουργούν και την ζωή.
Μέσα στην αναγέννηση της άνοιξης, η μυρωδιά από τις πασχαλιές, μου θύμιζε την γλυκιά αναμονή για τη γιορτή της Κυριακής με το ψήσιμο του αρνιού και το γλέντι.
Την Κυριακή το βράδυ άκουσα την είδηση για την έκρηξη στα Πατήσια. Η οικογένεια αυτή (πατέρας, μητέρα, γιός και κόρη) άφησαν μια χώρα –Αφγανιστάν- που για χρόνια τώρα μαίνεται εμφύλιος πόλεμος με παρεμβάσεις ξένων και η πείνα και η ανασφάλεια τους έφερε στην Ελλάδα. Κλεισμένοι, κρυμμένοι σε φορτηγά, σε ψυγεία, σε αμπάρια λαθρεμπορικών πλοίων κατάφεραν να φτάσουν και να πεινάνε εδώ. Για να επιβιώσουν, έψαχναν στα σκουπίδια να βρουν κάτι να φάνε ή κάτι για να πουλήσουν στην αγορά στα παλιατζίδικα. Το κοριτσάκι βρήκε παρατημένο ένα σακίδιο.