Στις παραμονές των εθνικών εορτών, ο διευθυντής του Δημοτικού σχολείου μας έστελνε να φέρουμε από τον Κατσακούτσο δάφνες για τα στέφανα που θα κατέθεταν οι επίσημοι ανήμερα τις γιορτής στο Ηρώο, στο προαύλιο της εκκλησίας. Έστελνε πάντα τους κακούς μαθητές και όχι τους καλούς. Διάκριση μικρή μεν αλλά σημαντική από άποψη μελλοντικής εξέλιξης και επαγγελματικού προσανατολισμού. Εμείς δεν θα σπουδάζαμε έτσι κι αλλιώς και ως παιδιά του χωριού θα μέναμε εδώ να καλλιεργούμε τα χωράφια. Οπότε η σχέση μας με τον Κατσακούτσο έπρεπε να κτιστεί εξ απαλών ονύχων.
Ο Κατσακούτσος, για όσους δεν τον ξέρουν, είναι η ρεματιά ανάμεσα σε Ερημόκαστρο, Κασκαβέλι, Βάγια και Μαυρομάτι. Παραμελημένη, ενίοτε χώρος απόρριψης διαφόρων άχρηστων πραγμάτων και με άγρια βλάστηση. Το φθινόπωρο, όταν πηγαίναμε για τις δάφνες του ΟΧΙ χαιρόμουν τα απολαυστικά κούμαρα. Κάποιοι υποψιασμένοι έπαιρναν μαζί τους και λάστιχα (έτσι λέγαμε τις σφεντόνες) και σημάδευαν τα πουλιά ενώ οι υπόλοιποι τους βρίζαμε τους παλιολουφαδόρους. Πάντως όλοι μας απολαμβάναμε την κοπάνα και αφού φορτωνόμασταν δάφνες γυρνούσαμε αργά το μεσημέρι, αφού είχε σχολάσει το σχολείο και αφήναμε τις δάφνες έξω από το γραφείο του Διευθυντή. Τα στεφάνια θα τα έφτιαχναν οι συμμαθήτριες την επομένη. Σε εμάς έμεναν οι περιπέτειες της ημέρας που τις λέγαμε μεταξύ μας και ανέβαινε το ηθικό μας.
Ο Κατσακούτσος έμεινε από τότε στη μνήμη μου ως το απρόσιτο, άγριο σημείο ανάμεσα σε τόσα χωριά: τόσο πλησίον αλλά και τόσο μακράν!
Ο Κατσακούτσος, για όσους δεν τον ξέρουν, είναι η ρεματιά ανάμεσα σε Ερημόκαστρο, Κασκαβέλι, Βάγια και Μαυρομάτι. Παραμελημένη, ενίοτε χώρος απόρριψης διαφόρων άχρηστων πραγμάτων και με άγρια βλάστηση. Το φθινόπωρο, όταν πηγαίναμε για τις δάφνες του ΟΧΙ χαιρόμουν τα απολαυστικά κούμαρα. Κάποιοι υποψιασμένοι έπαιρναν μαζί τους και λάστιχα (έτσι λέγαμε τις σφεντόνες) και σημάδευαν τα πουλιά ενώ οι υπόλοιποι τους βρίζαμε τους παλιολουφαδόρους. Πάντως όλοι μας απολαμβάναμε την κοπάνα και αφού φορτωνόμασταν δάφνες γυρνούσαμε αργά το μεσημέρι, αφού είχε σχολάσει το σχολείο και αφήναμε τις δάφνες έξω από το γραφείο του Διευθυντή. Τα στεφάνια θα τα έφτιαχναν οι συμμαθήτριες την επομένη. Σε εμάς έμεναν οι περιπέτειες της ημέρας που τις λέγαμε μεταξύ μας και ανέβαινε το ηθικό μας.
Ο Κατσακούτσος έμεινε από τότε στη μνήμη μου ως το απρόσιτο, άγριο σημείο ανάμεσα σε τόσα χωριά: τόσο πλησίον αλλά και τόσο μακράν!