Η μάνα μου, όπως και οι άλλες γυναίκες του χωριού μας, όταν αγανακτούσε φασκέλωνε. Το πρόσωπό της παραμορφωνόταν από την οργή και τίναζε με δύναμη το χέρι της. Το κρατούσε άκαμπτο και με πάθος τέντωνε τα δάκτυλα της παλάμης προς εκείνον που φασκέλωνε: “βρε να!” έβγαινε από μέσα της κάτι σαν πνιχτή κραυγή και σαν στεναγμός ανακούφισης. Κι ήταν σαν να ξαπολούσε κεραυνούς για να τον κάψουν τον εχθρό της. Δεν ήθελε ή δεν μπορούσε την σωματική επαφή, να δώσει σκαμπίλι ας πούμε, και κατέφευγε σε αυτή την κίνηση. Το έκανε και σε εμένα όταν, αφού είχα κάνει την ζημιά έτρεχα, μακριά της κι εκείνη, αφού δεν μπορούσε να με κτυπήσει, μου έστελνε τον θυμό της με φάσκελα κι ας φώναζε η γιαγιά πως δεν κάνει να φασκελώνει το παιδί της.
Αυτή η χειρονομία, η μοναδικά ελληνική, είναι η καλύτερη έκφραση της αγανάκτησης και η κίνηση των ανθρώπων στην φωτογραφία από τους “αγανακτισμένους” της πλατείας Συντάγματος στην Αθήνα, έχει κάτι από την συμπεριφορά της μάνας μου. Φασκελώνουν όμως το Κοινοβούλιο-“παιδί” των δημοκρατικών αγώνων των πολιτών, αλλά δεν μουτζώνουν τον θεσμό “κοινοβούλιο”. Με την κίνησή τους αυτή, εν χορώ, δηλώνουν ότι οι πολιτικοί που λειτουργούν εκεί μέσα δεν είναι άξιοι της τιμής τους. Δεν συμπεριφέρονται οι βουλευτές ως εκπρόσωποι των πολιτών αλλά ως ιδιοκτήτες μιας εξουσίας (νομοθετικής) που την ασκούν με πολύ ατομικό, σχεδόν ιδιοτελή τρόπο.