Κάθε Πρωτοχρονιά, τα τελευταία
χρόνια, ένας πόνος με πιάνει στη πλάτη. Είναι σα να μου φορτώνεται ένας ακόμα
χρόνος πραγματικά στη πλάτη και να μου το θυμίζει.
Όλοι έφυγαν. Οι πολιτικοί
αρχηγοί έκαναν τα διαγγέλματα κι αποσύρθηκαν, οι καλλιτέχνες τραγούδησαν στα
γυαλιστερά τηλεοπτικά στούντιο, τα παιδιά βγήκαν έξω, η κυρά πήγε για ύπνο κι
εγώ έμεινα μόνος εδώ στο παλιό μας χειμωνιάτικο. Έβαλα ένα ακόμα κούτσουρο στη
φωτιά και βλέπω τις φλόγες να τριζοβολούν. Τις βλέπω να χορεύουν και κάπως
ζαλίζομαι ευχάριστα. Έχει ησυχία και η ρακή που μου έστειλε ο Αντώνης από τα
Χανιά εξαιρετική. Ρίχνει ψιλόβροχο αλλά το τζάκι τραβάει. Χειμέρια τα πράγματα.
Πριν από λίγο, όταν ήμασταν
πολλοί εδώ, έδειξα στον μικρό ανιψιό μου πώς να φτιάχνει χάρτινες βαρκούλες.
Σκίζαμε σελίδες από το ημερολόγιο του χρόνου που πέρασε και κάναμε βάρκες. Ο
μικρός μετά από λίγο, βαρέθηκε κι άρχισε να ασχολείται με ένα ηλεκτρονικό
παιχνίδι που του έφερε ο νουνός του.
Νομίζω ότι κάθε αρχή του
χρόνου, φτιάχνουμε ο καθένας με τις προσδοκίες του -που ίσως δεν τις λέμε ούτε
στον εαυτό μας- μια βαρκούλα και την αφήνουμε να τη πάρει το ρέμα της ζωής. Την
παίρνει δηλαδή το ρέμα χωρίς να μας ρωτήσει. Μερικές λειώνουν, διαλύονται και μαζί
τους οι άνθρωποι χάνονται περνώντας στο βασίλειο της μνήμης. Οι πιο πολλές τσαλακωμένες
και μουσκεμένες φτάνουν σε κάποια όχθη, την επόμενη χρονιά. Και η δική μου, στραπατσαρισμένη
κρυώνει και προσπαθεί να ζεσταθεί.
Κάνω τον απολογισμό της χρονιάς
και προσπαθώ να κλείσω τα βιβλία μου με όσο το δυνατόν μικρότερα ελλείμματα.
Αλλά, εκείνα όλο και μεγαλώνουν. Και τα πραγματικά, τα οικονομικά αλλά και τα
άλλα, τα «ιδεολογικά». Διαπιστώνω ότι οι βεβαιότητες μου λιγοστεύουν και είμαι
έτοιμος να συζητήσω όλες τις απόψεις, ακόμα κι εκείνες που παλιότερα απαξιούσα
να ασχοληθώ.
Εκείνο που μου λείπει είναι η
ήρεμη συζήτηση αναζήτηση. Όσο περνάνε τα χρόνια χάνω φίλους – συνομιλητές και
καινούργιοι δεν φαίνονται. Μπορεί να παραξενεύω κιόλας, αλλά νομίζω ότι όλο και
πιο λίγα έχω να λέω και ακόμα πιο λίγα να ακούω με ενδιαφέρον. Νομίζω ότι η
διάθεση για κουβέντα λείπει και ο θόρυβος μεγαλώνει.
Μια χάρτινη βαρκούλα έμεινε να
με κοιτάζει στο τραπέζι. Έγραψα στη πλώρη της «Ελλάδα» από τη μια κι «Έρμος»
από την άλλη και την άφησα να με κοιτάζει. Αν είχε καλό καιρό θα την έριχνα στο
νερό που κυλάει έξω στο δρόμο. Τώρα κάνει κρύο όμως και τη θέλω την «Ελλάδα»
και τον «Έρμο», εδώ κοντά μου. Όσο έχω ακόμα ξύλα για το τζάκι θα τους ζεσταίνω
και θα τους φορτώνω με τα δικά μου όνειρα. Γιατί θα συνεχίζω να κάνω όνειρα και
να φαντάζομαι τη ζωή μου καλύτερη και να αγωνίζομαι για να γίνουν τα όνειρα πραγματικότητα.
Γιατί είναι τα όνειρα μας που θα πάρουν εκδίκηση για όλη αυτή τη μιζέρια που μας
έχουν μέσα χώσει.
Καλή χρονιά!