Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Αναχώρηση Χριστουγεννιάτικα



O κύριος Μάκης, από το Γεράσιμος, έζησε όλη τη ζωή του σε ένα χωριό, κοντά στο Μεσολόγγι. Ψαράς και αγρότης. Ανέθρεψε τέσσερα παιδιά, τρία κορίτσια κι ένα αγόρι, και χάρηκε πολλά εγγόνια. Με το γιο του γίναμε φίλοι στο στρατό και παραμείναμε. Πήγαινα κατά καιρούς στο χωριό του, τους πήγαινα κρεμμύδια και κρασί, και στο χαμηλοτάβανο σπιτάκι η μάνα του, η Αλεξάνδρα, είχε πάντα τσίπουρο και αυγοτάραχο για να μας κεράσει.

Ο κύριος Μάκης είχε ένα στεγνό σκαμμένο πρόσωπο, όλο ρυτίδες, σαν ένα κομμάτι χωραφιού που έχει πολύ καιρό να δει βροχή και έξυπνα γκρίζα μάτια που γυάλιζαν σαν φρεσκοπλυμένα σαλιγκάρια. Όλος ήταν στεγνός, λεπτός αλλά δυνατός. Κάπνιζε και μιλούσε αργά. Σοβαρός ακόμα κι όταν χωράτευε. Άλλο από δουλειά δεν γνώρισε στη ζωή του και δεν νομίζω ότι ζήτησε κάτι περισσότερο από ό,τι του δόθηκε. Όταν τον καλούσαν τα παιδιά του στα σπίτια τους σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, αυτός πήγαινε για λίγο κι επέστρεφε πάντα στο χωριό.

Εκεί, στο χωριό, ζούσε όπως ζουν οι δικοί μας γέροι. Έβγαινε στο καφενείο καθαροντυμένος, κορδωτός, χωρίς μπαστούνι, κι έπινε τον καφέ ή το τσίπουρο, κάπνιζε τα τσιγάρα του κι αν έβρισκε καλή παρέα έπαιζε πρέφα ή ξερή. Νόμιζα ότι ήταν μια βαρετή κι ανιαρή ζωή αλλά πάντα με ξάφνιαζε για την πολυπλοκότητα της που μου την αποκάλυπτε ο κύριος Μάκης με ήρεμο τρόπο: τι έκανε ο τάδε, ο δείνας, ποιος πάντρεψε, ποιος χώρισε, τι τιμές έχουν τα στάρια, το λάδι, τι είπε ο πολιτευτής που πέρασε σήμερα από το καφενείο, τι έγινε με το γιατρό, ένας θησαυρός πληροφορίες που έδειχναν το δίκτυο σχέσεων που κάλυπτε, προστάτευε και έδινε ενδιαφέρον στη ζωή του κύριου Μάκη και που για αυτό το λόγο δεν ήθελε να απομακρυνθεί πολύ από αυτό και για αυτό δεν πήγαινε με χαρά να δει το παιδιά και τα εγγόνια του.

Ο κύριος Μάκης ήταν δεξιός. Πολιτικά δηλαδή αλλά και με το δεξί έκανε έτσι κι αλλιώς τις δουλειές του. Στα είκοσι του χρόνια, το 1948, τον στρατολόγησαν με το ζόρι οι αντάρτες και μαζί με άλλα παιδιά τότε του είπαν να πάρει το μουλάρι και να πάει μαζί τους. Περπάτησαν μέχρι τα Άγραφα κι εκεί οι αντάρτες είπαν ποιος όποιος θέλει να φύγει είναι ελεύθερος να φύγει. Ο νεαρός τότε Μάκης δειλά είπε πως θέλει να πάει πίσω στο χωριό τους γιατί έχει τρεις αδελφές να παντρέψει και ο πατέρας του έχει πεθάνει εδώ και καιρό. Με τους αντάρτες ήταν και κάποιος από το χωριό του, στέλεχος του κινήματος, τον πήρε παράμερα κι άρχισε να του λέει πως όταν νικήσει ο λαός μας, το λαϊκό κίνημα δηλαδή, δεν θα υπάρχει ανάγκη να φροντίζει τις αδελφές του διότι η λαϊκή δημοκρατία θα το κάνει. Ο Μάκης, τον κοίταξε θαρρετά και του είπε πως δεν θα νικήσετε γιατί δεν ξέρετε τι να κάνετε, διότι ο λαός είναι φοβισμένος, δεν σας πιστεύει και για αυτό μόνο με το ζόρι μπορείτε να κάνετε στρατολογήσεις. Τον άφησαν να φύγει.

Χωρίς μουλάρι και περπατώντας για μέρες ο Μάκης έφτασε στο χωριό και εκεί του ζήτησαν να γίνει ΜΑΥς αλλά ο Μάκης αρνήθηκε. Μετά από λίγες ημέρες τον κάλεσαν στον στρατό και βρέθηκε κάπου στο Καιμακτσαλάν, οδηγός φορτηγού αλλά σε μάχες δεν πήρε μέρος. Άκουγε από μακριά τους ήχους και τους κρότους και μια φορά κουβάλησε κάτι ταλαίπωρους αιχμάλωτους αντάρτες.

Ο κύριος Μάκης ποτέ δεν είπε τι ψηφίζει ανοικτά και ποτέ δεν χειροκρότησε βουλευτή. Σε εμάς πάντα έλεγε ότι ψηφίζει δεξιά αλλά δεν μας άφησε να τον μεταπείσουμε. «Το τι πιστεύει ο καθένας είναι δική του υπόθεση» έλεγε και το προσπερνούσε. Όταν επί Χούντας ήρθαν στο χωριό διάφοροι κι ανακοίνωσαν τα έργα για το πότισμα των χωραφιών από το νερό του Αχελώου και του ζήτησαν ως Πρόεδρο του Συνεταιρισμού να βγάλει λόγο, αυτός αρνήθηκε διότι, τους είπε, δεν είχε πάει σχολείο και τι λόγο να βγάλει. 

Τα παιδιά του δεν μπήκαν στο Δημόσιο ούτε και ο ίδιος παρακάλεσε κάποιον να τα βολέψει κάπου. «Αν έχουν όρεξη θα δουλέψουν όπως δουλέψαμε κι εμείς» και «όποιος θέλει να σε προστατέψει, δεν το κάνει από αγάπη αλλά γιατί θέλει κάτι από τη ψυχή σου» έλεγε και έσκυβε πάλι πάνω από το βαμβάκι και συνέχιζε το σκάλισμα. Διότι παρόλο που είχε βγει εδώ και χρόνια στη σύνταξη, συνέχιζε μέχρι τώρα να καλλιεργεί τα χωράφια του.

Η σχέση που είχε με την θρησκεία ήταν κοινωνική. Έλεγε πως πίστευε αλλά εγώ τουλάχιστον δεν τον είχα δει να κάνει τον σταυρό του ποτέ. Τους παπάδες τους κορόιδευε και τους θεωρούσε, μαζί με τους χωροφύλακες και τους βουλευτές, χαραμοφάηδες. Πήγαινε στην εκκλησία στις μεγάλες γιορτές και όταν γινόταν μνημόσυνο και προφανώς τελευταία πήγαινε πιο συχνά αφού έφευγαν οι δικοί του συνομήλικοι.

Μου άρεσε να τον βλέπω καθώς μιλούσε ήρεμα και απλά με μια βαριά τοπική προφορά, κάπως βλάχικη, κόβοντας τα τελευταία φωνήεντα. Καμιά φορά δεν τον καταλάβαινα αλλά εκείνος ήταν πρόθυμος να μου τα ξαναπεί. Δεν νομίζω ότι τον απασχολούσε η παγκόσμια κρίση και η εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών της χώρας. Όλα αυτά ήταν κάπου αλλού, μακρινά κι απρόσιτα. Τον ένοιαζε η απόδοση της δικής του εργασίας κι ως προς αυτό ήταν πράγματι νοικοκύρης. Για ότι αφορούσε την διάθεση του προϊόντος έξω από τα σύνορα του χωριού, ο ίδιος δεν είχε γνώμη. Δεν ήταν μοιρολάτρης αλλά είχε αντιληφθεί ότι χωρίς αυτόν, τον δικό του πρωτογενή κόπο και το δικό του ενδιαφέρον, όλοι οι άλλοι είχαν ασήμαντο ρόλο στην εξέλιξη της ζωής του. Το ότι κάποιοι άλλοι ίσως κέρδιζαν στην πλάτη του περισσότερα, το αντιμετώπιζε ως κακό μεν αλλά ότι κάτι θα έχαναν οπωσδήποτε, οπότε κακό του κεφαλιού τους. Για τους εμπόρους είχε την χείριστη γνώμη αλλά πρόσθετε ότι «η δική μας ασυνεννοησία τους κάνει πλούσιους». Πίστευε στον Συνεταιρισμό, ήταν μέλος και είχε κάνει και Πρόεδρος αλλά διαπίστωσε με πικρία ότι η επιτυχία του Συνεταιρισμού τελικά, ξεπερνά το δικό του ταπεραμέντο και ότι η κακία των ανθρώπων δεν είναι πάντα ελέγξιμη.  

Όταν μας άκουγε να λέμε για το πόσο δύσκολα γίνονται καθημερινά τα πράγματα αναστέναζε και μετά χαμογελούσε, λέγοντας μας πως δεν έχουμε ιδέα για το τι είναι δυσκολίες στη ζωή. «Αφού έχετε υγεία κι εσείς και τα παιδιά σας, όλα γίνονται και για όλα μπορείτε να βρείτε λύσεις» και άρχιζε να μας λέει μια δική του προσωπική εμπειρία για το πώς κάποια χρονιά που είχαν πράγματι φτάσει στο αμήν, κάτι γινόταν, κάποιος κάτι σκεφτόταν, κάπως κάποιοι έρχονταν αρωγοί και τελικά τα κακό αλάφραινε και κάπως καλύτερες μέρες ακολουθούσαν.

Την παραμονή των Χριστουγέννων, ο κύριος Μάκης ετοιμάστηκε να βγει στο καφενείο, ντύθηκε και πάνω που ήτανε να φύγει κτύπησαν τα παιδιά τη πόρτα του να πουν τα κάλαντα. «καλήν εσπέρα άρχοντες, . . . , Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ . . » τους έκοψε ο κύριος Μάκης δίνοντας τους ένα ευρώ. «Να που γεννήθηκε και φέτος» μονολόγησε και σωριάστηκε στο δάπεδο. Τα παιδιά φοβήθηκαν φώναξαν, έτρεξε η γυναίκα του αλλά ο κύριος Μάκης είχε φύγει, χαμογελαστός και όρθιος.

Στην κηδεία του, ανήμερα των Χριστουγέννων (γίνονται κηδείες χρονιάρα μέρα;) δεν μπόρεσα να πάω. Έμεινα στο χωριό γιατί είχα επισκέψεις.

Δεν είχα όρεξη όμως κι έμεινα να τον σκέφτομαι τον κύριο Μάκη και να φαντάζομαι τις ρυτίδες του να ανοίγουν και να λουλουδίζουν και να ακούω το ήρεμο αλλά σίγουρο χαμόγελο του πως «κανένα κερατά δεν χρειαζόμαστε να του φιλήσουμε το χέρι. όλα θα γίνουν αφού είμαστε καλά κι έχουμε όρεξη για δουλειά. Όπως όλοι κι εμείς». Και τώρα που η νεολαία έφυγε, κάθομαι και τα γράφω όλα τούτα ως μνημόσυνο.

Ο κύριος Μάκης είναι πλέον στον δικό μου εικονοστάσι μαζί με τους άλλους δικούς μου άγιους. Κοιτάζω τις φωτογραφίες τους, πίνω μαζί τους κάνα τσίπουρο και εκείνοι ζωντανεύουν και πάντα γελαστοί με παροτρύνουν, ακόμα κι όταν είναι δύσκολα τα πράγματα και ζοφερό φαίνεται το μέλλον, να μη δειλιάζω, να μην τα παρατώ αλλά να συνεχίζω να κάνω αυτό που ξέρω να κάνω με τον καλύτερο τρόπο και να μη κλείνομαι στο σπιτικό μου αλλά να συνεχίζω να πηγαίνω στο «καφενείο», να κουβεντιάζω μαζί με τους άλλους, μπας και όλοι μαζί, βρούμε τη λύση που μας λείπει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διάφορα