Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

 

Ουκρανικό ουρί


Τέρμα δεν υπάρχει Θεός. Το αποφάσισα σήμερα. Κι αν υπάρχει δεν έχει σημασία. Θεός που βλέπει αυτό το πράγμα και δεν ρίχνει φωτιά να κάψει τον κόσμο όλο δεν υπάρχει. Τελείωσε. Αυτά που έλεγε ο γιατρός στην ταβέρνα, τις προάλλες, περί της μη υπάρξεως Θεού και σύγχρονης βιολογίας και παρλαπίπες, μπορεί να καταλήγουνε στα ίδιο συμπέρασμα αλλά εμένα στα αρχίδια μου. Έχω πιο σίγουρα επιχειρήματα για αυτό μην μου ξαναμιλήσετε για Θεό.

Αν υπήρχε Θεός δεν θα έπεφτε αυτό το μουνί στον Βασιλάκη. Το είδα με τα μάτια μου και έπαθα την πλάκα μου αλλά παρόλα αυτά δεν πίστευα. Ούτε και τώρα το πιστεύω.

Γύριζε, λέει, από την λαϊκή και σταμάτησε για καφέ και κατούρημα στο πεντηκοστό χιλιόμετρο, ξέρετε, στο σταθμό των αυτοκινήτων και μόλις παρκάρισε και κατέβηκε το ντάτσουν φορτωμένο με άδεια τελάρα, όχι τελείως άδεια δεν είχε πουλήσει όλα τα καρπούζια, άκου ρε, τον μαλάκα, τα καρπούζια να σκέφτεται και να λέει για την συνάντηση, που εμένα αν μου τύχαινε θα τα είχα παρατήσει όλα και τώρα θα ήμουν σε νησί της καραϊβικής, ξέρω γω, στο πιο μακρινό γήινο παράδεισο, μόνος μαζί της. Ένα τέτοιο παιδί αγκαλιάζεις και είναι σαν να κρατάς όλο τον κόσμο στα χέρια σου.

Κατέβηκε, λέει, να πάει για κατούρημα γιατί στην λαϊκή ξέχασε να πάει στο καφενείο που είναι εκεί δίπλα, άκου τον κωλόφαρδο, και βλέπει ένα κορίτσι, έτσι απλά, ένα κορίτσι, ο άσχετος με την ομορφιά, ο ανέραστος, να κάθεται στο κράσπεδο του παρκινγκ και της λέει αυτός που δεν ξέρω αν είχε μιλήσει ποτέ στην ζωή του, το κωθώνι,

- πάμε για καφέ,

έτσι για πλάκα, λέει,  της το είπε, δεν την ρώτησε αλλά το είπε.Και αυτή τον κοίταξε στα μάτια. Άκου ρε, στα πατομπουκαλωμένα μάτια του, τα γκαβά τον κοίταξε, λέει, και είδε καλοσύνη και ο Βασιλάκης είδε που ήταν κόκκινα τα μάτια της σαν κλαμένα αλλά δεν είπε τίποτα αλλά μόνο

- έλα

της είπε κι αυτή σηκώθηκε και τον ακολούθησε και της παρήγγειλε ο μαλάκας καφέ χωρίς να την ρωτήσει αλλά αυτή τον έκοψε και του είπε

- τσάι

έτσι σκέτο ούτε παρακαλώ ούτε συγγνώμη, μόνο τσάι, που στην γαμημένη ουκρανική της γλώσσα είναι το ίδιο με τα ελληνικά και αυτός γέλασε και είπε

- δεν πειράζει και τσάι και καφέ

γιατί η κοπέλα του σελφ σέρβις είχε ήδη αρχίσει να φτιάχνει τον καφέ.

Κάθισαν σε ένα τραπέζι και ο αιωνίως μουγκός και αμίλητος Βασιλάκης έγινε λαλίστατος κι άρχισε να λέει, στο μουνί το τρομερό, αντί να το γαμήσει επιτόπου μέσα στον κόσμο πάνω στο τραπέζι ο μικρόκαυλος και να μην λογαριάσει τίποτα, άρχισε να της λέει για την λαϊκή και τα προϊόντα που δίνει και τις άλλες μαλακίες, αντί να της πει για τα μάτια της που είναι θάλασσες και ρουφήχτρες και σε ρουφάνε και χάνεσαι για πάντα για το κορμί της που είναι πόθος συμπυκνωμένος για το βυζί της που είναι πύργος παγωτό για γλείψιμο και δάγκωμα για το μουνί της που είναι υγρό και ξεχειλίζει καύλα και απειλεί να πλημυρίσει και να πνίξει όλο τον κόσμο και τον ντουνιά, αντί να της πει κάτι για όλα αυτά της έλεγε ο ηλίθιος για τα μαρούλια και τα λάχανα  και πόσο  δύσκολο είναι να τα μαζέψεις πριν το χάραμα, σχεδόν νύχτα, μέσα στο κρύο και να φύγεις μετά πριν φέξει για την λαϊκή και να φτάσεις, να στήσεις τον πάγκο, να απλώσεις τα λαχανικά όλα και να ακούς την μία και την άλλη νοικοκυρά να λέει το δικό της και για τις μόνιμες πελάτισσες που έχει και για την γριά που έρχεται σε αυτόν και αρχίζει να του λέει πάντα την ίδια ιστορία για το γιό της που τον έχασε στον πόλεμο και ποτέ δεν τελειώνει η ιστορία λες και τελειώνει ο πόλεμος ή λες  και είναι ένας ο πόλεμος συγκεκριμένος αυτός στον οποίον χάθηκε ο γιός της κωλόγριας,  γιατί έρχεται άλλη πελάτισσα και θέλει μαρούλια και κάνει κριτική και όλα αυτά έλεγε ο γκαβός ο Βασιλάκης κι αυτή τον κοίταζε στα μάτια, αν είστε χριστιανοί, εσείς που είστε γιατί εγώ τέρμα, το είπαμε, άθεος και αντίχριστος για πάντα και εις αεί, και τον άκουγε και γελούσε με τις ανοησίες του Βασιλάκη και φωτιζόταν από τα μάτια της και λέπταινε ο αέρας στο σελφ σερβις καφέ του πεντηκοστού γιατί είχε κάτι το γέλιο της, το αερικό και το φευγάτο.

Με ποιανού τα λόγια γελούσε; Ναι καλά ακούσατε: Με του Βασιλάκη!  Που στο χωριό το είχαμε του κλώτσου και του μπάτσου, τσουτσέκι και βούρλο. Ανίκανος για οτιδήποτε, σκράπας στο σχολείο με το ζόρι τέλειωσε το Δημοτικό και μετά στην Τεχνική σχολή ηλεκτρολόγος ο αφώτιστος  κι ανάθεμα αν άλλαξε λάμπα ποτέ του και μετά στο στρατό ο στραβούλιακας αντί για γιώτα πέντε στα τσακ την γλύτωσε και υπηρέτησε κάπου με κάποιο μέσον στην Λάρισα και μετά ήρθε στο χωριό κι άρχισε να καλλιεργεί τα χωράφια του μπαμπά του που είχε πεθάνει από χρόνια. Που δεν έβλεπε που πάνε τα τέσσερα ο ανεκδιήγητος και ρωτούσε να μάθει πόσα ποτίσματα χρειάζεται το κρεμμύδι και με τι το ραντίζουμε για τη μουχρίτσα. Τον πιάσαμε από το χέρι και κοροϊδεύοντας τον κάναμε παραγωγό  λαϊκών αγορών. Μάλιστα. Επειδή δεν είχαν πολλά χωράφια οι δικοί του κι αυτά που ήταν ποτιστικά ήταν λίγα, αντί να τρέχει για επιδοτήσεις ο άχρηστος δούλευε για λάχανα και κηπευτικά και ω! του θαύματος του πρωτάρη και του ασχέτου όλα γίνονταν καλά κι ευτυχώς που δεν είχε κλήρο μεγαλύτερο ο Βασιλάκης γιατί θα μας είχε πηδήσει όλους. Αλλά αυτός χωράφι - σπίτι ούτε στην αγορά δε έβγαινε ο ακοινώνητος. Μόνο με τον γιατρό έκανε καμιά φορά παρέα και τον φαρμακοποιό και τον δουλεύαμε ότι θα γίνει νοσοκόμα,  ουπς,  νοσοκόμος ήθελα να πω ρε Βασιλάκη και γελάγαμε εμείς γέλαγε κι αυτό το ούφο.

Εγώ, όταν είδα ότι τα χωράφια και οι παραγωγές πάνε, πέθαναν και μόνο η επιδότηση μου έμενε, την έκανα για το εργοστάσιο. Είχε ανοίξει τότε το κλωστήριο του Παχίδη και ο Παναγιώτης ο Κοντός ήταν προσωπάρχης, τότε με το ΠΑΣΟΚ και με πήρε. Στην αποθήκη με βάλανε, στην παραλαβή πρώτων υλών. Ξεφορτώναμε με το κλαρκ το εκκοκκισμένο βαμβάκι. Είχα δίπλωμα επαγγελματικό, από τον στρατό, και με πήρανε γιατί μερικές φορές έπαιρνα και το φορτηγό να πάω τα έτοιμα στο βαφείο.

Πρωί στην παραγωγή, προλετάριος και μετά έκανα κάνα  ποτισματάκι, βοηθούσε και ο θείος Χρήστος σε κάνα όργωμα, τσιμπούσα και το παραδάκι από την Ένωση και όλα καλά.

Ο Βασιλάκης ήθελε να το παίξει γεωργός δήθεν ο βλαμμένος και δώστου και πάλευε.

Και ιδού εκείνη την ίδια ημέρα του λέει η Λιουντμίλα, το γαμάτο το παιδί που το βρήκε ο Βασιλάκης στο παρκινγκ και το κάλεσε για καφέ,

- τι ωραία που είναι όλα αυτά που λες

Έτσι στον ενικό, κατευθείαν το πουτανάκι. Κατάλαβες;

Και ο Βασιλάκης που τον υπόλοιπο καιρό δεν μπορούσε να μιλήσει καλά καλά, κάποιος τον φώτισε, δεν γίνεται, και εδώ είναι που αν υπάρχει Θεός αυτός είναι μόνο του Βασιλάκη και άρα δεν υπάρχει για μένα ούτε και για όλους τους άλλους, τον φώτισε λοιπόν ο θεός του και μέσα στο απίθανο, κούφιο μυαλό του διαμορφώθηκε η πρόταση πρόσκληση προς το ουκρανικό θεσπέσιο μουνί και κατέβηκε μέχρι το στόμα του και ψέλλισε:

-θέλεις να έρθεις μαζί μου;

Μεγάλωσαν κι έλαμψαν τα μάτια τα γκρίζα, τα μαύρα, τα γαλανά, τα καφέ τα με κάθε χρώμα του ουράνιου τόξου μάτια της και γέλασαν στον γυαλάκια Βασιλάκη και κούνησε το κεφάλι καταφατικά με

- ντα

και

- ναι

και γέλιο γιατί δεν είχε που αλλού να πάει. Άγγελος διωγμένος από τον Παράδεισο που αυτός υπήρχε μέχρι να φύγει η Λιουντμίλα και τώρα σίγουρα έχει κλείσει και ερημωθεί και κλαίνε οι ένοικοι, μπήκε στο αμάξι του Βασιλάκη και βγήκε στο άθλιο το σιχαμένο χωριό μας, γειτόνισσα μου και αφέντρα του πολύ σκοτεινού εαυτού μου η καργιόλα. Με μια τσάντα που είχε πιο πολλά βιβλία από κιλότες και φορέματα.

Εγώ την είδα την τρίτη ημέρα που είχε έρθει. Η δική μου, η βαρέλα, με ενημέρωσε ότι ο Βασιλάκης έφερε μια Ουκρανή, που θα μένει μαζί τους. Σιγά τα αυγά. Πριν τους Αλβανούς που έχει τώρα είχαν έρθει κάτι άθλιες Ρουμάνες και συσκεύαζαν τα λαχανικά του κεφτέ και πιο πριν κάτι Αλβανίδες. Πάντα κάποιες είχε για την δουλειά του. Άθλιες και ταλαίπωρες. Ποιές θα έρχονταν στον Βασιλάκη; Και πριν αρχίσει η εισβολή των λαϊκοδημοκρατικών ταλαίπωρων, στον για φτύσιμο γείτονά μου καμία σοβαρή ντόπια εργάτρια δεν πήγαινε από τις δικές μας, λες και θα χαλούσε το βιογραφικό τους! Καλές κι αυτές!  

Βασιλάκης – το σούργελο του χωριού. Ακοινώνητος και φοβισμένος. Άθλιος, κακομοίρης και ανθρωποδιώκτης. Μόνος του ότι έκανε και καμιά φορά κάποια ξαδέλφη του τον βοηθούσε. Έτσι κι αλλιώς εμείς αυτή την δουλειά του καθαρισμού και της συσκευασίας των λαχανικών την έχουμε γα γυναικεία και μόνο αργότερα, επί σοσιαλισμού σε πτώχευση, οι Αλβανοί κυρίως μπήκαν στου Βασιλάκη την αποθήκη. Μετά το έκανε συσκευαστήριο, πήρε και κάποια μηχανήματα αλλά εκείνος Βασιλάκης έμεινε.

Κοντός και χοντρουλός. Κατουριότανε μέχρι που πήγαμε τετάρτη δημοτικού. Έβλεπα τα στρωσίδια που τα άπλωνε η κυρά Μαριγώ η μάνα,  άγια γυναίκα, πως έβγαλε τέτοιο μπόυλη;

- Να τον προσέχεις Κώστα μου, τον φίλο σου. Ε;

μου έλεγε.

Φίλος μου ο ατελής, ο άφιλος. Σίχαμα από τότε. Τον δουλεύαμε κι αυτός δεν καταλάβαινε τίποτα ο βλάξ, των βλακών, ω βλάκα.

Μετά από τρείς ημέρες μου λέει η δικιά μου να πάμε να κάνουμε επίσκεψη στην Λιουντμίλα. Εγώ μέχρι τότε δεν είχα πάρει χαμπάρι τίποτα.

- Σε ποιάν;

- Στην Λιουντμίλα, την γειτόνισσα, του Βασιλάκη

μου κάνει

- Μπορεί και να παντρευτούν με τον Βασιλάκη, που ξέρεις;

μου λέει και με έπιασαν τα γέλια.

- Καλά της λέω πήγαινε κι έρχομαι

κι άραξα να δω Πανάθα. Παίζαμε με την Ξάνθη, τότε που φάγαμε τα δύο μπαλάκια, γαμώ την γκαντεμιά της Ουκρανίας. Εμείς, δεν είχαμε ποτέ ουκρανό παίκτη κι ευτυχώς.  Δηλαδή και να είχαμε δεν τον θυμάμαι και καλά θα κάνουμε να τον ξεχάσουμε. Καραγκαντέμης θα ήταν σίγουρα. Μόνον οι γαύροι είχαν κάτι Μπλαχίν κάτι Πρατάσωφ, άμπαλους εντελώς. Ο διαπλεκόμενος κουμουνιστής, ο πρόεδρος, τους έφερνε τότε με το Κόμμα. Και πολύ το χάρηκα που τους αποκλείσαμε τους Ουκρανούς  τώρα για το μουντιάλ. Οι άσχετοι επιπλέον δεν έχουν μπάσκετ που εκεί θα τους σκιάζαμε τα κωλοβάρδουλα με Διαμαντίδη και τους άλλους.

Στο κάτω κάτω

-      όσο πιο ψηλά παίζεται η μπάλα τόσο πιο μυαλό χρειάζεται.

Της είπα μια φορά της Λιουντμίλα και αυτή

-      Για αυτό στο σκάκι οι Έλληνες πάτος,

μου απάντησε γελώντας. Με είχε κουφάνει και το είχα βουλώσει. Το ουκρανικό αιωνίως μουσκεμένο μουνί που μας προέκυψε  και ετοιμόλογο και δεν άφηνε τίποτα να πέσει αναπάντητο.  Κατάλαβες; Μάλιστα να λες!

Έπρεπε να το καταλάβω από τότε ότι η Ουκρανία είναι γκαντεμιά μας και γκαντεμιά μου.

Δεν πήγα επίσκεψη και επειδή ήμουν κουρασμένος μετά το ματς μες στην απογοήτευση έπεσα να κοιμηθώ. Δεν κατάλαβα πότε ήρθε η δικιά μου και σωριάστηκε δίπλα μου.

Ξυπνάω την άλλη μέρα, όπως κάθε μέρα στις έξι. Χωρίς ξυπνητήρι σηκώνομαι. Σιγά! Τόσα χρόνια στο προλεταριακό κουρμπέτι μην έχουμε ανάγκη τα ξυπνητήρια.

Βγαίνω στην ταράτσα, έτσι όπως είμαι με την φόρμα πιτζάμα και τις παντόφλες. Δηλαδή κανονικά, είναι το μπαλκόνι μας, μην νομίσετε ότι ανέβηκα τίποτα σκάλες αλλά επειδή από κάτω είναι η αποθήκη και επειδή πάντα στην ταράτσα της αποθήκης απλώνανε τα πεθερικά μου τον κρεμμυδόσπορο να στεγνώσει, κατοχυρώθηκε ταράτσα οριστικά. Τέτοιος μαλάκας είμαι: το λέω κι εγώ το μπαλκόνι ταράτσα.

Έλαμπαν τα αστέρια αμυδρά προς την Δύση και εάν φως μυστήριο υπήρχε διάχυτο στην ατμόσφαιρα. Σαν να χόρευαν άγγελοι. Ωραία μέρα ερχότανε.

Βλέπω στην αυλή του Βασιλάκη μία γκόμενα, με φόρμα, να πλένει την αυλή, με το σωλήνα και την σκούπα. Την φώτιζε το φως της αποθήκης. Σαν θέατρο ήταν. Στο κέντρο της σκηνής, αυτή έσπρωχνε το νερό προς τον δρόμο και μουρμούριζε κάποιο τραγούδι που δεν κατάλαβα. Κάθε λογικός άνθρωπος θα κοιτούσε με απορία. Άκου χαρούμενη στο σφουγγάρισμα στις έξι η ώρα το πρωί!

Την κοιτούσα από πίσω. Καθώς ήταν σκυμμένη, είχε τραβηχτεί η φόρμα της και φαινόταν λίγο το στριγκάκι. Μαύρο στριγκάκι και ωραίος κωλος για πρωινό, είπα κι έπιανα τα αρχίδια μου και την κατουρόκαβλά μου.

Και μετά γύρισε. Φορούσε ένα μπλουζάκι άσπρο μακό και τα μαλλιά σηκωμένα ψηλά κότσο κι έπαθα πλάκα. Θεά και μούσα. Τα βυζιά της; Σαν πεπόνια μικρά και στητά, Ντούρα. Όχι νερουλά σαν της δικιάς μου. Με σημάδεψαν, εκπυρσοκρότησαν κι έφεξε το σύμπαν. Σκοτείνιασε το φως από το μέσα της αποθήκης.

Με είδε και με χαιρέτισε, αν έχετε τον Θεό σας!

- καλημέρα.

Χάζεψα

- …μέρα

της λέω και έμεινα. Αυτή, σταμάτησε να με κοιτάει, έσκυψε και συνέχισε το πλύσιμο της αυλής σαν μην είχε συμβεί τίποτα.

Για εμένα είχε σταματήσει η πορεία του ήλιου και σαν κάποιος μετεωρίτης να προσγειώθηκε στο κεφάλι μου. Τι είναι τούτο!

Μπήκε το κορμί μέσα στην αποθήκη του γείτονα και σε λίγο έσβησε το φως. Τέρμα η παράσταση και η δοξολογία.. Πήγα μέσα να ντυθώ. Φύσηξε λίγο και ανατρίχιασα αλλιώς εκεί θα ήμουν ακόμα.

Η δικιά μου δεν ξυπνάει πρωί - πρωί,  όοοοχι. Φτιάχνει επιδερμίδα το θωρηκτό. Όταν παντρευτήκαμε ήταν κούκλα, γεματούλα αλλά σφικτή και ευέλικτη. Ήταν άλλο πράγμα στο κρεβάτι. Πως άλλαξε ρε παιδί μου σε πέντε  χρόνια δεν μπορώ να το καταλάβω. Καμία σχέση με το πριν η χοντρή που έχω τώρα. Καθισιό όλη μέρα καφές και βουτήματα. Τι διάολο, δεν βαριέται, γαμω τα φελέκια μου; Της το λέω καμιά φορά και μου λέει ότι συγυρίζει το σπίτι. Τρελαίνομαι όταν το ακούω. Ποιο  σπίτι; Εξήντα τετραγωνικά κλουβί όλο κι όλο.

- Αν ήσουν άξιος ας έκανες άλλο

μου το κοπανάει.

- Ο μπαμπάς αυτό μπορούσε.

Ο πεθερός μου καλό ανθρωπάκι, με το σκατό παξιμάδι το έφτιαξε το κλουβί μας. Οι δικοί μου πάμφτωχοι. Από το σπίτι μου δεν πήρα φράγκο. Ότι είχα είναι οι οικονομίες μου από την δουλεία στο εργοστάσιο το πρώτο πριν κλείσει κι αρχίσουμε τους αγώνες, τα σωματεία και τις μαλακίες και τελικά τζίφος. Έχασα και τα μεροκάματα του τελευταίου χρόνου και τα ένσημα. Ενώ ο Βασιλάκης τσούκου - τσούκου και την αποθήκη του και το σπιτάκι το έφτιαξε για να έχει τώρα τον μούναρο της στέπας να του φωτοβολεί το άθλιο καθιστικό τους. Συγχύστηκα πάλι.

Φεύγω για το εργοστάσιο κι εκείνη την ημέρα ήμουν σαν άρρωστος. Το είδε ο εργοδηγός και με ρώτησε τι έχω.

- Καλά του λέω παραείπιαμε χθες βράδυ και έχω λίγο πονοκέφαλο.

Με έστειλε να φτιάξω κάτι παλέτες στην αποθήκη. Στην γραμμή παραγωγής δεν γίνεται να μην τα έχεις τετρακόσια. Λίγο να αφαιρεθείς  τα ντεφέκτιβ, τα σκάρτα ντε,  μαζεύονται αμέσως και ο εργοδηγός τα σημειώνει και τα αφαιρεί από το πλάνο. Γάμησέ τα. Καλύτερα οι παλέτες γιατί κινδυνεύεις να χάσεις και κάνα δάκτυλο κι εγώ ήθελα όλα τα δάκτυλα για να την γραπώσω. Άστα.

Πέρασε η μέρα και βρέθηκα στο σπίτι. Βγήκα αμέσως στην ταράτσα. Κοίταξα δίπλα. Ερημιά. Απόλυτη ησυχία. Άνοιξη και έκανε λίγη ζέστη. Η δικιά μου με φώναξε να φάμε. Τρώει τον αγλέορα μόνη της όλη μέρα θέλει να τρώμε και μαζί ο Τιτανικός ο ένσαρκος.

- Καλά η γειτόνισσα, τέλεια. Έχασες που δεν ήρθες χθες. Κάτι φαγητά ουκρανικά κάτι σαλάτες κάτι πατάτες νόστιμες. Το σπίτι γκράν, τέλειο. Είχα βγάλει κάτι παλιά κεντήματα της μαμάς του Βασιλάκη και είχε στολίσει το τραπεζάκι. Η κυρά Μαριγώ την κοιτούσε και φως έσταζαν τα μάτια της Λιουντμίλα μου και Λιουντμίλα μου. Η Λιουντμίλα ετούτο, εκείνο, όλα η Λιουντμίλα τα κάνει. Είχε φτιάξει και μια τούρτα του Κιέβου, τις λένε κιεβσκι τορτ, μέχρι να την μάθουμε γελάγαμε. Καταπληκτική. Σερβίρισμα; Γκαρσόνα ολκής. Όσο για τα ελληνικά τα λέει με τέτοιο τρόπο που δεν μπορείς να μην γελάσεις. Όχι να την κοροϊδέψεις αλλά να χαρείς ρε παιδάκι μου. «Φανή,  γκιτόνισα καλό» μου έλεγε. Ήπιαμε και βότκα. Τέλεια. Εσύ μη χάσεις τη μπάλα. Ακοινώνητε!

. . . μου λέει και τρελάθηκα.

Άντε μετά να κοιμηθείς, γαμώ την ατυχία μου. Κοιμάμαι μετά το φαί  για ναμαι φρέσκος στο καφενείο το βράδυ. Τώρα πάει ο ύπνος. Ξάπλωσα και δίπλα μου και πάνω μου και παντού, γέμισε το κρεβάτι με Ουκρανία. Ευτυχώς η δικιά μου πήγε στη μάνα της να ετοιμάσουν κάτι πρόσφορα κάτι τέτοιο κι έμεινα εγώ με την  Λιουντμίλα. Μπήκε από την πόρτα υπογέλαστη και κουνιστή, με νεγκλιζέ και τα μαλλιά αυτά τα καστανόξανθα που είχε το πρωί κότσο τώρα τα είχε λιτά και με νάζι σκέπαζε με αυτά το μισό της πρόσωπο. Μάτια μισόκλειστα και στόμα πύρκαυλο. Πριν  φτάσει στο κρεβάτι είχα χύσει και σηκώθηκα βλαστημώντας να σκουπιστώ και να σκουπίσω τα σεντόνια. Τα είχε μόλις στρώσει. Μαλάκας κυριολεκτικά.

Το βραδάκι βγήκα στην αγορά και περνώντας από έξω από του Βασιλάκη είδα από το παράθυρο την Λιουντμίλα να του σερβίρει γελώντας. Του χάιδεψε το κεφάλι,  γαμώ την τρέλα μου, την εμφανιζόμενη κατσαρή φαλάκρα του. Που είναι ο θεός να με κάψει;

Στην πρέφα με βρίσανε. Δεν σταύρωσα μπάζα. Τα παράτησα. Βαρέθηκα και έβλεπα στην τηλεόραση μια συζήτηση για την οικονομία χωρίς να ακούω και να βλέπω. Ζημιά. Έφυγα γρήγορα κι είπα ότι έχω πονοκέφαλο. Και στην δικιά μου το ίδιο είπα και πήγα για ύπνο.

- Η Λιουντμίλα σου στέλνει αυτό, συνταγή από την πατρίδα της

μου λέει και μου δείχνει εάν πιάτο στο τραπέζι.

- Άσε ρε γυναίκα. Αυτά δεν πιάνουν μπάζα μπροστά στα δικά σου

λέω εγώ κι έλαμψε η ενανθρωπισμένη όρκα η φάλαινα.

Τις επόμενες ημέρες ήμουν και δεν ήμουν ζωντανός. Ξυπνούσα, έτρεχα στην ταράτσα αλλά η Λιουντμίλα δεν ήταν εκεί. Ήθελα να ξαναδώ πως είναι ένα κομμάτι από τον Παράδεισο αλλά δεν. Τι διάολο κάθε ημέρα θα σφουγγάριζε την αυλή; Έφευγε μαζί με τον Βασιλάκη για την λαϊκή. Τρελαινόμουν.

- Ξέρεις τι εργατική που είναι; Ξέρεις πόσο γρήγορα ξεπουλάνε τώρα και οι δυο τους;

Άκουσα την κυρά Μαριώ να λέει στην δικιά μου.

- Μακάρι να την πάρει ο Βασιλάκης μου.

Άκου κόσμε τι ακούμε! Ο Βασιλάκης να πάρει αυτή την θεά!

Και την πήρε. Μάλιστα. Σε τρείς μήνες παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο. Μπορεί και να ήταν ο πρώτος πολιτικός γάμος που γινόταν στο χωρίο. Μας κάλεσαν και πήγαμε. Παρασκευή απόγευμα. Σαββατοκύριακο δεν υπάρχουν δημοτικοί υπάλληλοι είπε ο Δήμαρχος. Τι να γίνει; Παρασκευή.

Τι Παρασκευή; Κυριακή του Πάσχα και Ανάσταση. Η Λιουντμίλα με το λευκό νυφικό και βαμμένη, φωτοβολούσε. Χριστός Αναστάσιμος και θεία πόρνη μαζί.

- Παιδικός φίλος και γείτονας, δεν γίνεται να λείπεις,

μου είχε πει ο Βασιλάκης όταν μου έδωσε την πρόσκληση. Πήγα, γαμώ την τύφλα μου και τυφλώθηκα. Ήθελα να ξέρω οι άλλοι δεν έπαθαν τίποτα;

- Μετά την τελετή, στο σπίτι, έχει ετοιμάσει η Λιουντμίλα κάτι μεζέδες και θα κάνουμε ένα μικρό γλέντι

μου είχε πει.

Είχε βγάλει το νυφικό και φορούσε ένα κοντό κόκκινο φόρεμα, με ντεκολτέ, μαύρη γόβα στιλέτο και αγκάλιαζε ποιόν; Τον Βασιλάκη!

- Τι καλός τι χρυσός,  ζαλατόι μόι,

Έλεγε.

Ποτέ δεν ρώτησε για αυτή για το παρελθόν της μόνο την έκανε να γελάει,

- αυτή είναι αγάπη πραγματική και έτσι μια γυναίκα κάνει πάντα για άντρα της.

Ακούγανε οι δικιές μας την βοηθάγανε να ολοκληρώνει τις προτάσεις και στο τέλος χειροκροτούσαν. Κόλαση. Τι βότκα τι ουκρανικοί μεζέδες μου λέτε τώρα. Εγώ ψηνόμουν και τρωγόμουν από μέσα μου σαν κοντοσούβλι και κοκορέτσι πασχαλιάτικο. Σε μια στιγμή έρχεται κοντά με το ποτηράκι της και μου λέει

-σταυρωτό Κώστας;

Να το πιούμε το δηλητήριο αγκαλιά, σταυρωτό, όπως κάνουμε στο χωριό.

- Ε, γκίτονα;

Μου λέει με νάζι και με κάρφωσε.

- Ναι! Ναι! αχ ναι!

είπε και η δικιά μου

- όλο άσπρο πάτο

και χειροκρότησε κι ακολούθησαν οι άλλοι.

Πέρασε το μπράτσο της γυμνό και αιθέριο στο δικό μου και

- άντε βίβα, να ζνταρόβιε

λέει και το κατεβάζει.

Κοιτούσα τις σταγόνες στα χείλη της, βαμμένα κόκκινα, σαν το φόρεμα, κι ήθελα να την ρουφήξω.

- Άντε, Κώστας

μου λέει και με σκουντάει. Το κατέβασα με κλειστά μάτια και τα άλλα τα ζόμπι χειροκροτούσαν. Τα άλλα δεν τα θυμάμαι. Έπιανα το μπράτσο μου εκεί που με είχε αγγίξει και ανατρίχιαζα εσωτερικά. Όλο το βράδυ μέχρι που εδέησε η καλή μου, η χοντρή μου και φύγαμε.

- Δεν την συμπαθείς τη Λιουντμίλα

μου λέει σπίτι καθώς έβγαζε τα σκουλαρίκια της. Της τα είχα πάρει για γαμήλιο δώρο αλλά τότε ήταν αλλιώς κρέμονταν και λικνίζονταν με χάρη. Ενώ τώρα ο λαιμός της κόντευε να φτάσει στα αυτιά της.

- Τι λες, μια χαρά κοπέλα,

λέω εγώ ψύχραιμος και βαριεστημένος.

- Τι μια χαρά. Τέλεια

μου λέει.

- Τυχερός ο φίλος σου, ο Βασιλάκης!

Α! ρε τι ακούω ο μαλάκας νυχτιάτικα!

- καιρός του ήτανε. Η Λιουντμίλα ξέρει τα πάντα. Τις προάλλες μας έλεγε στης Σωτηρίας που είχαμε μαζευτεί ότι στην Ουκρανία, στο χωριό της τέλος πάντων, ήταν μηχανικός στα τρακτέρ και ξέρει όλες τις δουλειές. Μέχρι και μαθήματα πρώτων βοηθειών και μασάζ τους κανανε μας είπε. Καμιά μέρα θα της πω να μας δείξει.

Κουκουλώθηκα να μην ακούω αλλά δεν μπόρεσα να κοιμηθώ πριν τα χαράματα. Στριφογύριζα και ανέπνεα τον αέρα της στέπας και την έβλεπα να έρχεται με δύο ποτηράκια γεμάτα βότκα να το πιούμε σταυρωτό Κώστας γκίτονας κι το μπράτσο μου ζωντάνευε και με έκαιγε.

Τον Ιούνιο οι ζέστες μεγαλώνουν και το κρεμμύδι θέλει πολύ νερό. Αν δεν το ποτίσεις τότε, το ‘χασες. Είχα βάλει λίγα στρέμματα και μετά την δουλεία, μέσα στο μεσημέρι, καβαλούσα το τρακτέρ και πήγαινα για πότισμα. Καλή ή κακή μου τύχη και στα περιβόλια είμαστε γείτονες με τον Βασιλάκη. Όταν ήμασταν μικροί, τα μεσημέρια οι άλλοι έκαναν ένα διάλειμμα από τις δουλειές εμείς οι δύο παλεύαμε. Μην ρωτήσετε τώρα ποιος νικούσε; Τώρα μετανιώνω που δεν το είχα από τότε πετάξει στο πηγάδι την ψωνάρα με το Λιουντμίλα μου και Λιουντμίλα μου, αγάπη και λιουμπόβ μου. Έμαθε και ο αρβανίτης μουζίκος τα καλά του τσάρου.

Φτάνω που λέτε στο περιβόλι,  αφήνω το τρακτέρ και βλέπω την Λιουντμίλα να κουβαλάει σωλήνες ποτίσματος. Της πήγαινε στο άλλο μέρος για να ποτιστεί το υπόλοιπο από το κρεμμύδι τους. Η Λιουντμίλα είχε και δίπλωμα τρακτέρ η καργιόλα, και αυτοκινήτου. Τι δεν είχε;

Αρμένιζε στο κρεμμύδι μέσα. Μαύρη φόρμα κολλητή και πουκάμισο ψιλό. Πλησίασα. Έβλεπα τις ρόγες της έτοιμες να σπάσουν το σουτιέν και το πουκάμισο και να μου επιτεθούν. Αισθάνθηκα τον αέρα να υγραίνεται, να γίνεται πηκτός. Το στόμα μου στέγνωνε σαν έρημος και βούιζαν τα αυτιά μου. Η Λιουντμίλα σαν τορπίλη έσκιζε το πάν, αληθινή καραβέλα του Κολόμβου με περίμενε να με πάει σε μιαν άλλη Αμερική.

- Θες βοήθεια;

Της είπα βραχνά και την κοίταξα.

- Όχι Κώστα,

τώρα πια, έλεγε το όνομά μου σωστά, χωρίς ς,

- μπορώ, είμαι εκπαιδευμένη. Ο Βασιλάκης μου έχει δείξει.

Την πλησίασα κι ήμουν έτοιμος να την γραπώσω.

- Άσε με μανάρι μου να σε βοηθήσω

Και πήγα να την αγκαλιάσω. Ήμουν αλλού. Ήθελα να υγροποιηθώ και να με ρουφήξει, να χαθούμε.

Είδα στα μάτια της και δεν γελούσε.

- Κώστα εγκώ τίμω  άνδρα μου και τίμω φίλη Φανή γκυναίκα σου. Εσύ φίλος μου

μου ακούμπησε το δακτυλάκι της στο στήθος και με έσπρωξε απαλά. Παραπάτησα σαν να είχα φάει γροθιά από κοζάκο. Μου έριξε κάτι χειρότερο από χαστούκι.

Με έφτυσε.

Τίμω και Τίμω,  μου έλεγε, τον άντρα μου και την γκιόσα σου και ήταν σαν να μου έλεγε σε φτύνω και σε φτύνω.

Έφυγα χωρίς γεια. Το κρεμμύδι έμεινε απότιστο εκείνη την ημέρα.

Θα σε φτιάξω εγώ μωρή πουτάνα.

Τότε σκέφτηκα το σχέδιο με τα γράμματα. Το είχα δει στην τηλεόραση σε ένα σήριαλ. Εκείνο τον καιρό ήμουν νυχτερινός και όσο νάναι η δουλειά το βράδυ ήταν πιο  λάσκα. Πατίκωνα τα γράμματα από τις εφημερίδες σε χαρτί από το φωτοτυπικό και έφτιαχνα προτάσεις: Η ΟΥΚΡΑΝΗ ΣΟΥ ΠΙΔΙΕΤΕ ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΒΑΝΟ. Βασικά έγραψα μια  αφορά το Η ΟΥΚΡΑΝΗ ΣΟΥ ΠΙΔΙΕΤΕ ΜΕ , και το άλλο το άφησα κενό καβάτζα για να βάλω ονόματα εν ευθέτω χρόνο. Αυτή την φορά πρόσθεσα το ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΒΑΝΟ.  Τα έβαζα σε λευκό φάκελο που έκλεβα από το λογιστήριο και τα έστελνα προς τον κ. Βασίλειο Χάσκη, Παλίοκαστρο. Φεύγοντας για το χωριό, άφηνα τα γράμματα στο ταχυδρομείο της επαρχιακής πρωτεύουσας. Τα γράμματα στον φάκελο τα ‘γραφα με το αριστερό και κεφαλαία. Έβαζα και ουρίτσες για να μην μοιάζουν με τα δικά μου καθόλου. Εκείνο τον καιρό δούλευαν κάτι Αλβανοί στο συσκευαστήριο και είχα δει πολλές φορές την Λιουντμίλα α να κουβαλάει τα τελάρα για γέμισμα. Έσκυβε σε τέλεια καμπύλη κι αυτοί οι υπάνθρωποι δεν κοίταζαν καν. Οι ηλίθιοι.

Μαλάκας, μαλάκας, μαλάκας να γεμίσω όλη την σελίδα για να το καταλάβετε;  Τέτοιος ήταν ο μαλάκας ο Βασιλάκης. Δεν έκανε τίποτα ρε παιδί μου.

Τι-πο-τα.

Του έστειλα και δέκα επιστολές. Άλλαζε προσωπικό του έστελνα άλλη. Άλλαζε εθνικότητα το προσωπικό, είχε Ρουμάνους, άλλη.

Σου λένε ότι η γυναίκα σου πηδιέται με τον εργάτη σου ρε μαλάκα και εσύ τίποτα; Εσύ σαν λογικός άνθρωπος, σαν αξιοπρεπής, σαν έλληνας γαμώ την πατρίδα μου, το δέχεσαι; Διώχτη με κλωτσιές την πουτάνα. Στείλε τη χωρίς εισιτήριο στην πουτανουκρανία της.

Η δική μου, όγκος ο εύσαρκος, ερχόταν και μου τα έλεγε. Εγώ ξέκοψα μετά από εκείνη την ημέρα στα κρεμμύδια, αλλά αυτή συνέχισε να είναι φίλη με την Λιουντμίλα. Της τα έδειχνε τα γράμματα ο ξευτίλας και γελούσαν μαζί.

- Με αγαπάει και με σέβεται

έλεγε η Λιουντμίλα και τον φιλούσε στην επιβλητική καράφλα του, κι αυτός χαμογελούσε, ο ηλίθιος.

Την ημέρα που έγινε το δυστύχημα στην Εθνική, τότε στην μεγάλη καραμπόλα, ο Βασιλάκης  καθώς γύριζε από την λαϊκή, χώθηκε κάτω από μια νταλίκα. Πίτα το φορτηγάκι. Ήρθε η πυροσβεστική να τον βγάλει. Τι να βγάλει δεν έμεινε τίποτα. Το φέρανε μέσα σε σφραγισμένη κάσα που δεν την ανοίξανε καν, δεν τον πήγανε στο σπίτι, κατευθείαν στην εκκλησία και από εκεί στον τάφο.

Η Λιουντμίλα δεν είχε πάει μαζί του. Έβαφε την αποθήκη  μόνη της και το συσκευαστήριο. Τα είχε μάθει τα βαψίματα στο γαμημένο το σοβχόζ της αλλά η τύχη δεν ήταν με το μέρος της.  Είδε την κυρά Μαριγώ να φωνάζει κι έτρεξε. Μου τα είπε η δικιά μου. Δεν έβγαλε μιλιά. Αγκάλιασε την ταλαίπωρη κυρά Μαριγώ και της έλεγε κάτι στα ουκρανικά. Σαν να την νανούριζε. Σαν να μοιρολογούσε όχι  όπως εμείς αλλά σαν τραγούδι από μακριά. Έφυγε να πάει στην Αθήνα, στο νοσοκομείο είπε και . . . χάθηκε. Ούτε στην κηδεία φάνηκε. Καπνός, σαν να μην υπήρξε ποτέ.

Στην αρχή είπα στα τσακίδια, στο αγύριστο η μαλακισμένη. Κηδέψαμε τον Βασιλάκη, τον φίλο και γείτονα ντε, παρηγορήσαμε την κυρά Μαριγώ που μέσα στον καημό της Λιουντμίλα και Λιουντμίλα παραμιλούσε. Σαν να είχε ξεχάσει, ρε παιδιά, τον γιο της.

Τώρα, πέντε μήνες μετά το φευγιό του Βασιλάκη και της Λιουντμίλας, ό ένας για κάτω κι ή άλλη για το άγνωστό, λέω πως μπορεί να μην ήταν ποτέ πραγματική η Λιουντμίλα. Σαν φάντασμα και αερικό αλλά και σαν κύκνος, σαν αυτούς της ιστορίας που μας είχε πει η Λιουντμίλα που τους έπαιζαν στο μπαλέτο.

Πρώτη φορά μαζί της είχα δει μπαλέτο στην τηλεόραση, της είχε βάλει δορυφορική ο Βασιλάκης, θεός σχωρέστον κι έπιανε και ρώσικα κανάλια που εκείνο το απόγευμα κάποιο από αυτά έδειχνε μπαλέτα. Εγώ, η Φανή, ο Βασιλάκης και η Λιουντμίλα καθόμασταν στο μικρό καθιστικό τους. Πριν γίνει η φάση στα κρεμμύδια και με φτύσει η Λιουντμίλα.

Η κυρά Μαριγώ έπλεκε πιο κει. Πίναμε τσάι, όπως στην Ουκρανία  και στα πιατάκια υπήρχε η τούρτα που έφτιαχνε η μερικές φορές η Λιουντμίλα.

Η Λιουντμίλα μας έλεγε την ιστορία που αναπαριστούσαν στο μπαλέτο -κάτι χορευτές υβρίδια, καραδελφές και οι χορεύτριες ψιλοπόδαρες εντελώς.

Έλαμπε και χαιρόταν που εξηγούσε με τα χορευτικά ελληνικά της κάθε σκηνή τι γίνεται και τι παριστάνει. Βαριόμουν του θανατά όλα αυτά τα κουλτουριάρικα αλλά ήμουν ψύχραιμος και συγκαταβατικός.

Προς το τέλος, δεν άντεξα και την κοίταξα μια στιγμή φευγαλέα. Έκλαιγε, στο θεό σας, έκλαιγε που πέταξαν αγκαλιασμένοι οι δύο ερωτευμένοι κύκνοι και χάθηκαν.  Έτρεχαν τα δάκρυα στο μάγουλο της το απαλό, το ροδοκόκκινο  κι αυτή έσφιγγε το χέρι του Βασιλάκη.

Κι αυτή έτσι πέταξε και χάθηκε και δεν μπορώ να πω τώρα με βεβαιότητα εάν υπήρξε ποτέ. Πέρασε από την ζωή μου σαν ουρί παραδεισένιο, ψευδαίσθηση της πρωινής ομίχλης, σαν δροσουλίτης.

Μπορεί όμως κι εγώ να μην υπήρξα αφού ούτε τώρα υπάρχω. Βγαίνω το πρωί στην ταράτσα κοιτάζω δίπλα την αυλή. Μια ερημιά, ένα κρύο και μια σιωπή με γεμίζει, σαν θάνατος. Χειρότερο, σαν λησμονιά.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διάφορα