Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

 Πληγωμένα άλογα


Ποτέ δεν ήμουν διαβαστερός. Το διάβασμα το βαριόμουν αφάνταστα και για αυτό προφανώς και δεν προχώρησα στις σπουδές μου επαγγελματικώς. Έμεινα ένας απλός υπάλληλος του οποίου η ζωή υπήρξε και συνεχίζει να είναι εντελώς συνηθισμένη κι απολύτως προβλέψιμη.

Κατά καιρούς ακούω ή έχω φίλους που παρακολουθούν αυτά τα θέματα, και μου λένε να διαβάσω κάποιο βιβλίο, συνήθως μυθιστόρημα η διήγημα. Λοιπόν μού κάνει εντύπωση ότι σε αυτά περιγράφονται όλο ακραίες καταστάσεις και περίεργες. Μέχρι κάποια χρόνια απορούσα που τα φαντάζονται όλα αυτά οι λογής γραφιάδες αλλά με τον καιρό, βλέποντας στην τηλεόραση αλλά και στις εφημερίδες κάθε είδους διαστροφή κι έγκλημα, πήρα την απάντηση.

Οπότε η ζωή η δική μου, δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για κανένα συγγραφέα και κανείς δεν θα ασχοληθεί μαζί μου. Από αυτή την άποψη νομίζω ότι έχω κερδίσει κάτι: η ζωή μου είναι απολύτως δική μου!

Ζω λοιπόν μια συνηθισμένη ζωή, σαν την δική σας φαντάζομαι, κι ο λόγος που γράφω τώρα είναι η θειά Βασίλω.

Μέχρι πρόσφατα ήμουν παντρεμένος με την Ελένη. Παιδιά δεν κάναμε και η ζωή μας ήταν εντελώς απλή και χωρίς απαιτήσεις. Με την Ελένη γνωριστήκαμε κατά τύχη αλλά τώρα δεν θυμάμαι που ακριβώς. Στην Αθήνα κάπου. Παντρευτήκαμε εντελώς συνηθισμένα και ζούσαμε στα Κάτω Πατήσια, σε ένα δυάρι, στο νοίκι.

Αφού δεν ήμουν καλός μαθητής, ήρθα στην Αθήνα σε μια τεχνική σχόλη και κόλλησα στο Τμήμα Τεχνικής υποστήριξης σε μια επιχείρηση που πουλούσε πλυντήρια σε ξενοδοχεία και νοσοκομεία. Η Ελένη δούλευε σε ένα σούπερ μάρκετ: ξεκίνησε από καθαρίστρια κι είχε φτάσει να είναι στο ταμείο.

Ζούσαμε με έναν απλό τρόπο που ο καθένας μπορεί να τον φανταστεί: σπίτι – δουλειά – σπίτι. Στο χωριό πήγαινα σπάνια κι ειδικά από όταν πέθαναν οι γονείς μου δεν πήγαινα σχεδόν καθόλου. Ό,τι κτήματα είχαμε πήγαν για προίκα στην αδελφή μου με την οποία δεν είχαμε και πολλά: κανά τηλέφωνο στις γιορτές ή κάνα νέο για κηδείες.

Εμένα μού άρεσε η ζωή αυτή, πολύ. Το ίδιο και στην Ελένη. Και οι δύο είμαστε άνθρωποι του μέσου όρους σε όλα μας εκτός από τα παιδιά. Όσο το σκέφτομαι πάντως ούτε τα πολυθέλαμε –η Ελένη κυρίως- διότι κάτι θα είχαμε κάνει. Αλλά εφόσον δεν προέκυπτε εγκυμοσύνη με το απολύτως σύντομο και απλό σεξ που κάναμε, κανείς μας δεν αναζήτησε άλλη λύση. Εξ άλλου τότε μόνον οι εκκλησίες υπήρχαν και τα μοναστήρια αλλά σε εμάς αυτό δεν είχε «κολλήσει».

Πέρασαν τα χρόνια και πενηνταρίσαμε αμφότεροι η Ελένη δύο χρόνια πιο μικρή από εμένα και η μόνη διαφορά στην ζωή μας ήταν οι εκδρομές: οι συνάδελφοι της Ελένης στο σούπερ μάρκετ πήγαιναν εκδρομές ανά την Ελλάδα οπότε ακολουθούσα κι εγώ, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον.  Εκεί είδα ότι όλοι σχεδόν είναι σαν κι εμάς, εντελώς απλοί και προβλέψιμοι, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για να γίνουν ήρωες σε βιβλία. Ακόμα κι εκείνοι που είχαν παιδιά μιλούσαν με τον ίδιο τρόπο και χρησιμοποιούσαν τους ίδιους όρους, οπότε σκεφτόμουν ότι πάλι τα ίδια είμαστε.

Κατάλαβα ότι αυτή η ζωή ήταν η δική μου ευτυχισμένη ανάγνωση του κόσμου και ο απόλυτος έρωτας για εμένα όταν αρρώστησε με το . . . «καταραμένο»  η Ελένη. Εκδηλώθηκε καρκίνος άγριος πεινασμένος και μέσα σε έξι μήνες την έφαγε.

Έβλεπα που σταφίδιαζε το κορμί της καθώς μπαινοβγαίναμε στα νοσοκομεία για τις θεραπείες κι ένοιωθα να την αγαπάω πιο πολύ. Δεν ήθελα να μού πεθάνει. Δεν ήθελα να μείνω μόνος διότι με την Ελένη, τώρα το κατανοούσα, ζούσα πραγματικά.

ΚΙ ένα βράδυ, προς το τέλος, κατέβηκα κάτω στο εκκλησάκι του νοσοκομείου, εγώ που δεν είχα ποτέ σκεφτεί γα εκκλησία και παπάδες. Κι εκεί, μαζί με κάτι γύφτισσες, ακούμπησα το μέτωπο μου στην μπροστινή καρέκλα κι έλεγα συνέχεια «γιατί;». Δεν ήξερα άλλη προσευχή και δεν ήξερα και πώς να μιλήσω στον Θεό ή στους αγίους. Μόνον ένα «γιατί;» και τίποτα άλλο. Κι εκείνο το βράδυ, εκεί, έκλαψα βαθειά όσο δεν είχα κλάψει ποτέ πριν και για κανένα. Έκλαψα για την Ελένη, για εμένα τόσο πολύ που δεν ξανάκλαψα πότε πια. Ούτε όταν έγινε η κηδεία στο χωριό –που να βρεις θέση στα νεκροταφεία της Αθήνας!

Κι έτσι άρχισα να πηγαίνω στο χωριό και πάλι. Είχε αλλάξει το χωριό: είχαν κτιστεί καινούργια σπίτια, είχε επεκταθεί προς τα έξω, κάτι στενούρες που ήξερα για δρόμους  τις είχαν κλείσει οι γείτονες. Πολλά σπίτια είχαν κλείσει. Οι ιδιοκτήτες είχαν πεθάνει και τα παιδιά ζούσαν εδώ και χρόνια στην Αθήνα.

Με την αδελφή μου συμφωνήσαμε και μού έδωσε ένα μικρό αποθηκάκι στην αυλή και το έκανα . . . γκαρσονιέρα. Εξάλλου, το παλιό μεγάλο σπίτι του πατέρα μας με τις αποθήκες έμενε άδειο. Ο γαμπρός μου δούλευε σε εργοστάσιο και τώρα ήταν στην σύνταξη και οι δύο κόρες της αδελφής μου είχαν παντρευτεί η μία στον Βόλο κι η άλλη στην Δράμα.

«αδερφέ, τώρα όλοι μόνοι μας είμαστε» μού είπε χωρίς κανένα συναίσθημα η αδελφή μου όταν μού έδωσε το αποθηκάκι.

Πήγαινα στο χωριό κάθε Σάββατο κι έφευγα την Κυριακή το βράδυ. Έβγαινα στο καφενείο και στην αρχή όλο και κάποιος με καλούσε στο τραπέζι, με κερνούσε. Με τον καιρό, κέρασα κι εγώ αλλά καθώς για ποδόσφαιρο δεν ήξερα, τα αγροτικά και τα πολιτικά τα αγνοούσα, ξερή και πρέφα δεν ήξερα, με αφήναν μόνο μου κι εγώ άφηνα τους ήχους τους καφενείου να με κυκλώνουν.

Κι εδώ συνειδητοποιούσα ότι οι βίοι των ανθρώπων όλων είναι έξω από τα μυθιστορήματα.  Απλοί, προβλέψιμοι, βαρετοί. Δηλαδή τα μυθιστορήματα δείχνουν μια ζωή εκτός της ζωής μας κι ίσως για αυτό να αρέσουν; Αλλά τότε ποια η χρησιμότητά τους; Τέλος πάντων.

Αυτό μού έδωσε μια κάποια ηρεμία διότι μετά την κηδεία της Ελένης, είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι η ζωή μου πήγε τζάμπα κι ότι μια τέτοια ζωή δεν αξίζει. Και να τώρα που έβλεπα ότι τελικά αυτή είναι η ζωή των ανθρώπων και με έπιασε μια απορία για το τι θα γίνει τελικά και με εμένα και με όλους αυτούς γύρω μου. Δηλαδή το νόημα της ζωής τώρα ήταν να δω τελικά την εξέλιξη της ζωής της δικής μου και των άλλων γύρω μου που παρόλες τις προβλέψεις είχε μερικές παρεκκλίσεις. Για να δούμε λοιπόν.

Πήγαινα στο νεκροταφείο συχνά όχι τόσο για να ανάβω το καντήλι της Ελένης –τα έφτιαχνε η αδελφή μυ αυτά- όσο για να βλέπω τους τάφους και να θυμάμαι τους νεκρούς όπως τους ήξερα κι έτσι θυμόμουν και τα παιδικά μου χρόνια.

Θυμάμαι τον γείτονα μας τον κυρ Μήτσο, τεχνίτης τρακτέρ και λοιπών εξαρτημάτων. Όταν είχα πεθάνει, είχε μαζευτεί όλο το χωρίο να τον τιμήσει. Έφτιαχνε τα πάντα: υνιά για όργωμα, καλλιεργητές, αλέτρια. Τον θυμόμουν γελαστό γέρο που είχα πάει μια φορά να κολλήσω κάτι ρουλεμάν στο πατίνι μου. Και τον έβλεπα τώρα να μού χαμογελάει θλιμμένα στην φωτογραφία στο μνήμα του και να γράφει την ηλικία θανάτου του 55 ετών. 55 ετών γέρος! Κι εγώ νάμαι στα 62.

Φεύγοντας από το νεκροταφείο, ανέβαινα προς την αγορά  κι ακούω το όνομα μου «Βαγγέλ’ έλα να πιούμε έναν καφέ». Ήταν η παλιά συμμαθήτρια μου, η Μαρία, που κι αυτή είχε χάσει τον άνδρα της πριν μερικά χρόνια. Αλλά αυτή είχε τα παιδιά της και τα εγγόνια της, σκεφτόμουν.

Πήγα. Η Μαρία δεν σταμάτησε να μιλάει. Μέχρι να γίνει ο καφές και να το πιούμε πέρασε όλη την ζωή μας από τα παιδικά μας χρόνια μέχρι και τα εγγόνια της που δεν τώρα πια δεν κάνουν επιδείξεις όπως εμείς τότε; Θυμάσαι;

Τέλος πάντων, σηκώθηκα να φύγω. Την ευχαρίστησα και της είπα ότι ίσως ξαναπεράσω.

Είδα στο παράθυρο να με κοιτά η θεία Βασίλω, πρώτη ξαδέλφη της μάνας μου. Δεν γινόταν να μην πάω.

«τ΄ τ΄ πιέκ καφέ;» (να σού ψήσω καφέ;) με ρώτησε όταν κάθισα.

«γιο βρε θιάκ, πιβα νε Μαρίεν» (όχι βρε θεία, ήπια στης Μαρίας)

«Ο τ΄ βιν΄νι τσίπουρο μπαρμπάτσι τ΄» (θα σου βάλω ένα τσίπουρο του θείου)

Η θεία Βασίλω ήταν μια γλυκομίλητη γυναίκα και πάντα καλότροπη.

«μιρ’ μπ΄ρε κου βάιτε να Μαρίεν. Κάλjι ι λιαβοσουρ' ψαξ τ' τσσονν' καλj'τ' λιαβοσουρ' π' ρ λj'πινν'ν λιαβομ'τ ετουρε νίρι νίτριτ». (καλά έκανες που πήγες από της Μαρίας. Το πληγωμένο άλογο ψάχνει να βρεί το πληγωμένο άλογο για να γλύφει το ένα το άλλο τις πληγές του) και γέλασε η θειά Βασίλω.

ΚΙ έτσι η θειά Βασίλω με ώθησε στο να κτυπώ τα πλήκτρα τώρα.

Καθώς περνάνε τα χρόνια βλέπω να γινόμαστε πολλά τα γέρικα πληγιασμένα άλογα και δεν θα ήθελα να ακούω τις σιχαμένες μύγες να μου ρουφάνε το αίμα. Πιο καλά ένα άλλο άλογο να είναι στο πλάι μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διάφορα