Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

 Παλαιστής


(διηγείται ο μπάρμπα Μήτσιος)


Παλαιστής


Τον Φεβρουάριο, όταν είχε μαλακώσει το χώμα, αρχίζαμε να σκάβουμε τα αμπέλια. Ο πιο γερός πήγαινε πρώτος και λοξώς, σαν την φάλαγγα του αρχαίου Επαμεινώνδα, ακολουθούσαμε οι άλλοι. Στα διαλείμματα, γιατί δεν γινόταν το σκάψιμο να είναι συνεχές, μερικοί προκαλούσαν για πάλη. Κι εκεί ανάμεσα στα κούτσουρα γινόταν παλαίστρα το μαλακό ανοιξιάτικο χώμα.


Κανείς δεν προκαλούσε όμως τον Λιάμη, ένα μάτσο μύες χωρίς δράμι λίπος, ένα Ηρακλέα εκεί γύρω στα ένα κι ογδόντα. Όταν πηγαίναμε στο βουνό για ξύλα, ο Λιάμης τέλειωνε πρώτος και καλύτερος γιατί ξερίζωνε τα πουρνάρια με μια τρομακτική ευκολία.


Στα 1907, ο μπάρμπα Πήλιος, ο πατέρας του Λιάμη με τα δώδεκα παιδιά, του είπε να πάει στην Αμερική. Ακούγαμε τότε στο χωριό για εκείνον τον παράδεισο επί της Γης κι ονειρευόμαστε. Μαζί με τον Λιάμη, ο μπάρμπα Πήλιος, του είπε να πάρει μαζί του και τον Κίτσιο. Είκοσι χρονών ο Λιάμης, δεκαοκτώ ο Κίτσιος αλλά τελείως διαφορετικός από τον Λιάμη. Λεπτός, σχεδόν εύθραυστος, ξανθός και όμορφος και με γλυκύτατη φωνή.


Όταν τον σταύρωσε η θεια Τασία, η μάνα του, στην αναχώρηση του είπε «τ’ κεσ’ έν΄ νε βλαν’ν» (να έχεις τον νου σου στον αδελφό σου).


Βάλανε κάτι ρούχα στο ταγάρι και με τα πόδια πήγαν μέχρι το λιμάνι της Νούσας, στην Δομβραίνα. Ήταν κι άλλα δέκα παιδιά, όλοι παλληκαρόπουλα μέχρι τα είκοσιπέντε χρόνια, από τα διπλανά χωριά, Μαυρομμάτι, Νιχώρι και Παλιοπαναγιά. Από εκεί με το καΐκι ενός από το Κακόσι, πέρασαν απέναντι στο Ξυλόκαστρο και μετά με το τραίνο έφτασαν στην Πάτρα. Εκεί βρήκαν τον ατζέντη που τους έφτιαξε τα χαρτιά κι στις 26 Μαρτίου 1907 μπήκαν σε ένα αυστριακό βαπόρι.


Τούς έχωσαν στο δεύτερο αμπάρι.


Το βαπόρι έπιασε Νάπολι, Παλέρμο και γέμισαν τα αμπάρια με νιάτα. Σωρός οι νεαρές ανθρώπινες ψυχές πήγαιναν στην Αμέρικα. Σε μία γωνιά πήγαν οι γυναίκες κι άπλωσαν ένα παραβάν με σεντόνια. Οι άλλοι βολεύτηκαν σε κάτι κουκέτες και ξάπλα στο δάπεδο.


Το ταξίδι κράτησε περίπου είκοσι ημέρες. ¨Έκανε κρύο και αραιά και που κάποιος έβγαινε στο κατάστρωμα. Στο εισιτήριο ήταν και τα φαί αλλά ο Θεός να το κάνει φαί αυτόν τον πολτό που τούς δίνανε.


Ένα βράδυ, άκουσαν κάποιους Ιταλούς που είχαν μπει στο Παλέρμο να μιλάνε την γλώσσα τους, Αρβανίτικα. Μάλιστα ένας από αυτούς άρχισε να τραγουδάει ένα αργό λυπητερό τραγούδι. Κι από αυτόν πήρε την συνέχεια ο Κίτσιος κι όλοι σώπασαν μαγεμένοι: άκουγαν το τραγούδι του Κίτσιου και στο τέλος χειροκρότησαν και είπαν μπράβο.


Μιαν άλλη βραδιά, έκαναν αγώνες πάλης. Ε, εκεί έλαμψε το άστρο του Λιάμη: με ένα χέρι τους έριχνε όλους με την μία κάτω. «Ερκούλ» (Ηρακλή) τον φώναζαν οι Ιταλοί και τον κοίταζαν με δέος και χειροκροτούσαν.


Έτσι γνωρίστηκαν με τον Λούκα, έναν μελαχρινό κοντό από ένα χωριό κοντά στο Παλέρμο.


Στις 17 Απριλίου 1907 έφτασε στο περίφημο Έλλις Άιλαντ, έξω από την Νέα Υόρκη. Οι Ερημοκαστραίοι είχαν πρόσκληση από ένα συγχωριανό να πάνε στο Τζάκσονβιλ, κοντά στο Σικάγο να δουλέψουν στους σιδηρόδρομους.


«πουν ατιε για ερ’ντ» (η δουλειά εκεί είναι σκληρή) τους είπε ο Λούκα. Αυτός πήγαινε κι ερχόταν στην Σικελία κι έψαχνε για διάφορα άτομα. Κάτι σαν ατζέντης. Τους είπε ότι μπορεί να τους τακτοποιήσει στην Νέα Υόρκη σε εστιατόρια και καζίνα, καφέ σαντάν. «ιτ βλα ντο τ’ μαρ σιουμ παρά π’ρ τ’ κ’ντον’. Γκιγκιου τσι τ’ θομ» (ο αδελφός σου θα πάρει πολλά λεφτά για να τραγουδάει. Άκου τι σου λέω) είπε ο Λούκα.


Όταν ξεμπέρδεψαν με τους ελέγχους και πήραν σφραγισμένα τα χαρτιά, μόλις πάτησαν στην προβλήτα της Νέας Υόρκης, φιλήθηκαν και χαιρετήθηκαν με τους άλλους και ο Λούκα, μαζί με άλλους Σικελούς τους πήρε μαζί του.


Με τραμ φτάσανε σε μια περιοχή με μικρά σπίτια. Παιδιά έπαιζαν στις λάσπες και μαμάδες φώναζαν. Μαγαζιά είχε στα πεζοδρόμια.


Φτάσανε σε ένα ρεστοράν. Κάτσανε και σε λίγο ήρθαν στο τραπέζι τους δύο τύποι.


«Μιρ σ’ έρδ’τ. Λούκα να θα σε ψε ντόνι πούν» (καλώς ήρθατε. Ο Λούκα μας είπε ότι θέλετε δουλειά)


Ο Λιάμης κούνησε το κεφάλι καταφατικά «ντούαμ» (θέλουμε).


«μιρ. Ρίνι κουτού, χάνι πίνι δε ντο τ’ βιμ΄πράπα) (καλά. Καθήστε εδώ, φάτε πιέτε και θα έρθουμε πάλι) κι έφυγαν.


Πράγματι σε λίγο το τραπέζι γέμισε με κάτι τεράστιες μπριζόλες, πατάτες, κρασί. Τα αδέλφια άρχισαν να τρώνε και να πίνουν.


Κι έτσι ο Κίτσιος άρχισε να δουλεύει στο «ρεστοράν», στην κουζίνα κι όταν πέρασε λίγος καιρός κι έμαθε τα αμερικάνικα και κάτι Ιταλικά τραγούδια, ήταν πλέον τραγουδιστής. Ωραίος, κομψός, είχε γκραν σουξέ και πολλές επιτυχίες στις γυναίκες.


Ο Λιάμης άρχισε να δουλεύει στα σφαγεία. Έμαθε γρήγορα την δουλειά κι έτσι που ήταν γερός δεν είχε πρόβλημα. Μια φορά με μια γροθιά ξάπλωσε κάτω ένα βόδι.


Τα δύο αδέλφια ζούσαν μαζί σε ένα δωμάτιο που τούς εξασφάλισε ο Λούκα.


Όταν γύριζε από την δουλειά ο Λιάμης, πήγαινε στο ρεστοράν κι από μια γωνιά άκουγε του Κίτσιο που τραγουδούσε και που τώρα είχε γίνει «Κρις». Του κάθονταν στα γόνατα οι χορεύτριες και τον φιλούσαν κι ο Λιάμης ζήλευε. Αυτόν, άγριο και σκυθρωπό, καμία δεν τον πλησίαζε.


Μια βραδιά έγινε μια φασαρία και κάποιος πήγε να κτυπήσει τον Κρις. Για πότε βρέθηκε έξω από το μαγαζί με το πλευρά σπασμένα από τις μπουνιές του Λιάμη ούτε αυτός το κατάλαβε. Από τότε ο Λιάμης αναβαθμίστηκε σε επίσημο "μπράβο" του καταστήματος κι έφυγε από τα σφαγεία. Ο Λούκας κατά καιρούς του «ανέθετε» κι άλλες τέτοιες «εργασίες τακτοποίησης». Ήταν η περίοδος που οργανωνόταν η Μαφία στην περιοχή και γρήγορα ο Λιάμης είχε δουλειές να κάνει.


Είχαν περάσει μερικά χρόνια. Από την πατρίδα τα νέα ήταν άσχημα: πόλεμος. Μάλιστα σε ένα γράμμα ο μπάρμπα Πήλιος τους έγραφε πως δύο αδέλφια τους είχαν πάει στρατιώτες κι ότι ίσως έπρεπε κι εκείνοι να γυρίσουν πίσω.


Αλλά τα πράγματα πήγαιναν καλά για τα δύο αδέλφια. Το αστέρι του Κρις έλαμπε στο καλλιτεχνικό στερέωμα και ο Λιάμης στοίβαζε στα σοκάκια της συνοικίας τους αντίπαλους της συμμορίας.


Κάποια χαράματα ο Λιάμης ξύπνησε και δίπλα του ο Κρίς είχε πεθάνει αιφνιδιαστικά στον ύπνο του. Από τότε έπαθε το μυαλό του. Περπατούσε όλη ημέρα και πήγαινε σε διάφορα στέκια γνωστών. Καθόταν σιωπηλός σε μια γωνιά. Κουνούσε το κεφάλι και ψιθύριζε «ψο βλα σκιε γκ’» (σώπα αδελφε δεν έχεις τίποτα). Σε λίγο έφευγε για την επόμενη στάση. Χαλούσε ένα ζευγάρι παπούτσια σε δύο εβδομάδες κι αυτό ήταν το βασικό έξοδο της Οικογένειας. Διότι εξακολουθούσε να δέρνει και να «τακτοποιεί» όταν ο Λούκα του το ζητούσε.


Η τελευταία φορά που υπήρξε επικοινωνία με το χωριό ήταν στα 1948. Ένας από τους ανιψιούς του ήταν στην Μακρόνησο προς «ανάνηψη» και ο Λιάμης ως θείος σώφρων και μη ξέροντας ακριβώς τι γίνεται στην Ελλάδα, του έστειλε 10 δολλάρια και στο δελτάριο έγραφε «αγαπητέ ανιψιέ να είσαι καλά και να προσέχεις τους κομμουνιστές. Εδώ τους ταχτοποιώ καλά. Μαθαίνω ότι εκεί παίρνουν τα παιδιά». Ο ανιψιός κράτησε το 10δόλλαρο κι έσκισε τσαντισμένος το δελτάριο.


Ο Λιάμης χάθηκε στην Ν. Υορκη και δεν μάθαμε τίποτα για αυτόν ξανά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διάφορα