Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

 Αρραβωνιάσματα


Στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 – 1970 η Αμερική ήταν το όνειρο για πολλούς Έλληνες. Οι Αμερικάνοι, έτσι τους λέγαμε τους Έλληνες μετανάστες, έρχονταν το καλοκαίρι άνετοι, γελαστοί και φωνακλάδες στα χωριά και σκόρπιζαν ντόλαρς. Τους βλέπαμε με θαυμασμό και ζήλεια. Τι πλούτος αυτή η Αμερική! Ήταν και ο σινεμάς τότε και ενίσχυε την φαντασία μας για αυτή την μυθική χώρα. Μετά ήρθαν οι ασπρόμαυρες τηλεοράσεις κι ξεροσταλιάζαμε έξω από τις βιτρίνες των ηλεκτρολόγων –διότι σε αυτά τα μαγαζιά ήταν οι συσκευές- και στα καφενεία για να δούμε τον Φυγά και το Πέιτον Πλέις.


Τότε -θα ήμουν έκτη τάξη δημοτικού- ένα καλοκαίρι των Αμερικάνων, γνώρισα την Πέννυ. Η θεία Πέννυ δηλαδή γιατί έτσι, «θεία», λέγαμε τις μεγάλες γυναίκες κι αυτή τότε θα ήταν περίπου είκοσι πέντε τριάντα χρονών, ήρθε ένα καλοκαίρι στο σπίτι μας. Μια κουκλάρα, μια θεά. Έτσι μού φάνηκε. Μπήκε στο σπίτι με ένα μίνι και μια κίτρινη κορδέλα στα μαλλιά της. Έσκυψε, φίλησε την γιαγιά μου κι έκατσε σε ένα χαμηλό σκαμνί δίπλα της κι εγώ κοίταζα κλεφτά από το τραπέζι τα ατέλειωτα ασυμμάζευτα πόδια της και τα μπούτια της. Η γιαγιά είδε τι κοίταζα, την κοίταξε αυστηρά και της έριξε μια ποδιά στα πόδια. «ετσ’ τ’ λιοζ΄σ μανάρε» (πήγαινε να παίξεις μανάρι μου) μού είπε και με έδιωξε.


Η Πέννυ ήταν η Βούλια, από το «Παρασκευή» που στην Αμερική είχε γίνει «Πέννυ». Ήταν γείτονες μας και πρέπει να είχαν μια κάποια σχέση με την γιαγιά κι ερχόταν πάντα να την δει όταν γύριζε στο χωριό. Την είχε σαν συμβουλάτορα μάλλον.


Βγήκα στον δρόμο και καθόμουν στο σκαλοπάτι. Πέρασε κάμποση ώρα και στην γωνία φάνηκε η θεία Μαριγώ, η μαμά της Πέννυς: «Για ατιε μπίλια ιμε;» (είναι εκεί η κόρη μου;) κούνησα το κεφάλι καταφατικα «έτσ’ θούαϊ τ’ βιν’ νε στιπί ψε ε ντούαν» (πήγαινε πες της να έρθει στο σπίτι γιατί την θέλουν).


Σηκώθηκα και μπήκα μέσα σιγά σιγά.


Από την χαραμάδα είδα την γιαγιά μου να χαϊδεύει το χέρι της Πέννυς και να της λέει κάπως αυστηρά, σαν να έδινε εντολές:  «Γκιγκιου Βούλιε, πο κα βάτουρ ατιε π’ρ τ’ χα μιζα, λε δε ο βιν’ πράπα. Αστου για μπούρατ, λιόζν σι ντιέλτ τα βογκ’λια. Νεβε γκρατ γιεμι μεντι δε ζ’μπρα στιπις.  Κε έν’ δε πο πάσιε ψε γιεπ παράτ νε πουτ’νατ, χαρόβε ντέριν. Στρώξιν με νι στιλιάρι νε μπίθ κερατάν΄. Σντι τσι ντο τ’ μπαρ: σα μπουκουράν γιε τι δε μ’ μέντ. Δε τι μπλίδσ παράτ, μπα στιπιν εδε λιε τ΄ικνα αι κοπρίττ. Τ’ρ μπούρατ ντο τ΄βινιν πασόε τι. Μος βε μαραζ νε ζ’μπρ’. Κε έν’ μος σουμούρες ψε παστάι ο βες ιμπάρτουρα. Εδε μλίδε γκλιουχ’ν δε μέντιν. Μος θούα φιάλ νε νον’. Βετ΄μ γιε βαιζο δεν κε βετε Περιτνιν δε Σιν Πρε΄μτεβ τ’ τ’ ντιχον. Ουροι τ’τ΄τγιαπ μεντ δε σιτ χαπουρα. Β’ρε μέντιν το σ΄ρμπεν δε ο τσιος ντερ’ν το βες μ’ πάρ. Κουιτό, μος νι φιαλ νε νον’ μος νε γιοτ’μ μος νε τατ’ν μοσ’ νε μότρατ, μος νε σιόκετ» (άκου Βούλια, ένα έχει πάει εκεί για να φάει μύγες (δηλαδή πρόκειται για ασήμαντο φλερτ), αστον και θα έρθει πίσω. Έτσι είναι οι άνδρες, παίζουν σαν μικρά παιδιά. Εμείς οι γυναίκες είμαστε το μυαλό και η ψυχή του σπιτιού.   Έχε το νου σου κι αν δεις πως δίνει λεφτά στις πουτάνες, ξέχασέ τον, το γουρούνι. Ρίξτου με ένα στυλιάρι στον πισινό και διώξτον τον κερατά. Δεν ξέρει τι θα χάσει: τόσο όμορφη που είσαι και με μυαλό. Και να μαζέψεις τα λεφτά (από τις δουλειές) και να πάρεις το σπίτι κι άστον να φύγει τον κοπρίτη. Όλοι οι άνδρες θα σού έρθουν πίσω σου. Μην στενοχωριέσαι. Πρόσεξε μην αρρωστήσεις γιατί θα πας χαμένη. Και μάζεψε το μυαλό και την γλώσσα: μην πεις κουβέντα σε κανένα κορίτσι μου. Μόνη σου είσαι κόρη μου και μόνον ο Θεός και η Αγία Παρασκευή σε βοηθάνε. Μακάρι να σού δώσει μυαλό κα μάτια ανοιχτά. Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει και θα βρεις την πόρτα για να πας παρακάτω. Θυμήσου, κουβέντα σε κανένα ούτε στην μάνα σου ούτε στον πατέρα σου ούτε στις αδελφές σου ούτε στις φίλες σου).


Έσπρωξα την πόρτα και μπήκα: «η θειά Μαριγώ λέει η θεία να πάει στο σπίτι, την θέλουν» είπα.


Η Πέννυ, γύρισε με κοίταξε καθώς σηκωνόταν «βρε τι όμορφος που είναι ο εγγονός θεία»


«Μιρ για πο για νοτσικ κοκτρασ’ δε νουκ να γκικετ» (καλός είναι αλλά είναι λίγο χοντροκέφαλος και δεν μας ακούει)  είπε η γιαγιά καθώς σηκωνόταν.


«έλα θεία φαίνεται καλό παιδί κι έχει το όνομα του θείου, έτσι;» με κοίταξε κι εγώ κούνησα το κεφάλι προς τα κάτω


«μι τσι θούα, τ’ μος μπράζετ κοσμι νγκα έμριν γαιδούριτ» (μωρέ τι μας λες για να μην λείψει από τον κόσμο το όνομα του γαϊδουριού)  είπε η γιαγιά.


«έλα βρε θεία μην μιλάς έτσι για τον θείο»


«ντι τσι θόμι π’ρ μπούρατ: φολ μπούρι πόρδ γαιδούρι. Νανι ε καταλάβε εδε τι. Αιντε Βούλιε ικ ψε σντούα τ’ μι βιν κουτού Μαριγώια. Αίντε μανάρε δε εθαμ: μος νι φιαλ’ γκιακούν» (ξέρεις τι λέμε για τους άντρες; Μίλησε ο άνδρας κι έκλασε το γαϊδούρι. Τώρα το κατάλαβες κι εσύ. Άιντε Βουλια, φύγε γιατί δεν θέλω να μού έρθει εδώ η Μαριγώ. Άιντε μανάρι μου και είπαμε: κουβέντα σε κανέναν).


Στο μεταξύ η Πέννυ καθώς έφευγε μού έδωσε ένα δεκαδόλλαρο που τόσα χρόνια μετά ακόμα το φυλάω.


Πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβω τι γινόταν τότε και γιατί η γιαγιά μου παρηγορούσε την . . . θεά.


Σήμερα, οι νέες κοπέλες αποφασίζουν οι ίδιες για την ζωή τους, για το σώμα και τις σχέσεις τους. Τις χαίρομαι και τις καμαρώνω. Δεν παίρνουν βέβαια πάντα τις σωστές αποφάσεις αλλά στο κάτω κάτω η ζωή είναι δική τους κι ας πληρώσουν το τίμημα των επιλογών τους.


Δεν ήταν όμως πάντα έτσι τα πράγματα. Κι όταν αναφερόμαστε στο παρελθόν, εκεί γύρω στην δεκαετία 1950 – 1960 και μέχρι ίσως το 1970, η θέση της κοπέλας στην αρβανίτικη κοινωνία του χωριού δεν ήταν εύκολη.


Δεν είναι πάντα το παρελθόν ρομαντικό κι όμορφο.


Βλέπω καμιά φορά αναρτήσεις στο φείσμπούκ με γιούκους με προικιά αλλά δεν μπορούμε να φανταστούμε τι πόνος και τι ξενύχτι ήταν στοιβαγμένος μαζί με τα ρούχα τα στρωσίδια και τα κεντίδια ενός τέτοιου γιούκου, χαρμόσυνου κατά τα άλλα. Τι προσδοκίες για μια καλή ζωή ήταν στοιβαγμένες πάνω στον γιούκο.


Προκαταλήψεις, σκοτεινές παραδόσεις, και άγνοια για βασικά θέματα ζωής και ανθρώπινης φυσιολογίας, δημιουργούσαν ένα πλαίσιο αποπνικτικό για την νέα γυναίκα εκείνης της εποχής. Η περίοδος, η έμμηνος ρύση, για παράδειγμα, ήταν μεγάλη ντροπή αντί ευλογία: η γυναίκα θεωρούνταν βρώμικη, δεν πήγαινε στην εκκλησία και δεν θεωρούνταν σωστό ακόμα και το . . . πλύσιμο. Δράμα.


Όσο για τον έρωτα, αυτό ήταν μέγα αμάρτημα υπό διωγμόν και η ενημέρωση περί τα σεξουαλικά ήταν εξοβελισταία. Με σιγανοψυθιρίσματα φιλενάδων ή από κάποιες πιο ελευθρόστομες παντρεμένες στις εργατιές ό, τι άκουγαν, μάθαιναν. Ο σύζυγος ήταν απόλυτη επιλογή του πατρός και η τελική συμφωνία για γάμο ερχόταν ως αποτέλεσμα σκληρών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις δύο οικογένειες του γαμπρού και της νύφης. Και μετά έρχονταν τα «ψώνια στην Αθήνα» οπόταν η διακόρευση της κοπέλας κι έπειτα η ζωή τα έβαζε όλα στην τάξη της και σε καδραρισμένες φωτογραφίες στους τοίχους.


Σε όλα αυτά, η κοπέλα δεν είχε κανέναν ρόλο παρά μόνον το χαμηλό βλέμμα την βραδιά του λογοδοσίματος, όταν θα σερβίριζε τους συμπεθέρους. Κι αν κάποια χώριζε; Ωιμέ την άμοιρη! Συνήθως θα εύρισκε άντρα σε άλλο χωριό διότι ποιος θα έπαιρνε μιαν . . . «κατεστραμμένη».


Ο θείος Γιώργης, ο γείτονας μας, είχε τρείς κόρες. Δεν είχε αγόρια. Εκείνον τον καιρό οι κοπέλες ήταν βάρος διότι έπρεπε ο πατέρας και η μάνα να φροντίσουν για την προίκα της κι αυτός είχε τρείς! Μπορεί για αυτό ο θείος Γιώργης να ήταν μονίμως θυμωμένος και άγριος. Δεν ήμασταν συγγενείς αλλά όπως λέγαμε τις γυναίκες «θεία» έτσι λέγαμε τους μεγάλους άνδρες «θειους». Τους αληθινούς θείους τους λέγαμε «μπάρμπα» και «μαπρμπάτσ’» πιο χαϊδευτικά.


Η μεγάλη κόρη του, η Βούλια, ήταν άριστη μαθήτρια και πανέμορφη. Στο σχολείο και περνούσε τις τάξεις σαν αέρας: άνετα κι εύκολα. Ο θείος ο Γιώργης όμως με το ζόρι κρατιόταν. Του έλειπαν τα παραγωγικά χέρια της Βούλιας . Ο θείος έκανε υπομονή, αν και μέσα του έβραζε, και την άφησε να πάει μέχρι την 6η Γυμνασίου (σημερινή 3η Λυκείου). Αλλά όχι κάθε μέρα «βρε τσι να θούα; Ώστε κένι διαγώνισμα εδε μουτ. Μενάτεν κέμι τ΄τριγισμ . Άιντε μμπλίδου μπάσκ, μος τ΄νίσ με βίτσ’ ν» (βρε τι μας λες; Ώστε έχετε διαγώνισμα και σκατά. Αύριο πρωί έχουμε να τρυγήσουμε. Συμμαζέψου μην σ’ αρχίσω με την βίτσα).


Κι η Βούλια, το αστέρι των Μαθηματικών, καλό κορίτσι, έσκυβε το κεφάλι και πήγαινε στο αμπέλι αχάραγα.


Ο καθηγητής των Μαθηματικών τόλμησε κάποτε να πει στον θείο ότι η Βούλια αξίζει να συνεχίσει τις σπουδές,  «είναι μαθηματικό μυαλό κύριε Γιώργο», αλλά πού ο θείος: «κοπίλιετ για π’ρ τ’ μαρτόνεν δε π’ρ πούν, νουκου γιαν π’ρ τ΄έτσεν νγκα δρόμ΄τ» (οι κοπέλες είναι για να παντρεύονται  και για δουλειά, δεν είναι να γυρίζουν στους δρόμους).


Ο θείος Γιώργης, μεγαλόσωμος, αθυρόστομος και με βροντώδη φωνή, ήταν μια μόνιμη εκπομπή απειλητικών μηνυμάτων βίας και σκληρότητας. Ποιος τολμούσε να του αντιμιλήσει;  Γύριζε από την συνάντηση με τον καθηγητή και διηγιόταν στο καφενείο την παλληκαρήσια στάση του: «γκιγκιουνι τσι μ’ θα άι μαλάκα καθηγητίου: τ’ λιέ βάιζαν τ’ σπουδάς. Βρε άι κίχου βρε χέρδε τσι τ΄μ’ μπ’σ κουμάντ’ τι νε βάιζαν τιμε. Ώστε ντο τε λλε΄βαίζ’ν τε βέτε νε Αθήν τ΄μπενετ πουτ’ν» (ακούστε τι μού είπε αυτός ο μ. . ας. ο καθηγτής: να αφήσω την κόρη μου να σπουδάσει. Βρέ άντε γ . . . βρε αρχ . . . που θα μού κάνεις κουμάντο στην κόρη μου. Ώστε να αφήσω το κορίτσι να πάει στην Αθήνα να γίνει πουτάνα) έλεγε τσαντισμένος ο θείος Γιώργης και κορδωνόταν  που αντιστάθηκε στην απόπειρα διαφθοράς.


Η γιαγιά μου «βίτσι» (βόδι) τον ανέβαζε «ντέρ» (γουρούνι) τον κατέβαζε και δεν τον χώνευε καθόλου.


Κι έτσι η Βούλια, άφησε την τελευταία τάξη Γυμνασίου στην μέση και δεν πήρε απολυτήριο γιατί εκείνη την χρονιά οι φακές είχαν χορτάρι και έπρεπε να τις σκαλίσει. Κι αντί να λύνει εξισώσεις, άρχισε τα θερίσματα και τα ζυμώματα.


Εκείνο το φθινόπωρο είχαν σκάσει τα βαμβάκια για τα καλά κι ήταν χαρά να τα μαζεύεις. Αφράτο το βαμβάκι ξεχείλιζε από την καρύκα και έβγαινε σαν αφρός. Μόνον όποιος έχει μαζέψει βαμβάκι μπορεί να εκτιμήσει αυτό που γράφω. Γέμιζαν γρήγορα οι ποδιές των γυναικών που τις άδειαζαν μετά σε μεγάλους σάκους διάσπαρτους στο χωράφι. Η Βούλια με τις αδελφές της και με κάποιες άλλες γυναίκες ήταν σκυμμένες στο μάζεμα. Ήταν μόνον γυναίκες στο χωράφι διότι «μπλίδιε μπουμπάκουτ για π΄ρ γκρατ δε ρουμό βρεστ'τ γιαν π΄ρ μπούρατ» (το μάζεμα του βαμβακιού είναι για τις γυναίκες ενώ το σκάψιμο του αμπελιού είναι για τους άντρες).


Η Βούλια όλον αυτόν τον καιρό δεν είχε σταματήσει να σκέφτεται το πώς θα πείσει τον πατέρα της να την αφήσει να συνεχίσει τις σπουδές. Τι μπορεί να σταματήσει το όνειρο μιας νέας κοπέλας;


Ήταν προχωρημένο απόγευμα κι ο ήλιος έγερνε προς τον Ελικώνα. Από μακριά φάνηκε να έρχεται ένα αυτοκίνητο μπροστά από ένα σύννεφο σκόνης. Το γνώρισαν: ήταν το ταξί του χωριού. Το ταξί πλησίασε και σταμάτησε κι από μέσα κατέβηκε ο θείος Γιώργης εμφανώς πιωμένος και γελαστός «τσι ρίνι γκρα. Ετσνι, βέμι νε κατούντ’. Μπ’μ γαμπρό» (τι καθόσαστε γυναίκες. Φύγετε, πάμε στο χωριό. Κάναμε γαμπρό).


Οι γυναίκες γύρισαν και κοίταξαν γελώντας την Βούλια. Ο θείος Γιώργης κοίταζε την Βούλια. Η θεία Μαριγώ, η μάνα της, οι αδελφές της κοίταζαν την Βούλια. Όλοι την Βούλια κοίταζαν.


«για σιουμ μιρ ντιάλ χωστιανίτ’ δε σ’ρμπεν νε Αμερικί. Ατιε καν μαγαζί π’ρ τ χασ’, σι ταβέρν. Μαρτ΄τ’ μόρτια. Σιουμ παρά τ’ θάσ’. Φαρε παρά σ’ ντο νγκα νέβε πο ου ο γιαπ τσα πακ» (είναι πολύ καλό παιδί, από τα Χώστια και δουλεύει στην Αμερική. Εκεί έχουν μαγαζί για να τρώει ο κόσμος, σαν ταβέρνα ένα πράμα. Σκέτη τρέλα. Πολλά λεφτά σού λέω. Δεν θέλει λεφτά (προίκα) από εμάς αλλά κάτι λίγα θα του δώσω) έλεγε ο θείος Γιώργης και τρέκλιζε ανάμεσα στις βαμβακιές. «Ντάρσμα ο μπένετ νε νιτρ’ν γιαβ ψε ντιάλι κα πουν ατιε νε Σικάγο εδε ντο τ’ μαρ Βούλιεν πασόε. Άντε βέμι ψε ο να έρδ΄ν συμπεθερ΄τ σόντε» (ο γάμος θα γίνει την ερχόμενη εβδομάδα γιατί το παιδί (ο γαμπρός) έχει δουλειά εκεί στο Σικάγο και θα πάρει την Βούλια μαζί του. Άντε πάμε γιατί θα μας έρθουν οι συμπέθεροι απόψε).


Οι γυναίκες πλησίασαν την Βούλια και την αγκάλιαζαν και τις έλεγαν ευχές και συχαρίκια κι αυτή είχε μείνει ακίνητη, ψηλή, πανέμορφη με μια ωχρή γκριμάτσα σαν χαμόγελο και σε κάποια στιγμή η μάνα της κοίταξε χαμηλά στο δεξί της χέρι που έσταζε αίμα και μέσα από τα δόντια της είπε «μόι ινταρ κουρ ουπρέσιε;» (κακομοίρα μου πότε κόπηκες;)


Κι ήταν τα νύχια της Βούλιας και μια κομμένη καρύκα μέσα σε μια γροθιά απόγνωσης  που είχαν χωθεί στην παλάμη της και την είχαν κόψει βαθιά κι έσταζε αυτό το αίμα της απελπισίας της στις τσακισμένες βαμβακιές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διάφορα