Καλά Χριστούγεννα!
Η μυστική μας γλώσσα
Πρόσφατα διάβασα σε κάποια σχόλια ότι ο δάσκαλος –λέει- σε κάποιο χωριό «κυνηγούσε» τα παιδιά όταν τα άκουγε να μιλάνε αρβανίτικα.
Νομίζω ότι οι πρόγονοί μας όταν αποφάσισαν να φτιάξουν «δοβλέτι», δηλαδή κράτος, χωρίς συνεννόηση, αυθόρμητα, επέλεξαν τα Ελληνικά ως την επίσημη γλώσσα και κράτησαν τα αρβανίτικα για την δική τους μυστική γλώσσα.
Διότι αυτό το περί ελληνικότητας των αρβανιτών δεν το κατανοώ όταν οι αρβανίτες έφτιαξαν το ελληνικό κράτος –εντάξει οι Πελοπονήσιοι το παράκαναν ως προς την εξουσία αλλά οι αρβανίτες ως πολεμιστές έκαναν την δουλειά.
Τα αρβανίτικα ήταν ο τρόπος επικοινωνίας μας έτσι ώστε να μην μας καταλαβαίνουν οι άλλοι, οι «ξένοι», εκείνοι δηλαδή που δεν ήταν αρβανίτες. Οι αρβανίτες είχαν επίγνωση της αξίας της κοινωνίας τους και την προστάτευαν αλλά κι έτσι κι οι ίδιο προστατεύονταν.
Ο ξένος, είτε ως φίλος είτε ως νύφη –κυρίως- αλλά και ως γαμπρός, έπρεπε να περάσει από δοκιμασία για να γίνει δεκτός στην κοινωνία μας. Δεν ξέρω τι έκαναν οι γυναίκες αλλά σε εμάς, τους άνδρες, το κριτήριο ήταν η αντοχή στο κρασί. Η «τελετή μύησης» περιελάμβανε οπωσδήποτε μεθύσι. Στο καλεσμένο μας λοιπόν, αφού τον καλωσορίζαμε τον καθίζαμε ανάμεσα μας στο τραπέζι, αρχίζαμε σε λίγο ο καθένας μας και πίναμε μαζί του από ένα «σταυρωτό». Ένδειξη τιμής και υποδοχής. Όταν αυτό είχε πιεί πέντε ποτήρια με καθένα από εμάς (αν ήμασταν πέντε) εμείς είχαμε πιεί από ένα. Όταν αυτός πήγαινε να καταρρεύσει, εμείς τότε αρχίζαμε να ζεσταινόμαστε. Και τότε αυτός άρχιζε να «κελαηδάει» και να γίνεται «βλάμης». Και η τελετή ολοκληρώνονταν με ένα καγκέλι, το τσοπανάκι κατά προτίμηση ή ένα καλαματιανό ντο τα πρες κοτίδε τ’. Σερνόταν ο μουσαφίρης κι εκεί πάνω στα σταυρωτά μάθαινε και τους στίχους.
Φώναζαν οι γυναίκες όταν τον τραβούσαμε στο σπίτι τύφλα. «τ΄μος αρ’ς. Τσ’ ι μπ΄ρε νιερίουτ ρε ασιλόγιστο» (να μην φθάσεις (ή να μην ζήσεις). Τι του έκανες του ανρθωπου βρε ασυλόγιστε).
Τα αρβανίτικα ήταν ο μεγάλος μας μυστικός δεσμός, τύφλα νά ‘χουν οι μασόνοι και οι λογής αποκρυφιστές. Στις δημόσιες υπηρεσίες, στον στρατό, έφτανε ένα «γκα κου γιε ρε τι» (από πού είσαι ρε σύ) για να ανανεωθούν πατρογονικοί δεσμοί που ούτε τους είχαμε συνειδητοποιήσει.
Όταν ο Πέτρος σπούδαζε στην Πάτρα, γνώρισε την Άννα. Ωραία και μαχητική συνδικαλίστρια η Άννα από την Ξάνθη, ήξερε ότι στην Ελλάδα υπάρχουν Έλληνες και μόνον στην Θράκη (Ροδόπη και Ξάνθη) υπάρχουν μουσουλμάνοι τουρκογενείς και πομάκοι.
Ο Πέτρος κοιτούσε την Άννα που αναψοκοκκίνιζε στα πηγαδάκια και σκεφτόταν την κλινοπάλη μαζί της διότι αυτός περί τα πολιτικά ήταν αλλού κυριολεκτικώς. Ωραίος και λεβέντης δεν πέρασε απαρατήρητος από την Άννα που θέλησε να τον . . . στρατολογήσει.
Τελικά κάπως βρέθηκαν να περπατάνε μόνοι τους ένα απόγευμα στην Αγίου Νικολάου. Σε μια στιγμή λέει ο Πέτρος «να πάρω ένα τηλέφωνο στο σπίτι μου». Εκείνη την ευλογημένη εποχή δεν υπήρχαν κινητά και έτρεχαν οι φοιτητές στα περίπτερα. Στέκονται λοιπόν δίπλα δίπλα στο τηλέφωνο και η Άννα ακούει τον Πέτρο να μιλάει μια ακατάληπτη γλώσσα «έα μ΄μ σι γένι. Τσ’ μπ΄ν κατούντι, ουμαρτούα Μαριγόια;» (έλα μάνα, πως είστε; Τι κάνει το χωριό; παντρέυτηκε η Μαριγώ;». Η Αννούλα είχε πάθει πλάκα.
Όταν τέλειωσε η συνδιάλεξη τον ρωτάει «ρε συ τι γλώσσα μιλούσες;» «αρβανίτικα!» «τι είναι τα αρβανίτικα;» κι ο Πέτρος αγκάλιασε στοργικά την Άννα κι άρχισε να της μιλάει για έναν άλλο κόσμο που η ίδια αγνοούσε, ένα κόσμο όλο λεβεντιά κι αρρενωπότητα που της άρεσε, κι ο Πέτρος της άρεσε και τριάντα τόσα χρόνια τώρα εξακολουθεί να της αρέσει. Διότι οι αρβανίτες είμαστε ομορφοφυλή μάνα μου, πώς να το κάνουμε.
Όταν όμως είχαν έρθει οι πρώτοι Αλβανοί στο χωριό, εκεί γύρω στα 1992, η μάνα μου με τον πατέρα μου είχαν πάρει μερικούς από αυτούς να κατεβάσουνε ελιές. Πήγαν στις ελιές και το μεσημέρι η μάνα μου είχε ετοιμάσει το σχετικό γεύμα: φασολάδα.
Οι Αλβανοί κάθισαν γύρω και δεν χόρταιναν ψωμί. Έκοβε η μάνα μου φέτες συνέχεια κι αυτές . . . χάνονταν. Η μάνα μου στην αθωότητά της τους θεωρούσε κι αυτούς «ξένους» δηλαδή μη γνωρίζοντες αρβανίτικα και λέει στο πατέρα μου «ρε ατα νούκ φρίχεν μπουκ» (ρε αυτοί δεν χορταίνουν ψωμί) και ακούει μια απάντηση από έναν λιγνούλη νεαρό Αλβανό «ψιο μόι Θιάκ, σα χαμ, νιέρζ γιέμι» (σώπα βρε θεία, πόσο τρώμε, άνθρωποι είμαστε). Κι εν μέσω μεγάλης ντροπής η μάνα μου κατάλαβε ότι τούτοι οι «ξένοι» ξέρουν το μυστικό μας όπλο, τα αρβανίτικα και πρέπει να προσέχει πλέον διπλά, όπως με τους δικούς μας.
Τώρα όμως το μυστικό μας όπλο, η αρβανίτικη γλώσσα και η κουλτούρα μας χάνονται σιγά σιγά και για αυτό σας λέω βάλτε όλοι ένα χεράκι να τα θυμηθούμε τα ευλογημένα αρβανίτικά μας, χωρίς κακίες και χωρίς τσακωμούς και με επίγνωση ότι από τις Λίμνες της Αργολίδας μέχρι το Λέχοβο στην Φλώρινα κι ως τον ‘Έβρο, παρόλες τις ντοπιολαλιές και τις διαφορές μας, μία είναι η γλώσσα των παππούδων μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου