Σάββατο 28 Ιουνίου 2025

 Επιδοτήσεις ...

... Ο πατέρας μου δεν πήρε ποτέ. Την περίοδο που οι άλλοι δήλωναν περίσσια στρέμματα και ανύπαρκτες παραγωγές, ο αγρότης πατέρας μου δεν τα άκουγε. Έλεγε πως οι επιδοτήσεις ειναι η καταστροφή του αγρότη. Ο παραγωγός γίνεται λωποδύτης, δεν ενδιαφέρεται να κάνει σωστό προϊόν κι εντέλει καταστρέφεται.
Κατά τον Γιώργο Μέργο, οµότιµο καθη­γητή Οικονοµικών στο ΕΚΠΑ, πρώην γ.γ. ΥΠΟΙΚ, "... πρόκει­ται για ένα από τα µεγ­αλύτερα σκάν­δαλα των τελευ­ταίων δεκα­ε­τιών στον αγρο­τικό τοµέα, µε βαθιές δια­χρο­νι­κές ρίζες και συστηµικά χαρα­κτη­ρι­στικά. Ο ΟΠΕΚΕΠΕ δια­χει­ρι­ζόταν πάνω από 3 δισ. ευρώ ετη­σίως σε κοι­νο­τι­κές ενι­σχύσεις, περίπου 1,5% του ΑΕΠ, όταν ο αγρο­τι­κός τοµέας συµµετέχει στο ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 3,8%. ∆ηλαδή το 40% του αγρο­τι­κού ΑΕΠ είναι επι­δο­τήσεις" !!
Ο πατέρας μου ήταν ασήμαντη μειονότητα κι ούτε μπόρεσε να αλλάξει τον κόσμο του. Κράτησε όμως εκείνα τα ψήγματα αξιοπρέπειας που με βοήθησαν στην ζωή μου.
Τώρα η φωτογραφία του ειναι στο εικονοστάσι του οίκου μας.
Λαός διεφθαρμένος ποτέ εξεγερμένους και προκομένος. Ας το έχουν κατά νου εκείνοι που προσδοκούν καθαρτήριες επαναστάσεις και δημιουργία νέου, καλυτερου κόσμου.
Όσα γίνονται με τον ΟΠΕΚΕΠΕ κι όσα έγιναν και θα γίνουν σε άλλους τομείς της κοινωνίας μας, ειναι εκφράσεις αυτής της λαϊκοποίησης της διαφθοράς συνειδήσεων. Όλοι τα ξέραμε κι όλοι σιωπούσαμε. Ο Πάγκαλος τα είπε ωμά και παρεξηγήθκε
Το 2016 ένας φίλος βρέθηκε στο πηδάλιο της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης (ΕΒΖ) που έπνεε τα λοίσθια. Η ΕΒΖ ήταν το μοναδικό ολοκληρωμένο αγροτοβιομηχανικό σύστημα, πλήρως καθετοποιημένο στην χώρα μας. Από το 2005 περίπου ήταν ένας κοιτώνας διαφθοράς ολων: πολιτικών κι αγροτών.
Όλες οι αγροτικές βιομηχανίες ειναι συνεταιριστικοί οργανισμοί για απολύτως εργονομικούς λόγους. Όταν όμως ο φίλος μου πρότεινε στους αγρότες "να πάρουν την ΕΒΖ" απο τα χέρια της Τράπεζας Πειραιώς, ομοφώνως κι ομοψύχως οι αγρότες απάντησαν: για μ@λ@κες ψάχνεις;
Πιο καλά να κλέβουν στο ζύγι και να ρουφάνε τις επιδοτήσεις παρα να λειτουργούν μια βιομηχανία.
Η ΕΒΖ έκλεισε, ο εξοπλισμός ληστεύτηκε και ΚΑΝΕΙΣ δεν μίλησε ...

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2025

 Μεγάλες κουβέντες εκ των υστέρων, είναι περιορισμένης χρησιμότητας ...


Ο Ευάγγελος Βενιζέλος θέλει να αποδεχτεί αυτοκριτικώς κακές πολιτικές αποφάσεις που έλαβε όταν ήταν στην εξουσία αλλά το πολιτικό ζώο που έχει μέσα του δεν τον αφήνει.
Διότι ΠΟΤΕ πολιτικός δεν αποδέχεται τα "λάθη του". Διότι, αν το έκανε, θα έπαυε να είναι πολιτικός.
Ο Βενιζέλος όμως είναι ένας πολύ καλός αναλυτής κι εξηγητής της πολιτικής κατάστασης τώρα που απέχει από την πολιτική. Αλλά, σε κάθε υπεράσπιση της υστεροφημία του, ο Βενιζέλος μας δίνει ψήγματα μιας αυτογνωσίας που κι εμείς ως "λαος" δεν έχουμε. Διότι, αν είχαμε αυτήν την αυτογνωσία, δεν θα εκλέγαμε αυτούς τους πολιτικούς που έχουμε ...
"... Το «ανεύθυνο του λαού» που εξαγνίζεται καταψηφίζοντας τις προηγούμενες επιλογές του είναι το υπόστρωμα του εγγενούς στη δημοκρατία λαϊκισμού αλλά και θεσμική ανάγκη που απορρέει από το γεγονός ότι υπό συνθήκες λαϊκής κυριαρχίας, η τελική κρίση και ο τελευταίος λόγος ανήκει στον λαό με τους εσωτερικούς του συσχετισμούς. Άλλωστε αυτός καταβάλλει όχι το πολιτικό αλλά το οικονομικό, κοινωνικό, θεσμικό και ιστορικό κόστος των επιλογών του.
Η διάσταση που προσέθεσε η περίοδος της κρίσης είναι η εντυπωσιακή δοκιμασία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μέσω της βίαιης αποκόλλησης των κομματικών ηγεσιών από την κοινωνική και εκλογική τους βάση ..."
Σκληρή αλλά μεγάλη αλήθεια. Μα, αυτό συμβαίνει και τώρα: οι πολιτικοί μας, οι κομματικές ηγεσίες, κινούνται σε έναν κόσμο διαφορετικό από την δική μας καθημερινότητα. Εκείνοι ισχυρίζονται πως ξέρουν να διοικούν κι εμείς προσποιούμαστε πως τους εμπιστευόμαστε ενώ καθημερινώς κι αδιαλείπτως εξαφανίζουμε κάθε σεβασμό σε θεσμούς και σε πολιτικά πρόσωπα.
Και συνεχίζει ο Βενιζέλος:
"... Οι κομματικές ηγεσίες κατά την άσκηση των κυβερνητικών τους καθηκόντων βρέθηκαν αντιμέτωπες με την υποχρέωση προστασίας του εθνικού συμφέροντος, δηλαδή με την επιτακτική ανάγκη αποφυγής της ασύντακτης χρεοκοπίας, της διάλυσης της οικονομίας και της δημοκρατίας και της διακινδύνευσης της εθνικής υπόστασης. Μεταξύ αφενός μεν των συγκυριακών αντιδράσεων της κοινής γνώμης και του εκλογικού σώματος, αφετέρου δε της ιστορικής ήττας του έθνους, επέλεξαν εντέλει, άλλες γρήγορα (όπως το ΠΑΣΟΚ) και άλλες με μικρότερη ή μεγαλύτερη βλαπτική καθυστέρηση (διαδοχικά η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ ), το πρώτο με όσα η επιλογή αυτή συνεπάγεται.
Η δοκιμασία αυτή οδήγησε το ΠΑΣΟΚ σε ακρωτηριασμό και στο σοκ της απώλειας της πλειοψηφικής του ροπής που λειτουργεί αρνητικά έως και σήμερα. Αυτό έγινε με μεγάλη ευκολία γιατί μεγάλο μέρος της παραδοσιακής εκλογικής του βάσης αλλά και του πολιτικού του προσωπικού ήταν «εκπαιδευμένο» να τείνει ευήκοον ους στην αρχική ανεπεξέργαστη αντιμνημονιακή δημαγωγία του ΣΥΡΙΖΑ και εξίσου καλά «εκπαιδευμένο» να μετάσχει χωρίς ενδοιασμούς στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ πριν αλλά και μετά τη μεταστροφή του υπέρ του τρίτου Μνημονίου που επαύξανε τα δύο πρώτα ...".
Δηλαδή ο κακομαθημένος "λαός" δεν θέλησε να καταλάβει τις ευθύνες του: να τους στείλει όλους αυτούς στο σπίτι τους. Θεωρεί ότι όλοι τουτοι οι εκπρόσωποι, ανόητοι, ημιμαθείς κι απρόσωπος, κάτι ξέρουν παραπάνω από εμένα κι εσένα.
Κι όλα ξεσπούν περίεργες καταστάσεις (υποκλοπές, σιδηροδρομικά δυστυχήματα, ΟΠΕΚΕΠΈ, κι άλλα πολλά) που ποτέ κανείς δεν φταίει και οι οποίες βελτιώσεις γίνονται αργά, πολύ αργά κι είναι πανάκριβες.
Με λίγα λόγια, τώρα ψάχνουμε για έναν "προγυμναστή" να εκπαιδεύσει τους πολίτες, εμάς δηλαδή, να είναι πιο σώφρονες. Ή πιο καλα κι ίσως πιο εύκολα, ψάχνουμε για έναν άλλον λαό, ώριμο, σοφό και θαρραλέο να αποφασίσει ο,τι εμείς αποφεύγουμε ...

Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

 

Λέμε «όχι» πάντα και στα πάντα και για αυτό κάνουμε παρέλαση στις 28 Οκτωβρίου

Ο ήλιος έκαιγε κι οι ελάχιστοι θαρραλέοι που πήγαν στην Αλίαρτο σήμερα, έψαχναν την σκιά. Αν ο Δήμος είχε μεριμνήσει να έχει εγκαταστήσει στέγαστρα με φωτοβολταϊκά στοιχεία (πάνελς) όλα θα ήταν καλύτερα κι ο Δήμος θα εξασφάλιζε την ηλεκτρική ενέργεια για τα φωτιστικά του.
Ήταν μια ακριβής επανάληψη της συγκέντρωσης που είχε γίνει πριν λίγο καιρό αλλά αυτή την φορά με λιγότερο κόσμο -επειδή έχουν ανοίξει οι δουλειές μάλλον.
Δικαίως ο Άγγελος Στάθης διαμαρτύρεται στην ανάρτησή του: https://www.facebook.com/aggelos.stathis.10
Οι συγκεντρώσεις αυτές έχουν νόημα όταν (1) ενημερώνουν τους δημότες για το θέμα (εν προκειμένω για τις μπαταρίες ηλεκτρικού φορτίου) και (2) εντάσσονται σε ένα σχέδιο κινητοποιήσεων του Δήμου για την επιτυχία του στόχου. Τίποτα από τα δύο δεν έγινε σήμερα.
Έχουμε όλοι μας πιο εύκολη την διαμαρτυρία, το «όχι» παρά το «ναι» σε ό,τι ανακοινώνεται στην περιοχή μας. Θυμάμαι πριν μερικά χρόνια μια αντίστοιχη αρνητική στάση που είχαν ορισμένοι στο Κασκαβέλι για την μονάδα διάλυσης αυτοκινήτων στο Χαρμάτι. Φωνές, κακό, για το περιβάλλον που καταστρέφεται και την αισθητική αλλοίωση στο περιβάλλον. Τελικά, όλα συνεχίζουν ως πρότερον.
Το ίδιο ισχύει με τις ανεμογεννήτριες ή τα φωτοβολταϊκά στην Κωπαΐδα και στα χωράφια μας. Χαμός! Μια μουλωχτή κινδυνολογία στα καφενεία για την γη που δεσμεύεται με τα «γυαλιά» και δεν θα έχουμε να φάμε -λες και τώρα δεν εγκαταλείπονται τα χωράφια μας.
Στο μεταξύ, παρόλες τις γκρίνιες και τις διαμαρτυρίες συμπολιτών μας, καμία επένδυση δεν αποτράπηκε και καμία καταστροφή ενέσκηψε στις κεφαλές μας: οι μέλισσες πετούν (και μάλλον πεθαίνουν από τα φυτοφάρμακα), τα πουλιά δεν στοιβάζονται νεκρά στην βάση των πυλώνων και οι κατσίκες γεννούν κανονικά.
Προφανώς και με το «μπάχαλο» κράτος που έχουμε, είναι φυσικό να είμαστε όλοι μας επιφυλακτικοί ή και αρνητικοί.
Αλλά, ας μάθουμε τουλάχιστον τι συμβαίνει!
Να διαμαρτυρόμαστε μετά λόγου γνώσεως κι όχι έτσι, στον βρόντο, για να κάνουμε πολιτικό θόρυβο. Σήμερα το πρωί στην Αλίαρτο, όλοι οι πολιτικοί μας μαζί, ενωμένοι, διατύπωσαν την άρνησή τους για μελλοντική επένδυση στην Αλίαρτο. Όμως κανείς δεν εξήγησε αν υπάρχει και ποιο είναι το πρόβλημα!
Όλοι ενωμένοι στην διαμαρτυρία, στην άρνηση, διότι αυτή αρέσει. Διότι όταν είσαι «εναντίον του συστήματος» έτσι γενικώς, είσαι «αγωνιστής» και τσαμπουκάς κι ωραίος.
Ιστορικώς πάντα ο αντάρτης, ο διαφωνών, ο διαμαρτυρόμενος παντί τρόπω είχε ένα φωτοστέφανο από τους συμπατριώτες μας, ασχέτως του περιεχομένου της διαμαρτυρίας του. Επειδή η εξουσία ήταν τόσο μακρινή κι εχθρική με τους πολίτες, οι κρατικές υπηρεσίες τόσο αδιάφορες για τα προβλήματα του πολίτη, οι κατά καιρούς «αντισυστημικοί» δημιουργούσαν . . . μόδα.
Για τους σταθμούς μπαταριών τώρα, ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει, χωρίς
Οι μπαταρίες είναι αποθήκες ηλεκτρικής ενέργειας και είναι χρήσιμες σε ένα δίκτυο για την εξισορρόπησή του. Επειδή δεν υπάρχει πάντα ηλιοφάνεια και δεν φυσάει πάντα άνεμος, οι μπαταρίες καλύπτουν τα διαστήματα μειωμένης απόδοσης αυτών των πηγών ενέργειας.
Οι μπαταρίες υπάρχουν παντού γύρω μας: στο κινητό μας, στον φακό, στο ρολόι, στο αυτοκίνητο. Ένα αυτοκίνητο, για παράδειγμα, έχει Μια κοινή μπαταρία με χαρακτηριστικά (ρωτήστε έναν ηλεκτρολόγο για τις λεπτομέρειες) 12βολτ (V), 60 αμπερώρια (Ah) και θεωρητικά μπορεί να δώσει ενέργεια σε βατώρες (Wh):
12V×60Ah=720Wh12V × 60Ah = 720Wh12V×60Ah=720 βατώρες (Wh)
Ο σταθμός αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας που έχει εγκριθεί για εγκατάσταση στην Αλίαρτο Βοιωτίας διαθέτει μέγιστη ισχύ έγχυσης 20.000 κιλοβάτ (kW). Το έργο αφορά μεμονωμένο σταθμό με χρήση συσσωρευτών (μπαταριών). Θα απαιτήσει έκταση περίπου 14 στρεμμάτων στη θέση «Σανίδα» της Δημοτικής Ενότητας Αλιάρτου. Οι μπαταρίες θα είναι σε κοντέινερ. Η ισχύς των 20.000 κιλοβάτ (kW) επιτρέπει στον σταθμό να αποθηκεύει και να επανεισάγει στο δίκτυο σημαντικές ποσότητες ενέργειας, υποστηρίζοντας τη σταθερότητα του συστήματος και την αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών. Δηλαδή συμβάλλει στο να μην υπάρξει γενική διακοπή (μπλακ άουτ) στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος.
Κάθε ανθρώπινη επέμβαση στο περιβάλλον προκαλεί φθορά. Το θέμα είναι η όποια ρύπανση να είναι εντός ορίων που η φύση μπορεί να απορροφήσει. Η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων αποσκοπεί στον υπολογισμό αυτών των «ζημιών».
Ας δούμε τι κινδύνους εγκυμονεί μια τέτοια επένδυση μπαταριών για την περιοχή μας.
Με πρόχειρους υπολογισμούς, ο σταθμός αυτός ισοδυναμεί με τις μπαταρίες 27.000 οχημάτων. Δηλαδή όσα οχήματα επισκέπτονται ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ σε πέντε (5) μέρες.
Δηλαδή, μεγαλύτερο κακό προκύπτει από τα καυσαέρια αυτών των αυτοκινήτων από ό,τι από τις μπαταρίες τους.
Τέτοιες επενδύσεις (σταθμοί μπαταριών) έχουν γίνει και σε άλλα μέρη του κόσμου κι αξίζει να μάθουμε την δική τους εμπειρία.
Ευχαρίστως να ακούσω και να διαβάσω μια διαφορετική τεκμηρίωση (κι όχι συνθηματολογία).
Εντέλει, νομίζω πως ο Δήμος μας (αλλά και οι άλλοι Δήμοι της περιοχής) αντί να λένε ένα ξερό «όχι» σε κάθε επένδυση, πιο καλά να μαθαίνουν, να ενημερώνουν τους δημότες και να ετοιμάζουν ένα σχέδιο ανταποδοτικών οφελών για τους δημότες τους.



Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

 Χίτης




 

Ανοίγω την πόρτα κι αυτός κάθεται στην παλιά πολυθρόνα. Με περίμενε. Κάθε φορά με παίρνει στο κινητό του το κλείνω. Παίρνει τις πιο ακατάλληλες ώρες. Όταν είμαι σε κάποια συνεδρίαση. Του το κλείνω κι επιμένει. Του τηλεφωνώ μετά, το απόγευμα. Πάντα η ίδια φωνή. Ούτε γειά, ούτε τι κάνεις, πως πάει. Να έρθεις να δεις την μάνα σου. Όχι αυτόν. Την μάνα μου. Την μάνα μου που είναι κατάκοιτη εδώ και πέντε χρόνια με βαρύ εγκεφαλικό κι ούτε μιλάει ούτε ακούει. Αυτός θέλει να με δει αλλά εγώ δεν θέλω. Τον χίτη, τον φασίστα. Πατέρας μου και δεξιός, εντάξει αλλά ως εκεί. Από τότε που έμαθα πως ήταν χίτης και γυρνούσε κι έδερνε στα χωριά τον διέγραψα.

Ρε καλωστον μού λέει. Σηκώνεται με λίγη δυσκολία, στηρίζεται στο μπαστούνι κι έρχεται προς το μέρος μου. Αυτός κοντεύει στα εκατό κι εγώ πάνω από εβδομήντα αλλά εγώ είμαι πιο δυσκίνητος από αυτόν. Δεν του μιλάω, δεν τον αγγίζω καν και πάω στο μέσα δωμάτιο. Είναι το σώμα της μάνας μου εκεί ξαπλωμένο. Η Άννα, η κυρία από την Αλβανία την έχει πεντακάθαρη. Η μάνα μου είναι με κλειστά μάτια. Το στόμα της λίγο στραβό. Αυτός πίσω μου, ακουμπάει στην κάσα της πόρτας.

Μίλα της, σε ακούει.

Γειά σου μάνα.

Κάτσε δίπλα και πιάσε της το χέρι.

Κάνω ό,τι μου λέει.

Γειά σου μάνα. Πως είσαι, μονολογώ.

Μιλά της, πές της τα νέα σου, ακούει, μου φωνάζει από το σαλόνι.

Και λέω για τον καιρό στην Αθήνα, για τις υποθέσεις που έχω. Βαριέμαι και σταματάω. Καμία ανταπόκριση και το χέρι της χωρίς αντίδραση. Αυτό δεν είναι η μάνα μου, η τρομερή Ευτέρπη, η αρχόντισσα, η νοικοκυρά, η γελαστή, η τραγουδίστρια κι η μοιρολογίστρα.

Σηκώνομαι και πάω δίπλα. Αυτός κάθεται στο τραπέζι, έχει ανοίξει το κουτί με τις φωτογραφίες κι έχει βάλει δύο ποτήρια με κρασί.

Κάτσε να τα πούμε.

Δεν έχουμε να πούμε τίποτα του λέω, θα πάω έξω.

Δεν είναι κανείς έξω τέτοια ώρα. Μόνον ένα καφενείο έχει μείνει ανοικτό. Κάτσε να σού πω.

Δεν θέλω άσε με.

Δεν μιλάς με φασίστες ε; και με κοιτάει με εκείνο το πονηρό του βλέμμα που γελάει.

Όχι δεν μιλάω και ντρέπομαι που είσαι πατέρας μου. Τελικά ψήφισες τους φασίστες; του λέω.

Ρε κάτσε και θα σού πω.

Κάθομαι, παίρνει το ποτήρι και τσουγκρίζει το δικό μου.

Καταπληκτικό κρασί. Μού το έφερε ένα Παλιοπαναγαίος. Πιές.

Πίνω. Ωραίο κρασί και μυρίζει όμορφα.

Δες εδώ μου λέει και μού δείχνει μια φωτογραφία.

Την έχω ξαναδει. Αυτός χορεύει στην πλατεία όταν είχε έρθει ο νομάρχης της χούντας.

Την πετάω στον σωρό με τις άλλες.

Χε χε γελάει. Είδες τι παλληκάρι ήμουν τότε;

Τσαντιζομαι. Κάνω να σηκωθώ.

Κάτσε ρε, δες ετούτην εδώ.

Την παίρνω στα χέρια μου. Μια μικρή θολή φωτογραφία. Ένας με στρατιωτικά κρατά μια νύφη και μάλλον χορεύουν γιατί φαίνεται και μια άλλη γυναίκα πίσω από την πρώτη. . .

Ωραίος άντρας κι ωραία γυναίκα ε; λέει.

Ποιοι είναι;

Ο Οδυσσέας κι η γυναίκα του την μέρα του γάμου τους.

Ποιος Οδυσσέας, ο δικός μας, ο καπετάνιος;

Ναι ρε, ο δικός σας, ο καπετάνιος Οδυσσέας Λάκος!

Κρατάει την φωτογραφία και σαν να μιλάει μόνος του.

Εσύ δεν τον γνώρισες τον Οδυσσέα. Ήταν ένας ήρωας από τα αρχαία χρόνια. Ψηλός λεβέντης, όμορφος χορευταράς. Ένα κυπαρίσσι. Κι έκανε τις δουλειές του σαν αερικό. Δεν κουραζόταν ποτέ. Κι όλο γελούσε κι έκανε καλαμπούρια και ποτέ δεν μάλωνε με κανέναν. Ήταν γείτονας μας και τον θαύμαζα και με αγαπούσε. Όλο το χωριό τον αγαπούσε. Ας πούμε ότι εσύ κάπως του μοιάζεις δηλαδή του έμοιαζες γιατί κι εσένα σε πήρανε τα χρόνια κακομοίρη μου. . . Ήταν μοναχογιός κι οι Λακαίοι ήταν πλούσια οικογένεια. Ο Οδυσσέας είχε τον αέρα του αρχηγού, του βασιλιά.

Στην κατοχή όπως κι όλοι, ο Οδυσσέας οργανώθηκε στο ΕΑΜ και μετά ήταν αρχηγός στον εφεδρικό ΕΛΑΣ κι όταν μπορούσε πήγαινε και στον κανονικό ΕΛΑΣ. Τότε ήταν αληθινοί αριστεροί και κομμουνιστές όχι τώρα εσείς, με τα καλά του Τσάρου. Τότε έπρεπε να το λέει η περδικούλα σου για να ‘σαι αντάρτης και οργανωμένος. Έβαζες το κεφάλι σου στον τορβά και δεν έκανες τουρισμό και μπλά μπλά. Στην φωτογραφία είναι την μέρα του γάμου του. Τι κοστούμι να βάλω έλεγε; Η στολή του τιμημένου ΕΛΑΣ είναι πιο καλή κι έτσι τον βλέπεις εδώ. 1946 άνοιξη. Ήμασταν γείτονες με τον Οδυσσέα κι ήταν περίπου έξι χρόνια μεγαλύτερος. Τον λάτρευα, τον θαύμαζα. Κι αυτός το ίδιο. Με είχε σαν μικρό αδελφό. Όταν έλειπε στον Ελικώνα, εγώ του πήγαινα τα σημειώματα της Οργάνωσης. Πριν γίνω φασίστας, που με λές, ήμουν επονίτης, τι νόμισες ρε;

Καλά, όλοι τότε ήταν κάπου αλλά δεν έγιναν όλοι χίτες. Βαρέθηκα, Φεύγω.

Κάτσε ρε να σου πω και κάτι ακόμα. Κι η γυναίκα του, την βλέπεις; ήταν συμμαθήτρια μου. Μια επι γης θεά. Σαν κι εκείνον ψηλή κι όμορφη, ένα σώμα χυτό και μακριά πυκνά μαλλιά. Δεν μπορούσε να τα συμμαζέψει κάτω από το μπούλωμα. Και νοικοκυρά κι από όλα. Το πιο ταιριαστό ζευγάρι. Την ημέρα του γάμου τους δεν υπήρξε άνθρωπος στο χωριό που να μην το είπε αυτό.

Ανάμεσα στο σπίτι μας και του Οδυσσέα ήταν ένα υπόστεγο σκεπασμένο με τσίγκο. Εκεί βάζανε τα ξύλα του χειμώνα και κάνανε ψιλοδουλιές, σφάζανε τις κότες και τέτοια. Εκεί ήταν το πλυσταριό της γυναίκας του Οδυσσέα.

Κάθε Σάββατο έβαζε καζάνι για να πλύνει. Με φώναζε να της κουβαλήσω τα κλίματα για να ανάψει φωτιά. Πήγαινα και στην Ξερόβρυση να της φέρω νερό. Ξέρεις τι δυνατός ήμουν; Κουβαλούσα γεμάτη την βουτσέλα κι ούτε λαχάνιαζα. Της έφερνα τα ξύλα, τα σώριαζα, κι αυτή άναβε την φωτιά κι έβαζε πάνω την πυροστιά και πάνω το καζάνι. Γέμιζε το καζάνι από την βουτσέλα κι άναβε φωτιά. Εγώ έφευγα και πήγαινα πίσω από το πλυσταριό και την παρατηρούσα. Είχε μια τρύπα στον τσίγκο. Έβραζε τα ρούχα, τα σαπούνιζε, τα έτριβε σε ένα ξύλο και μετά τα ξέβγαζε και τα έστιβε. Τι ωραία που κουνιόταν στον χώρο! Φωτιζόταν το πλυσταριό. Φορούσε ένα απλό τσίτινο φόρεμα κι ίδρωνε και εκείνο κολλούσε πάνω στο κορμί της. Τέλειωνε, άπλωνε τα ρούχα και μετά έβγαζε το τσίτι, το κρεμούσε σε ένα καρφί κι έμενε γυμνή εντελώς. Κι έπαιρνε με ένα κατσαρολάκι νερό από ένα κουβά που είχε χλιαρό νερό και πλενόταν. Έλουζε με πράσινο σαπούνι τα μαλλιά της, μια μαύρη θάλασσα. Όταν είδα πρώτη φορά το σώμα της τυφλώθηκα όπως εκείνος ο μάντης που είδε την θεά. Ένα κάτασπρο άγαλμα, σφικτό, λείο, τέλειο. Την χάζευα από την τρύπα του τσίγκου κι όλο μου το κορμί πονούσε. Κι όταν έγινε έγκυος, έβλεπα την κοιλίτσα της να φουσκώνει και την ήθελα πιο πολύ και μαζί αγαπούσα βαθιά και το μωρό που είχε μέσα της. Ήταν και δικό μου το παιδί του Οδυσσέα της. Και μια μέρα, την ώρα που έφευγα, ένα γρέζι από τον τσίγκο με τράβηξε και ένα κομμάτι πέτσας ξεκόλλησε. Γέμισε το μάτι μου αίμα. Με είδε η μάνα μου και τρόμαξε. Έβαλα μια πετσέτα κι έτρεξα στου γιατρού του Κουρούνη. Όταν είχα φτάσει η πετσέτα ήταν μούσκεμα στο αίμα. Ωρε, πως το έπαθες αυτό με ρωτάει ο γιατρός. Να έδενε ένα δεμάτι σανό και το σύρμα με κτύπησε. Ρε τι σύρμα εδώ είναι σαν στο τράβηξαν με τανάλια. Μπα, γυναίκα θα σού έριξε τα νύχια της, αστειεύτηκε ο γιατρός. Κανονικά πρέπει να στο ράψουν αλλά τώρα που να τρέχουμε στην Θήβα. Θα στο φτιάξω αλλά κράτα το μακριά από σκόνη. Πήγαινα και μού έκανε την αλλαγή ο γιατρός αλλά το σημάδι έμεινε.

Κι αυτήν την θεά ο Οδυσσέας σου την παράτησε και πήγε στο βουνό! Για το Κόμμα! Άφησε τον παράδεισο εδώ κυνηγώντας κάτι άλλο αλλού. Από τότε εσάς τους κομμουνιστές και τους παπάδες σας μίσησα. Δεν εκτιμάτε τον άνθρωπο. Και για τους δύο ο άνθρωπος είναι ένας άθλιος που δήθεν του αξίζει ένας καλύτερος κόσμος. Οι παππάδες δείχνουν τον ουρανό κι εσείς τον κόσμο τούτο. Για μένα άνθρωπος ήταν η γυναίκα του Οδυσσέα, Παναγία και Φρύνη κι όλα.

Σταμάτα ρε που θα μού γίνεις και ειδικός επί της πολιτικής θεωρίας τώρα!

Καλά κάτσε, παρασύρομαι. Έφυγε ο Οδυσσέας κι έμεινα εγώ να προσέχω την γυναίκα και τα χωράφια του. Και τον έφεραν, λίγο πριν γεννήσει η γυναίκα του, νεκρό. Τον είχαν βρει και τον σκότωσαν κάπου προς την Κορώνεια. Άκουσα το μοιρολόγι της γυναίκας του κι ήθελα να πεθάνω κι εγώ αν ήταν να με μοιρολογήσει έτσι. Μια ουράνια μελωδία ήταν.

Ήμουν νέος, στα είκοσι πέντε, αλλά δυνατός. Ξεφόρτωνα τα σακιά σαν πούπουλα και στο σκάψιμο στα αμπέλια ήμουν πρώτος. Ένα μεσημέρι μού κάνει νόημα ο Γατσηνίκος να πάω στο υπόγειο τους. Τότε είχαμε πείνα εμείς. Οι άλλοι στο χωριό κάτι είχανε αλλά εμείς δεν είχαμε τίποτα. Μπαίνω, κλείνει την πόρτα και μου μιλάει σιγά. Μού λέει να μπω στην χί, να γίνω χίτης. «θα φοβίζουμε λίγο τους αριστερούς» μού είπε, «τώρα που θα έρθει ο βασιλιάς για να μην μας κάνουνε ζημιές». Θα πηγαίναμε στα γειτονικά χωριά, όχι στο δικό μας, και για κάθε νύχτα θα μας δίνουν τρείς λίρες. Τρείς λίρες! «εγώ δεν ξέρω να κτυπάω και δεν μού αρέσει» του λέω. «Ρε τι να κτυπάς; Χαζός είσαι; Λίγο ξύλο θα ρίχνει ο Μπάρκος από το Μαυρομμάτι. Εμείς για την πλάκα, για το μπούγιο θα είμαστε εκεί». Ο Μπάρκος ήταν γνωστός τραμπούκος, φόβος και τρόμος. Κούνησα το κεφάλι «εντάξει» του λέω. «Αύριο θα πάμε στην Θήβα να μας μιλήσει ένας αξιωματικός και μετά θα μας πούνε που θα πάμε».

Στην Θήβα πήγαμε στο φρουραρχείο. Ήταν ένας αξιωματικός που μιλούσε αγριεμένος. Συνέχεια για «εαμοβούλγαρους» και «εγκληματίες» και που η πατρίδα κινδυνεύει. «και μη φοβάστε. Ο λαός κατάλαβε τι εγκληματίες ήταν οι κομμουνιστές και τώρα είναι μαζί μας. Κανείς δεν πρόκειται να μας πειράξει. Να τούς σπάσουμε τον τσαμπουκά παιδιά» είπε. Οι άλλοι χειροκρότησαν κι εγώ μαζί. Στο τέλος φώναξε παράμερα τον Γατσηνίκο και κάτι είπανε. Τού έδωσε ένα χαρτί. Μετά φύγαμε.

Μετά από καμιά βδομάδα, μου λέει ο Γατσηνίκος. Απόψε έλα στην ταβέρνα του Αποστόλη για μεζέ και μού έκλεισε το μάτι. Πήγα. Ήταν εκεί, τρώγανε και πίνανε πέντε από ο χωριό μας, ο Μπάρκο κι ένας ακόμα. Ρε καλώς το παιδί, κάτσε μού λέει ο Γατσηνίκος. Λέγανε κάτι ιστορίες για τις γυναίκες των αριστερών που γαμούσαν. Κι όλο πίνανε. Σε μια στιγμή βγαίνω για κατούρημα και μού λέει ο Αποαστόλης «ρε Νίκο τι θέλεις εσύ με αυτούς; Εσύ είσαι καλό παιδί ενώ αυτοί είναι τομάρια, κατακάθια της κοινωνίας». Τον αγνόησα και γύρισα στο τραπέζι.  Πέρασε η ώρα, ήταν περίπου δέκα. Σκοτάδι έξω.

Φεύγουμε από του Αποστόλη και κατεβαίνουμε στην Ξερόβρυση. Ήρθε ένα φορτηγό κι ανεβήκαμε στην καρότσα. Πήραμε από ένα στιλιάρι. Όπλο είχε ο άλλος κι ο Γατσηνίκος ένα περίστροφο. Μπροστά καθόταν ο αξιωματικός που μας είχε μιλήσει στην Θήβα. Φτάσαμε στο Καπαρρέλι. Κατεβήκαμε στην άκρη του χωριού κι αρχίσαμε να περπατάμε προς τα μέσα. Ο αξιωματικός ακολουθούσε πιο πίσω. Πιο κάτω μας συνάντησε ένας μάλλον ντόπιος και μας έδειξε ένα σπίτι, αρχοντόσπιτο, κι έφυγε. Ήταν σκοτάδι, τότε δεν είχαμε ηλεκτρικό. Ο Γατσηνίκος κτύπησε δυνατά την αυλόπορτα. «Ποιος είναι;» ακούστηκε μια γεροντική φωνή από το μπαλκόνι. «Από την χωροφυλακή είμαστε, ανοίξτε, θέλουμε τον Παναγιώτη Δημητρίου για ανάκριση» είπε ο Γατσηνίκος. Μιλούσε σαν αξιωματικός, με θάρρος, χωρίς να κομπιάζει. «Κοιμάται τέτοια ώρα ρε παιδιά. Το πρωί θα έρθει όπου μας πείτε. Είναι κι άρρωστη η γυναίκα μου»  Ο Γατσηνίκος ξανακτύπησε «ανοίξτε γιατί θα σπάσουμε την πόρτα». Ακούστηκαν βήματα κι η αυλόπορτα άνοιξε. Ήταν ο γέρος που δεν ήταν και τόσο γέρος, καμιά πενηνταριά χρονών. Μπουκάραμε μέσα, στην αυλή. Κάποιος είχε σπρώξει τον γέρο και σηκωνόταν αργά. Άνοιξε μια πόρτα στο χαγιάτι και μια γυναίκα με μια λάμπα φάνηκε. «να κι η άρρωστη» είπε ο Γατσηνίκος. «Που τον κρύβετε γαμώ την Παναγία σας» μούγκρισε ο Μπάρκος, που είχε ανεβεί τρέχοντας τις σκάλες και πάει να μπει στο σπίτι. Ακούστηκαν από μέσα φωνές κι ένας νεαρός με γυαλιά φάνηκε στην πόρτα. «Έλα εδώ ρε μαλάκα που μού κοιμάσαι» και τον άρπαξε ο Μπάρκος από το μπράτσο και τον τράνταξε. Τον γνώρισα. Είχε έρθει στο χωριό κι είχε κάνει θεωρία για την νέα Ελλάδα. Ωραία τα έλεγε τώρα να δούμε τι θα κελαηδούσε. «Κι εσύ γέρο κοντά» λέει ο Μπάρκος. Βγήκε ο νεαρός κι ακολούθησε ο γέρος. Από κοντά κι εμείς. Πηγαίναμε εκεί που ήταν το φορτηγό. Καμία πόρτα σπιτιού δεν άνοιξε κανένας γείτονας δεν βγήκε να ρωτήσει. Ποιος τολμούσε;  Νέκρα παντού και μόνον ο Μπάρκος συνέχεια τους προγκούσε και τους έβριζε σιγά. Ήταν ένα μέρος κάπως σαν ρέμα εκεί. Φτάνουμε κάνουμε ένα κύκλο και ο αξιωματικός κατέβηκε από το φορτηγό και άρχισε να τούς ρωτάει. Ξέραμε ότι το Καπαρρέλι ήταν πέρασμα από την Αθήνα προς τον Ελικώνα και μετά πιο πάνω. Που είναι οι αριστεροί; Πότε έρχονται; Τι όπλα έχουν; Τέτοια. «Εμείς δεν ξέρουμε κ. αξιωματικέ» λέει ο γέρος. «κι εσύ ρε ινστρούχορα δεν ξέρεις;» του λέει ο Γατσηνίκος. Μιλιά αυτός. Κι αρχίζει ο Μπάρκος να τους κοπανάει. Από κοντά κι Γατσηνίκος αλλά κι οι άλλοι. Φωνάζανε «λαοκρατία ήθελες ρε κομμούνι πάρε μία» και κατέβαινε το στιλιάρι στο πεσμένο κορμί. Σε κάποια στιγμή ο Γατσηνίκος μού κάνει νόημα να ρίξω κι εγώ. Κι έριξα και ξανάριξα με μανία κι ούτε θα σταματούσα αν δεν με τραβούσε ο Γατσηνίκος «φτάνει ρε, δεν θα τούς φάμε τώρα». Τραβήχτηκα ιδρωμένος. Ήμασταν όλοι μας ξαναμμένοι, σαν μεθυσμένοι. Τούς αφήσαμε εκεί, δύο σκοτεινούς σωρούς, αλλά ζωντανούς. Μετά από χρόνια είδα τον γέρο στην Θήβα αλλά δεν με γνώρισε. Ο γιός του τραβιόταν σε εξορίες.

Στην επιστροφή όλοι έκαναν πλάκα μεταξύ τους κι εγώ έμενα σιωπηλός.

Γύρισα  σπίτι κι όταν έφτασα έκανε εμετό. Ήμουν άρρωστος σαν να ΄χα φάει εγώ το ξύλο.

Το Σάββατο ο Γατσηνίκος με φώναξε στο υπόγειο. «Ωραία δεν περάσαμε; Και φάγαμε και ήπιαμε και διασκεδάσαμε, ε;» κι έκλεισε το μάτι. Μού έβαλε στην φούχτα μερικά χρυσαφιά κέρματα. «Άντε ρε, σε καλή μεριά. Είναι και μία παραπάνω από τον κ. Δαπέργολα τον αξιωματικό. Ήσουν πολύ καλός είπε και να σε προσέχω» μου είπε και με κτύπησε στην πλάτη.

Κι αυτό έκανα τις επόμενές ημέρες. Κι η μάνα μου έβλεπε που έφευγα τις νύχτες και δάγκωνε το μαντήλι της και δεν μιλούσε.

Τις λίρες που μάζευα τις έβαζα σε ένα ταγάρι στο υπόγειο κι έριχνα από πάνω κοπριά, κι ήθελα να τις ξεχάσω.

Και συνέχισα να ζω όπως πριν. Ανάλαβα και τα χωράφια του Οδυσσέα και να βοηθάω την γυναίκα του. Ήθελα να είμαι δίπλα της, να ανασαίνω μαζί της. Είχε γεννήσει στο μεταξύ ένα μικρό στρουμπουλό μωράκι. Την βοηθούσε η μάνα μου και το κρατούσε όταν αυτή πήγαινε για δουλειά.

Και μια ημέρα έρχεται η γυναίκα του Οδυσσέα, χήρα πιά, στην μάνα μου κλαίγοντας γιατί το παιδάκι πονούσε κι ο γιατρός ο Κουρούνης της  λέει πως πρέπει να το πάει στην Αθήνα. Έχει ένα πρόβλημα στο έντερο και μπορεί να πεθάνει. Αυτή λεφτά δεν είχε ούτε προλάβαινε να πουλήσει κάποιο χωράφι. Έπρεπε να φύγει γρήγορα για Αθήνα. Έκλαψε, την παρηγόρησε η μάνα μου κι εγώ άκουγα από δίπλα. Έφυγε η χήρα κι εγώ πήρα μια άσπρη πετσέτα, κατέβηκα στο υπόγειο κι έβγαλα από το ταγάρι δυο τρείς χούφτες λίρες. Τύλιξα την πετσέτα κι ανέβηκα στου Οδυσσέα. Μού άνοιξε, πέρασα μέσα, της έπιασα το άσπρο της χέρι και της έβαλα την πετσέτα με τις λίρες. «Να γίνει καλά ο γιός του Οδυσσέα» της είπα μόνον χωρίς να την κοιτάξω στα μάτια κι έφυγα.

Γυρίσανε μετά από δεκαπέντε μέρες περίπου κι ήταν κι οι δύο καλά. Όταν πήγε κάτι να μού πει, της το έκοψα με νόημα.

Το πρώτο Σάββατο μετά που γύρισε, μού λέει «φέρε μου και τα δικά σου ρούχα να στα πλύνω» και τα πήγα. Όταν πήγα το μεσημέρι να τα πάρω μού λέει «κάτσε να φάμε Νίκο» κι έκατσα κι από τότε δεν ξανάφυγα.

Τι λές μωρέ, κουτιάθηκες; Και την μαμά πότε την παντρεύτηκες; Εγώ γεννήθηκα στα 1947.

Η μαμά σου είναι η γυναίκα του Οδυσσέα. Και του Οδυσσέα έμεινε. Μπορεί και να με αγάπησε, δεν ξέρω. Κάναμε τις δίδυμες, ζήσαμε. Εγώ όμως την λάτρεψα. Για να καταλάβεις τις έφερνα το ψηφοδέλτιο της ΕΔΑ, το φιλούσε και το έριχνε κι εγώ έριχνα το δικό μου. Μετά άρχισες εσύ να της δίνεις του Κόμματος.

Και γιατί δεν λέγομαι Λάκος στο επίθετο αλλά έχω το δικό σου;

Η Ευτέρπη φοβόταν ότι ως γιό του Οδυσσέα μπορεί να σε κυνηγήσουν κι αλλάξαμε τα χαρτιά στην Κοινότητα. Τότε ήταν εύκολα τα πράγματα. 

Όταν ο Οδυσσέας σκοτώθηκε, έκλαψα από την στενοχώρια που έχασα τον αετό, τον αδελφό μου. Έκλαιγα όμως κι απ’ την χαρά μου γιατί μού άνοιξαν οι πύλες του παραδείσου. Η Ευτέρπη ήταν ο δικός μου παράδεισος, με έβαλε μέσα της και δεν ξανάφυγα ποτέ από κοντά της. Ποτέ! Ξυπνούσα τις νύχτες κι άκουγα την ήρεμη βαθιά αναπνοή της κι η ψυχή μου ησύχαζε. Μύριζα τα μαλλιά της κι ήταν σαν να πήγαινε σ’ όλο τον κόσμο. Τώρα δεν βγαίνω στην αγορά. Κάθομαι δίπλα της, πιάνω το χέρι της και μιλάω μαζί της. Δεν υπάρχει κόσμος για εμένα εκεί έξω. Αλλά τι σού λέω; Εσύ δεν καταλαβαίνεις από αυτά γιατί είσαι . . . ιδεολόγος! Εσύ κι οι ιδέες σου. Οι μαλακισμένες ιδέες σου. Ήσουν μαθητής, στην έκτη, και με φωνάζει ο δάσκαλος. Όλοι με ξέρανε που ήμουν δεξιός. «Ο γιός σας είναι άριστος μαθητής, καλό παιδί αλλά έχει αρνητικές επιρροές» μού λέει. «Λέει διάφορες αναρχικές κουβέντες που λένε οι κομμουνιστές και πρόσφατα πως κρυφό σχολειό δεν υπήρξε κι ότι είναι ψέμμα της Εκκλησίας. Σας παρακαλώ να το εξετάσετε για να μην υπάρξουν συνέπειες». Που τα βρήκες εσύ όλα τούτα ε; Στην αρχή τσαντίστηκα. Τα φαντάσματα με κύκλωναν και δεν μπορείς να νικήσεις τα φαντάσματα. Ηρέμησα όμως κι όταν ήρθα στο σπίτι σε ρώτησα δήθεν αδιάφορα. Μού είπες ότι τα είχες διαβάσει σε βιβλίο από την βιβλιοθήκη του πολιτιστικού συλλόγου -εμ, διάβαζες! Κι ότι κάνεις συζητήσεις με τον Αποστόλου τον δικηγόρο και παίζεται σκάκι. Αυτός, αρχικομμουνιστής, είχε μόλις γυρίσει από τις εξορίες. 

Πάω στο σπίτι του Αποστόλου. «Σε παρακαλώ να μην ασχολείσαι με τον γιό μου, μην μού τον κάνεις κομμουνιστή». Με κοίταξε και μού είπε «ο γιός σου ξέρει ήδη πολλά. Ξέρουμε καλά πως οι φωνές των νεκρών φτάνουν στα αυτιά του και τίποτα δεν θα το εμποδίσει αυτό. Κι εγώ να μην τού μιλήσω, η ψυχή του πατέρα του θα βρει τρόπο να τού μιλήσει». Έφυγα και ποτέ δεν σού μίλησα ούτε σε μάλωσα.  

Κι εσύ μεγάλωνες, διάβαζες κι ήσουν σε όλα καλός. Καμάρωνε η Ευτέρπη κι εγώ ανησυχούσα. Διότι ήξερα τι τομάρια έχουμε εμείς. Κι όταν πέρασες στην Νομική, τότε άδειασα το ταγάρι κι έτσι άνοιξες γραφείο κι έγινες δικηγόρος Αρείου Πάγου τρομάρα σου. Βουτιόσουν βαθιά στην ιδεολογία σου. Έμεινες ανοικοκύρευτος, μπακούρι,  για το Κόμμα κι έσκασε η Ευτέρπη μου.

Δεν ξέρεις τι χαρά έκανα όταν έπεσε η Ρωσία, τότε με τον Γκορμπατσόφ. Είπα ότι τώρα θα αλλάξεις, θα δεις το φως της ζωής. Αλλά εσύ εκεί. Οι βρυκόλακες βασιλεύουν.

Όταν πεθάνει, να έρθεις. Στην δική μου κηδεία να μην πατήσεις.


Η φωτογραφία είναι του Χρήστου Μελισσάρη του Νίκου

 

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2023

 

Ηλεκτρικό θέλουμε αλλά πού θα το βρούμε;


Ηλεκτρικό θέλουμε αλλά πού θα το βρούμε;
Στο χωριό μας το ηλεκτρικό ρεύμα ήρθε περίπου στα 1960. Ήταν βραδάκι κι άρχισαν να ανάβουν τα φώτα στην αρχή στο Κασκαβέλι και μετά σε εμάς. Οι πατεράδες μας έμειναν έκπληκτοί: η νύχτα έγινε μέρα με το πάτημα ενός κουμπιού! Πάνε τα λυχνάρια και οι λάμπες πετρελαίου.
Μετά, ήρθαν οι ηλεκτρικές συσκευές για το μαγείρεμα, το ηλεκτρικό σίδερο, το πλυντήριο και όλες οι σχετικές οικιακές συσκευές που έκαναν την ζωή των μανάδων μας πιο εύκολη.
Η μεγάλη αλλαγή όμως έγινε στα περιβόλια όπου εισέβαλαν οι ηλεκτρικές αντλίες (πομόνες) για το πότισμα στα χωράφια. Οι παλιές πετρελαιομηχανές αντικαταστάθηκαν με καινούργιες κι όλα ήταν τόσο απλά και καθαρά. Πραγματική επανάσταση εκείνον τον καιρό!
Το πως γινόταν αυτό, το πως δηλαδή άναβε η λάμπα στο σπίτι ή λειτουργούσε η αντλία στο πηγάδι, δεν νομίζω ότι απασχόλησε ποτέ κανέναν. Όταν για διάφορους λόγους γινόταν «διακοπή» δεν μας άρεσε και τηλεφωνούσαμε στην ΔΕΗ στην Θήβα για να μας πουν πότε θα «έρθει το ρεύμα».
Αυτή ήταν η πρώτη περίοδος εξηλεκτρισμού της οικονομίας κι έγινε δυνατόν ένεκα της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ). Κανείς άλλος εκτός του Κράτους, δεν μπορούσε στην μεταπολεμική Ελλάδα να αντέξει το μέγεθος των επενδύσεων σε ορυχεία λιγνίτη ή τεράστια φράγματα για υδροηλεκτρικά εργοστάσια, σε γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας υψηλή τάσης, σε δίκτυα στις πόλεις και στα χωριά. Κάποτε ίσως γραφεί η εντυπωσιακή ιστορία της ΔΕΗ αλλά μέχρι τότε ας μείνουμε στα φαινόμενα και στα γεγονότα.
Πριν την ΔΕΗ, υπήρχαν στις πόλεις τοπικές εταιρείες ηλεκτρισμού που είχαν γεννήτριες με πετρέλαιο. Σχεδόν όλες αυτές τις εξαγόρασε η ΔΕΗ κι έγινε η μεγάλη και μόνη παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα. Και χάρη στην ΔΕΗ η Ελλάδα έγινε σύγχρονη κοινωνία!
Το θέμα του εξηλεκτρισμού των κοινωνιών είχε εντυπωσιάσει τον Λένιν που στις πρώτες ημέρες της επανάστασης των Μπολσεβίκων στην Ρωσία στα 1920 περίπου, είχε διατυπώσει την περίφημη εξίσωση: εξηλεκτρισμός + εξουσία των Σοβιέτ = κομμουνισμός! Όπου «κομμουνισμός» ήταν η τέλεια κοινωνία κλπ., κλπ. Πολλά χρόνια μετά, στα ίδια αχνάρια βαδίζουμε: η βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας στηρίζεται στον εξηλεκτρισμό των κοινωνιών μας αλλά η "τέλεια" κοινωνία μάλλον αργεί. Το κομμουνιστικό όραμα εξέλιπε, αλλά η ανάγκη για ηλεκτρική ενέργεια όχι.
Η άγνοια μας όμως για το «ηλεκτρικό» μάλλον συνεχίζεται. Για να είμαστε ειλικρινείς, ούτε θα μας ένοιαζε, αλλά ενέσκηψε η λεγόμενη «ενεργειακή κρίση» κι είδαμε τους λογαριασμούς τους ρεύματος να . . . απογειώνονται κι αρχίσαμε να ρωτάμε τι και πως.
Ο κλάδος της ενέργειας από το 2000 αλλάζει διαρκώς και μάλλον αθορύβως. Μόνον οι «ειδικοί» παρακολουθούν τις σχετικές εξελίξεις. Ακόμα και τα πολιτικά κόμματα απλώς . . . παρακολουθούν αν και το θέμα της ενέργειας είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΘΕΜΑ διότι η ενέργεια υπάρχει σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Εκ φύσεως δηλαδή πρέπει να μας ενδιαφερει όλους!
Πριν από την κρίση, είχαν αρχίσει να υψώνονται ανεμογεννήτριες με μεγάλα φτερά στις κορυφές γύρω μας και μετά άρχισαν να μπαίνουν τα «γυαλιά» των φωτοβολταϊκών στα χωράφια. Περίεργα πράγματα, ακούγαμε διάφορά και καταλαβαίναμε ακόμα πιο λίγα. Ακούγεται, για παράδειγμα, ότι με τα φωτοβολταϊκά θα γεμίσει ο κάμπος «γυαλιά» που μπορεί να αλλάξουν το μικροκλίμα. Ή δεν θα μπορούμε πια να καλλιεργούμε την γη, οπότε θα πεθάνουμε από την πείνα. Τώρα με τις φωτιές ακούγεται ότι οι φωτιές μπαίνουν από αυτούς που θα βάλουν ανεμογεννήτριες ή φωτοβολταϊκά.
Κάθε άποψη είναι σεβαστή αλλά και συζητήσιμη. Ανάλογα με την όρεξη, εδώ όλα τα συζητάμε, χωρίς φανατισμό με επιχειρήματα.
Ας ξεκινήσω με μερικές βασικές πληροφορίες για την ηλεκτρική ενέργεια και τα φωτοβολταϊκά. Συνεχίζω μια συζήτηση με αγαπημένο φίλο που εξέφρασε τον φόβο ότι οι κάμποι θα γεμίζουν με «γυαλιά» φωτοβολταϊκών στοιχείων που ως εικόνα είναι τρομακτική προφανώς.
Λοιπόν κάθε σπιτικό στο χωριό μας χρειάζεται ηλεκτρική ενέργεια: για να δουλέψει το φωτιστικό ή το μίξερ, πατάς το κουμπί ή το βάζει στην πρίζα. Η ηλεκτρική ενέργεια είναι στην πρίζα!
Την ενέργεια την μετράμε σε κιλοβατώρες (kwh στην παρένθεση θα σού δίνω το διεθνές σύμβολο για τον όρο που αναφέρω). Στον λογαριασμό του ηλεκτρικού φαίνεται η κατανάλωση που κάνει κάθε σπίτι και την οποία πληρώνει. Βέβαια, μαζί με την ηλεκτρική ενέργεια, στον λογαριασμό υπάρχουν κι άλλες χρεώσεις αλλά αυτό ας μην το συζητήσουμε τώρα.
Κάθε ελληνικό σπιτικό λοιπόν χρειάζεται περίπου 15.000 κιλοβατώρες ηλεκτρικής ενέργειας κάθε χρόνο. Τι σημαίνει αυτό ως προς την παραγωγή αυτής της ενέργειας;
Είσαι εξοικειωμένος με μηχανές, όπως ένα αυτοκίνητο. Το αυτοκίνητο ας πούμε, κινείται όταν η μηχανή του λειτουργεί και η οποία μηχανή έχει ισχύ 120 ίππους (HP) ή σε μια πιο γνωστή μονάδα, 90 κιλοβάτ (kw).
Λοιπόν, το αυτοκίνητο σου αυτό αν το έβαζες «εμπρός» να δουλεύει 145 ημέρες για 24 ώρες ανά ημέρα, θα σού έδινε την ενέργεια που χρειάζεται το σπίτι σου.
Την ίδια ακριβώς ενέργεια σού δίνει και ένα φωτοβολταϊκό σύστημα που χρειάζεται έκταση 100 τετραγωνικά μέτρα.
Δηλαδή για το χωριό μας, που έχει 1.000 κατοίκους, χρειαζόμαστε μίαν έκταση περίπου 100 στρεμμάτων. Ο κάμπος που έχει το χωριό μας είναι 5.000 στρέμματα. Δηλαδή μας μένουν 4.900 στρέμματα για να καλλιεργούμε . . .
Εντάξει, είναι περίπου έτσι και για αυτό δεν έχουμε βάλει όλοι μας στις στέγες φωτοβολταϊκά. Αλλά προς τα εκεί πάμε!
Επειδή λοιπόν το θέμα της ενέργειας είναι ΠΟΛΙΤΙΚΟ θέμα δεν πρέπει να το αφήσουμε στους «ειδικούς» και στους «τεχνοκράτες». Πρέπει να το καταλάβουμε και να συνεννοηθούμε για το τι πρέπει να κάνουμε για να βελτιώσουμε την ζωή μας.
Τα μέρη μιας τέτοιας συζήτησης θα μπορούσαν να είναι:
1. Τι είναι η ενέργεια; Τι είναι τα ορυκτά καύσιμα και τι είναι ο ηλεκτρισμός;
2. Γιατί να μην καίμε ξύλα του Ελικώνα για να ζεσταινόμαστε;
3. Πως παράγεται σήμερα η ηλεκτρική ενέργεια στην Ελλάδα;
4. Τί είναι η ΔΕΗ, ο ΑΔΜΗΕ, ο ΔΕΔΔΗΕ, η ΡΑΕ, το Χρηματιστήριο Ενέργειας κι όλα τα σχετικά ονόματα που ακούγονται σε σχέση με την ενέργεια;
5. Το ρόλο παίζει το Υπουργείο Ενέργειας;
6. Πότε θα βάλουν ανεμογεννήτρια στην Ακρόπολη;
7. Θα γεμίσει ο Κορινθιακός με φωτοβολταϊκά;
8. Πως διαμορφώνεται η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας;
9. Μπορούμε να έχουμε τζάμπα ηλεκτρική ενέργεια;
. . . ό,τι άλλο θέλεις!

Διάφορα