Η Τέχνη στο δικαστήριο
Στις 13 Μαρτίου 1956 ημέρα Δευτέρα , στο Δικαστικό Μέγαρο Αθηνών , αρχίζει η δίκη του Μενελάου Λουντέμη για ένα βιβλίο του. Ο λογοτέχνης Μενέλαος Λουντέμης έχοντας ήδη περάσει οχτώ χρόνια στην εξορία για τις αριστερές του ιδέες, μεταφέρθηκε στην Αθήνα για να δικαστεί για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» και συγκεκριμένα για το διήγημα «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό».
Πολιτικώς ο Λουντέμης είχε νικήσει την βλακώδη, σκληρή εξουσία της εποχής. Το αποτέλεσμα αυτής της δίκης, ωστόσο, ήταν η απαγόρευση της κυκλοφορίας των βιβλίων του Λουντέμη. Ο Λουντέμης αθωώθηκε για το συγκεκριμένο «έγκλημα» ωστόσο αλλά επέστρεψε στον τόπο της εξορίας του, τον Άη- Στράτη, όπου παρέμεινε για δυο ακόμα χρόνια χωρίς να του έχει απαγγελθεί καμία κατηγορία.
Άρα εκείνοι που μιλούν για «ιδεολογική κατίσχυση της Αριστεράς» στην πνευματική ζωή της χώρας στις δεκαετίες 1950 – 1980, ας μιλήσουν καλύτερα για «ανικανότητα της Δεξιάς να αντιπαρατεθεί ιδεολογικά» με τους πολιτικούς και ιδεολογικούς αντιπάλους της.
Μαζί με τον συγγραφέα κατηγορούμενοι και οι εκδότες Νίκος Αμπατιέλος , Ιωάννης Γράμπελας και Χ. Χριστοδουλάκης.
Το κατηγορητήριο ήταν μακροσκελές, καμιά ογδονταριά σελίδες.
Αφού λοιπόν διαβάστηκε το κατηγορητήριο, ο Λουντέμης ερωτώμενος από τον πρόεδρο περί της ενοχής του απάντησε:
«Ναι, είμαι ένοχος. Όχι όμως γι’ αυτά που έγραψα, αλλά γι’ αυτά που δεν έγραψα
και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς
ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε
να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις
χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης
και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι’ αυτό
και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι’ αυτούς».
Στη συνέχεια κατέθεσαν πολλοί μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης.
(Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Λάμπρου Ζιώγα, φίλο του Μενέλαου Λουντέμη , «Η Δίκη του Μενέλαου Λουντέμη»)
Ο Θεοτοκάτος (συνήγορος του Λουντέμη) παίρνει από το τραπέζι ένα πανόδετο βιβλίο με γαλάζια ξεθωριασμένα εξώφυλλα, το ανοίγει και αρχίζει να απαγγέλλει, καθαρά και βροντόφωνα για να μπορούν να τον παρακολουθούν όλοι:
Γιατί εγώ είμαι κι ο χτίστης
Ο διαλεχτός της άρνησης
Κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα
Νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα
Τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός,
Του χαλασμού πατέρας,
Πάντα κοιτάζω προς το φως
Το απόμαυρο της μέρας.
Εγώ ο σεισμός ο αλύπητος,
Εγώ κι ο ανοιχτομάτης
Του μακρεμένου αγναντευτής
Κι ο κλέφτης κι ο απελάτης
Και με το καριοφύλλι μου
Και με το απελατίκι
Την πολιτεία την κάνω ερμιά,
Γη χέρσα το χωράφι.
Εδώ ο Θεοτοκάτος σταματά, στρέφεται προς το μάρτυρα και
λέει:
– Περιμένω ν’ ακούσω τη γνώμης σας γι’ αυτό το κείμενο
κύριε μάρτυς.
Ο Καραχάλιος (μάρτυρας- αστυνόμος γενικής ασφάλειας) όμως
σωπαίνει. Ύστερα από λίγο λέει:
– Δεν μπορώ να εκφράσω γνώμη μόνο από ένα απόσπασμα.
– Τότε παρακαλώ τον πρόεδρο να μου επιτρέψει να συνεχίσω,
λέει ο Θεοτοκάτος και συνεχίζει το διάβασμα:
Και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
Κάλλιο φουσκώστε ποταμοί,
Και κάλλιο ανοίχτε, τάφοι,
Και, δυναμίτη, βρόντηξε
Και σιγοστάλαξε αίμα
Παρά σε πύργους άρχοντας
Και σε ναούς το ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών
Η πλάση με τ’ αγρίμια
Ξανάρχεται. Καλώς να’ ρθη.
Γκρεμίζω την ασχήμια…
Εδώ σταματάει πάλι ο συνήγορος και ξαναρωτάει το μάρτυρα:
– Μήπως τώρα κύριε μάρτυς, σχηματίσατε γνώμη;
Αντί για απάντηση ο μάρτυρας ρωτά:
– Τίνος είναι αυτό το βιβλίο;
– Γιατί κύριε μάρτυς σας ενδιαφέρει;
– Ναι, με ενδιαφέρει.
– Γιατί σας ενδιαφέρει; Εσείς είπατε προηγουμένως ότι για
να σχηματίσετε άποψη για κάποιο έργο δεν σας ενδιαφέρει ο συγγραφέας αλλά το
περιεχόμενο και μόνο αυτό.
– Μα ξέρετε κύριε συνήγορε… Όταν γνωρίζουμε το συγγραφέα
μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τι λέει. Λοιπόν πέστε μου σας παρακαλώ τίνος
είναι για να μπορέσω να κρίνω και να εκφέρω γνώμη.
– Δεν θα σας τον πω, γιατί αυτό αντιβαίνει στη συμφωνία
που κάναμε πριν λίγο. Κι ύστερα εσείς μόνος σας είπατε ότι κρίνετε
αντικειμενικά ένα λογοτεχνικό έργο. Το κρίνετε απ’ το περιεχόμενο κι όχι από το
συγγραφέα του.
Εδώ επεμβαίνει ο εισαγγελέας :
– Τέλος πάντων, κύριε συνήγορε, θα μας τον πείτε καμιά
φορά αυτόν το συγγραφέα του κειμένου;
Ο Πρόεδρος Φαρμάκης, που έχει χάσει φαίνεται την υπομονή του,
γυρίζει προς τον εισαγγελέα και λέει:
– Αφήστε κύριε εισαγγελέα. Κάποιος του ίδιου φυράματος με
το Λουντέμη θα είναι κι αυτός.
Ο Θεοτοκάτος ήρεμος άνοιξε το βιβλίο για να συνεχίσει το
διάβασμα. Βλέποντας τον ο πρόεδρος τινάχτηκε πάνω σαν να τον σούβλισαν με
πυρωμένα σουβλιά και λέει ουρλιάζοντας:
Τέλος ο Λουντέμης καλείται να απολογηθεί και κάνει μια αναδρομή στη ζωή του και
περιγράφει μαζί με το δράμα το δικό του το δράμα ενός ολόκληρου λαού. Όταν
φτάνει να περιγράψει το δράμα του παιδιού του όταν ο ίδιος βρισκόταν στη
Μακρόνησο ο πρόεδρος παρατηρεί: «Απορώ … πώς δεν υπογράψατε μια δήλωση για να
σώσετε από τη δοκιμασία εσάς και το παιδί σας…». Και ο Λουντέμης απαντά:
«Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα
κάμω πάλι τέσσερα εγώ!». Το αποτέλεσμα αυτής της δίκης, ωστόσο, ήταν η
απαγόρευση της κυκλοφορίας των βιβλίων του Λουντέμη.
Ο Λουντέμης θα επιστρέψει στον τόπο της εξορίας του, τον Αη- Στράτη, και θα παραμείνει εκτοπισμένος για δυο ακόμα χρόνια χωρίς να του έχει απαγγελθεί καμία κατηγορία
Πηγές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου