Χίτης
Ανοίγω την πόρτα
κι αυτός κάθεται στην παλιά πολυθρόνα. Με περίμενε. Κάθε φορά με παίρνει στο
κινητό του το κλείνω. Παίρνει τις πιο ακατάλληλες ώρες. Όταν είμαι σε κάποια
συνεδρίαση. Του το κλείνω κι επιμένει. Του τηλεφωνώ μετά, το απόγευμα. Πάντα η
ίδια φωνή. Ούτε γειά, ούτε τι κάνεις, πως πάει. Να έρθεις να δεις την μάνα σου.
Όχι αυτόν. Την μάνα μου. Την μάνα μου που είναι κατάκοιτη εδώ και πέντε χρόνια
με βαρύ εγκεφαλικό κι ούτε μιλάει ούτε ακούει. Αυτός θέλει να με δει αλλά εγώ
δεν θέλω. Τον χίτη, τον φασίστα. Πατέρας μου και δεξιός, εντάξει αλλά ως εκεί.
Από τότε που έμαθα πως ήταν χίτης και γυρνούσε κι έδερνε στα χωριά τον
διέγραψα.
Ρε καλωστον μού
λέει. Σηκώνεται με λίγη δυσκολία, στηρίζεται στο μπαστούνι κι έρχεται προς το
μέρος μου. Αυτός κοντεύει στα εκατό κι εγώ πάνω από εβδομήντα αλλά εγώ είμαι
πιο δυσκίνητος από αυτόν. Δεν του μιλάω, δεν τον αγγίζω καν και πάω στο μέσα
δωμάτιο. Είναι το σώμα της μάνας μου εκεί ξαπλωμένο. Η Άννα, η κυρία από την
Αλβανία την έχει πεντακάθαρη. Η μάνα μου είναι με κλειστά μάτια. Το στόμα της
λίγο στραβό. Αυτός πίσω μου, ακουμπάει στην κάσα της πόρτας.
Μίλα της, σε
ακούει.
Γειά σου μάνα.
Κάτσε δίπλα και
πιάσε της το χέρι.
Κάνω ό,τι μου
λέει.
Γειά σου μάνα.
Πως είσαι, μονολογώ.
Μιλά της, πές της
τα νέα σου, ακούει, μου φωνάζει από το σαλόνι.
Και λέω για τον
καιρό στην Αθήνα, για τις υποθέσεις που έχω. Βαριέμαι και σταματάω. Καμία
ανταπόκριση και το χέρι της χωρίς αντίδραση. Αυτό δεν είναι η μάνα μου, η
τρομερή Ευτέρπη, η αρχόντισσα, η νοικοκυρά, η γελαστή, η τραγουδίστρια κι η
μοιρολογίστρα.
Σηκώνομαι και πάω
δίπλα. Αυτός κάθεται στο τραπέζι, έχει ανοίξει το κουτί με τις φωτογραφίες κι
έχει βάλει δύο ποτήρια με κρασί.
Κάτσε να τα
πούμε.
Δεν έχουμε να
πούμε τίποτα του λέω, θα πάω έξω.
Δεν είναι κανείς
έξω τέτοια ώρα. Μόνον ένα καφενείο έχει μείνει ανοικτό. Κάτσε να σού πω.
Δεν θέλω άσε με.
Δεν μιλάς με
φασίστες ε; και με κοιτάει με εκείνο το πονηρό του βλέμμα που γελάει.
Όχι δεν μιλάω και
ντρέπομαι που είσαι πατέρας μου. Τελικά ψήφισες τους φασίστες; του λέω.
Ρε κάτσε και θα
σού πω.
Κάθομαι, παίρνει
το ποτήρι και τσουγκρίζει το δικό μου.
Καταπληκτικό
κρασί. Μού το έφερε ένα Παλιοπαναγαίος. Πιές.
Πίνω. Ωραίο κρασί
και μυρίζει όμορφα.
Δες εδώ μου λέει
και μού δείχνει μια φωτογραφία.
Την έχω ξαναδει.
Αυτός χορεύει στην πλατεία όταν είχε έρθει ο νομάρχης της χούντας.
Την πετάω στον
σωρό με τις άλλες.
Χε χε γελάει.
Είδες τι παλληκάρι ήμουν τότε;
Τσαντιζομαι. Κάνω
να σηκωθώ.
Κάτσε ρε, δες
ετούτην εδώ.
Την παίρνω στα
χέρια μου. Μια μικρή θολή φωτογραφία. Ένας με στρατιωτικά κρατά μια νύφη και
μάλλον χορεύουν γιατί φαίνεται και μια άλλη γυναίκα πίσω από την πρώτη. . .
Ωραίος άντρας κι
ωραία γυναίκα ε; λέει.
Ποιοι είναι;
Ο Οδυσσέας κι η
γυναίκα του την μέρα του γάμου τους.
Ποιος Οδυσσέας, ο
δικός μας, ο καπετάνιος;
Ναι ρε, ο δικός
σας, ο καπετάνιος Οδυσσέας Λάκος!
Κρατάει την
φωτογραφία και σαν να μιλάει μόνος του.
Εσύ δεν τον
γνώρισες τον Οδυσσέα. Ήταν ένας ήρωας από τα αρχαία χρόνια. Ψηλός λεβέντης,
όμορφος χορευταράς. Ένα κυπαρίσσι. Κι έκανε τις δουλειές του σαν αερικό. Δεν
κουραζόταν ποτέ. Κι όλο γελούσε κι έκανε καλαμπούρια και ποτέ δεν μάλωνε με
κανέναν. Ήταν γείτονας μας και τον θαύμαζα και με αγαπούσε. Όλο το χωριό τον
αγαπούσε. Ας πούμε ότι εσύ κάπως του μοιάζεις δηλαδή του έμοιαζες γιατί κι
εσένα σε πήρανε τα χρόνια κακομοίρη μου. . . Ήταν μοναχογιός κι οι Λακαίοι ήταν
πλούσια οικογένεια. Ο Οδυσσέας είχε τον αέρα του αρχηγού, του βασιλιά.
Στην κατοχή όπως
κι όλοι, ο Οδυσσέας οργανώθηκε στο ΕΑΜ και μετά ήταν αρχηγός στον εφεδρικό ΕΛΑΣ
κι όταν μπορούσε πήγαινε και στον κανονικό ΕΛΑΣ. Τότε ήταν αληθινοί αριστεροί
και κομμουνιστές όχι τώρα εσείς, με τα καλά του Τσάρου. Τότε έπρεπε να το λέει
η περδικούλα σου για να ‘σαι αντάρτης και οργανωμένος. Έβαζες το κεφάλι σου
στον τορβά και δεν έκανες τουρισμό και μπλά μπλά. Στην φωτογραφία είναι την
μέρα του γάμου του. Τι κοστούμι να βάλω έλεγε; Η στολή του τιμημένου ΕΛΑΣ είναι
πιο καλή κι έτσι τον βλέπεις εδώ. 1946 άνοιξη. Ήμασταν γείτονες με τον Οδυσσέα
κι ήταν περίπου έξι χρόνια μεγαλύτερος. Τον λάτρευα, τον θαύμαζα. Κι αυτός το
ίδιο. Με είχε σαν μικρό αδελφό. Όταν έλειπε στον Ελικώνα, εγώ του πήγαινα τα
σημειώματα της Οργάνωσης. Πριν γίνω φασίστας, που με λές, ήμουν επονίτης, τι
νόμισες ρε;
Καλά, όλοι τότε
ήταν κάπου αλλά δεν έγιναν όλοι χίτες. Βαρέθηκα, Φεύγω.
Κάτσε ρε να σου πω και κάτι ακόμα. Κι η γυναίκα του, την βλέπεις; ήταν συμμαθήτρια μου. Μια επι γης θεά. Σαν κι εκείνον ψηλή κι όμορφη, ένα σώμα χυτό και μακριά πυκνά μαλλιά. Δεν μπορούσε να τα συμμαζέψει κάτω από το μπούλωμα. Και νοικοκυρά κι από όλα. Το πιο ταιριαστό ζευγάρι. Την ημέρα του γάμου τους δεν υπήρξε άνθρωπος στο χωριό που να μην το είπε αυτό.
Ανάμεσα στο σπίτι
μας και του Οδυσσέα ήταν ένα υπόστεγο σκεπασμένο με τσίγκο. Εκεί βάζανε τα ξύλα
του χειμώνα και κάνανε ψιλοδουλιές, σφάζανε τις κότες και τέτοια. Εκεί ήταν το
πλυσταριό της γυναίκας του Οδυσσέα.
Κάθε Σάββατο
έβαζε καζάνι για να πλύνει. Με φώναζε να της κουβαλήσω τα κλίματα για να ανάψει
φωτιά. Πήγαινα και στην Ξερόβρυση να της φέρω νερό. Ξέρεις τι δυνατός ήμουν;
Κουβαλούσα γεμάτη την βουτσέλα κι ούτε λαχάνιαζα. Της έφερνα τα ξύλα, τα
σώριαζα, κι αυτή άναβε την φωτιά κι έβαζε πάνω την πυροστιά και πάνω το καζάνι.
Γέμιζε το καζάνι από την βουτσέλα κι άναβε φωτιά. Εγώ έφευγα και πήγαινα πίσω
από το πλυσταριό και την παρατηρούσα. Είχε μια τρύπα στον τσίγκο. Έβραζε τα
ρούχα, τα σαπούνιζε, τα έτριβε σε ένα ξύλο και μετά τα ξέβγαζε και τα έστιβε. Τι
ωραία που κουνιόταν στον χώρο! Φωτιζόταν το πλυσταριό. Φορούσε ένα απλό τσίτινο
φόρεμα κι ίδρωνε και εκείνο κολλούσε πάνω στο κορμί της. Τέλειωνε, άπλωνε τα
ρούχα και μετά έβγαζε το τσίτι, το κρεμούσε σε ένα καρφί κι έμενε γυμνή
εντελώς. Κι έπαιρνε με ένα κατσαρολάκι νερό από ένα κουβά που είχε χλιαρό νερό και
πλενόταν. Έλουζε με πράσινο σαπούνι τα μαλλιά της, μια μαύρη θάλασσα. Όταν είδα
πρώτη φορά το σώμα της τυφλώθηκα όπως εκείνος ο μάντης που είδε την θεά. Ένα
κάτασπρο άγαλμα, σφικτό, λείο, τέλειο. Την χάζευα από την τρύπα του τσίγκου κι
όλο μου το κορμί πονούσε. Κι όταν έγινε έγκυος, έβλεπα την κοιλίτσα της να
φουσκώνει και την ήθελα πιο πολύ και μαζί αγαπούσα βαθιά και το μωρό που είχε
μέσα της. Ήταν και δικό μου το παιδί του Οδυσσέα της. Και μια μέρα, την ώρα που
έφευγα, ένα γρέζι από τον τσίγκο με τράβηξε και ένα κομμάτι πέτσας ξεκόλλησε.
Γέμισε το μάτι μου αίμα. Με είδε η μάνα μου και τρόμαξε. Έβαλα μια πετσέτα κι
έτρεξα στου γιατρού του Κουρούνη. Όταν είχα φτάσει η πετσέτα ήταν μούσκεμα στο
αίμα. Ωρε, πως το έπαθες αυτό με ρωτάει ο γιατρός. Να έδενε ένα δεμάτι σανό και
το σύρμα με κτύπησε. Ρε τι σύρμα εδώ είναι σαν στο τράβηξαν με τανάλια. Μπα,
γυναίκα θα σού έριξε τα νύχια της, αστειεύτηκε ο γιατρός. Κανονικά πρέπει να
στο ράψουν αλλά τώρα που να τρέχουμε στην Θήβα. Θα στο φτιάξω αλλά κράτα το
μακριά από σκόνη. Πήγαινα και μού έκανε την αλλαγή ο γιατρός αλλά το σημάδι
έμεινε.
Κι αυτήν την θεά
ο Οδυσσέας σου την παράτησε και πήγε στο βουνό! Για το Κόμμα! Άφησε τον
παράδεισο εδώ κυνηγώντας κάτι άλλο αλλού. Από τότε εσάς τους κομμουνιστές και
τους παπάδες σας μίσησα. Δεν εκτιμάτε τον άνθρωπο. Και για τους δύο ο άνθρωπος
είναι ένας άθλιος που δήθεν του αξίζει ένας καλύτερος κόσμος. Οι παππάδες
δείχνουν τον ουρανό κι εσείς τον κόσμο τούτο. Για μένα άνθρωπος ήταν η γυναίκα
του Οδυσσέα, Παναγία και Φρύνη κι όλα.
Σταμάτα ρε που θα
μού γίνεις και ειδικός επί της πολιτικής θεωρίας τώρα!
Καλά κάτσε, παρασύρομαι. Έφυγε ο Οδυσσέας κι έμεινα εγώ να προσέχω την γυναίκα και τα χωράφια του. Και τον έφεραν, λίγο πριν γεννήσει η γυναίκα του, νεκρό. Τον είχαν βρει και τον σκότωσαν κάπου προς την Κορώνεια. Άκουσα το μοιρολόγι της γυναίκας του κι ήθελα να πεθάνω κι εγώ αν ήταν να με μοιρολογήσει έτσι. Μια ουράνια μελωδία ήταν.
Ήμουν νέος, στα είκοσι
πέντε, αλλά δυνατός. Ξεφόρτωνα τα σακιά σαν πούπουλα και στο σκάψιμο στα
αμπέλια ήμουν πρώτος. Ένα μεσημέρι μού κάνει νόημα ο Γατσηνίκος να πάω στο
υπόγειο τους. Τότε είχαμε πείνα εμείς. Οι άλλοι στο χωριό κάτι είχανε αλλά
εμείς δεν είχαμε τίποτα. Μπαίνω, κλείνει την πόρτα και μου μιλάει σιγά. Μού
λέει να μπω στην χί, να γίνω χίτης. «θα φοβίζουμε λίγο τους αριστερούς» μού
είπε, «τώρα που θα έρθει ο βασιλιάς για να μην μας κάνουνε ζημιές». Θα
πηγαίναμε στα γειτονικά χωριά, όχι στο δικό μας, και για κάθε νύχτα θα μας
δίνουν τρείς λίρες. Τρείς λίρες! «εγώ δεν ξέρω να κτυπάω και δεν μού αρέσει»
του λέω. «Ρε τι να κτυπάς; Χαζός είσαι; Λίγο ξύλο θα ρίχνει ο Μπάρκος από το
Μαυρομμάτι. Εμείς για την πλάκα, για το μπούγιο θα είμαστε εκεί». Ο Μπάρκος
ήταν γνωστός τραμπούκος, φόβος και τρόμος. Κούνησα το κεφάλι «εντάξει» του λέω.
«Αύριο θα πάμε στην Θήβα να μας μιλήσει ένας αξιωματικός και μετά θα μας πούνε
που θα πάμε».
Στην Θήβα πήγαμε
στο φρουραρχείο. Ήταν ένας αξιωματικός που μιλούσε αγριεμένος. Συνέχεια για
«εαμοβούλγαρους» και «εγκληματίες» και που η πατρίδα κινδυνεύει. «και μη
φοβάστε. Ο λαός κατάλαβε τι εγκληματίες ήταν οι κομμουνιστές και τώρα είναι
μαζί μας. Κανείς δεν πρόκειται να μας πειράξει. Να τούς σπάσουμε τον τσαμπουκά
παιδιά» είπε. Οι άλλοι χειροκρότησαν κι εγώ μαζί. Στο τέλος φώναξε παράμερα τον
Γατσηνίκο και κάτι είπανε. Τού έδωσε ένα χαρτί. Μετά φύγαμε.
Μετά από καμιά
βδομάδα, μου λέει ο Γατσηνίκος. Απόψε έλα στην ταβέρνα του Αποστόλη για μεζέ
και μού έκλεισε το μάτι. Πήγα. Ήταν εκεί, τρώγανε και πίνανε πέντε από ο χωριό
μας, ο Μπάρκο κι ένας ακόμα. Ρε καλώς το παιδί, κάτσε μού λέει ο Γατσηνίκος.
Λέγανε κάτι ιστορίες για τις γυναίκες των αριστερών που γαμούσαν. Κι όλο
πίνανε. Σε μια στιγμή βγαίνω για κατούρημα και μού λέει ο Αποαστόλης «ρε Νίκο
τι θέλεις εσύ με αυτούς; Εσύ είσαι καλό παιδί ενώ αυτοί είναι τομάρια,
κατακάθια της κοινωνίας». Τον αγνόησα και γύρισα στο τραπέζι. Πέρασε η ώρα, ήταν περίπου δέκα. Σκοτάδι έξω.
Φεύγουμε από του
Αποστόλη και κατεβαίνουμε στην Ξερόβρυση. Ήρθε ένα φορτηγό κι ανεβήκαμε στην
καρότσα. Πήραμε από ένα στιλιάρι. Όπλο είχε ο άλλος κι ο Γατσηνίκος ένα
περίστροφο. Μπροστά καθόταν ο αξιωματικός που μας είχε μιλήσει στην Θήβα.
Φτάσαμε στο Καπαρρέλι. Κατεβήκαμε στην άκρη του χωριού κι αρχίσαμε να περπατάμε
προς τα μέσα. Ο αξιωματικός ακολουθούσε πιο πίσω. Πιο κάτω μας συνάντησε ένας
μάλλον ντόπιος και μας έδειξε ένα σπίτι, αρχοντόσπιτο, κι έφυγε. Ήταν σκοτάδι,
τότε δεν είχαμε ηλεκτρικό. Ο Γατσηνίκος κτύπησε δυνατά την αυλόπορτα. «Ποιος
είναι;» ακούστηκε μια γεροντική φωνή από το μπαλκόνι. «Από την χωροφυλακή
είμαστε, ανοίξτε, θέλουμε τον Παναγιώτη Δημητρίου για ανάκριση» είπε ο
Γατσηνίκος. Μιλούσε σαν αξιωματικός, με θάρρος, χωρίς να κομπιάζει. «Κοιμάται
τέτοια ώρα ρε παιδιά. Το πρωί θα έρθει όπου μας πείτε. Είναι κι άρρωστη η
γυναίκα μου» Ο Γατσηνίκος ξανακτύπησε
«ανοίξτε γιατί θα σπάσουμε την πόρτα». Ακούστηκαν βήματα κι η αυλόπορτα άνοιξε.
Ήταν ο γέρος που δεν ήταν και τόσο γέρος, καμιά πενηνταριά χρονών. Μπουκάραμε
μέσα, στην αυλή. Κάποιος είχε σπρώξει τον γέρο και σηκωνόταν αργά. Άνοιξε μια
πόρτα στο χαγιάτι και μια γυναίκα με μια λάμπα φάνηκε. «να κι η άρρωστη» είπε ο
Γατσηνίκος. «Που τον κρύβετε γαμώ την Παναγία σας» μούγκρισε ο Μπάρκος, που
είχε ανεβεί τρέχοντας τις σκάλες και πάει να μπει στο σπίτι. Ακούστηκαν από
μέσα φωνές κι ένας νεαρός με γυαλιά φάνηκε στην πόρτα. «Έλα εδώ ρε μαλάκα που μού
κοιμάσαι» και τον άρπαξε ο Μπάρκος από το μπράτσο και τον τράνταξε. Τον
γνώρισα. Είχε έρθει στο χωριό κι είχε κάνει θεωρία για την νέα Ελλάδα. Ωραία τα
έλεγε τώρα να δούμε τι θα κελαηδούσε. «Κι εσύ γέρο κοντά» λέει ο Μπάρκος. Βγήκε
ο νεαρός κι ακολούθησε ο γέρος. Από κοντά κι εμείς. Πηγαίναμε εκεί που ήταν το
φορτηγό. Καμία πόρτα σπιτιού δεν άνοιξε κανένας γείτονας δεν βγήκε να ρωτήσει.
Ποιος τολμούσε; Νέκρα παντού και μόνον ο
Μπάρκος συνέχεια τους προγκούσε και τους έβριζε σιγά. Ήταν ένα μέρος κάπως σαν
ρέμα εκεί. Φτάνουμε κάνουμε ένα κύκλο και ο αξιωματικός κατέβηκε από το φορτηγό
και άρχισε να τούς ρωτάει. Ξέραμε ότι το Καπαρρέλι ήταν πέρασμα από την Αθήνα
προς τον Ελικώνα και μετά πιο πάνω. Που είναι οι αριστεροί; Πότε έρχονται; Τι
όπλα έχουν; Τέτοια. «Εμείς δεν ξέρουμε κ. αξιωματικέ» λέει ο γέρος. «κι εσύ ρε
ινστρούχορα δεν ξέρεις;» του λέει ο Γατσηνίκος. Μιλιά αυτός. Κι αρχίζει ο Μπάρκος
να τους κοπανάει. Από κοντά κι Γατσηνίκος αλλά κι οι άλλοι. Φωνάζανε «λαοκρατία
ήθελες ρε κομμούνι πάρε μία» και κατέβαινε το στιλιάρι στο πεσμένο κορμί. Σε
κάποια στιγμή ο Γατσηνίκος μού κάνει νόημα να ρίξω κι εγώ. Κι έριξα και
ξανάριξα με μανία κι ούτε θα σταματούσα αν δεν με τραβούσε ο Γατσηνίκος «φτάνει
ρε, δεν θα τούς φάμε τώρα». Τραβήχτηκα ιδρωμένος. Ήμασταν όλοι μας ξαναμμένοι,
σαν μεθυσμένοι. Τούς αφήσαμε εκεί, δύο σκοτεινούς σωρούς, αλλά ζωντανούς. Μετά
από χρόνια είδα τον γέρο στην Θήβα αλλά δεν με γνώρισε. Ο γιός του τραβιόταν σε
εξορίες.
Στην επιστροφή
όλοι έκαναν πλάκα μεταξύ τους κι εγώ έμενα σιωπηλός.
Γύρισα σπίτι κι όταν έφτασα έκανε εμετό. Ήμουν
άρρωστος σαν να ΄χα φάει εγώ το ξύλο.
Το Σάββατο ο
Γατσηνίκος με φώναξε στο υπόγειο. «Ωραία δεν περάσαμε; Και φάγαμε και ήπιαμε
και διασκεδάσαμε, ε;» κι έκλεισε το μάτι. Μού έβαλε στην φούχτα μερικά χρυσαφιά
κέρματα. «Άντε ρε, σε καλή μεριά. Είναι και μία παραπάνω από τον κ. Δαπέργολα
τον αξιωματικό. Ήσουν πολύ καλός είπε και να σε προσέχω» μου είπε και με
κτύπησε στην πλάτη.
Κι αυτό έκανα τις
επόμενές ημέρες. Κι η μάνα μου έβλεπε που έφευγα τις νύχτες και δάγκωνε το
μαντήλι της και δεν μιλούσε.
Τις λίρες που
μάζευα τις έβαζα σε ένα ταγάρι στο υπόγειο κι έριχνα από πάνω κοπριά, κι ήθελα
να τις ξεχάσω.
Και συνέχισα να
ζω όπως πριν. Ανάλαβα και τα χωράφια του Οδυσσέα και να βοηθάω την γυναίκα του.
Ήθελα να είμαι δίπλα της, να ανασαίνω μαζί της. Είχε γεννήσει στο μεταξύ ένα
μικρό στρουμπουλό μωράκι. Την βοηθούσε η μάνα μου και το κρατούσε όταν αυτή
πήγαινε για δουλειά.
Και μια ημέρα
έρχεται η γυναίκα του Οδυσσέα, χήρα πιά, στην μάνα μου κλαίγοντας γιατί το
παιδάκι πονούσε κι ο γιατρός ο Κουρούνης της
λέει πως πρέπει να το πάει στην Αθήνα. Έχει ένα πρόβλημα στο έντερο και
μπορεί να πεθάνει. Αυτή λεφτά δεν είχε ούτε προλάβαινε να πουλήσει κάποιο
χωράφι. Έπρεπε να φύγει γρήγορα για Αθήνα. Έκλαψε, την παρηγόρησε η μάνα μου κι
εγώ άκουγα από δίπλα. Έφυγε η χήρα κι εγώ πήρα μια άσπρη πετσέτα, κατέβηκα στο
υπόγειο κι έβγαλα από το ταγάρι δυο τρείς χούφτες λίρες. Τύλιξα την πετσέτα κι
ανέβηκα στου Οδυσσέα. Μού άνοιξε, πέρασα μέσα, της έπιασα το άσπρο της χέρι και
της έβαλα την πετσέτα με τις λίρες. «Να γίνει καλά ο γιός του Οδυσσέα» της είπα
μόνον χωρίς να την κοιτάξω στα μάτια κι έφυγα.
Γυρίσανε μετά από
δεκαπέντε μέρες περίπου κι ήταν κι οι δύο καλά. Όταν πήγε κάτι να μού πει, της
το έκοψα με νόημα.
Το πρώτο Σάββατο μετά
που γύρισε, μού λέει «φέρε μου και τα δικά σου ρούχα να στα πλύνω» και τα πήγα.
Όταν πήγα το μεσημέρι να τα πάρω μού λέει «κάτσε να φάμε Νίκο» κι έκατσα κι από
τότε δεν ξανάφυγα.
Τι λές μωρέ,
κουτιάθηκες; Και την μαμά πότε την παντρεύτηκες; Εγώ γεννήθηκα στα 1947.
Η μαμά σου είναι η γυναίκα του Οδυσσέα. Και του Οδυσσέα έμεινε. Μπορεί και να με αγάπησε, δεν ξέρω. Κάναμε τις δίδυμες, ζήσαμε. Εγώ όμως την λάτρεψα. Για να καταλάβεις τις έφερνα το ψηφοδέλτιο της ΕΔΑ, το φιλούσε και το έριχνε κι εγώ έριχνα το δικό μου. Μετά άρχισες εσύ να της δίνεις του Κόμματος.
Και γιατί δεν
λέγομαι Λάκος στο επίθετο αλλά έχω το δικό σου;
Η Ευτέρπη φοβόταν
ότι ως γιό του Οδυσσέα μπορεί να σε κυνηγήσουν κι αλλάξαμε τα χαρτιά στην Κοινότητα.
Τότε ήταν εύκολα τα πράγματα.
Όταν ο Οδυσσέας σκοτώθηκε, έκλαψα από την στενοχώρια που έχασα τον αετό, τον αδελφό μου. Έκλαιγα όμως κι απ’ την χαρά μου γιατί μού άνοιξαν οι πύλες του παραδείσου. Η Ευτέρπη ήταν ο δικός μου παράδεισος, με έβαλε μέσα της και δεν ξανάφυγα ποτέ από κοντά της. Ποτέ! Ξυπνούσα τις νύχτες κι άκουγα την ήρεμη βαθιά αναπνοή της κι η ψυχή μου ησύχαζε. Μύριζα τα μαλλιά της κι ήταν σαν να πήγαινε σ’ όλο τον κόσμο. Τώρα δεν βγαίνω στην αγορά. Κάθομαι δίπλα της, πιάνω το χέρι της και μιλάω μαζί της. Δεν υπάρχει κόσμος για εμένα εκεί έξω. Αλλά τι σού λέω; Εσύ δεν καταλαβαίνεις από αυτά γιατί είσαι . . . ιδεολόγος! Εσύ κι οι ιδέες σου. Οι μαλακισμένες ιδέες σου. Ήσουν μαθητής, στην έκτη, και με φωνάζει ο δάσκαλος. Όλοι με ξέρανε που ήμουν δεξιός. «Ο γιός σας είναι άριστος μαθητής, καλό παιδί αλλά έχει αρνητικές επιρροές» μού λέει. «Λέει διάφορες αναρχικές κουβέντες που λένε οι κομμουνιστές και πρόσφατα πως κρυφό σχολειό δεν υπήρξε κι ότι είναι ψέμμα της Εκκλησίας. Σας παρακαλώ να το εξετάσετε για να μην υπάρξουν συνέπειες». Που τα βρήκες εσύ όλα τούτα ε; Στην αρχή τσαντίστηκα. Τα φαντάσματα με κύκλωναν και δεν μπορείς να νικήσεις τα φαντάσματα. Ηρέμησα όμως κι όταν ήρθα στο σπίτι σε ρώτησα δήθεν αδιάφορα. Μού είπες ότι τα είχες διαβάσει σε βιβλίο από την βιβλιοθήκη του πολιτιστικού συλλόγου -εμ, διάβαζες! Κι ότι κάνεις συζητήσεις με τον Αποστόλου τον δικηγόρο και παίζεται σκάκι. Αυτός, αρχικομμουνιστής, είχε μόλις γυρίσει από τις εξορίες.
Πάω στο σπίτι του Αποστόλου.
«Σε παρακαλώ να μην ασχολείσαι με τον γιό μου, μην μού τον κάνεις κομμουνιστή».
Με κοίταξε και μού είπε «ο γιός σου ξέρει ήδη πολλά. Ξέρουμε καλά πως οι φωνές
των νεκρών φτάνουν στα αυτιά του και τίποτα δεν θα το εμποδίσει αυτό. Κι εγώ να
μην τού μιλήσω, η ψυχή του πατέρα του θα βρει τρόπο να τού μιλήσει». Έφυγα και
ποτέ δεν σού μίλησα ούτε σε μάλωσα.
Κι εσύ μεγάλωνες,
διάβαζες κι ήσουν σε όλα καλός. Καμάρωνε η Ευτέρπη κι εγώ ανησυχούσα. Διότι
ήξερα τι τομάρια έχουμε εμείς. Κι όταν πέρασες στην Νομική, τότε άδειασα το
ταγάρι κι έτσι άνοιξες γραφείο κι έγινες δικηγόρος Αρείου Πάγου τρομάρα σου.
Βουτιόσουν βαθιά στην ιδεολογία σου. Έμεινες ανοικοκύρευτος, μπακούρι, για το Κόμμα κι έσκασε η Ευτέρπη μου.
Δεν ξέρεις τι
χαρά έκανα όταν έπεσε η Ρωσία, τότε με τον Γκορμπατσόφ. Είπα ότι τώρα θα
αλλάξεις, θα δεις το φως της ζωής. Αλλά εσύ εκεί. Οι βρυκόλακες βασιλεύουν.
Όταν πεθάνει, να
έρθεις. Στην δική μου κηδεία να μην πατήσεις.
Η φωτογραφία είναι του Χρήστου Μελισσάρη του Νίκου