Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

 Χίτης




 

Ανοίγω την πόρτα κι αυτός κάθεται στην παλιά πολυθρόνα. Με περίμενε. Κάθε φορά με παίρνει στο κινητό του το κλείνω. Παίρνει τις πιο ακατάλληλες ώρες. Όταν είμαι σε κάποια συνεδρίαση. Του το κλείνω κι επιμένει. Του τηλεφωνώ μετά, το απόγευμα. Πάντα η ίδια φωνή. Ούτε γειά, ούτε τι κάνεις, πως πάει. Να έρθεις να δεις την μάνα σου. Όχι αυτόν. Την μάνα μου. Την μάνα μου που είναι κατάκοιτη εδώ και πέντε χρόνια με βαρύ εγκεφαλικό κι ούτε μιλάει ούτε ακούει. Αυτός θέλει να με δει αλλά εγώ δεν θέλω. Τον χίτη, τον φασίστα. Πατέρας μου και δεξιός, εντάξει αλλά ως εκεί. Από τότε που έμαθα πως ήταν χίτης και γυρνούσε κι έδερνε στα χωριά τον διέγραψα.

Ρε καλωστον μού λέει. Σηκώνεται με λίγη δυσκολία, στηρίζεται στο μπαστούνι κι έρχεται προς το μέρος μου. Αυτός κοντεύει στα εκατό κι εγώ πάνω από εβδομήντα αλλά εγώ είμαι πιο δυσκίνητος από αυτόν. Δεν του μιλάω, δεν τον αγγίζω καν και πάω στο μέσα δωμάτιο. Είναι το σώμα της μάνας μου εκεί ξαπλωμένο. Η Άννα, η κυρία από την Αλβανία την έχει πεντακάθαρη. Η μάνα μου είναι με κλειστά μάτια. Το στόμα της λίγο στραβό. Αυτός πίσω μου, ακουμπάει στην κάσα της πόρτας.

Μίλα της, σε ακούει.

Γειά σου μάνα.

Κάτσε δίπλα και πιάσε της το χέρι.

Κάνω ό,τι μου λέει.

Γειά σου μάνα. Πως είσαι, μονολογώ.

Μιλά της, πές της τα νέα σου, ακούει, μου φωνάζει από το σαλόνι.

Και λέω για τον καιρό στην Αθήνα, για τις υποθέσεις που έχω. Βαριέμαι και σταματάω. Καμία ανταπόκριση και το χέρι της χωρίς αντίδραση. Αυτό δεν είναι η μάνα μου, η τρομερή Ευτέρπη, η αρχόντισσα, η νοικοκυρά, η γελαστή, η τραγουδίστρια κι η μοιρολογίστρα.

Σηκώνομαι και πάω δίπλα. Αυτός κάθεται στο τραπέζι, έχει ανοίξει το κουτί με τις φωτογραφίες κι έχει βάλει δύο ποτήρια με κρασί.

Κάτσε να τα πούμε.

Δεν έχουμε να πούμε τίποτα του λέω, θα πάω έξω.

Δεν είναι κανείς έξω τέτοια ώρα. Μόνον ένα καφενείο έχει μείνει ανοικτό. Κάτσε να σού πω.

Δεν θέλω άσε με.

Δεν μιλάς με φασίστες ε; και με κοιτάει με εκείνο το πονηρό του βλέμμα που γελάει.

Όχι δεν μιλάω και ντρέπομαι που είσαι πατέρας μου. Τελικά ψήφισες τους φασίστες; του λέω.

Ρε κάτσε και θα σού πω.

Κάθομαι, παίρνει το ποτήρι και τσουγκρίζει το δικό μου.

Καταπληκτικό κρασί. Μού το έφερε ένα Παλιοπαναγαίος. Πιές.

Πίνω. Ωραίο κρασί και μυρίζει όμορφα.

Δες εδώ μου λέει και μού δείχνει μια φωτογραφία.

Την έχω ξαναδει. Αυτός χορεύει στην πλατεία όταν είχε έρθει ο νομάρχης της χούντας.

Την πετάω στον σωρό με τις άλλες.

Χε χε γελάει. Είδες τι παλληκάρι ήμουν τότε;

Τσαντιζομαι. Κάνω να σηκωθώ.

Κάτσε ρε, δες ετούτην εδώ.

Την παίρνω στα χέρια μου. Μια μικρή θολή φωτογραφία. Ένας με στρατιωτικά κρατά μια νύφη και μάλλον χορεύουν γιατί φαίνεται και μια άλλη γυναίκα πίσω από την πρώτη. . .

Ωραίος άντρας κι ωραία γυναίκα ε; λέει.

Ποιοι είναι;

Ο Οδυσσέας κι η γυναίκα του την μέρα του γάμου τους.

Ποιος Οδυσσέας, ο δικός μας, ο καπετάνιος;

Ναι ρε, ο δικός σας, ο καπετάνιος Οδυσσέας Λάκος!

Κρατάει την φωτογραφία και σαν να μιλάει μόνος του.

Εσύ δεν τον γνώρισες τον Οδυσσέα. Ήταν ένας ήρωας από τα αρχαία χρόνια. Ψηλός λεβέντης, όμορφος χορευταράς. Ένα κυπαρίσσι. Κι έκανε τις δουλειές του σαν αερικό. Δεν κουραζόταν ποτέ. Κι όλο γελούσε κι έκανε καλαμπούρια και ποτέ δεν μάλωνε με κανέναν. Ήταν γείτονας μας και τον θαύμαζα και με αγαπούσε. Όλο το χωριό τον αγαπούσε. Ας πούμε ότι εσύ κάπως του μοιάζεις δηλαδή του έμοιαζες γιατί κι εσένα σε πήρανε τα χρόνια κακομοίρη μου. . . Ήταν μοναχογιός κι οι Λακαίοι ήταν πλούσια οικογένεια. Ο Οδυσσέας είχε τον αέρα του αρχηγού, του βασιλιά.

Στην κατοχή όπως κι όλοι, ο Οδυσσέας οργανώθηκε στο ΕΑΜ και μετά ήταν αρχηγός στον εφεδρικό ΕΛΑΣ κι όταν μπορούσε πήγαινε και στον κανονικό ΕΛΑΣ. Τότε ήταν αληθινοί αριστεροί και κομμουνιστές όχι τώρα εσείς, με τα καλά του Τσάρου. Τότε έπρεπε να το λέει η περδικούλα σου για να ‘σαι αντάρτης και οργανωμένος. Έβαζες το κεφάλι σου στον τορβά και δεν έκανες τουρισμό και μπλά μπλά. Στην φωτογραφία είναι την μέρα του γάμου του. Τι κοστούμι να βάλω έλεγε; Η στολή του τιμημένου ΕΛΑΣ είναι πιο καλή κι έτσι τον βλέπεις εδώ. 1946 άνοιξη. Ήμασταν γείτονες με τον Οδυσσέα κι ήταν περίπου έξι χρόνια μεγαλύτερος. Τον λάτρευα, τον θαύμαζα. Κι αυτός το ίδιο. Με είχε σαν μικρό αδελφό. Όταν έλειπε στον Ελικώνα, εγώ του πήγαινα τα σημειώματα της Οργάνωσης. Πριν γίνω φασίστας, που με λές, ήμουν επονίτης, τι νόμισες ρε;

Καλά, όλοι τότε ήταν κάπου αλλά δεν έγιναν όλοι χίτες. Βαρέθηκα, Φεύγω.

Κάτσε ρε να σου πω και κάτι ακόμα. Κι η γυναίκα του, την βλέπεις; ήταν συμμαθήτρια μου. Μια επι γης θεά. Σαν κι εκείνον ψηλή κι όμορφη, ένα σώμα χυτό και μακριά πυκνά μαλλιά. Δεν μπορούσε να τα συμμαζέψει κάτω από το μπούλωμα. Και νοικοκυρά κι από όλα. Το πιο ταιριαστό ζευγάρι. Την ημέρα του γάμου τους δεν υπήρξε άνθρωπος στο χωριό που να μην το είπε αυτό.

Ανάμεσα στο σπίτι μας και του Οδυσσέα ήταν ένα υπόστεγο σκεπασμένο με τσίγκο. Εκεί βάζανε τα ξύλα του χειμώνα και κάνανε ψιλοδουλιές, σφάζανε τις κότες και τέτοια. Εκεί ήταν το πλυσταριό της γυναίκας του Οδυσσέα.

Κάθε Σάββατο έβαζε καζάνι για να πλύνει. Με φώναζε να της κουβαλήσω τα κλίματα για να ανάψει φωτιά. Πήγαινα και στην Ξερόβρυση να της φέρω νερό. Ξέρεις τι δυνατός ήμουν; Κουβαλούσα γεμάτη την βουτσέλα κι ούτε λαχάνιαζα. Της έφερνα τα ξύλα, τα σώριαζα, κι αυτή άναβε την φωτιά κι έβαζε πάνω την πυροστιά και πάνω το καζάνι. Γέμιζε το καζάνι από την βουτσέλα κι άναβε φωτιά. Εγώ έφευγα και πήγαινα πίσω από το πλυσταριό και την παρατηρούσα. Είχε μια τρύπα στον τσίγκο. Έβραζε τα ρούχα, τα σαπούνιζε, τα έτριβε σε ένα ξύλο και μετά τα ξέβγαζε και τα έστιβε. Τι ωραία που κουνιόταν στον χώρο! Φωτιζόταν το πλυσταριό. Φορούσε ένα απλό τσίτινο φόρεμα κι ίδρωνε και εκείνο κολλούσε πάνω στο κορμί της. Τέλειωνε, άπλωνε τα ρούχα και μετά έβγαζε το τσίτι, το κρεμούσε σε ένα καρφί κι έμενε γυμνή εντελώς. Κι έπαιρνε με ένα κατσαρολάκι νερό από ένα κουβά που είχε χλιαρό νερό και πλενόταν. Έλουζε με πράσινο σαπούνι τα μαλλιά της, μια μαύρη θάλασσα. Όταν είδα πρώτη φορά το σώμα της τυφλώθηκα όπως εκείνος ο μάντης που είδε την θεά. Ένα κάτασπρο άγαλμα, σφικτό, λείο, τέλειο. Την χάζευα από την τρύπα του τσίγκου κι όλο μου το κορμί πονούσε. Κι όταν έγινε έγκυος, έβλεπα την κοιλίτσα της να φουσκώνει και την ήθελα πιο πολύ και μαζί αγαπούσα βαθιά και το μωρό που είχε μέσα της. Ήταν και δικό μου το παιδί του Οδυσσέα της. Και μια μέρα, την ώρα που έφευγα, ένα γρέζι από τον τσίγκο με τράβηξε και ένα κομμάτι πέτσας ξεκόλλησε. Γέμισε το μάτι μου αίμα. Με είδε η μάνα μου και τρόμαξε. Έβαλα μια πετσέτα κι έτρεξα στου γιατρού του Κουρούνη. Όταν είχα φτάσει η πετσέτα ήταν μούσκεμα στο αίμα. Ωρε, πως το έπαθες αυτό με ρωτάει ο γιατρός. Να έδενε ένα δεμάτι σανό και το σύρμα με κτύπησε. Ρε τι σύρμα εδώ είναι σαν στο τράβηξαν με τανάλια. Μπα, γυναίκα θα σού έριξε τα νύχια της, αστειεύτηκε ο γιατρός. Κανονικά πρέπει να στο ράψουν αλλά τώρα που να τρέχουμε στην Θήβα. Θα στο φτιάξω αλλά κράτα το μακριά από σκόνη. Πήγαινα και μού έκανε την αλλαγή ο γιατρός αλλά το σημάδι έμεινε.

Κι αυτήν την θεά ο Οδυσσέας σου την παράτησε και πήγε στο βουνό! Για το Κόμμα! Άφησε τον παράδεισο εδώ κυνηγώντας κάτι άλλο αλλού. Από τότε εσάς τους κομμουνιστές και τους παπάδες σας μίσησα. Δεν εκτιμάτε τον άνθρωπο. Και για τους δύο ο άνθρωπος είναι ένας άθλιος που δήθεν του αξίζει ένας καλύτερος κόσμος. Οι παππάδες δείχνουν τον ουρανό κι εσείς τον κόσμο τούτο. Για μένα άνθρωπος ήταν η γυναίκα του Οδυσσέα, Παναγία και Φρύνη κι όλα.

Σταμάτα ρε που θα μού γίνεις και ειδικός επί της πολιτικής θεωρίας τώρα!

Καλά κάτσε, παρασύρομαι. Έφυγε ο Οδυσσέας κι έμεινα εγώ να προσέχω την γυναίκα και τα χωράφια του. Και τον έφεραν, λίγο πριν γεννήσει η γυναίκα του, νεκρό. Τον είχαν βρει και τον σκότωσαν κάπου προς την Κορώνεια. Άκουσα το μοιρολόγι της γυναίκας του κι ήθελα να πεθάνω κι εγώ αν ήταν να με μοιρολογήσει έτσι. Μια ουράνια μελωδία ήταν.

Ήμουν νέος, στα είκοσι πέντε, αλλά δυνατός. Ξεφόρτωνα τα σακιά σαν πούπουλα και στο σκάψιμο στα αμπέλια ήμουν πρώτος. Ένα μεσημέρι μού κάνει νόημα ο Γατσηνίκος να πάω στο υπόγειο τους. Τότε είχαμε πείνα εμείς. Οι άλλοι στο χωριό κάτι είχανε αλλά εμείς δεν είχαμε τίποτα. Μπαίνω, κλείνει την πόρτα και μου μιλάει σιγά. Μού λέει να μπω στην χί, να γίνω χίτης. «θα φοβίζουμε λίγο τους αριστερούς» μού είπε, «τώρα που θα έρθει ο βασιλιάς για να μην μας κάνουνε ζημιές». Θα πηγαίναμε στα γειτονικά χωριά, όχι στο δικό μας, και για κάθε νύχτα θα μας δίνουν τρείς λίρες. Τρείς λίρες! «εγώ δεν ξέρω να κτυπάω και δεν μού αρέσει» του λέω. «Ρε τι να κτυπάς; Χαζός είσαι; Λίγο ξύλο θα ρίχνει ο Μπάρκος από το Μαυρομμάτι. Εμείς για την πλάκα, για το μπούγιο θα είμαστε εκεί». Ο Μπάρκος ήταν γνωστός τραμπούκος, φόβος και τρόμος. Κούνησα το κεφάλι «εντάξει» του λέω. «Αύριο θα πάμε στην Θήβα να μας μιλήσει ένας αξιωματικός και μετά θα μας πούνε που θα πάμε».

Στην Θήβα πήγαμε στο φρουραρχείο. Ήταν ένας αξιωματικός που μιλούσε αγριεμένος. Συνέχεια για «εαμοβούλγαρους» και «εγκληματίες» και που η πατρίδα κινδυνεύει. «και μη φοβάστε. Ο λαός κατάλαβε τι εγκληματίες ήταν οι κομμουνιστές και τώρα είναι μαζί μας. Κανείς δεν πρόκειται να μας πειράξει. Να τούς σπάσουμε τον τσαμπουκά παιδιά» είπε. Οι άλλοι χειροκρότησαν κι εγώ μαζί. Στο τέλος φώναξε παράμερα τον Γατσηνίκο και κάτι είπανε. Τού έδωσε ένα χαρτί. Μετά φύγαμε.

Μετά από καμιά βδομάδα, μου λέει ο Γατσηνίκος. Απόψε έλα στην ταβέρνα του Αποστόλη για μεζέ και μού έκλεισε το μάτι. Πήγα. Ήταν εκεί, τρώγανε και πίνανε πέντε από ο χωριό μας, ο Μπάρκο κι ένας ακόμα. Ρε καλώς το παιδί, κάτσε μού λέει ο Γατσηνίκος. Λέγανε κάτι ιστορίες για τις γυναίκες των αριστερών που γαμούσαν. Κι όλο πίνανε. Σε μια στιγμή βγαίνω για κατούρημα και μού λέει ο Αποαστόλης «ρε Νίκο τι θέλεις εσύ με αυτούς; Εσύ είσαι καλό παιδί ενώ αυτοί είναι τομάρια, κατακάθια της κοινωνίας». Τον αγνόησα και γύρισα στο τραπέζι.  Πέρασε η ώρα, ήταν περίπου δέκα. Σκοτάδι έξω.

Φεύγουμε από του Αποστόλη και κατεβαίνουμε στην Ξερόβρυση. Ήρθε ένα φορτηγό κι ανεβήκαμε στην καρότσα. Πήραμε από ένα στιλιάρι. Όπλο είχε ο άλλος κι ο Γατσηνίκος ένα περίστροφο. Μπροστά καθόταν ο αξιωματικός που μας είχε μιλήσει στην Θήβα. Φτάσαμε στο Καπαρρέλι. Κατεβήκαμε στην άκρη του χωριού κι αρχίσαμε να περπατάμε προς τα μέσα. Ο αξιωματικός ακολουθούσε πιο πίσω. Πιο κάτω μας συνάντησε ένας μάλλον ντόπιος και μας έδειξε ένα σπίτι, αρχοντόσπιτο, κι έφυγε. Ήταν σκοτάδι, τότε δεν είχαμε ηλεκτρικό. Ο Γατσηνίκος κτύπησε δυνατά την αυλόπορτα. «Ποιος είναι;» ακούστηκε μια γεροντική φωνή από το μπαλκόνι. «Από την χωροφυλακή είμαστε, ανοίξτε, θέλουμε τον Παναγιώτη Δημητρίου για ανάκριση» είπε ο Γατσηνίκος. Μιλούσε σαν αξιωματικός, με θάρρος, χωρίς να κομπιάζει. «Κοιμάται τέτοια ώρα ρε παιδιά. Το πρωί θα έρθει όπου μας πείτε. Είναι κι άρρωστη η γυναίκα μου»  Ο Γατσηνίκος ξανακτύπησε «ανοίξτε γιατί θα σπάσουμε την πόρτα». Ακούστηκαν βήματα κι η αυλόπορτα άνοιξε. Ήταν ο γέρος που δεν ήταν και τόσο γέρος, καμιά πενηνταριά χρονών. Μπουκάραμε μέσα, στην αυλή. Κάποιος είχε σπρώξει τον γέρο και σηκωνόταν αργά. Άνοιξε μια πόρτα στο χαγιάτι και μια γυναίκα με μια λάμπα φάνηκε. «να κι η άρρωστη» είπε ο Γατσηνίκος. «Που τον κρύβετε γαμώ την Παναγία σας» μούγκρισε ο Μπάρκος, που είχε ανεβεί τρέχοντας τις σκάλες και πάει να μπει στο σπίτι. Ακούστηκαν από μέσα φωνές κι ένας νεαρός με γυαλιά φάνηκε στην πόρτα. «Έλα εδώ ρε μαλάκα που μού κοιμάσαι» και τον άρπαξε ο Μπάρκος από το μπράτσο και τον τράνταξε. Τον γνώρισα. Είχε έρθει στο χωριό κι είχε κάνει θεωρία για την νέα Ελλάδα. Ωραία τα έλεγε τώρα να δούμε τι θα κελαηδούσε. «Κι εσύ γέρο κοντά» λέει ο Μπάρκος. Βγήκε ο νεαρός κι ακολούθησε ο γέρος. Από κοντά κι εμείς. Πηγαίναμε εκεί που ήταν το φορτηγό. Καμία πόρτα σπιτιού δεν άνοιξε κανένας γείτονας δεν βγήκε να ρωτήσει. Ποιος τολμούσε;  Νέκρα παντού και μόνον ο Μπάρκος συνέχεια τους προγκούσε και τους έβριζε σιγά. Ήταν ένα μέρος κάπως σαν ρέμα εκεί. Φτάνουμε κάνουμε ένα κύκλο και ο αξιωματικός κατέβηκε από το φορτηγό και άρχισε να τούς ρωτάει. Ξέραμε ότι το Καπαρρέλι ήταν πέρασμα από την Αθήνα προς τον Ελικώνα και μετά πιο πάνω. Που είναι οι αριστεροί; Πότε έρχονται; Τι όπλα έχουν; Τέτοια. «Εμείς δεν ξέρουμε κ. αξιωματικέ» λέει ο γέρος. «κι εσύ ρε ινστρούχορα δεν ξέρεις;» του λέει ο Γατσηνίκος. Μιλιά αυτός. Κι αρχίζει ο Μπάρκος να τους κοπανάει. Από κοντά κι Γατσηνίκος αλλά κι οι άλλοι. Φωνάζανε «λαοκρατία ήθελες ρε κομμούνι πάρε μία» και κατέβαινε το στιλιάρι στο πεσμένο κορμί. Σε κάποια στιγμή ο Γατσηνίκος μού κάνει νόημα να ρίξω κι εγώ. Κι έριξα και ξανάριξα με μανία κι ούτε θα σταματούσα αν δεν με τραβούσε ο Γατσηνίκος «φτάνει ρε, δεν θα τούς φάμε τώρα». Τραβήχτηκα ιδρωμένος. Ήμασταν όλοι μας ξαναμμένοι, σαν μεθυσμένοι. Τούς αφήσαμε εκεί, δύο σκοτεινούς σωρούς, αλλά ζωντανούς. Μετά από χρόνια είδα τον γέρο στην Θήβα αλλά δεν με γνώρισε. Ο γιός του τραβιόταν σε εξορίες.

Στην επιστροφή όλοι έκαναν πλάκα μεταξύ τους κι εγώ έμενα σιωπηλός.

Γύρισα  σπίτι κι όταν έφτασα έκανε εμετό. Ήμουν άρρωστος σαν να ΄χα φάει εγώ το ξύλο.

Το Σάββατο ο Γατσηνίκος με φώναξε στο υπόγειο. «Ωραία δεν περάσαμε; Και φάγαμε και ήπιαμε και διασκεδάσαμε, ε;» κι έκλεισε το μάτι. Μού έβαλε στην φούχτα μερικά χρυσαφιά κέρματα. «Άντε ρε, σε καλή μεριά. Είναι και μία παραπάνω από τον κ. Δαπέργολα τον αξιωματικό. Ήσουν πολύ καλός είπε και να σε προσέχω» μου είπε και με κτύπησε στην πλάτη.

Κι αυτό έκανα τις επόμενές ημέρες. Κι η μάνα μου έβλεπε που έφευγα τις νύχτες και δάγκωνε το μαντήλι της και δεν μιλούσε.

Τις λίρες που μάζευα τις έβαζα σε ένα ταγάρι στο υπόγειο κι έριχνα από πάνω κοπριά, κι ήθελα να τις ξεχάσω.

Και συνέχισα να ζω όπως πριν. Ανάλαβα και τα χωράφια του Οδυσσέα και να βοηθάω την γυναίκα του. Ήθελα να είμαι δίπλα της, να ανασαίνω μαζί της. Είχε γεννήσει στο μεταξύ ένα μικρό στρουμπουλό μωράκι. Την βοηθούσε η μάνα μου και το κρατούσε όταν αυτή πήγαινε για δουλειά.

Και μια ημέρα έρχεται η γυναίκα του Οδυσσέα, χήρα πιά, στην μάνα μου κλαίγοντας γιατί το παιδάκι πονούσε κι ο γιατρός ο Κουρούνης της  λέει πως πρέπει να το πάει στην Αθήνα. Έχει ένα πρόβλημα στο έντερο και μπορεί να πεθάνει. Αυτή λεφτά δεν είχε ούτε προλάβαινε να πουλήσει κάποιο χωράφι. Έπρεπε να φύγει γρήγορα για Αθήνα. Έκλαψε, την παρηγόρησε η μάνα μου κι εγώ άκουγα από δίπλα. Έφυγε η χήρα κι εγώ πήρα μια άσπρη πετσέτα, κατέβηκα στο υπόγειο κι έβγαλα από το ταγάρι δυο τρείς χούφτες λίρες. Τύλιξα την πετσέτα κι ανέβηκα στου Οδυσσέα. Μού άνοιξε, πέρασα μέσα, της έπιασα το άσπρο της χέρι και της έβαλα την πετσέτα με τις λίρες. «Να γίνει καλά ο γιός του Οδυσσέα» της είπα μόνον χωρίς να την κοιτάξω στα μάτια κι έφυγα.

Γυρίσανε μετά από δεκαπέντε μέρες περίπου κι ήταν κι οι δύο καλά. Όταν πήγε κάτι να μού πει, της το έκοψα με νόημα.

Το πρώτο Σάββατο μετά που γύρισε, μού λέει «φέρε μου και τα δικά σου ρούχα να στα πλύνω» και τα πήγα. Όταν πήγα το μεσημέρι να τα πάρω μού λέει «κάτσε να φάμε Νίκο» κι έκατσα κι από τότε δεν ξανάφυγα.

Τι λές μωρέ, κουτιάθηκες; Και την μαμά πότε την παντρεύτηκες; Εγώ γεννήθηκα στα 1947.

Η μαμά σου είναι η γυναίκα του Οδυσσέα. Και του Οδυσσέα έμεινε. Μπορεί και να με αγάπησε, δεν ξέρω. Κάναμε τις δίδυμες, ζήσαμε. Εγώ όμως την λάτρεψα. Για να καταλάβεις τις έφερνα το ψηφοδέλτιο της ΕΔΑ, το φιλούσε και το έριχνε κι εγώ έριχνα το δικό μου. Μετά άρχισες εσύ να της δίνεις του Κόμματος.

Και γιατί δεν λέγομαι Λάκος στο επίθετο αλλά έχω το δικό σου;

Η Ευτέρπη φοβόταν ότι ως γιό του Οδυσσέα μπορεί να σε κυνηγήσουν κι αλλάξαμε τα χαρτιά στην Κοινότητα. Τότε ήταν εύκολα τα πράγματα. 

Όταν ο Οδυσσέας σκοτώθηκε, έκλαψα από την στενοχώρια που έχασα τον αετό, τον αδελφό μου. Έκλαιγα όμως κι απ’ την χαρά μου γιατί μού άνοιξαν οι πύλες του παραδείσου. Η Ευτέρπη ήταν ο δικός μου παράδεισος, με έβαλε μέσα της και δεν ξανάφυγα ποτέ από κοντά της. Ποτέ! Ξυπνούσα τις νύχτες κι άκουγα την ήρεμη βαθιά αναπνοή της κι η ψυχή μου ησύχαζε. Μύριζα τα μαλλιά της κι ήταν σαν να πήγαινε σ’ όλο τον κόσμο. Τώρα δεν βγαίνω στην αγορά. Κάθομαι δίπλα της, πιάνω το χέρι της και μιλάω μαζί της. Δεν υπάρχει κόσμος για εμένα εκεί έξω. Αλλά τι σού λέω; Εσύ δεν καταλαβαίνεις από αυτά γιατί είσαι . . . ιδεολόγος! Εσύ κι οι ιδέες σου. Οι μαλακισμένες ιδέες σου. Ήσουν μαθητής, στην έκτη, και με φωνάζει ο δάσκαλος. Όλοι με ξέρανε που ήμουν δεξιός. «Ο γιός σας είναι άριστος μαθητής, καλό παιδί αλλά έχει αρνητικές επιρροές» μού λέει. «Λέει διάφορες αναρχικές κουβέντες που λένε οι κομμουνιστές και πρόσφατα πως κρυφό σχολειό δεν υπήρξε κι ότι είναι ψέμμα της Εκκλησίας. Σας παρακαλώ να το εξετάσετε για να μην υπάρξουν συνέπειες». Που τα βρήκες εσύ όλα τούτα ε; Στην αρχή τσαντίστηκα. Τα φαντάσματα με κύκλωναν και δεν μπορείς να νικήσεις τα φαντάσματα. Ηρέμησα όμως κι όταν ήρθα στο σπίτι σε ρώτησα δήθεν αδιάφορα. Μού είπες ότι τα είχες διαβάσει σε βιβλίο από την βιβλιοθήκη του πολιτιστικού συλλόγου -εμ, διάβαζες! Κι ότι κάνεις συζητήσεις με τον Αποστόλου τον δικηγόρο και παίζεται σκάκι. Αυτός, αρχικομμουνιστής, είχε μόλις γυρίσει από τις εξορίες. 

Πάω στο σπίτι του Αποστόλου. «Σε παρακαλώ να μην ασχολείσαι με τον γιό μου, μην μού τον κάνεις κομμουνιστή». Με κοίταξε και μού είπε «ο γιός σου ξέρει ήδη πολλά. Ξέρουμε καλά πως οι φωνές των νεκρών φτάνουν στα αυτιά του και τίποτα δεν θα το εμποδίσει αυτό. Κι εγώ να μην τού μιλήσω, η ψυχή του πατέρα του θα βρει τρόπο να τού μιλήσει». Έφυγα και ποτέ δεν σού μίλησα ούτε σε μάλωσα.  

Κι εσύ μεγάλωνες, διάβαζες κι ήσουν σε όλα καλός. Καμάρωνε η Ευτέρπη κι εγώ ανησυχούσα. Διότι ήξερα τι τομάρια έχουμε εμείς. Κι όταν πέρασες στην Νομική, τότε άδειασα το ταγάρι κι έτσι άνοιξες γραφείο κι έγινες δικηγόρος Αρείου Πάγου τρομάρα σου. Βουτιόσουν βαθιά στην ιδεολογία σου. Έμεινες ανοικοκύρευτος, μπακούρι,  για το Κόμμα κι έσκασε η Ευτέρπη μου.

Δεν ξέρεις τι χαρά έκανα όταν έπεσε η Ρωσία, τότε με τον Γκορμπατσόφ. Είπα ότι τώρα θα αλλάξεις, θα δεις το φως της ζωής. Αλλά εσύ εκεί. Οι βρυκόλακες βασιλεύουν.

Όταν πεθάνει, να έρθεις. Στην δική μου κηδεία να μην πατήσεις.


Η φωτογραφία είναι του Χρήστου Μελισσάρη του Νίκου

 

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

 Αρραβωνιάσματα


Στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 – 1970 η Αμερική ήταν το όνειρο για πολλούς Έλληνες. Οι Αμερικάνοι, έτσι τους λέγαμε τους Έλληνες μετανάστες, έρχονταν το καλοκαίρι άνετοι, γελαστοί και φωνακλάδες στα χωριά και σκόρπιζαν ντόλαρς. Τους βλέπαμε με θαυμασμό και ζήλεια. Τι πλούτος αυτή η Αμερική! Ήταν και ο σινεμάς τότε και ενίσχυε την φαντασία μας για αυτή την μυθική χώρα. Μετά ήρθαν οι ασπρόμαυρες τηλεοράσεις κι ξεροσταλιάζαμε έξω από τις βιτρίνες των ηλεκτρολόγων –διότι σε αυτά τα μαγαζιά ήταν οι συσκευές- και στα καφενεία για να δούμε τον Φυγά και το Πέιτον Πλέις.


Τότε -θα ήμουν έκτη τάξη δημοτικού- ένα καλοκαίρι των Αμερικάνων, γνώρισα την Πέννυ. Η θεία Πέννυ δηλαδή γιατί έτσι, «θεία», λέγαμε τις μεγάλες γυναίκες κι αυτή τότε θα ήταν περίπου είκοσι πέντε τριάντα χρονών, ήρθε ένα καλοκαίρι στο σπίτι μας. Μια κουκλάρα, μια θεά. Έτσι μού φάνηκε. Μπήκε στο σπίτι με ένα μίνι και μια κίτρινη κορδέλα στα μαλλιά της. Έσκυψε, φίλησε την γιαγιά μου κι έκατσε σε ένα χαμηλό σκαμνί δίπλα της κι εγώ κοίταζα κλεφτά από το τραπέζι τα ατέλειωτα ασυμμάζευτα πόδια της και τα μπούτια της. Η γιαγιά είδε τι κοίταζα, την κοίταξε αυστηρά και της έριξε μια ποδιά στα πόδια. «ετσ’ τ’ λιοζ΄σ μανάρε» (πήγαινε να παίξεις μανάρι μου) μού είπε και με έδιωξε.


Η Πέννυ ήταν η Βούλια, από το «Παρασκευή» που στην Αμερική είχε γίνει «Πέννυ». Ήταν γείτονες μας και πρέπει να είχαν μια κάποια σχέση με την γιαγιά κι ερχόταν πάντα να την δει όταν γύριζε στο χωριό. Την είχε σαν συμβουλάτορα μάλλον.


Βγήκα στον δρόμο και καθόμουν στο σκαλοπάτι. Πέρασε κάμποση ώρα και στην γωνία φάνηκε η θεία Μαριγώ, η μαμά της Πέννυς: «Για ατιε μπίλια ιμε;» (είναι εκεί η κόρη μου;) κούνησα το κεφάλι καταφατικα «έτσ’ θούαϊ τ’ βιν’ νε στιπί ψε ε ντούαν» (πήγαινε πες της να έρθει στο σπίτι γιατί την θέλουν).


Σηκώθηκα και μπήκα μέσα σιγά σιγά.


Από την χαραμάδα είδα την γιαγιά μου να χαϊδεύει το χέρι της Πέννυς και να της λέει κάπως αυστηρά, σαν να έδινε εντολές:  «Γκιγκιου Βούλιε, πο κα βάτουρ ατιε π’ρ τ’ χα μιζα, λε δε ο βιν’ πράπα. Αστου για μπούρατ, λιόζν σι ντιέλτ τα βογκ’λια. Νεβε γκρατ γιεμι μεντι δε ζ’μπρα στιπις.  Κε έν’ δε πο πάσιε ψε γιεπ παράτ νε πουτ’νατ, χαρόβε ντέριν. Στρώξιν με νι στιλιάρι νε μπίθ κερατάν΄. Σντι τσι ντο τ’ μπαρ: σα μπουκουράν γιε τι δε μ’ μέντ. Δε τι μπλίδσ παράτ, μπα στιπιν εδε λιε τ΄ικνα αι κοπρίττ. Τ’ρ μπούρατ ντο τ΄βινιν πασόε τι. Μος βε μαραζ νε ζ’μπρ’. Κε έν’ μος σουμούρες ψε παστάι ο βες ιμπάρτουρα. Εδε μλίδε γκλιουχ’ν δε μέντιν. Μος θούα φιάλ νε νον’. Βετ΄μ γιε βαιζο δεν κε βετε Περιτνιν δε Σιν Πρε΄μτεβ τ’ τ’ ντιχον. Ουροι τ’τ΄τγιαπ μεντ δε σιτ χαπουρα. Β’ρε μέντιν το σ΄ρμπεν δε ο τσιος ντερ’ν το βες μ’ πάρ. Κουιτό, μος νι φιαλ νε νον’ μος νε γιοτ’μ μος νε τατ’ν μοσ’ νε μότρατ, μος νε σιόκετ» (άκου Βούλια, ένα έχει πάει εκεί για να φάει μύγες (δηλαδή πρόκειται για ασήμαντο φλερτ), αστον και θα έρθει πίσω. Έτσι είναι οι άνδρες, παίζουν σαν μικρά παιδιά. Εμείς οι γυναίκες είμαστε το μυαλό και η ψυχή του σπιτιού.   Έχε το νου σου κι αν δεις πως δίνει λεφτά στις πουτάνες, ξέχασέ τον, το γουρούνι. Ρίξτου με ένα στυλιάρι στον πισινό και διώξτον τον κερατά. Δεν ξέρει τι θα χάσει: τόσο όμορφη που είσαι και με μυαλό. Και να μαζέψεις τα λεφτά (από τις δουλειές) και να πάρεις το σπίτι κι άστον να φύγει τον κοπρίτη. Όλοι οι άνδρες θα σού έρθουν πίσω σου. Μην στενοχωριέσαι. Πρόσεξε μην αρρωστήσεις γιατί θα πας χαμένη. Και μάζεψε το μυαλό και την γλώσσα: μην πεις κουβέντα σε κανένα κορίτσι μου. Μόνη σου είσαι κόρη μου και μόνον ο Θεός και η Αγία Παρασκευή σε βοηθάνε. Μακάρι να σού δώσει μυαλό κα μάτια ανοιχτά. Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει και θα βρεις την πόρτα για να πας παρακάτω. Θυμήσου, κουβέντα σε κανένα ούτε στην μάνα σου ούτε στον πατέρα σου ούτε στις αδελφές σου ούτε στις φίλες σου).


Έσπρωξα την πόρτα και μπήκα: «η θειά Μαριγώ λέει η θεία να πάει στο σπίτι, την θέλουν» είπα.


Η Πέννυ, γύρισε με κοίταξε καθώς σηκωνόταν «βρε τι όμορφος που είναι ο εγγονός θεία»


«Μιρ για πο για νοτσικ κοκτρασ’ δε νουκ να γκικετ» (καλός είναι αλλά είναι λίγο χοντροκέφαλος και δεν μας ακούει)  είπε η γιαγιά καθώς σηκωνόταν.


«έλα θεία φαίνεται καλό παιδί κι έχει το όνομα του θείου, έτσι;» με κοίταξε κι εγώ κούνησα το κεφάλι προς τα κάτω


«μι τσι θούα, τ’ μος μπράζετ κοσμι νγκα έμριν γαιδούριτ» (μωρέ τι μας λες για να μην λείψει από τον κόσμο το όνομα του γαϊδουριού)  είπε η γιαγιά.


«έλα βρε θεία μην μιλάς έτσι για τον θείο»


«ντι τσι θόμι π’ρ μπούρατ: φολ μπούρι πόρδ γαιδούρι. Νανι ε καταλάβε εδε τι. Αιντε Βούλιε ικ ψε σντούα τ’ μι βιν κουτού Μαριγώια. Αίντε μανάρε δε εθαμ: μος νι φιαλ’ γκιακούν» (ξέρεις τι λέμε για τους άντρες; Μίλησε ο άνδρας κι έκλασε το γαϊδούρι. Τώρα το κατάλαβες κι εσύ. Άιντε Βουλια, φύγε γιατί δεν θέλω να μού έρθει εδώ η Μαριγώ. Άιντε μανάρι μου και είπαμε: κουβέντα σε κανέναν).


Στο μεταξύ η Πέννυ καθώς έφευγε μού έδωσε ένα δεκαδόλλαρο που τόσα χρόνια μετά ακόμα το φυλάω.


Πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβω τι γινόταν τότε και γιατί η γιαγιά μου παρηγορούσε την . . . θεά.


Σήμερα, οι νέες κοπέλες αποφασίζουν οι ίδιες για την ζωή τους, για το σώμα και τις σχέσεις τους. Τις χαίρομαι και τις καμαρώνω. Δεν παίρνουν βέβαια πάντα τις σωστές αποφάσεις αλλά στο κάτω κάτω η ζωή είναι δική τους κι ας πληρώσουν το τίμημα των επιλογών τους.


Δεν ήταν όμως πάντα έτσι τα πράγματα. Κι όταν αναφερόμαστε στο παρελθόν, εκεί γύρω στην δεκαετία 1950 – 1960 και μέχρι ίσως το 1970, η θέση της κοπέλας στην αρβανίτικη κοινωνία του χωριού δεν ήταν εύκολη.


Δεν είναι πάντα το παρελθόν ρομαντικό κι όμορφο.


Βλέπω καμιά φορά αναρτήσεις στο φείσμπούκ με γιούκους με προικιά αλλά δεν μπορούμε να φανταστούμε τι πόνος και τι ξενύχτι ήταν στοιβαγμένος μαζί με τα ρούχα τα στρωσίδια και τα κεντίδια ενός τέτοιου γιούκου, χαρμόσυνου κατά τα άλλα. Τι προσδοκίες για μια καλή ζωή ήταν στοιβαγμένες πάνω στον γιούκο.


Προκαταλήψεις, σκοτεινές παραδόσεις, και άγνοια για βασικά θέματα ζωής και ανθρώπινης φυσιολογίας, δημιουργούσαν ένα πλαίσιο αποπνικτικό για την νέα γυναίκα εκείνης της εποχής. Η περίοδος, η έμμηνος ρύση, για παράδειγμα, ήταν μεγάλη ντροπή αντί ευλογία: η γυναίκα θεωρούνταν βρώμικη, δεν πήγαινε στην εκκλησία και δεν θεωρούνταν σωστό ακόμα και το . . . πλύσιμο. Δράμα.


Όσο για τον έρωτα, αυτό ήταν μέγα αμάρτημα υπό διωγμόν και η ενημέρωση περί τα σεξουαλικά ήταν εξοβελισταία. Με σιγανοψυθιρίσματα φιλενάδων ή από κάποιες πιο ελευθρόστομες παντρεμένες στις εργατιές ό, τι άκουγαν, μάθαιναν. Ο σύζυγος ήταν απόλυτη επιλογή του πατρός και η τελική συμφωνία για γάμο ερχόταν ως αποτέλεσμα σκληρών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις δύο οικογένειες του γαμπρού και της νύφης. Και μετά έρχονταν τα «ψώνια στην Αθήνα» οπόταν η διακόρευση της κοπέλας κι έπειτα η ζωή τα έβαζε όλα στην τάξη της και σε καδραρισμένες φωτογραφίες στους τοίχους.


Σε όλα αυτά, η κοπέλα δεν είχε κανέναν ρόλο παρά μόνον το χαμηλό βλέμμα την βραδιά του λογοδοσίματος, όταν θα σερβίριζε τους συμπεθέρους. Κι αν κάποια χώριζε; Ωιμέ την άμοιρη! Συνήθως θα εύρισκε άντρα σε άλλο χωριό διότι ποιος θα έπαιρνε μιαν . . . «κατεστραμμένη».


Ο θείος Γιώργης, ο γείτονας μας, είχε τρείς κόρες. Δεν είχε αγόρια. Εκείνον τον καιρό οι κοπέλες ήταν βάρος διότι έπρεπε ο πατέρας και η μάνα να φροντίσουν για την προίκα της κι αυτός είχε τρείς! Μπορεί για αυτό ο θείος Γιώργης να ήταν μονίμως θυμωμένος και άγριος. Δεν ήμασταν συγγενείς αλλά όπως λέγαμε τις γυναίκες «θεία» έτσι λέγαμε τους μεγάλους άνδρες «θειους». Τους αληθινούς θείους τους λέγαμε «μπάρμπα» και «μαπρμπάτσ’» πιο χαϊδευτικά.


Η μεγάλη κόρη του, η Βούλια, ήταν άριστη μαθήτρια και πανέμορφη. Στο σχολείο και περνούσε τις τάξεις σαν αέρας: άνετα κι εύκολα. Ο θείος ο Γιώργης όμως με το ζόρι κρατιόταν. Του έλειπαν τα παραγωγικά χέρια της Βούλιας . Ο θείος έκανε υπομονή, αν και μέσα του έβραζε, και την άφησε να πάει μέχρι την 6η Γυμνασίου (σημερινή 3η Λυκείου). Αλλά όχι κάθε μέρα «βρε τσι να θούα; Ώστε κένι διαγώνισμα εδε μουτ. Μενάτεν κέμι τ΄τριγισμ . Άιντε μμπλίδου μπάσκ, μος τ΄νίσ με βίτσ’ ν» (βρε τι μας λες; Ώστε έχετε διαγώνισμα και σκατά. Αύριο πρωί έχουμε να τρυγήσουμε. Συμμαζέψου μην σ’ αρχίσω με την βίτσα).


Κι η Βούλια, το αστέρι των Μαθηματικών, καλό κορίτσι, έσκυβε το κεφάλι και πήγαινε στο αμπέλι αχάραγα.


Ο καθηγητής των Μαθηματικών τόλμησε κάποτε να πει στον θείο ότι η Βούλια αξίζει να συνεχίσει τις σπουδές,  «είναι μαθηματικό μυαλό κύριε Γιώργο», αλλά πού ο θείος: «κοπίλιετ για π’ρ τ’ μαρτόνεν δε π’ρ πούν, νουκου γιαν π’ρ τ΄έτσεν νγκα δρόμ΄τ» (οι κοπέλες είναι για να παντρεύονται  και για δουλειά, δεν είναι να γυρίζουν στους δρόμους).


Ο θείος Γιώργης, μεγαλόσωμος, αθυρόστομος και με βροντώδη φωνή, ήταν μια μόνιμη εκπομπή απειλητικών μηνυμάτων βίας και σκληρότητας. Ποιος τολμούσε να του αντιμιλήσει;  Γύριζε από την συνάντηση με τον καθηγητή και διηγιόταν στο καφενείο την παλληκαρήσια στάση του: «γκιγκιουνι τσι μ’ θα άι μαλάκα καθηγητίου: τ’ λιέ βάιζαν τ’ σπουδάς. Βρε άι κίχου βρε χέρδε τσι τ΄μ’ μπ’σ κουμάντ’ τι νε βάιζαν τιμε. Ώστε ντο τε λλε΄βαίζ’ν τε βέτε νε Αθήν τ΄μπενετ πουτ’ν» (ακούστε τι μού είπε αυτός ο μ. . ας. ο καθηγτής: να αφήσω την κόρη μου να σπουδάσει. Βρέ άντε γ . . . βρε αρχ . . . που θα μού κάνεις κουμάντο στην κόρη μου. Ώστε να αφήσω το κορίτσι να πάει στην Αθήνα να γίνει πουτάνα) έλεγε τσαντισμένος ο θείος Γιώργης και κορδωνόταν  που αντιστάθηκε στην απόπειρα διαφθοράς.


Η γιαγιά μου «βίτσι» (βόδι) τον ανέβαζε «ντέρ» (γουρούνι) τον κατέβαζε και δεν τον χώνευε καθόλου.


Κι έτσι η Βούλια, άφησε την τελευταία τάξη Γυμνασίου στην μέση και δεν πήρε απολυτήριο γιατί εκείνη την χρονιά οι φακές είχαν χορτάρι και έπρεπε να τις σκαλίσει. Κι αντί να λύνει εξισώσεις, άρχισε τα θερίσματα και τα ζυμώματα.


Εκείνο το φθινόπωρο είχαν σκάσει τα βαμβάκια για τα καλά κι ήταν χαρά να τα μαζεύεις. Αφράτο το βαμβάκι ξεχείλιζε από την καρύκα και έβγαινε σαν αφρός. Μόνον όποιος έχει μαζέψει βαμβάκι μπορεί να εκτιμήσει αυτό που γράφω. Γέμιζαν γρήγορα οι ποδιές των γυναικών που τις άδειαζαν μετά σε μεγάλους σάκους διάσπαρτους στο χωράφι. Η Βούλια με τις αδελφές της και με κάποιες άλλες γυναίκες ήταν σκυμμένες στο μάζεμα. Ήταν μόνον γυναίκες στο χωράφι διότι «μπλίδιε μπουμπάκουτ για π΄ρ γκρατ δε ρουμό βρεστ'τ γιαν π΄ρ μπούρατ» (το μάζεμα του βαμβακιού είναι για τις γυναίκες ενώ το σκάψιμο του αμπελιού είναι για τους άντρες).


Η Βούλια όλον αυτόν τον καιρό δεν είχε σταματήσει να σκέφτεται το πώς θα πείσει τον πατέρα της να την αφήσει να συνεχίσει τις σπουδές. Τι μπορεί να σταματήσει το όνειρο μιας νέας κοπέλας;


Ήταν προχωρημένο απόγευμα κι ο ήλιος έγερνε προς τον Ελικώνα. Από μακριά φάνηκε να έρχεται ένα αυτοκίνητο μπροστά από ένα σύννεφο σκόνης. Το γνώρισαν: ήταν το ταξί του χωριού. Το ταξί πλησίασε και σταμάτησε κι από μέσα κατέβηκε ο θείος Γιώργης εμφανώς πιωμένος και γελαστός «τσι ρίνι γκρα. Ετσνι, βέμι νε κατούντ’. Μπ’μ γαμπρό» (τι καθόσαστε γυναίκες. Φύγετε, πάμε στο χωριό. Κάναμε γαμπρό).


Οι γυναίκες γύρισαν και κοίταξαν γελώντας την Βούλια. Ο θείος Γιώργης κοίταζε την Βούλια. Η θεία Μαριγώ, η μάνα της, οι αδελφές της κοίταζαν την Βούλια. Όλοι την Βούλια κοίταζαν.


«για σιουμ μιρ ντιάλ χωστιανίτ’ δε σ’ρμπεν νε Αμερικί. Ατιε καν μαγαζί π’ρ τ χασ’, σι ταβέρν. Μαρτ΄τ’ μόρτια. Σιουμ παρά τ’ θάσ’. Φαρε παρά σ’ ντο νγκα νέβε πο ου ο γιαπ τσα πακ» (είναι πολύ καλό παιδί, από τα Χώστια και δουλεύει στην Αμερική. Εκεί έχουν μαγαζί για να τρώει ο κόσμος, σαν ταβέρνα ένα πράμα. Σκέτη τρέλα. Πολλά λεφτά σού λέω. Δεν θέλει λεφτά (προίκα) από εμάς αλλά κάτι λίγα θα του δώσω) έλεγε ο θείος Γιώργης και τρέκλιζε ανάμεσα στις βαμβακιές. «Ντάρσμα ο μπένετ νε νιτρ’ν γιαβ ψε ντιάλι κα πουν ατιε νε Σικάγο εδε ντο τ’ μαρ Βούλιεν πασόε. Άντε βέμι ψε ο να έρδ΄ν συμπεθερ΄τ σόντε» (ο γάμος θα γίνει την ερχόμενη εβδομάδα γιατί το παιδί (ο γαμπρός) έχει δουλειά εκεί στο Σικάγο και θα πάρει την Βούλια μαζί του. Άντε πάμε γιατί θα μας έρθουν οι συμπέθεροι απόψε).


Οι γυναίκες πλησίασαν την Βούλια και την αγκάλιαζαν και τις έλεγαν ευχές και συχαρίκια κι αυτή είχε μείνει ακίνητη, ψηλή, πανέμορφη με μια ωχρή γκριμάτσα σαν χαμόγελο και σε κάποια στιγμή η μάνα της κοίταξε χαμηλά στο δεξί της χέρι που έσταζε αίμα και μέσα από τα δόντια της είπε «μόι ινταρ κουρ ουπρέσιε;» (κακομοίρα μου πότε κόπηκες;)


Κι ήταν τα νύχια της Βούλιας και μια κομμένη καρύκα μέσα σε μια γροθιά απόγνωσης  που είχαν χωθεί στην παλάμη της και την είχαν κόψει βαθιά κι έσταζε αυτό το αίμα της απελπισίας της στις τσακισμένες βαμβακιές.

 Παλαιστής


(διηγείται ο μπάρμπα Μήτσιος)


Παλαιστής


Τον Φεβρουάριο, όταν είχε μαλακώσει το χώμα, αρχίζαμε να σκάβουμε τα αμπέλια. Ο πιο γερός πήγαινε πρώτος και λοξώς, σαν την φάλαγγα του αρχαίου Επαμεινώνδα, ακολουθούσαμε οι άλλοι. Στα διαλείμματα, γιατί δεν γινόταν το σκάψιμο να είναι συνεχές, μερικοί προκαλούσαν για πάλη. Κι εκεί ανάμεσα στα κούτσουρα γινόταν παλαίστρα το μαλακό ανοιξιάτικο χώμα.


Κανείς δεν προκαλούσε όμως τον Λιάμη, ένα μάτσο μύες χωρίς δράμι λίπος, ένα Ηρακλέα εκεί γύρω στα ένα κι ογδόντα. Όταν πηγαίναμε στο βουνό για ξύλα, ο Λιάμης τέλειωνε πρώτος και καλύτερος γιατί ξερίζωνε τα πουρνάρια με μια τρομακτική ευκολία.


Στα 1907, ο μπάρμπα Πήλιος, ο πατέρας του Λιάμη με τα δώδεκα παιδιά, του είπε να πάει στην Αμερική. Ακούγαμε τότε στο χωριό για εκείνον τον παράδεισο επί της Γης κι ονειρευόμαστε. Μαζί με τον Λιάμη, ο μπάρμπα Πήλιος, του είπε να πάρει μαζί του και τον Κίτσιο. Είκοσι χρονών ο Λιάμης, δεκαοκτώ ο Κίτσιος αλλά τελείως διαφορετικός από τον Λιάμη. Λεπτός, σχεδόν εύθραυστος, ξανθός και όμορφος και με γλυκύτατη φωνή.


Όταν τον σταύρωσε η θεια Τασία, η μάνα του, στην αναχώρηση του είπε «τ’ κεσ’ έν΄ νε βλαν’ν» (να έχεις τον νου σου στον αδελφό σου).


Βάλανε κάτι ρούχα στο ταγάρι και με τα πόδια πήγαν μέχρι το λιμάνι της Νούσας, στην Δομβραίνα. Ήταν κι άλλα δέκα παιδιά, όλοι παλληκαρόπουλα μέχρι τα είκοσιπέντε χρόνια, από τα διπλανά χωριά, Μαυρομμάτι, Νιχώρι και Παλιοπαναγιά. Από εκεί με το καΐκι ενός από το Κακόσι, πέρασαν απέναντι στο Ξυλόκαστρο και μετά με το τραίνο έφτασαν στην Πάτρα. Εκεί βρήκαν τον ατζέντη που τους έφτιαξε τα χαρτιά κι στις 26 Μαρτίου 1907 μπήκαν σε ένα αυστριακό βαπόρι.


Τούς έχωσαν στο δεύτερο αμπάρι.


Το βαπόρι έπιασε Νάπολι, Παλέρμο και γέμισαν τα αμπάρια με νιάτα. Σωρός οι νεαρές ανθρώπινες ψυχές πήγαιναν στην Αμέρικα. Σε μία γωνιά πήγαν οι γυναίκες κι άπλωσαν ένα παραβάν με σεντόνια. Οι άλλοι βολεύτηκαν σε κάτι κουκέτες και ξάπλα στο δάπεδο.


Το ταξίδι κράτησε περίπου είκοσι ημέρες. ¨Έκανε κρύο και αραιά και που κάποιος έβγαινε στο κατάστρωμα. Στο εισιτήριο ήταν και τα φαί αλλά ο Θεός να το κάνει φαί αυτόν τον πολτό που τούς δίνανε.


Ένα βράδυ, άκουσαν κάποιους Ιταλούς που είχαν μπει στο Παλέρμο να μιλάνε την γλώσσα τους, Αρβανίτικα. Μάλιστα ένας από αυτούς άρχισε να τραγουδάει ένα αργό λυπητερό τραγούδι. Κι από αυτόν πήρε την συνέχεια ο Κίτσιος κι όλοι σώπασαν μαγεμένοι: άκουγαν το τραγούδι του Κίτσιου και στο τέλος χειροκρότησαν και είπαν μπράβο.


Μιαν άλλη βραδιά, έκαναν αγώνες πάλης. Ε, εκεί έλαμψε το άστρο του Λιάμη: με ένα χέρι τους έριχνε όλους με την μία κάτω. «Ερκούλ» (Ηρακλή) τον φώναζαν οι Ιταλοί και τον κοίταζαν με δέος και χειροκροτούσαν.


Έτσι γνωρίστηκαν με τον Λούκα, έναν μελαχρινό κοντό από ένα χωριό κοντά στο Παλέρμο.


Στις 17 Απριλίου 1907 έφτασε στο περίφημο Έλλις Άιλαντ, έξω από την Νέα Υόρκη. Οι Ερημοκαστραίοι είχαν πρόσκληση από ένα συγχωριανό να πάνε στο Τζάκσονβιλ, κοντά στο Σικάγο να δουλέψουν στους σιδηρόδρομους.


«πουν ατιε για ερ’ντ» (η δουλειά εκεί είναι σκληρή) τους είπε ο Λούκα. Αυτός πήγαινε κι ερχόταν στην Σικελία κι έψαχνε για διάφορα άτομα. Κάτι σαν ατζέντης. Τους είπε ότι μπορεί να τους τακτοποιήσει στην Νέα Υόρκη σε εστιατόρια και καζίνα, καφέ σαντάν. «ιτ βλα ντο τ’ μαρ σιουμ παρά π’ρ τ’ κ’ντον’. Γκιγκιου τσι τ’ θομ» (ο αδελφός σου θα πάρει πολλά λεφτά για να τραγουδάει. Άκου τι σου λέω) είπε ο Λούκα.


Όταν ξεμπέρδεψαν με τους ελέγχους και πήραν σφραγισμένα τα χαρτιά, μόλις πάτησαν στην προβλήτα της Νέας Υόρκης, φιλήθηκαν και χαιρετήθηκαν με τους άλλους και ο Λούκα, μαζί με άλλους Σικελούς τους πήρε μαζί του.


Με τραμ φτάσανε σε μια περιοχή με μικρά σπίτια. Παιδιά έπαιζαν στις λάσπες και μαμάδες φώναζαν. Μαγαζιά είχε στα πεζοδρόμια.


Φτάσανε σε ένα ρεστοράν. Κάτσανε και σε λίγο ήρθαν στο τραπέζι τους δύο τύποι.


«Μιρ σ’ έρδ’τ. Λούκα να θα σε ψε ντόνι πούν» (καλώς ήρθατε. Ο Λούκα μας είπε ότι θέλετε δουλειά)


Ο Λιάμης κούνησε το κεφάλι καταφατικά «ντούαμ» (θέλουμε).


«μιρ. Ρίνι κουτού, χάνι πίνι δε ντο τ’ βιμ΄πράπα) (καλά. Καθήστε εδώ, φάτε πιέτε και θα έρθουμε πάλι) κι έφυγαν.


Πράγματι σε λίγο το τραπέζι γέμισε με κάτι τεράστιες μπριζόλες, πατάτες, κρασί. Τα αδέλφια άρχισαν να τρώνε και να πίνουν.


Κι έτσι ο Κίτσιος άρχισε να δουλεύει στο «ρεστοράν», στην κουζίνα κι όταν πέρασε λίγος καιρός κι έμαθε τα αμερικάνικα και κάτι Ιταλικά τραγούδια, ήταν πλέον τραγουδιστής. Ωραίος, κομψός, είχε γκραν σουξέ και πολλές επιτυχίες στις γυναίκες.


Ο Λιάμης άρχισε να δουλεύει στα σφαγεία. Έμαθε γρήγορα την δουλειά κι έτσι που ήταν γερός δεν είχε πρόβλημα. Μια φορά με μια γροθιά ξάπλωσε κάτω ένα βόδι.


Τα δύο αδέλφια ζούσαν μαζί σε ένα δωμάτιο που τούς εξασφάλισε ο Λούκα.


Όταν γύριζε από την δουλειά ο Λιάμης, πήγαινε στο ρεστοράν κι από μια γωνιά άκουγε του Κίτσιο που τραγουδούσε και που τώρα είχε γίνει «Κρις». Του κάθονταν στα γόνατα οι χορεύτριες και τον φιλούσαν κι ο Λιάμης ζήλευε. Αυτόν, άγριο και σκυθρωπό, καμία δεν τον πλησίαζε.


Μια βραδιά έγινε μια φασαρία και κάποιος πήγε να κτυπήσει τον Κρις. Για πότε βρέθηκε έξω από το μαγαζί με το πλευρά σπασμένα από τις μπουνιές του Λιάμη ούτε αυτός το κατάλαβε. Από τότε ο Λιάμης αναβαθμίστηκε σε επίσημο "μπράβο" του καταστήματος κι έφυγε από τα σφαγεία. Ο Λούκας κατά καιρούς του «ανέθετε» κι άλλες τέτοιες «εργασίες τακτοποίησης». Ήταν η περίοδος που οργανωνόταν η Μαφία στην περιοχή και γρήγορα ο Λιάμης είχε δουλειές να κάνει.


Είχαν περάσει μερικά χρόνια. Από την πατρίδα τα νέα ήταν άσχημα: πόλεμος. Μάλιστα σε ένα γράμμα ο μπάρμπα Πήλιος τους έγραφε πως δύο αδέλφια τους είχαν πάει στρατιώτες κι ότι ίσως έπρεπε κι εκείνοι να γυρίσουν πίσω.


Αλλά τα πράγματα πήγαιναν καλά για τα δύο αδέλφια. Το αστέρι του Κρις έλαμπε στο καλλιτεχνικό στερέωμα και ο Λιάμης στοίβαζε στα σοκάκια της συνοικίας τους αντίπαλους της συμμορίας.


Κάποια χαράματα ο Λιάμης ξύπνησε και δίπλα του ο Κρίς είχε πεθάνει αιφνιδιαστικά στον ύπνο του. Από τότε έπαθε το μυαλό του. Περπατούσε όλη ημέρα και πήγαινε σε διάφορα στέκια γνωστών. Καθόταν σιωπηλός σε μια γωνιά. Κουνούσε το κεφάλι και ψιθύριζε «ψο βλα σκιε γκ’» (σώπα αδελφε δεν έχεις τίποτα). Σε λίγο έφευγε για την επόμενη στάση. Χαλούσε ένα ζευγάρι παπούτσια σε δύο εβδομάδες κι αυτό ήταν το βασικό έξοδο της Οικογένειας. Διότι εξακολουθούσε να δέρνει και να «τακτοποιεί» όταν ο Λούκα του το ζητούσε.


Η τελευταία φορά που υπήρξε επικοινωνία με το χωριό ήταν στα 1948. Ένας από τους ανιψιούς του ήταν στην Μακρόνησο προς «ανάνηψη» και ο Λιάμης ως θείος σώφρων και μη ξέροντας ακριβώς τι γίνεται στην Ελλάδα, του έστειλε 10 δολλάρια και στο δελτάριο έγραφε «αγαπητέ ανιψιέ να είσαι καλά και να προσέχεις τους κομμουνιστές. Εδώ τους ταχτοποιώ καλά. Μαθαίνω ότι εκεί παίρνουν τα παιδιά». Ο ανιψιός κράτησε το 10δόλλαρο κι έσκισε τσαντισμένος το δελτάριο.


Ο Λιάμης χάθηκε στην Ν. Υορκη και δεν μάθαμε τίποτα για αυτόν ξανά.

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

 Πληγωμένα άλογα


Ποτέ δεν ήμουν διαβαστερός. Το διάβασμα το βαριόμουν αφάνταστα και για αυτό προφανώς και δεν προχώρησα στις σπουδές μου επαγγελματικώς. Έμεινα ένας απλός υπάλληλος του οποίου η ζωή υπήρξε και συνεχίζει να είναι εντελώς συνηθισμένη κι απολύτως προβλέψιμη.

Κατά καιρούς ακούω ή έχω φίλους που παρακολουθούν αυτά τα θέματα, και μου λένε να διαβάσω κάποιο βιβλίο, συνήθως μυθιστόρημα η διήγημα. Λοιπόν μού κάνει εντύπωση ότι σε αυτά περιγράφονται όλο ακραίες καταστάσεις και περίεργες. Μέχρι κάποια χρόνια απορούσα που τα φαντάζονται όλα αυτά οι λογής γραφιάδες αλλά με τον καιρό, βλέποντας στην τηλεόραση αλλά και στις εφημερίδες κάθε είδους διαστροφή κι έγκλημα, πήρα την απάντηση.

Οπότε η ζωή η δική μου, δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για κανένα συγγραφέα και κανείς δεν θα ασχοληθεί μαζί μου. Από αυτή την άποψη νομίζω ότι έχω κερδίσει κάτι: η ζωή μου είναι απολύτως δική μου!

Ζω λοιπόν μια συνηθισμένη ζωή, σαν την δική σας φαντάζομαι, κι ο λόγος που γράφω τώρα είναι η θειά Βασίλω.

Μέχρι πρόσφατα ήμουν παντρεμένος με την Ελένη. Παιδιά δεν κάναμε και η ζωή μας ήταν εντελώς απλή και χωρίς απαιτήσεις. Με την Ελένη γνωριστήκαμε κατά τύχη αλλά τώρα δεν θυμάμαι που ακριβώς. Στην Αθήνα κάπου. Παντρευτήκαμε εντελώς συνηθισμένα και ζούσαμε στα Κάτω Πατήσια, σε ένα δυάρι, στο νοίκι.

Αφού δεν ήμουν καλός μαθητής, ήρθα στην Αθήνα σε μια τεχνική σχόλη και κόλλησα στο Τμήμα Τεχνικής υποστήριξης σε μια επιχείρηση που πουλούσε πλυντήρια σε ξενοδοχεία και νοσοκομεία. Η Ελένη δούλευε σε ένα σούπερ μάρκετ: ξεκίνησε από καθαρίστρια κι είχε φτάσει να είναι στο ταμείο.

Ζούσαμε με έναν απλό τρόπο που ο καθένας μπορεί να τον φανταστεί: σπίτι – δουλειά – σπίτι. Στο χωριό πήγαινα σπάνια κι ειδικά από όταν πέθαναν οι γονείς μου δεν πήγαινα σχεδόν καθόλου. Ό,τι κτήματα είχαμε πήγαν για προίκα στην αδελφή μου με την οποία δεν είχαμε και πολλά: κανά τηλέφωνο στις γιορτές ή κάνα νέο για κηδείες.

Εμένα μού άρεσε η ζωή αυτή, πολύ. Το ίδιο και στην Ελένη. Και οι δύο είμαστε άνθρωποι του μέσου όρους σε όλα μας εκτός από τα παιδιά. Όσο το σκέφτομαι πάντως ούτε τα πολυθέλαμε –η Ελένη κυρίως- διότι κάτι θα είχαμε κάνει. Αλλά εφόσον δεν προέκυπτε εγκυμοσύνη με το απολύτως σύντομο και απλό σεξ που κάναμε, κανείς μας δεν αναζήτησε άλλη λύση. Εξ άλλου τότε μόνον οι εκκλησίες υπήρχαν και τα μοναστήρια αλλά σε εμάς αυτό δεν είχε «κολλήσει».

Πέρασαν τα χρόνια και πενηνταρίσαμε αμφότεροι η Ελένη δύο χρόνια πιο μικρή από εμένα και η μόνη διαφορά στην ζωή μας ήταν οι εκδρομές: οι συνάδελφοι της Ελένης στο σούπερ μάρκετ πήγαιναν εκδρομές ανά την Ελλάδα οπότε ακολουθούσα κι εγώ, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον.  Εκεί είδα ότι όλοι σχεδόν είναι σαν κι εμάς, εντελώς απλοί και προβλέψιμοι, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για να γίνουν ήρωες σε βιβλία. Ακόμα κι εκείνοι που είχαν παιδιά μιλούσαν με τον ίδιο τρόπο και χρησιμοποιούσαν τους ίδιους όρους, οπότε σκεφτόμουν ότι πάλι τα ίδια είμαστε.

Κατάλαβα ότι αυτή η ζωή ήταν η δική μου ευτυχισμένη ανάγνωση του κόσμου και ο απόλυτος έρωτας για εμένα όταν αρρώστησε με το . . . «καταραμένο»  η Ελένη. Εκδηλώθηκε καρκίνος άγριος πεινασμένος και μέσα σε έξι μήνες την έφαγε.

Έβλεπα που σταφίδιαζε το κορμί της καθώς μπαινοβγαίναμε στα νοσοκομεία για τις θεραπείες κι ένοιωθα να την αγαπάω πιο πολύ. Δεν ήθελα να μού πεθάνει. Δεν ήθελα να μείνω μόνος διότι με την Ελένη, τώρα το κατανοούσα, ζούσα πραγματικά.

ΚΙ ένα βράδυ, προς το τέλος, κατέβηκα κάτω στο εκκλησάκι του νοσοκομείου, εγώ που δεν είχα ποτέ σκεφτεί γα εκκλησία και παπάδες. Κι εκεί, μαζί με κάτι γύφτισσες, ακούμπησα το μέτωπο μου στην μπροστινή καρέκλα κι έλεγα συνέχεια «γιατί;». Δεν ήξερα άλλη προσευχή και δεν ήξερα και πώς να μιλήσω στον Θεό ή στους αγίους. Μόνον ένα «γιατί;» και τίποτα άλλο. Κι εκείνο το βράδυ, εκεί, έκλαψα βαθειά όσο δεν είχα κλάψει ποτέ πριν και για κανένα. Έκλαψα για την Ελένη, για εμένα τόσο πολύ που δεν ξανάκλαψα πότε πια. Ούτε όταν έγινε η κηδεία στο χωριό –που να βρεις θέση στα νεκροταφεία της Αθήνας!

Κι έτσι άρχισα να πηγαίνω στο χωριό και πάλι. Είχε αλλάξει το χωριό: είχαν κτιστεί καινούργια σπίτια, είχε επεκταθεί προς τα έξω, κάτι στενούρες που ήξερα για δρόμους  τις είχαν κλείσει οι γείτονες. Πολλά σπίτια είχαν κλείσει. Οι ιδιοκτήτες είχαν πεθάνει και τα παιδιά ζούσαν εδώ και χρόνια στην Αθήνα.

Με την αδελφή μου συμφωνήσαμε και μού έδωσε ένα μικρό αποθηκάκι στην αυλή και το έκανα . . . γκαρσονιέρα. Εξάλλου, το παλιό μεγάλο σπίτι του πατέρα μας με τις αποθήκες έμενε άδειο. Ο γαμπρός μου δούλευε σε εργοστάσιο και τώρα ήταν στην σύνταξη και οι δύο κόρες της αδελφής μου είχαν παντρευτεί η μία στον Βόλο κι η άλλη στην Δράμα.

«αδερφέ, τώρα όλοι μόνοι μας είμαστε» μού είπε χωρίς κανένα συναίσθημα η αδελφή μου όταν μού έδωσε το αποθηκάκι.

Πήγαινα στο χωριό κάθε Σάββατο κι έφευγα την Κυριακή το βράδυ. Έβγαινα στο καφενείο και στην αρχή όλο και κάποιος με καλούσε στο τραπέζι, με κερνούσε. Με τον καιρό, κέρασα κι εγώ αλλά καθώς για ποδόσφαιρο δεν ήξερα, τα αγροτικά και τα πολιτικά τα αγνοούσα, ξερή και πρέφα δεν ήξερα, με αφήναν μόνο μου κι εγώ άφηνα τους ήχους τους καφενείου να με κυκλώνουν.

Κι εδώ συνειδητοποιούσα ότι οι βίοι των ανθρώπων όλων είναι έξω από τα μυθιστορήματα.  Απλοί, προβλέψιμοι, βαρετοί. Δηλαδή τα μυθιστορήματα δείχνουν μια ζωή εκτός της ζωής μας κι ίσως για αυτό να αρέσουν; Αλλά τότε ποια η χρησιμότητά τους; Τέλος πάντων.

Αυτό μού έδωσε μια κάποια ηρεμία διότι μετά την κηδεία της Ελένης, είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι η ζωή μου πήγε τζάμπα κι ότι μια τέτοια ζωή δεν αξίζει. Και να τώρα που έβλεπα ότι τελικά αυτή είναι η ζωή των ανθρώπων και με έπιασε μια απορία για το τι θα γίνει τελικά και με εμένα και με όλους αυτούς γύρω μου. Δηλαδή το νόημα της ζωής τώρα ήταν να δω τελικά την εξέλιξη της ζωής της δικής μου και των άλλων γύρω μου που παρόλες τις προβλέψεις είχε μερικές παρεκκλίσεις. Για να δούμε λοιπόν.

Πήγαινα στο νεκροταφείο συχνά όχι τόσο για να ανάβω το καντήλι της Ελένης –τα έφτιαχνε η αδελφή μυ αυτά- όσο για να βλέπω τους τάφους και να θυμάμαι τους νεκρούς όπως τους ήξερα κι έτσι θυμόμουν και τα παιδικά μου χρόνια.

Θυμάμαι τον γείτονα μας τον κυρ Μήτσο, τεχνίτης τρακτέρ και λοιπών εξαρτημάτων. Όταν είχα πεθάνει, είχε μαζευτεί όλο το χωρίο να τον τιμήσει. Έφτιαχνε τα πάντα: υνιά για όργωμα, καλλιεργητές, αλέτρια. Τον θυμόμουν γελαστό γέρο που είχα πάει μια φορά να κολλήσω κάτι ρουλεμάν στο πατίνι μου. Και τον έβλεπα τώρα να μού χαμογελάει θλιμμένα στην φωτογραφία στο μνήμα του και να γράφει την ηλικία θανάτου του 55 ετών. 55 ετών γέρος! Κι εγώ νάμαι στα 62.

Φεύγοντας από το νεκροταφείο, ανέβαινα προς την αγορά  κι ακούω το όνομα μου «Βαγγέλ’ έλα να πιούμε έναν καφέ». Ήταν η παλιά συμμαθήτρια μου, η Μαρία, που κι αυτή είχε χάσει τον άνδρα της πριν μερικά χρόνια. Αλλά αυτή είχε τα παιδιά της και τα εγγόνια της, σκεφτόμουν.

Πήγα. Η Μαρία δεν σταμάτησε να μιλάει. Μέχρι να γίνει ο καφές και να το πιούμε πέρασε όλη την ζωή μας από τα παιδικά μας χρόνια μέχρι και τα εγγόνια της που δεν τώρα πια δεν κάνουν επιδείξεις όπως εμείς τότε; Θυμάσαι;

Τέλος πάντων, σηκώθηκα να φύγω. Την ευχαρίστησα και της είπα ότι ίσως ξαναπεράσω.

Είδα στο παράθυρο να με κοιτά η θεία Βασίλω, πρώτη ξαδέλφη της μάνας μου. Δεν γινόταν να μην πάω.

«τ΄ τ΄ πιέκ καφέ;» (να σού ψήσω καφέ;) με ρώτησε όταν κάθισα.

«γιο βρε θιάκ, πιβα νε Μαρίεν» (όχι βρε θεία, ήπια στης Μαρίας)

«Ο τ΄ βιν΄νι τσίπουρο μπαρμπάτσι τ΄» (θα σου βάλω ένα τσίπουρο του θείου)

Η θεία Βασίλω ήταν μια γλυκομίλητη γυναίκα και πάντα καλότροπη.

«μιρ’ μπ΄ρε κου βάιτε να Μαρίεν. Κάλjι ι λιαβοσουρ' ψαξ τ' τσσονν' καλj'τ' λιαβοσουρ' π' ρ λj'πινν'ν λιαβομ'τ ετουρε νίρι νίτριτ». (καλά έκανες που πήγες από της Μαρίας. Το πληγωμένο άλογο ψάχνει να βρεί το πληγωμένο άλογο για να γλύφει το ένα το άλλο τις πληγές του) και γέλασε η θειά Βασίλω.

ΚΙ έτσι η θειά Βασίλω με ώθησε στο να κτυπώ τα πλήκτρα τώρα.

Καθώς περνάνε τα χρόνια βλέπω να γινόμαστε πολλά τα γέρικα πληγιασμένα άλογα και δεν θα ήθελα να ακούω τις σιχαμένες μύγες να μου ρουφάνε το αίμα. Πιο καλά ένα άλλο άλογο να είναι στο πλάι μου.

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

 

Ουκρανικό ουρί


Τέρμα δεν υπάρχει Θεός. Το αποφάσισα σήμερα. Κι αν υπάρχει δεν έχει σημασία. Θεός που βλέπει αυτό το πράγμα και δεν ρίχνει φωτιά να κάψει τον κόσμο όλο δεν υπάρχει. Τελείωσε. Αυτά που έλεγε ο γιατρός στην ταβέρνα, τις προάλλες, περί της μη υπάρξεως Θεού και σύγχρονης βιολογίας και παρλαπίπες, μπορεί να καταλήγουνε στα ίδιο συμπέρασμα αλλά εμένα στα αρχίδια μου. Έχω πιο σίγουρα επιχειρήματα για αυτό μην μου ξαναμιλήσετε για Θεό.

Αν υπήρχε Θεός δεν θα έπεφτε αυτό το μουνί στον Βασιλάκη. Το είδα με τα μάτια μου και έπαθα την πλάκα μου αλλά παρόλα αυτά δεν πίστευα. Ούτε και τώρα το πιστεύω.

Γύριζε, λέει, από την λαϊκή και σταμάτησε για καφέ και κατούρημα στο πεντηκοστό χιλιόμετρο, ξέρετε, στο σταθμό των αυτοκινήτων και μόλις παρκάρισε και κατέβηκε το ντάτσουν φορτωμένο με άδεια τελάρα, όχι τελείως άδεια δεν είχε πουλήσει όλα τα καρπούζια, άκου ρε, τον μαλάκα, τα καρπούζια να σκέφτεται και να λέει για την συνάντηση, που εμένα αν μου τύχαινε θα τα είχα παρατήσει όλα και τώρα θα ήμουν σε νησί της καραϊβικής, ξέρω γω, στο πιο μακρινό γήινο παράδεισο, μόνος μαζί της. Ένα τέτοιο παιδί αγκαλιάζεις και είναι σαν να κρατάς όλο τον κόσμο στα χέρια σου.

Κατέβηκε, λέει, να πάει για κατούρημα γιατί στην λαϊκή ξέχασε να πάει στο καφενείο που είναι εκεί δίπλα, άκου τον κωλόφαρδο, και βλέπει ένα κορίτσι, έτσι απλά, ένα κορίτσι, ο άσχετος με την ομορφιά, ο ανέραστος, να κάθεται στο κράσπεδο του παρκινγκ και της λέει αυτός που δεν ξέρω αν είχε μιλήσει ποτέ στην ζωή του, το κωθώνι,

- πάμε για καφέ,

έτσι για πλάκα, λέει,  της το είπε, δεν την ρώτησε αλλά το είπε.Και αυτή τον κοίταξε στα μάτια. Άκου ρε, στα πατομπουκαλωμένα μάτια του, τα γκαβά τον κοίταξε, λέει, και είδε καλοσύνη και ο Βασιλάκης είδε που ήταν κόκκινα τα μάτια της σαν κλαμένα αλλά δεν είπε τίποτα αλλά μόνο

- έλα

της είπε κι αυτή σηκώθηκε και τον ακολούθησε και της παρήγγειλε ο μαλάκας καφέ χωρίς να την ρωτήσει αλλά αυτή τον έκοψε και του είπε

- τσάι

έτσι σκέτο ούτε παρακαλώ ούτε συγγνώμη, μόνο τσάι, που στην γαμημένη ουκρανική της γλώσσα είναι το ίδιο με τα ελληνικά και αυτός γέλασε και είπε

- δεν πειράζει και τσάι και καφέ

γιατί η κοπέλα του σελφ σέρβις είχε ήδη αρχίσει να φτιάχνει τον καφέ.

Κάθισαν σε ένα τραπέζι και ο αιωνίως μουγκός και αμίλητος Βασιλάκης έγινε λαλίστατος κι άρχισε να λέει, στο μουνί το τρομερό, αντί να το γαμήσει επιτόπου μέσα στον κόσμο πάνω στο τραπέζι ο μικρόκαυλος και να μην λογαριάσει τίποτα, άρχισε να της λέει για την λαϊκή και τα προϊόντα που δίνει και τις άλλες μαλακίες, αντί να της πει για τα μάτια της που είναι θάλασσες και ρουφήχτρες και σε ρουφάνε και χάνεσαι για πάντα για το κορμί της που είναι πόθος συμπυκνωμένος για το βυζί της που είναι πύργος παγωτό για γλείψιμο και δάγκωμα για το μουνί της που είναι υγρό και ξεχειλίζει καύλα και απειλεί να πλημυρίσει και να πνίξει όλο τον κόσμο και τον ντουνιά, αντί να της πει κάτι για όλα αυτά της έλεγε ο ηλίθιος για τα μαρούλια και τα λάχανα  και πόσο  δύσκολο είναι να τα μαζέψεις πριν το χάραμα, σχεδόν νύχτα, μέσα στο κρύο και να φύγεις μετά πριν φέξει για την λαϊκή και να φτάσεις, να στήσεις τον πάγκο, να απλώσεις τα λαχανικά όλα και να ακούς την μία και την άλλη νοικοκυρά να λέει το δικό της και για τις μόνιμες πελάτισσες που έχει και για την γριά που έρχεται σε αυτόν και αρχίζει να του λέει πάντα την ίδια ιστορία για το γιό της που τον έχασε στον πόλεμο και ποτέ δεν τελειώνει η ιστορία λες και τελειώνει ο πόλεμος ή λες  και είναι ένας ο πόλεμος συγκεκριμένος αυτός στον οποίον χάθηκε ο γιός της κωλόγριας,  γιατί έρχεται άλλη πελάτισσα και θέλει μαρούλια και κάνει κριτική και όλα αυτά έλεγε ο γκαβός ο Βασιλάκης κι αυτή τον κοίταζε στα μάτια, αν είστε χριστιανοί, εσείς που είστε γιατί εγώ τέρμα, το είπαμε, άθεος και αντίχριστος για πάντα και εις αεί, και τον άκουγε και γελούσε με τις ανοησίες του Βασιλάκη και φωτιζόταν από τα μάτια της και λέπταινε ο αέρας στο σελφ σερβις καφέ του πεντηκοστού γιατί είχε κάτι το γέλιο της, το αερικό και το φευγάτο.

Με ποιανού τα λόγια γελούσε; Ναι καλά ακούσατε: Με του Βασιλάκη!  Που στο χωριό το είχαμε του κλώτσου και του μπάτσου, τσουτσέκι και βούρλο. Ανίκανος για οτιδήποτε, σκράπας στο σχολείο με το ζόρι τέλειωσε το Δημοτικό και μετά στην Τεχνική σχολή ηλεκτρολόγος ο αφώτιστος  κι ανάθεμα αν άλλαξε λάμπα ποτέ του και μετά στο στρατό ο στραβούλιακας αντί για γιώτα πέντε στα τσακ την γλύτωσε και υπηρέτησε κάπου με κάποιο μέσον στην Λάρισα και μετά ήρθε στο χωριό κι άρχισε να καλλιεργεί τα χωράφια του μπαμπά του που είχε πεθάνει από χρόνια. Που δεν έβλεπε που πάνε τα τέσσερα ο ανεκδιήγητος και ρωτούσε να μάθει πόσα ποτίσματα χρειάζεται το κρεμμύδι και με τι το ραντίζουμε για τη μουχρίτσα. Τον πιάσαμε από το χέρι και κοροϊδεύοντας τον κάναμε παραγωγό  λαϊκών αγορών. Μάλιστα. Επειδή δεν είχαν πολλά χωράφια οι δικοί του κι αυτά που ήταν ποτιστικά ήταν λίγα, αντί να τρέχει για επιδοτήσεις ο άχρηστος δούλευε για λάχανα και κηπευτικά και ω! του θαύματος του πρωτάρη και του ασχέτου όλα γίνονταν καλά κι ευτυχώς που δεν είχε κλήρο μεγαλύτερο ο Βασιλάκης γιατί θα μας είχε πηδήσει όλους. Αλλά αυτός χωράφι - σπίτι ούτε στην αγορά δε έβγαινε ο ακοινώνητος. Μόνο με τον γιατρό έκανε καμιά φορά παρέα και τον φαρμακοποιό και τον δουλεύαμε ότι θα γίνει νοσοκόμα,  ουπς,  νοσοκόμος ήθελα να πω ρε Βασιλάκη και γελάγαμε εμείς γέλαγε κι αυτό το ούφο.

Εγώ, όταν είδα ότι τα χωράφια και οι παραγωγές πάνε, πέθαναν και μόνο η επιδότηση μου έμενε, την έκανα για το εργοστάσιο. Είχε ανοίξει τότε το κλωστήριο του Παχίδη και ο Παναγιώτης ο Κοντός ήταν προσωπάρχης, τότε με το ΠΑΣΟΚ και με πήρε. Στην αποθήκη με βάλανε, στην παραλαβή πρώτων υλών. Ξεφορτώναμε με το κλαρκ το εκκοκκισμένο βαμβάκι. Είχα δίπλωμα επαγγελματικό, από τον στρατό, και με πήρανε γιατί μερικές φορές έπαιρνα και το φορτηγό να πάω τα έτοιμα στο βαφείο.

Πρωί στην παραγωγή, προλετάριος και μετά έκανα κάνα  ποτισματάκι, βοηθούσε και ο θείος Χρήστος σε κάνα όργωμα, τσιμπούσα και το παραδάκι από την Ένωση και όλα καλά.

Ο Βασιλάκης ήθελε να το παίξει γεωργός δήθεν ο βλαμμένος και δώστου και πάλευε.

Και ιδού εκείνη την ίδια ημέρα του λέει η Λιουντμίλα, το γαμάτο το παιδί που το βρήκε ο Βασιλάκης στο παρκινγκ και το κάλεσε για καφέ,

- τι ωραία που είναι όλα αυτά που λες

Έτσι στον ενικό, κατευθείαν το πουτανάκι. Κατάλαβες;

Και ο Βασιλάκης που τον υπόλοιπο καιρό δεν μπορούσε να μιλήσει καλά καλά, κάποιος τον φώτισε, δεν γίνεται, και εδώ είναι που αν υπάρχει Θεός αυτός είναι μόνο του Βασιλάκη και άρα δεν υπάρχει για μένα ούτε και για όλους τους άλλους, τον φώτισε λοιπόν ο θεός του και μέσα στο απίθανο, κούφιο μυαλό του διαμορφώθηκε η πρόταση πρόσκληση προς το ουκρανικό θεσπέσιο μουνί και κατέβηκε μέχρι το στόμα του και ψέλλισε:

-θέλεις να έρθεις μαζί μου;

Μεγάλωσαν κι έλαμψαν τα μάτια τα γκρίζα, τα μαύρα, τα γαλανά, τα καφέ τα με κάθε χρώμα του ουράνιου τόξου μάτια της και γέλασαν στον γυαλάκια Βασιλάκη και κούνησε το κεφάλι καταφατικά με

- ντα

και

- ναι

και γέλιο γιατί δεν είχε που αλλού να πάει. Άγγελος διωγμένος από τον Παράδεισο που αυτός υπήρχε μέχρι να φύγει η Λιουντμίλα και τώρα σίγουρα έχει κλείσει και ερημωθεί και κλαίνε οι ένοικοι, μπήκε στο αμάξι του Βασιλάκη και βγήκε στο άθλιο το σιχαμένο χωριό μας, γειτόνισσα μου και αφέντρα του πολύ σκοτεινού εαυτού μου η καργιόλα. Με μια τσάντα που είχε πιο πολλά βιβλία από κιλότες και φορέματα.

Εγώ την είδα την τρίτη ημέρα που είχε έρθει. Η δική μου, η βαρέλα, με ενημέρωσε ότι ο Βασιλάκης έφερε μια Ουκρανή, που θα μένει μαζί τους. Σιγά τα αυγά. Πριν τους Αλβανούς που έχει τώρα είχαν έρθει κάτι άθλιες Ρουμάνες και συσκεύαζαν τα λαχανικά του κεφτέ και πιο πριν κάτι Αλβανίδες. Πάντα κάποιες είχε για την δουλειά του. Άθλιες και ταλαίπωρες. Ποιές θα έρχονταν στον Βασιλάκη; Και πριν αρχίσει η εισβολή των λαϊκοδημοκρατικών ταλαίπωρων, στον για φτύσιμο γείτονά μου καμία σοβαρή ντόπια εργάτρια δεν πήγαινε από τις δικές μας, λες και θα χαλούσε το βιογραφικό τους! Καλές κι αυτές!  

Βασιλάκης – το σούργελο του χωριού. Ακοινώνητος και φοβισμένος. Άθλιος, κακομοίρης και ανθρωποδιώκτης. Μόνος του ότι έκανε και καμιά φορά κάποια ξαδέλφη του τον βοηθούσε. Έτσι κι αλλιώς εμείς αυτή την δουλειά του καθαρισμού και της συσκευασίας των λαχανικών την έχουμε γα γυναικεία και μόνο αργότερα, επί σοσιαλισμού σε πτώχευση, οι Αλβανοί κυρίως μπήκαν στου Βασιλάκη την αποθήκη. Μετά το έκανε συσκευαστήριο, πήρε και κάποια μηχανήματα αλλά εκείνος Βασιλάκης έμεινε.

Κοντός και χοντρουλός. Κατουριότανε μέχρι που πήγαμε τετάρτη δημοτικού. Έβλεπα τα στρωσίδια που τα άπλωνε η κυρά Μαριγώ η μάνα,  άγια γυναίκα, πως έβγαλε τέτοιο μπόυλη;

- Να τον προσέχεις Κώστα μου, τον φίλο σου. Ε;

μου έλεγε.

Φίλος μου ο ατελής, ο άφιλος. Σίχαμα από τότε. Τον δουλεύαμε κι αυτός δεν καταλάβαινε τίποτα ο βλάξ, των βλακών, ω βλάκα.

Μετά από τρείς ημέρες μου λέει η δικιά μου να πάμε να κάνουμε επίσκεψη στην Λιουντμίλα. Εγώ μέχρι τότε δεν είχα πάρει χαμπάρι τίποτα.

- Σε ποιάν;

- Στην Λιουντμίλα, την γειτόνισσα, του Βασιλάκη

μου κάνει

- Μπορεί και να παντρευτούν με τον Βασιλάκη, που ξέρεις;

μου λέει και με έπιασαν τα γέλια.

- Καλά της λέω πήγαινε κι έρχομαι

κι άραξα να δω Πανάθα. Παίζαμε με την Ξάνθη, τότε που φάγαμε τα δύο μπαλάκια, γαμώ την γκαντεμιά της Ουκρανίας. Εμείς, δεν είχαμε ποτέ ουκρανό παίκτη κι ευτυχώς.  Δηλαδή και να είχαμε δεν τον θυμάμαι και καλά θα κάνουμε να τον ξεχάσουμε. Καραγκαντέμης θα ήταν σίγουρα. Μόνον οι γαύροι είχαν κάτι Μπλαχίν κάτι Πρατάσωφ, άμπαλους εντελώς. Ο διαπλεκόμενος κουμουνιστής, ο πρόεδρος, τους έφερνε τότε με το Κόμμα. Και πολύ το χάρηκα που τους αποκλείσαμε τους Ουκρανούς  τώρα για το μουντιάλ. Οι άσχετοι επιπλέον δεν έχουν μπάσκετ που εκεί θα τους σκιάζαμε τα κωλοβάρδουλα με Διαμαντίδη και τους άλλους.

Στο κάτω κάτω

-      όσο πιο ψηλά παίζεται η μπάλα τόσο πιο μυαλό χρειάζεται.

Της είπα μια φορά της Λιουντμίλα και αυτή

-      Για αυτό στο σκάκι οι Έλληνες πάτος,

μου απάντησε γελώντας. Με είχε κουφάνει και το είχα βουλώσει. Το ουκρανικό αιωνίως μουσκεμένο μουνί που μας προέκυψε  και ετοιμόλογο και δεν άφηνε τίποτα να πέσει αναπάντητο.  Κατάλαβες; Μάλιστα να λες!

Έπρεπε να το καταλάβω από τότε ότι η Ουκρανία είναι γκαντεμιά μας και γκαντεμιά μου.

Δεν πήγα επίσκεψη και επειδή ήμουν κουρασμένος μετά το ματς μες στην απογοήτευση έπεσα να κοιμηθώ. Δεν κατάλαβα πότε ήρθε η δικιά μου και σωριάστηκε δίπλα μου.

Ξυπνάω την άλλη μέρα, όπως κάθε μέρα στις έξι. Χωρίς ξυπνητήρι σηκώνομαι. Σιγά! Τόσα χρόνια στο προλεταριακό κουρμπέτι μην έχουμε ανάγκη τα ξυπνητήρια.

Βγαίνω στην ταράτσα, έτσι όπως είμαι με την φόρμα πιτζάμα και τις παντόφλες. Δηλαδή κανονικά, είναι το μπαλκόνι μας, μην νομίσετε ότι ανέβηκα τίποτα σκάλες αλλά επειδή από κάτω είναι η αποθήκη και επειδή πάντα στην ταράτσα της αποθήκης απλώνανε τα πεθερικά μου τον κρεμμυδόσπορο να στεγνώσει, κατοχυρώθηκε ταράτσα οριστικά. Τέτοιος μαλάκας είμαι: το λέω κι εγώ το μπαλκόνι ταράτσα.

Έλαμπαν τα αστέρια αμυδρά προς την Δύση και εάν φως μυστήριο υπήρχε διάχυτο στην ατμόσφαιρα. Σαν να χόρευαν άγγελοι. Ωραία μέρα ερχότανε.

Βλέπω στην αυλή του Βασιλάκη μία γκόμενα, με φόρμα, να πλένει την αυλή, με το σωλήνα και την σκούπα. Την φώτιζε το φως της αποθήκης. Σαν θέατρο ήταν. Στο κέντρο της σκηνής, αυτή έσπρωχνε το νερό προς τον δρόμο και μουρμούριζε κάποιο τραγούδι που δεν κατάλαβα. Κάθε λογικός άνθρωπος θα κοιτούσε με απορία. Άκου χαρούμενη στο σφουγγάρισμα στις έξι η ώρα το πρωί!

Την κοιτούσα από πίσω. Καθώς ήταν σκυμμένη, είχε τραβηχτεί η φόρμα της και φαινόταν λίγο το στριγκάκι. Μαύρο στριγκάκι και ωραίος κωλος για πρωινό, είπα κι έπιανα τα αρχίδια μου και την κατουρόκαβλά μου.

Και μετά γύρισε. Φορούσε ένα μπλουζάκι άσπρο μακό και τα μαλλιά σηκωμένα ψηλά κότσο κι έπαθα πλάκα. Θεά και μούσα. Τα βυζιά της; Σαν πεπόνια μικρά και στητά, Ντούρα. Όχι νερουλά σαν της δικιάς μου. Με σημάδεψαν, εκπυρσοκρότησαν κι έφεξε το σύμπαν. Σκοτείνιασε το φως από το μέσα της αποθήκης.

Με είδε και με χαιρέτισε, αν έχετε τον Θεό σας!

- καλημέρα.

Χάζεψα

- …μέρα

της λέω και έμεινα. Αυτή, σταμάτησε να με κοιτάει, έσκυψε και συνέχισε το πλύσιμο της αυλής σαν μην είχε συμβεί τίποτα.

Για εμένα είχε σταματήσει η πορεία του ήλιου και σαν κάποιος μετεωρίτης να προσγειώθηκε στο κεφάλι μου. Τι είναι τούτο!

Μπήκε το κορμί μέσα στην αποθήκη του γείτονα και σε λίγο έσβησε το φως. Τέρμα η παράσταση και η δοξολογία.. Πήγα μέσα να ντυθώ. Φύσηξε λίγο και ανατρίχιασα αλλιώς εκεί θα ήμουν ακόμα.

Η δικιά μου δεν ξυπνάει πρωί - πρωί,  όοοοχι. Φτιάχνει επιδερμίδα το θωρηκτό. Όταν παντρευτήκαμε ήταν κούκλα, γεματούλα αλλά σφικτή και ευέλικτη. Ήταν άλλο πράγμα στο κρεβάτι. Πως άλλαξε ρε παιδί μου σε πέντε  χρόνια δεν μπορώ να το καταλάβω. Καμία σχέση με το πριν η χοντρή που έχω τώρα. Καθισιό όλη μέρα καφές και βουτήματα. Τι διάολο, δεν βαριέται, γαμω τα φελέκια μου; Της το λέω καμιά φορά και μου λέει ότι συγυρίζει το σπίτι. Τρελαίνομαι όταν το ακούω. Ποιο  σπίτι; Εξήντα τετραγωνικά κλουβί όλο κι όλο.

- Αν ήσουν άξιος ας έκανες άλλο

μου το κοπανάει.

- Ο μπαμπάς αυτό μπορούσε.

Ο πεθερός μου καλό ανθρωπάκι, με το σκατό παξιμάδι το έφτιαξε το κλουβί μας. Οι δικοί μου πάμφτωχοι. Από το σπίτι μου δεν πήρα φράγκο. Ότι είχα είναι οι οικονομίες μου από την δουλεία στο εργοστάσιο το πρώτο πριν κλείσει κι αρχίσουμε τους αγώνες, τα σωματεία και τις μαλακίες και τελικά τζίφος. Έχασα και τα μεροκάματα του τελευταίου χρόνου και τα ένσημα. Ενώ ο Βασιλάκης τσούκου - τσούκου και την αποθήκη του και το σπιτάκι το έφτιαξε για να έχει τώρα τον μούναρο της στέπας να του φωτοβολεί το άθλιο καθιστικό τους. Συγχύστηκα πάλι.

Φεύγω για το εργοστάσιο κι εκείνη την ημέρα ήμουν σαν άρρωστος. Το είδε ο εργοδηγός και με ρώτησε τι έχω.

- Καλά του λέω παραείπιαμε χθες βράδυ και έχω λίγο πονοκέφαλο.

Με έστειλε να φτιάξω κάτι παλέτες στην αποθήκη. Στην γραμμή παραγωγής δεν γίνεται να μην τα έχεις τετρακόσια. Λίγο να αφαιρεθείς  τα ντεφέκτιβ, τα σκάρτα ντε,  μαζεύονται αμέσως και ο εργοδηγός τα σημειώνει και τα αφαιρεί από το πλάνο. Γάμησέ τα. Καλύτερα οι παλέτες γιατί κινδυνεύεις να χάσεις και κάνα δάκτυλο κι εγώ ήθελα όλα τα δάκτυλα για να την γραπώσω. Άστα.

Πέρασε η μέρα και βρέθηκα στο σπίτι. Βγήκα αμέσως στην ταράτσα. Κοίταξα δίπλα. Ερημιά. Απόλυτη ησυχία. Άνοιξη και έκανε λίγη ζέστη. Η δικιά μου με φώναξε να φάμε. Τρώει τον αγλέορα μόνη της όλη μέρα θέλει να τρώμε και μαζί ο Τιτανικός ο ένσαρκος.

- Καλά η γειτόνισσα, τέλεια. Έχασες που δεν ήρθες χθες. Κάτι φαγητά ουκρανικά κάτι σαλάτες κάτι πατάτες νόστιμες. Το σπίτι γκράν, τέλειο. Είχα βγάλει κάτι παλιά κεντήματα της μαμάς του Βασιλάκη και είχε στολίσει το τραπεζάκι. Η κυρά Μαριγώ την κοιτούσε και φως έσταζαν τα μάτια της Λιουντμίλα μου και Λιουντμίλα μου. Η Λιουντμίλα ετούτο, εκείνο, όλα η Λιουντμίλα τα κάνει. Είχε φτιάξει και μια τούρτα του Κιέβου, τις λένε κιεβσκι τορτ, μέχρι να την μάθουμε γελάγαμε. Καταπληκτική. Σερβίρισμα; Γκαρσόνα ολκής. Όσο για τα ελληνικά τα λέει με τέτοιο τρόπο που δεν μπορείς να μην γελάσεις. Όχι να την κοροϊδέψεις αλλά να χαρείς ρε παιδάκι μου. «Φανή,  γκιτόνισα καλό» μου έλεγε. Ήπιαμε και βότκα. Τέλεια. Εσύ μη χάσεις τη μπάλα. Ακοινώνητε!

. . . μου λέει και τρελάθηκα.

Άντε μετά να κοιμηθείς, γαμώ την ατυχία μου. Κοιμάμαι μετά το φαί  για ναμαι φρέσκος στο καφενείο το βράδυ. Τώρα πάει ο ύπνος. Ξάπλωσα και δίπλα μου και πάνω μου και παντού, γέμισε το κρεβάτι με Ουκρανία. Ευτυχώς η δικιά μου πήγε στη μάνα της να ετοιμάσουν κάτι πρόσφορα κάτι τέτοιο κι έμεινα εγώ με την  Λιουντμίλα. Μπήκε από την πόρτα υπογέλαστη και κουνιστή, με νεγκλιζέ και τα μαλλιά αυτά τα καστανόξανθα που είχε το πρωί κότσο τώρα τα είχε λιτά και με νάζι σκέπαζε με αυτά το μισό της πρόσωπο. Μάτια μισόκλειστα και στόμα πύρκαυλο. Πριν  φτάσει στο κρεβάτι είχα χύσει και σηκώθηκα βλαστημώντας να σκουπιστώ και να σκουπίσω τα σεντόνια. Τα είχε μόλις στρώσει. Μαλάκας κυριολεκτικά.

Το βραδάκι βγήκα στην αγορά και περνώντας από έξω από του Βασιλάκη είδα από το παράθυρο την Λιουντμίλα να του σερβίρει γελώντας. Του χάιδεψε το κεφάλι,  γαμώ την τρέλα μου, την εμφανιζόμενη κατσαρή φαλάκρα του. Που είναι ο θεός να με κάψει;

Στην πρέφα με βρίσανε. Δεν σταύρωσα μπάζα. Τα παράτησα. Βαρέθηκα και έβλεπα στην τηλεόραση μια συζήτηση για την οικονομία χωρίς να ακούω και να βλέπω. Ζημιά. Έφυγα γρήγορα κι είπα ότι έχω πονοκέφαλο. Και στην δικιά μου το ίδιο είπα και πήγα για ύπνο.

- Η Λιουντμίλα σου στέλνει αυτό, συνταγή από την πατρίδα της

μου λέει και μου δείχνει εάν πιάτο στο τραπέζι.

- Άσε ρε γυναίκα. Αυτά δεν πιάνουν μπάζα μπροστά στα δικά σου

λέω εγώ κι έλαμψε η ενανθρωπισμένη όρκα η φάλαινα.

Τις επόμενες ημέρες ήμουν και δεν ήμουν ζωντανός. Ξυπνούσα, έτρεχα στην ταράτσα αλλά η Λιουντμίλα δεν ήταν εκεί. Ήθελα να ξαναδώ πως είναι ένα κομμάτι από τον Παράδεισο αλλά δεν. Τι διάολο κάθε ημέρα θα σφουγγάριζε την αυλή; Έφευγε μαζί με τον Βασιλάκη για την λαϊκή. Τρελαινόμουν.

- Ξέρεις τι εργατική που είναι; Ξέρεις πόσο γρήγορα ξεπουλάνε τώρα και οι δυο τους;

Άκουσα την κυρά Μαριώ να λέει στην δικιά μου.

- Μακάρι να την πάρει ο Βασιλάκης μου.

Άκου κόσμε τι ακούμε! Ο Βασιλάκης να πάρει αυτή την θεά!

Και την πήρε. Μάλιστα. Σε τρείς μήνες παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο. Μπορεί και να ήταν ο πρώτος πολιτικός γάμος που γινόταν στο χωρίο. Μας κάλεσαν και πήγαμε. Παρασκευή απόγευμα. Σαββατοκύριακο δεν υπάρχουν δημοτικοί υπάλληλοι είπε ο Δήμαρχος. Τι να γίνει; Παρασκευή.

Τι Παρασκευή; Κυριακή του Πάσχα και Ανάσταση. Η Λιουντμίλα με το λευκό νυφικό και βαμμένη, φωτοβολούσε. Χριστός Αναστάσιμος και θεία πόρνη μαζί.

- Παιδικός φίλος και γείτονας, δεν γίνεται να λείπεις,

μου είχε πει ο Βασιλάκης όταν μου έδωσε την πρόσκληση. Πήγα, γαμώ την τύφλα μου και τυφλώθηκα. Ήθελα να ξέρω οι άλλοι δεν έπαθαν τίποτα;

- Μετά την τελετή, στο σπίτι, έχει ετοιμάσει η Λιουντμίλα κάτι μεζέδες και θα κάνουμε ένα μικρό γλέντι

μου είχε πει.

Είχε βγάλει το νυφικό και φορούσε ένα κοντό κόκκινο φόρεμα, με ντεκολτέ, μαύρη γόβα στιλέτο και αγκάλιαζε ποιόν; Τον Βασιλάκη!

- Τι καλός τι χρυσός,  ζαλατόι μόι,

Έλεγε.

Ποτέ δεν ρώτησε για αυτή για το παρελθόν της μόνο την έκανε να γελάει,

- αυτή είναι αγάπη πραγματική και έτσι μια γυναίκα κάνει πάντα για άντρα της.

Ακούγανε οι δικιές μας την βοηθάγανε να ολοκληρώνει τις προτάσεις και στο τέλος χειροκροτούσαν. Κόλαση. Τι βότκα τι ουκρανικοί μεζέδες μου λέτε τώρα. Εγώ ψηνόμουν και τρωγόμουν από μέσα μου σαν κοντοσούβλι και κοκορέτσι πασχαλιάτικο. Σε μια στιγμή έρχεται κοντά με το ποτηράκι της και μου λέει

-σταυρωτό Κώστας;

Να το πιούμε το δηλητήριο αγκαλιά, σταυρωτό, όπως κάνουμε στο χωριό.

- Ε, γκίτονα;

Μου λέει με νάζι και με κάρφωσε.

- Ναι! Ναι! αχ ναι!

είπε και η δικιά μου

- όλο άσπρο πάτο

και χειροκρότησε κι ακολούθησαν οι άλλοι.

Πέρασε το μπράτσο της γυμνό και αιθέριο στο δικό μου και

- άντε βίβα, να ζνταρόβιε

λέει και το κατεβάζει.

Κοιτούσα τις σταγόνες στα χείλη της, βαμμένα κόκκινα, σαν το φόρεμα, κι ήθελα να την ρουφήξω.

- Άντε, Κώστας

μου λέει και με σκουντάει. Το κατέβασα με κλειστά μάτια και τα άλλα τα ζόμπι χειροκροτούσαν. Τα άλλα δεν τα θυμάμαι. Έπιανα το μπράτσο μου εκεί που με είχε αγγίξει και ανατρίχιαζα εσωτερικά. Όλο το βράδυ μέχρι που εδέησε η καλή μου, η χοντρή μου και φύγαμε.

- Δεν την συμπαθείς τη Λιουντμίλα

μου λέει σπίτι καθώς έβγαζε τα σκουλαρίκια της. Της τα είχα πάρει για γαμήλιο δώρο αλλά τότε ήταν αλλιώς κρέμονταν και λικνίζονταν με χάρη. Ενώ τώρα ο λαιμός της κόντευε να φτάσει στα αυτιά της.

- Τι λες, μια χαρά κοπέλα,

λέω εγώ ψύχραιμος και βαριεστημένος.

- Τι μια χαρά. Τέλεια

μου λέει.

- Τυχερός ο φίλος σου, ο Βασιλάκης!

Α! ρε τι ακούω ο μαλάκας νυχτιάτικα!

- καιρός του ήτανε. Η Λιουντμίλα ξέρει τα πάντα. Τις προάλλες μας έλεγε στης Σωτηρίας που είχαμε μαζευτεί ότι στην Ουκρανία, στο χωριό της τέλος πάντων, ήταν μηχανικός στα τρακτέρ και ξέρει όλες τις δουλειές. Μέχρι και μαθήματα πρώτων βοηθειών και μασάζ τους κανανε μας είπε. Καμιά μέρα θα της πω να μας δείξει.

Κουκουλώθηκα να μην ακούω αλλά δεν μπόρεσα να κοιμηθώ πριν τα χαράματα. Στριφογύριζα και ανέπνεα τον αέρα της στέπας και την έβλεπα να έρχεται με δύο ποτηράκια γεμάτα βότκα να το πιούμε σταυρωτό Κώστας γκίτονας κι το μπράτσο μου ζωντάνευε και με έκαιγε.

Τον Ιούνιο οι ζέστες μεγαλώνουν και το κρεμμύδι θέλει πολύ νερό. Αν δεν το ποτίσεις τότε, το ‘χασες. Είχα βάλει λίγα στρέμματα και μετά την δουλεία, μέσα στο μεσημέρι, καβαλούσα το τρακτέρ και πήγαινα για πότισμα. Καλή ή κακή μου τύχη και στα περιβόλια είμαστε γείτονες με τον Βασιλάκη. Όταν ήμασταν μικροί, τα μεσημέρια οι άλλοι έκαναν ένα διάλειμμα από τις δουλειές εμείς οι δύο παλεύαμε. Μην ρωτήσετε τώρα ποιος νικούσε; Τώρα μετανιώνω που δεν το είχα από τότε πετάξει στο πηγάδι την ψωνάρα με το Λιουντμίλα μου και Λιουντμίλα μου, αγάπη και λιουμπόβ μου. Έμαθε και ο αρβανίτης μουζίκος τα καλά του τσάρου.

Φτάνω που λέτε στο περιβόλι,  αφήνω το τρακτέρ και βλέπω την Λιουντμίλα να κουβαλάει σωλήνες ποτίσματος. Της πήγαινε στο άλλο μέρος για να ποτιστεί το υπόλοιπο από το κρεμμύδι τους. Η Λιουντμίλα είχε και δίπλωμα τρακτέρ η καργιόλα, και αυτοκινήτου. Τι δεν είχε;

Αρμένιζε στο κρεμμύδι μέσα. Μαύρη φόρμα κολλητή και πουκάμισο ψιλό. Πλησίασα. Έβλεπα τις ρόγες της έτοιμες να σπάσουν το σουτιέν και το πουκάμισο και να μου επιτεθούν. Αισθάνθηκα τον αέρα να υγραίνεται, να γίνεται πηκτός. Το στόμα μου στέγνωνε σαν έρημος και βούιζαν τα αυτιά μου. Η Λιουντμίλα σαν τορπίλη έσκιζε το πάν, αληθινή καραβέλα του Κολόμβου με περίμενε να με πάει σε μιαν άλλη Αμερική.

- Θες βοήθεια;

Της είπα βραχνά και την κοίταξα.

- Όχι Κώστα,

τώρα πια, έλεγε το όνομά μου σωστά, χωρίς ς,

- μπορώ, είμαι εκπαιδευμένη. Ο Βασιλάκης μου έχει δείξει.

Την πλησίασα κι ήμουν έτοιμος να την γραπώσω.

- Άσε με μανάρι μου να σε βοηθήσω

Και πήγα να την αγκαλιάσω. Ήμουν αλλού. Ήθελα να υγροποιηθώ και να με ρουφήξει, να χαθούμε.

Είδα στα μάτια της και δεν γελούσε.

- Κώστα εγκώ τίμω  άνδρα μου και τίμω φίλη Φανή γκυναίκα σου. Εσύ φίλος μου

μου ακούμπησε το δακτυλάκι της στο στήθος και με έσπρωξε απαλά. Παραπάτησα σαν να είχα φάει γροθιά από κοζάκο. Μου έριξε κάτι χειρότερο από χαστούκι.

Με έφτυσε.

Τίμω και Τίμω,  μου έλεγε, τον άντρα μου και την γκιόσα σου και ήταν σαν να μου έλεγε σε φτύνω και σε φτύνω.

Έφυγα χωρίς γεια. Το κρεμμύδι έμεινε απότιστο εκείνη την ημέρα.

Θα σε φτιάξω εγώ μωρή πουτάνα.

Τότε σκέφτηκα το σχέδιο με τα γράμματα. Το είχα δει στην τηλεόραση σε ένα σήριαλ. Εκείνο τον καιρό ήμουν νυχτερινός και όσο νάναι η δουλειά το βράδυ ήταν πιο  λάσκα. Πατίκωνα τα γράμματα από τις εφημερίδες σε χαρτί από το φωτοτυπικό και έφτιαχνα προτάσεις: Η ΟΥΚΡΑΝΗ ΣΟΥ ΠΙΔΙΕΤΕ ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΒΑΝΟ. Βασικά έγραψα μια  αφορά το Η ΟΥΚΡΑΝΗ ΣΟΥ ΠΙΔΙΕΤΕ ΜΕ , και το άλλο το άφησα κενό καβάτζα για να βάλω ονόματα εν ευθέτω χρόνο. Αυτή την φορά πρόσθεσα το ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΒΑΝΟ.  Τα έβαζα σε λευκό φάκελο που έκλεβα από το λογιστήριο και τα έστελνα προς τον κ. Βασίλειο Χάσκη, Παλίοκαστρο. Φεύγοντας για το χωριό, άφηνα τα γράμματα στο ταχυδρομείο της επαρχιακής πρωτεύουσας. Τα γράμματα στον φάκελο τα ‘γραφα με το αριστερό και κεφαλαία. Έβαζα και ουρίτσες για να μην μοιάζουν με τα δικά μου καθόλου. Εκείνο τον καιρό δούλευαν κάτι Αλβανοί στο συσκευαστήριο και είχα δει πολλές φορές την Λιουντμίλα α να κουβαλάει τα τελάρα για γέμισμα. Έσκυβε σε τέλεια καμπύλη κι αυτοί οι υπάνθρωποι δεν κοίταζαν καν. Οι ηλίθιοι.

Μαλάκας, μαλάκας, μαλάκας να γεμίσω όλη την σελίδα για να το καταλάβετε;  Τέτοιος ήταν ο μαλάκας ο Βασιλάκης. Δεν έκανε τίποτα ρε παιδί μου.

Τι-πο-τα.

Του έστειλα και δέκα επιστολές. Άλλαζε προσωπικό του έστελνα άλλη. Άλλαζε εθνικότητα το προσωπικό, είχε Ρουμάνους, άλλη.

Σου λένε ότι η γυναίκα σου πηδιέται με τον εργάτη σου ρε μαλάκα και εσύ τίποτα; Εσύ σαν λογικός άνθρωπος, σαν αξιοπρεπής, σαν έλληνας γαμώ την πατρίδα μου, το δέχεσαι; Διώχτη με κλωτσιές την πουτάνα. Στείλε τη χωρίς εισιτήριο στην πουτανουκρανία της.

Η δική μου, όγκος ο εύσαρκος, ερχόταν και μου τα έλεγε. Εγώ ξέκοψα μετά από εκείνη την ημέρα στα κρεμμύδια, αλλά αυτή συνέχισε να είναι φίλη με την Λιουντμίλα. Της τα έδειχνε τα γράμματα ο ξευτίλας και γελούσαν μαζί.

- Με αγαπάει και με σέβεται

έλεγε η Λιουντμίλα και τον φιλούσε στην επιβλητική καράφλα του, κι αυτός χαμογελούσε, ο ηλίθιος.

Την ημέρα που έγινε το δυστύχημα στην Εθνική, τότε στην μεγάλη καραμπόλα, ο Βασιλάκης  καθώς γύριζε από την λαϊκή, χώθηκε κάτω από μια νταλίκα. Πίτα το φορτηγάκι. Ήρθε η πυροσβεστική να τον βγάλει. Τι να βγάλει δεν έμεινε τίποτα. Το φέρανε μέσα σε σφραγισμένη κάσα που δεν την ανοίξανε καν, δεν τον πήγανε στο σπίτι, κατευθείαν στην εκκλησία και από εκεί στον τάφο.

Η Λιουντμίλα δεν είχε πάει μαζί του. Έβαφε την αποθήκη  μόνη της και το συσκευαστήριο. Τα είχε μάθει τα βαψίματα στο γαμημένο το σοβχόζ της αλλά η τύχη δεν ήταν με το μέρος της.  Είδε την κυρά Μαριγώ να φωνάζει κι έτρεξε. Μου τα είπε η δικιά μου. Δεν έβγαλε μιλιά. Αγκάλιασε την ταλαίπωρη κυρά Μαριγώ και της έλεγε κάτι στα ουκρανικά. Σαν να την νανούριζε. Σαν να μοιρολογούσε όχι  όπως εμείς αλλά σαν τραγούδι από μακριά. Έφυγε να πάει στην Αθήνα, στο νοσοκομείο είπε και . . . χάθηκε. Ούτε στην κηδεία φάνηκε. Καπνός, σαν να μην υπήρξε ποτέ.

Στην αρχή είπα στα τσακίδια, στο αγύριστο η μαλακισμένη. Κηδέψαμε τον Βασιλάκη, τον φίλο και γείτονα ντε, παρηγορήσαμε την κυρά Μαριγώ που μέσα στον καημό της Λιουντμίλα και Λιουντμίλα παραμιλούσε. Σαν να είχε ξεχάσει, ρε παιδιά, τον γιο της.

Τώρα, πέντε μήνες μετά το φευγιό του Βασιλάκη και της Λιουντμίλας, ό ένας για κάτω κι ή άλλη για το άγνωστό, λέω πως μπορεί να μην ήταν ποτέ πραγματική η Λιουντμίλα. Σαν φάντασμα και αερικό αλλά και σαν κύκνος, σαν αυτούς της ιστορίας που μας είχε πει η Λιουντμίλα που τους έπαιζαν στο μπαλέτο.

Πρώτη φορά μαζί της είχα δει μπαλέτο στην τηλεόραση, της είχε βάλει δορυφορική ο Βασιλάκης, θεός σχωρέστον κι έπιανε και ρώσικα κανάλια που εκείνο το απόγευμα κάποιο από αυτά έδειχνε μπαλέτα. Εγώ, η Φανή, ο Βασιλάκης και η Λιουντμίλα καθόμασταν στο μικρό καθιστικό τους. Πριν γίνει η φάση στα κρεμμύδια και με φτύσει η Λιουντμίλα.

Η κυρά Μαριγώ έπλεκε πιο κει. Πίναμε τσάι, όπως στην Ουκρανία  και στα πιατάκια υπήρχε η τούρτα που έφτιαχνε η μερικές φορές η Λιουντμίλα.

Η Λιουντμίλα μας έλεγε την ιστορία που αναπαριστούσαν στο μπαλέτο -κάτι χορευτές υβρίδια, καραδελφές και οι χορεύτριες ψιλοπόδαρες εντελώς.

Έλαμπε και χαιρόταν που εξηγούσε με τα χορευτικά ελληνικά της κάθε σκηνή τι γίνεται και τι παριστάνει. Βαριόμουν του θανατά όλα αυτά τα κουλτουριάρικα αλλά ήμουν ψύχραιμος και συγκαταβατικός.

Προς το τέλος, δεν άντεξα και την κοίταξα μια στιγμή φευγαλέα. Έκλαιγε, στο θεό σας, έκλαιγε που πέταξαν αγκαλιασμένοι οι δύο ερωτευμένοι κύκνοι και χάθηκαν.  Έτρεχαν τα δάκρυα στο μάγουλο της το απαλό, το ροδοκόκκινο  κι αυτή έσφιγγε το χέρι του Βασιλάκη.

Κι αυτή έτσι πέταξε και χάθηκε και δεν μπορώ να πω τώρα με βεβαιότητα εάν υπήρξε ποτέ. Πέρασε από την ζωή μου σαν ουρί παραδεισένιο, ψευδαίσθηση της πρωινής ομίχλης, σαν δροσουλίτης.

Μπορεί όμως κι εγώ να μην υπήρξα αφού ούτε τώρα υπάρχω. Βγαίνω το πρωί στην ταράτσα κοιτάζω δίπλα την αυλή. Μια ερημιά, ένα κρύο και μια σιωπή με γεμίζει, σαν θάνατος. Χειρότερο, σαν λησμονιά.

 

Διάφορα