Παρασκευή 25 Ιουλίου 2025

 Νέοι Έλληνες αλλά όχι Νεοέλληνες





Στην χώρα μας, στα χωριά μας, έρχονται και ζουν μαζί μας άνθρωποι απ' όλες τις φυλές του ανθρώπινου είδους.
Έρχονται νόμιμα ή παράνομα και ριζωνουν εδώ, εύκολα ή δύσκολα, γίνονται σαν κι εμάς και συχνά γίνονται οι καλύτεροι από εμάς.
Κυρίως τα παιδιά.
Γίνονται και τυπικώς Έλληνες και ξεχωρίζουν νικηφόρα ως μαθητές, αθλητές, επιστήμονες, επαγγελματίες.
Παίρνουν "εκδίκηση" για εκείνο το ηλίθιο, φοβικό σύνθημα "Έλληνας γεννιέσαι - δεν γινεσαι" καθώς όπου νικούν κρατούν υπερήφανοι την Ελληνική σημαία και λένε τον Εθνικό μας Ύμνο συγκινημένοι.
Αισθάνομαι πολύ καλά κι ασφάλεια με τούτη την εξέλιξη. Η Ελλάδα, η πατρίδα μου, γίνεται πατρίδα για όλα αυτά τα παιδιά και πλουταίνουμε όλοι μαζί.
Συγχαρητήρια για την επιτυχία τους!

 Στα εργοστάσια της περιοχής μας δουλεύουν Ερημοκαστραίοι ...




Η σχέση μας με τις βιομηχανικές επιχειρήσεις δεν είναι καλές.
Παρόλο που πολλοί συγχωριανοί μας δουλεύουν στα εργοστάσια της περιοχής, οι περισσότεροι αγνοούμε το τι γίνεται μέσα σε εκείνα τα κτίρια που καπνίζουν μερικές φορές.
Στην περιοχή της Θήβας είναι πολλά τα βιομηχανικά κουφάρια που κάποτε, στην δεκαετία '80 έσφυζαν από ζωή.
Νομίζω ότι είναι πιο πολλές οι αρνητικές απόψεις για την βιομηχανία πάρα θετικες: ρυπαίνει και καταστρέφει το περιβάλλον, εκμεταλλεύεται τους εργάτες, κερδίζει πάρα πολλά ο επιχειρηματίας καπιταλιστής.
Οι τοπικές αρχές, ευχαριστιούνται όταν λαμβάνουν χορηγίες ή εισπράτουν δημοτικά τέλη από τις επιχειρήσεις αλλά σπανίως τις προβάλλουν με θετικό τρόπο. Δεν κάνουν δε, καμμια κίνηση προσέλκυσης βιομηχανικών μονάδων στην περιοχή μας.
Ένα εργοστάσιο, απασχολεί κατοίκους από τους γειτονικούς οικισμούς αλλά αξιοποιεί και πολλές επιχειρήσεις (καταστήματα σιδηρικών κι εργαλείων, συνεργεία, εστιατόρια, κλπ.) της περιοχής.
Κι όταν, όπως συχνά συμβαίνει στο οικονομικό και κοινωνικό μας σύστημα, κάποιο εργοστάσιο κλείσει κι οι εργαζόμενοι βγουν με τα πανώ στον δρόμο, τότε όλοι μας τρέχουμε να συμπαρασταθούμε στον αγώνα τους για να μην κλείσει το εργοστάσιο. Διότι όλοι χάνουμε.
Δούλεψα πολλά χρόνια σε βιομηχανικές επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή μας ως διευθυντικό στέλεχος κι ως μηχανικός. Μού έκανε πάντα εντύπωση η απουσία κάθε ενδιαφέροντος από μέρους της κοινωνίας για τις συνθήκες εργασίας και την παραγωγική διαδικασία στην μονάδα που δούλεψα. Μας επισκέφτηκαν ελάχιστες φορές ο δήμαρχος ή ο τοπικός βουλευτής για να μάθουν τι κάνουμε, τι προβλήματα αντιμετωπίζουμε, το επιτυχίες είχαμε.
Ας μην αναφερθώ στους γραφειοκράτες συνδικαλιστές των εργατικών κέντρων και των κλασικών σωματείων που χαμπάρι δεν έχουν πάρει για το τι απασχολεί τους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις αυτές.
Κατά τα αλλα, το "αντικαπιταλιστικό" κι αντι-επενδυτικό πνεύμα κυριαρχεί τελικώς. Κι ας θέλουμε τα παιδιά μας να σπουδάσουν μηχανικοί, χημικοί, οικονομολόγοι. Κι ας παραπονιόμαστε για την ανεργία.
Όλα τούτα τα σκέφτομαι με αφορμή δύο δημοσιεύματα στην "Καθημερινη" απο τον Φεβρουαριο για δύο επιχειρήσεις στην περιοχή μας: το "Αλουμίνιο" στον Άγιο Νικόλαο Στυρίου και τα "Ελληνικά καλώδια" στην Θήβα.
Όπως και το εργοστάσιο στην Θίσβη της "Σωληνουργίας Κορίνθου", οι επιχειρήσεις αυτές έχουν ξεχωρίσει θετικώς σε διεθνές επίπεδο. Διαθέτουν σύγχρονες τεχνολογικώς γραμμές παραγωγής κι οι εργαζόμενοι είναι εκπαιδευμένοι. Για αυτό καταφέρνουν να κερδίζουν τέτοια συμβόλαια.
Μπράβο στις επιχειρήσεις, στις διοικήσεις και βεβαίως στους εργαζόμενους, στα δικά μας παιδιά!
Το εργοστάσιο της εταιρείας "Σωληνουργεία Κορινθου", είναι στην περιοχή της Δομβραινας Θίσβης (Κακόσι).
Όταν ήταν να φτιαχτεί, υπήρξαν πολλές αντιδράσεις οικολογικού και πολιτικού χαρακτήρα. Τώρα, οι Δομβραινέοι κυρίως, βλέπουν το κεφαλοχώρι τους να ζωντανεύει και χαίρονται.
Η επιχείρηση "Σωληνουργεία Κορινθου", ανήκει στον βιομηχανικό όμιλο Στασινόπουλου. Ο όμιλος αυτός διαθέτει στην Βοιωτία τα εργοστάσια "Ελληνικά Καλωδια", "Ελβαλ" και "Χαλκορ" στα Οινόφυτα.
Σε όλα αυτά τα εργοστάσια δούλεψαν και δουλεύουν δικοί μας άνθρωποι, Ερημοκαστραίοι. Κι οι άνθρωποι αυτοί συμμετέχουν στις μεγάλες τεχνικές επιτυχίες των επιχειρήσεων αυτών.
Κι όμως, οι δημαρχοι κι οι πολιτευτές της περιοχής αγνοούν όλα τούτα. Δεν ενδιαφέρονται να μάθουν περισσότερα για τον τρόπο δουλειάς και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν η διοίκηση κι οι εργαζόμενοι.
Πρόσφατα η "Σωληνουργεία Κορινθου" είχε μια μεγάλη εμπορική επιτυχία που κι αυτή πέρασε απαρατήρητη.







Τετάρτη 23 Ιουλίου 2025

 Οι εραστές του Τερουέλ

Σε κάθε μεσογειακή χώρα υπάρχουν εκείνες οι ιστορίες νεαρών εραστών που κάτι ή κάποιοι δεν τούς αφήνουν να ενωθούν κι επισήμως. Ο δικός μας Ερωτόκριτος, ο Ρωμαίος κι η Ιουλιέτα της Βερόνας συναντούν τους Εραστές του Τερουέλ.
Οι «Εραστές του Τερουέλ» είναι μια ρομαντική ιστορία που διαδραματίζεται το 1217 στην πόλη Τερουέλ της Αραγονίας , στην Ισπανία.
Στην πόλη υπήρχαν δύο σημαντικές και πλούσιες οικογένειες, η Μαρσίγια και η Σεγκούρα. Ο Χουάν Ντιέγκο Γκαρσές ντε Μαρσίγια (γνωστός και ως Ντιέγκο) και η Ιζαμπέλ ντε Σεγκούρα ήταν παιδιά τους. Οι δυο τους ήταν ερωτευμένοι ως παιδικοί φίλοι, αλλά όταν και οι δύο έφτασαν στην κατάλληλη ηλικία για γάμο, ο πατέρας της Ιζαμπέλ, όντας ο πιο πλούσιος σε όλο το Τερουέλ, απαγόρευσε τον γάμο.
Ο Ντιέγκο, ωστόσο, κατάφερε να κάνει μια συμφωνία με τον πατέρα, σύμφωνα με την οποία θα έφευγε από το Τερουέλ για πέντε χρόνια για να προσπαθήσει να χτίσει την περιουσία του. Αν ο Ντιέγκο κατάφερνε να αποκτήσει πλούτο μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια, θα μπορούσε να παντρευτεί την αγαπημένη του, την Ιζαμπέλ.
Στην αρχή κι επειδή καμία είδηση δεν ερχόταν από τον Ντιέγκο ο πατέρας της Ισαβέλλας της πρότεινε να παντρευτεί κάποιον άλλον. Εκείνη του απάντησε λέγοντας ότι ο Θεός ήθελε να παραμείνει παρθένα μέχρι να γίνει είκοσι ετών, λέγοντας ότι οι γυναίκες πρέπει να μάθουν πώς να διαχειρίζονται το νοικοκυριό πριν παντρευτούν. Επειδή ο πατέρας της την αγαπούσε πολύ και ευχόταν την ευτυχία της, συμφώνησε να περιμένει μαζί της για πέντε χρόνια την επιστροφή του Ντιέγκο.
Την ημέρα που έκλεισαν τα πέντε χρόνια, ο Ντιέγκο δεν φάνηκε κι ο πατέρας της Ισαβέλλας την πάντρεψε με τον άρχοντα Ντον Πέδρο.
Αμέσως μετά την γαμήλια τελετή, επικράτησε αναταραχή στην πύλη της Σαραγόσα. Οι φρουροί ενημέρωσαν το χωριό ότι ο Ντιέγκο Μαρσίγια είχε επιστρέψει με μεγάλα πλούτη και με την πρόθεση να παντρευτεί την Ισαβέλλα.
Εκείνο το βράδυ, ο Ντιέγκο μπήκε κρυφά στην κρεβατοκάμαρα της Ισαβέλλας και του συζύγου της και την ξύπνησε απαλά. Την παρακάλεσε: «Φίλα με γιατί πεθαίνω» και εκείνη αρνήθηκε, λέγοντας: «Ο Θεός δεν θα ήθελε να εξαπατήσω τον άντρα μου. Για την αγάπη του Χριστού, σε παρακαλώ να βρεις άλλη και να με ξεχάσεις. Αν η αγάπη μας δεν μπορούσε να ευχαριστήσει τον Θεό, τότε ούτε εμένα θα έπρεπε να με ευχαριστήσει».
Την παρακάλεσε για μια τελευταία φορά, λέγοντάς της ότι πέθαινε και ευχήθηκε ένα τελευταίο φιλί. Αλλά εκείνη αρνήθηκε. Ακούγοντας αυτό, ο Ντιέγκο δεν άντεχε τον χωρισμό ανάμεσα σε αυτόν και την αγαπημένη του και με έναν αναστεναγμό πέθανε στα πόδια της αγαπημένης του Ιζαμπέλ.
Κι εδώ αρχίζει το . . . θρίλερ!
Όταν η Ιζαμπέλ συνειδητοποίησε ότι ο Ντιέγκο πέθανε, εκείνη τρομοκρατήθηκε και ξύπνησε τον άντρα της, λέγοντάς του ότι δήθεν το ροχαλητό του δεν την άφηνε να κοιμηθεί. Του ζήτησε να της πει μια ιστορία για να κοιμηθεί.
Ω, η γυναίκα δεν παύει να είναι πονηρή!
Και εκείνος το έκανε.
Σε αντάλλαγμα εκείνη του είπε τη δική της ιστορία. Του είπε για τον Ντιέγκο, για τον χαμένο έρωτα τους και στο τέλος του ξεφούρνισε και το ότι τώρα, ο παρ΄ ολίγον εραστής της, ήταν ξαπλωμένος νεκρός δίπλα στο κρεβάτι.
Κι ο σύζυγος ταράχτηκε μεν αλλά με μεγαλείο ψυχής κι αρχοντική μεγαλοπρέπεια (!! ) αναφώνησε δε: «Ω, άθλια! Γιατί δεν τον φίλησες;»
«Για να μην ξεγελάσω τον άντρα μου», απάντησε εκείνη.
«Φυσικά», μουρμούρισε. «Είσαι μια γυναίκα άξια επαίνου».
Και αμέσως μετά οι δύο σύζυγοι, συμφώνησαν να θάψουν τον Ντιέγκο κρυφά στην τοπική εκκλησία. Κατά τη διάρκεια της κηδείας του Ντιέγκο, η Ιζαμπέλ εμφανίστηκε ντυμένη με το νυφικό της. Προχώρησε προς το μπροστινό μέρος της εκκλησίας και φίλησε τον άντρα που είχε αρνηθεί και . . . πέθανε, πέφτοντας μπρούμυτα πάνω στο σώμα του άντρα που αγαπούσε.
Οι δύο θάνατοι που προκλήθηκαν από αγάπη ενέπνευσαν τους πολίτες του Τερουέλ και απαίτησαν να ταφούν οι δυο τους δίπλα-δίπλα, ώστε τουλάχιστον στον θάνατο να μπορούν να είναι μαζί. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό από την εκκλησία.
Η φήμη για τους δύο εραστές έγινε κίνητρο για τουριστική ανάπτυξη της πόλης! Δεδομένου ότι πολλοί άνθρωποι έρχονταν σε όλη την Ισπανία για να δουν τους Εραστές του Τερουέλ, ό,τι είχε απομείνει από τα σώματα των εραστών, τοποθετήθηκαν σε δύο νέους τάφους, όπου οι μορφές των εραστών είναι όμορφα σκαλισμένες.
Η μία πλάκα απεικονίζει τον δυνατό και όμορφο Ντιέγκο, με το ένα του χέρι τεντωμένο, να απλώνει το χέρι του για την αγαπημένη του Ιζαμπέλ - το χέρι του πλησιάζει να την αγγίξει, αλλά λόγω θρησκευτικής ευσέβειας δεν αγγίζονται (αφού η Ιζαμπέλ ήταν παντρεμένη). Δίπλα η πλάκα στον τάφο της Ιζαμπέλ είναι λαμπερή και πανέμορφη.
Όταν πας στο Τερουέλ θα τους δεις.
Πάντα οι εραστές αγνοούν το ότι ο έρωτας έχει ημερομηνία λήξης και μετά γίνεται . . . πτέρωτας και χάνεται. Αλλά η ιστορία επαναλαμβάνεται ανά τους αιώνες και δημιουργεί θύματα.
Διάβασε εδώ στην επισυναπτόμενη ανάρτηση την σχέση του Μίκη Θεοδωράκη με τους «Εραστές του Τερουέλ» κι όταν ακούσεις το τραγούδι ενός χαμένου έρωτα από την Έντιθ Πιάφ, επειδή δεν ξέρεις γαλλικά, να τι λέει:

Όταν οι εραστές ακούσουν αυτό το τραγούδι, είναι σίγουρο, αγαπημένε μου, πως θα κλάψουν
Θα ακούσουν τα λόγια της αγάπης, που εσύ ο ίδιος έλεγες
Θα ακούσουν την φωνή της αγάπης σου όταν πίστευες πως με αγαπούσες
Όταν σε αγαπούσα, όταν αγαπιόμασταν
Ακόμα ακούω το γέλιο σου, όταν μερικές φορές σε ρωτούσα
"Αν μια μέρα, δεν θα μ’ αγαπούσες πια; αν μια μέρα, δεν θ’ αγαπιόμαστε πια;
Κι εσύ μού έλεγες "Είναι αδύνατο!" και γελούσες.
Λοιπόν, βλέπεις, δεν έπρεπε να γελάς.

Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

 


Ηλίας 


Ο Ηλίας ο παλαιός, ο προφήτης, γεννήθηκε σε μια Θίσβη, όχι της Βοιωτίας αλλά στην Παλαιστίνη.

Οι ντόπιοι τον φώναζαν Ελιαχού αλλά εμείς τον είπαμε Ηλία.

Όταν ήταν νέος σχετικά προκάλεσε τον τότε βασιλιά των Ισραηλιτών ο οποίος προτιμούσε τον Βααλ και την Αστάρτη και τους άλλους θεούς σε έναν αγώνα δύναμης θεών. Προφανώς και νίκησε ο Παντοδύναμος του Ηλία και οι άτυχοι ιερείς των ανατολικών θρησκειών, καμία χιλιάδα, σφάχτηκαν από τον Ηλία!

Η γυναίκα του βασιλιά όμως που επίσης υποστήριζε τους άλλους θεούς, απείλησε προσωπικά τον Ηλία πως θα τον σκοτώσει με αυτά που έκανε. Ο Ηλίας κατάλαβε ότι η γυναίκα δεν είναι κάποια επιπόλαια όπως ο άνδρας της κι εννοεί αυτό που λέει, τρομοκρατήθηκε και το έβαλε στα πόδια κυριολεκτικώς.

Περπάτησε 40 μερόνυχτα κι έφτασε σε ένα βουνό κι εκεί βρήκε μια σπηλιά και χώθηκε. Στην εξορία του τον τάιζαν τα κοράκια με ψωμί και κρέας κι έτσι απεικονίζονται στις αγιογραφίες μαζί του.

Όμως ο Παντοδύναμος του έδωσε θάρρος κι ήρθε πάλι πίσω και έκανε πολλά σημεία και θαύματα. Μαζί του είχε τον Ελισαίο που ήθελε να γίνει διάδοχος προφήτης. Μια μέρα που περπατούσαν και συνομιλούσαν, ξάφνου, ένα πύρινο άρμα και πύρινοι ίπποι διαχώρισαν τον ένα από τον άλλον, και ο Ηλίας μέσα σε έναν ανεμοστρόβιλο ανελήφθη.

Όμως ο λόγος που υπάρχουν πολλά εξωκλήσια στις κορυφές των βουνών, έρχεται από την αρχαιοελληνική παράδοση: όταν ο Οδυσσέας εξολόθρευσε τους μνηστήρες, για να υπάρξει ειρήνη στο νησί, πήρε την γυναίκα του κι έφυγε. Μαζί του κουβαλούσε ένα κουπί. Στα μέρη πού πήγαινε έδειχνε το κουπί και όταν του έλεγαν πως αυτό ήταν ένα κουπί έφευγε πιο πέρα. Κάποτε έφτασε σε ένα βουνό ψηλά κι ο ντόπιος του είπε ότι αυτό που κρατάει είναι για να ανακατεύουμε το γάλα όταν φτειάχνουμε τραχανά. Κι εκεί ο Οδυσσέας εγκαταστάθηκε οριστικά. Το γιατί ο Ηλίας συνδέθηκε με αυτόν τον μύθο, όποιος ξέρει να μας πει.

Για εμάς του Προφήτη Ηλία σήμαινε το πανηγύρι στο Κασκαβέλι που θα γλεντήσουν οι γείτονες σήμερα.

Να χαίρονται το όνομά τους ο Ηλίας, η Ηλιάννα, ο Λιάκος, και να απολαμβάνουν τις μέρες του καλοκαιριού τους. Τους αφιερώνουμε το πιο κλασσικό τραγούδι της ημέρας https://youtu.be/--CzDY5pr3M

Η αγιογραφία είναι έργο του Μιχαήλ Δαμασκηνού στην Μονή Σταυρονικήτα στο Άγιον Όρος 

 Του Άη Ηλιά


Η θεία Τασιά με την θεία Νίτσα ήταν γειτόνισσες. Η θεία Τασιά ήταν πραγματική θεία μου, αδελφή της μαμάς μου ενώ η θεία Νίτσα ήταν «θεία» διότι εμείς αντί για «κυρία» λέγαμε όλες τις μεγάλες γυναίκες «θείες».
Η θεία Τασιά με την θεία Νίτσα είχαν κηρύξει εμφύλιο πόλεμο διαρκείας. Ξέρετε τώρα εσείς τι σημαίνει σύγκρουση Αρβανιτισσών!
Η Νίτσα είχε δυνατή φωνή και ήταν τρομερά ετοιμόλογη. Το είχε κι ως μοιρολογίστρα. Οπότε σε αψιμαχίες και μάχες η θεία Τασιά ήταν από χέρι χαμένη. Συχνά πήγαινα να την δώ, την έβρισκα αναστατωμένη να αναλύει πρόσφατη «μάχη» και να μονολογεί:
«άκου η ντόσα να μού πει για το κορίτσι μου που είναι τεμπέλα. Ε, ναι, τεμπέλα και κυρά είναι η κόρη μου και χίλια μπράβο της. Αλλά είμαι χαζή. Αντί να το βουλώσω και να μπω μέσα, έπρεπε να της πως για την αδελφή της. Αλλά δεν μού κόβει καϋμένε, δεν μού κόβει» και κτυπούσε εκείνη την στιγμή το γόνατο με τσαντίλα.
Η θεία Τασιά ήταν ο ορισμός του καλού ανθρώπου. Γλυκομίλητη και φιλότιμη, θυσία γινόταν για γνωστούς κι αγνώστους. Το σπίτι της ήταν και δικό μας σπίτι κι εγώ πάντα περνούσα από εκεί κι ήμουν μάρτυς σε ότι τώρα σας λέω.
Με όλους τα είχε καλά κι όλοι έλεγαν καλά λόγια για την θεία Τασιά αλλά με την Νίτσα δεν τα έβρισκε. Προσπάθησε η θεία, το ξέρω, αλλά η Νίτσα ήταν διάολος. Μια νταρντάνα με δυνατή φωνή, τραγουδούσε κιόλας όμορφα, ήθελε να είναι αυτή που θα έλεγε την τελευταία λέξη παρόλο που δεν ήταν από το χωριό μας.
Ήταν από το Κασκαβέλι κι είχε έρθει νύφη σε εμάς αλλά ούτε κι αυτή η μετοικεσία την πτοούσε. Ούτε το ότι δεν έκανε παιδιά την πτοούσε.
Η θεία Τασιά ήξερε ότι η πιο σκληρή βρισιά θα ήταν να την πει «άκληρη» αλλά δεν το είπε ποτέ. Την τρόμαζε μια τέτοια σκληρότητα.
Τα δυο σπίτια μοιράζονταν μιάν αυλή που κανονικά ήταν δρόμος. Οι άντρες τους είχαν μακρινή συγγένεια. Ο άντρας της Νίτσας, ο θείος Ηλίας, πήγαινε στην λαϊκή και σιγά σιγά έβαλε τελάρα στην δική του την μεριά κι έκανε το δρόμο . . . αυλή.
Στην κουζίνα της η θεία Τασιά είχε ένα μικρό φεγγίτη που έβλεπε κατευθείαν στον μπαλκόνι της Νίτσας. Ο φεγγίτης αυτός ήταν και παρατηρητήριο για τον . . . εχθρό. Παρακολουθούσε συχνά την Νίτσα μπας κι επεκταθεί στα χωρικά της ύδατα. Έβλεπε όμως και τα ρούχα που άπλωνε και για μερικά από αυτά, κάτι «κοφτά», μαχαίρι μπήγονταν στην καρδιά της. Γιατί η Νίτσα ήταν μεγάλη τεχνήτρα στην πλεκτική και στα «κοφτά». Δημιουργούσε η «πουτάνα» δικά της σχέδια ενώ η θεία Τασιά δεν μπορούσε. Ακόμα και στην αντιγραφή του σχεδίου από το περιοδικό πλεκτικής δυσκολευόταν.
Τέλος πάντων. Από την πρώτη στιγμή όλα πήγαν στραβά στην σχέση τους και δεν συμφώνησαν ποτέ: για το πως θα μπουν τα σύρματα για να απλώνουν τα ρούχα, για το πως θα γίνεται το σκούπισμα και το άσπρισμα της αυλής, για το που θα χύνονταν τα απόνερα της μπουγάδας. Τίποτα και ποτέ.
Και πάντα η θεία Τασιά επέστρεφε σπίτι θυμωμένη κι ηττημένη κατά κράτος, με σχεδόν δακρυσμένα μάτια να μονολογεί «ούτε στον θάνατο να μην την δω την γαϊδούρα» ενώ η Νίτσα από απέναντι έριχνε τις άριες στην ατμόσφαιρα κι απολάμβανε την νίκη της.
Ο άντρας της Νίτσας πήγαινε στην λαϊκή κι έκανε γενικώς εμπόρια με λαχανικά, φρούτα και κρεμμύδια. Μερικές φορές έλειπε μέρες από το σπίτι. Και μια μέρα η θεία Τασιά ένοιωσε υπέρτατη ευτυχία όταν στο μπακάλικο του Νικολή μια της ψιθύρισε πως ο άντρας της Νίτσας έχει . . . γκόμενα κάπου προς την Λαμία.
Ω της ευτυχίας το ξέσπασμα για την θεία Τασία!
«αχ, έχει ο Θεός καϋμένε» ψιθύριζε στο σπίτι. Έτρεξε στο φεγγίτη να δει κάτι αλλά όλα ήταν όπως συνήθως, καμία αλλαγή στο απέναντι στρατόπεδο.
Ήξερε τώρα ότι στην επόμενη μάχη θα βγάλει το βαρύ πυροβολικό «μόι άντε μάζεψε τον άντρα σου που πίνει καφέ σε άλλα μνημόσυνα που θές και να μιλήσεις» ετοίμαζε τα λόγια – πυρομαχικά της κι αύξανε η αυτοπεποίθησή της.
Η ίδια δεν είχε τέτοιο πρόβλημα. Ο δικός της άντρας, ο θείος Μιχάλης ήταν ένας απολύτως ήρεμος και ήσυχος κακομοίρης που μόνο καφέ έπινε στο καφενείο. Ντρεπόταν και που ζούσε, που λένε. Δουλευτής κι αφοσιωμένος στο σπίτι του. Αυτά σκεφτόταν η θεία Τασιά και καθώς είχε εξασφαλίσει τα νώτα της ετοιμαζόταν για την επικείμενη μάχη.
Αλλά η μάχη δεν ήρθε ποτέ.
Η Νίτσα, υπό το βάρος των εξελίξεων, άλλαξε κι εκείνη. Μαζεύτηκε. Μια δυό φορές τους είδε η θεία Τασιά από τον φεγγίτη να τσακώνονται με τον άντρα της. Αυτός φόρτωνε τελάρα στο φορτηγάκι κι εκείνη του έλεγε «μην πας, γιατί το κάνεις αυτό;» στα μουγκά. Αλλά εκείνος, την έσπρωξε μπήκε στο αμάξι κι έφυγε. Κι η Νίτσα ούτε φώναξε, ούτε έβρισε ούτε τίποτα αλλά ανέβηκε στο σπίτι της.
Στα μέσα Ιουλίου, στου Προφήτη Ηλία που το Κασκαβέλι έχει πανηγύρι, η Νίτσα με τον άντρα της τον Ηλία που γιόρταζε, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Μπροστά μπροστά στα όργανα, γεμάτη θεωρία και πληθωρικότητα, θα έκανε το κομμάτι της. Επέστρεφε στο χωριό της κι ήθελε να δείξει τις κατακτήσεις της.
Εκείνη την χρονιά όμως δεν έγιναν έτσι τα πράγματα.
Από τον φεγγίτη, την παραμονή της Αη Ηλιά, είδε η θεία Τασιά τον Ηλία να κατεβαίνει τα σκαλιά και την Νίτσα να προσπαθεί να τον κρατήσει από τον μανίκι. «άσε με γαμώ την παναγία σου» της φώναξε αυτός και μπήκε στο αυτοκίνητο κι έφυγε.
Εγώ πήγα λίγο αργότερα στην θεία Τασιά. Θα πήγαινα στο Κασκαβέλι κι ήθελα να πάρω το περιστροφο του ΤζιμΑνταμς. Η μάνα μου μού το απέκλεισε να μού δώσει λεφτά να πάρω «αυτά τα σκατά» κι έτσι κατέφυγα στην θεία Τασιά.
Ήταν στην κουζίνα κι κάτι ετοίμαζε. Βγήκε και κρατούσε ένα πιάτο και καπάκι είχε ένα άλλο πιάτο.
«να το πας στην Νίτσα» μού είπε. «έφυγε ο γάιδαρος και την άφησε την γυναίκα μόνη χρονιάρα μέρα» μονολόγησε.
Πήγα, ανέβηκα στο μπαλκόνι και κτύπησα την πόρτα. Μού άνοιξε η Νίτσα, με κόκκινα μάτια και σαν πρησμένη.
«μου είπε η θεία Τασιά να στο δώσω» και της έδωσα τα πιάτα.
Μού φάνηκε πως κάπως έσκασε το χείλη της προς χαμόγελο, τα πήρε και κάπως ένευσε προς τον φεγγίτη της θείας Τασιάς.




Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

 

Φράνκα Ράμε


γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου 1928 και πέθανε σε ηλικία 84 ετών.
Ήταν μια από τις πιο αξιοθαύμαστες θεατρικές ερμηνεύτριες και θεατρικές συγγραφείς της Ιταλίας. Αριστερή ακτιβίστρια, εξελέγη στη γερουσία της Ιταλίας το 2006, αλλά παραιτήθηκε μέσα σε δύο χρόνια, λέγοντας ότι η συνέλευση ήταν ένα ψυγείο συναισθημάτων.
Αλλά η Ράμε ήταν περισσότερο γνωστή ως η σύζυγος και επαγγελματική σύντροφος του ηθοποιού-θεατρικού συγγραφέα Ντάριο Φο
Όταν ο Φο έλαβε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1997, αποκάλεσε τη Ράμε μούσα του και μοιράστηκε το μετάλλιο μαζί της.
Το 1968, καθώς το κίνημα διαφωνίας στο Παρίσι και τις ΗΠΑ εξαπλωνόταν στην Ιταλία, το ζευγάρι εγκατέλειψε το εμπορικό θέατρο και τις οικονομικές εγγυήσεις που συνόδευαν τις ετήσιες σεζόν τους, προτιμώντας να σχηματίσουν μια νέα συνεταιριστική ομάδα. Αρχικά, εμφανίζονταν υπό την αιγίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος, στο οποίο είχε ενταχθεί η Ράμε, παρόλο που οι συμπάθειες του Φο ήταν πιο κοντά στις πιο ακραίες αριστερές ομάδες.
Όταν πήραν συνέντευξη από τον Φο και τη Ράμε για ένα ντοκιμαντέρ του BBC Arena το 1984, περιέγραψε πώς εμφανίζονταν για τους εργάτες ενός εργοστασίου γυαλιού που επρόκειτο να κλείσει. Οργάνωσαν την πώληση 10.000 ποτηριών στον χώρο και τα έσοδα βοήθησαν στη διάσωση του εργοστασίου.
Το 1973, η Ράμε απήχθη και βιάστηκε από φασίστες. Δέκα χρόνια αργότερα, χρησιμοποίησε την εμπειρία για έναν μονόλογο, Lo Stupro (Ο Βιασμός), ο οποίος παρουσιάστηκε σε ένα εργαστήριο που έδωσε το 1983 στα Riverside Studios στο Λονδίνο. Προκάλεσε διαμάχη όταν έδωσε μια απροσδόκητη ερμηνεία του μονολόγου σε μια δημοφιλή οικογενειακή τηλεοπτική εκπομπή στην Ιταλία.
Μέσω της οργάνωσης Soccorso Rosso (Κόκκινη Βοήθεια), η Ράμε συγκέντρωσε χρήματα για να βοηθήσει τις οικογένειες πολιτικών κρατουμένων, οι οποίοι κακομεταχειρίζονταν στις ιταλικές φυλακές. Είπε το 1984: «Δεν υπερασπίζομαι τους κρατούμενους επειδή πιστεύω ότι είναι φτωχά, αβοήθητα όντα που έχουν κακοποιηθεί από μια κακή κοινωνία. Θέλω απλώς να υπερασπιστώ το δικαίωμά τους σε αξιοπρεπή ανθρώπινη μεταχείριση». Αυτού του είδους η δραστηριότητα δυσκόλεψε την ίδια και τον Φο να λάβουν βίζα για να επισκεφθούν τις ΗΠΑ, αλλά τελικά ταξίδεψαν εκεί, σε μια θριαμβευτική υποδοχή σε θέατρα και πανεπιστήμια, στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Ακριβώς τη στιγμή που το κοινό στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο ίσως άρχιζε να κουράζεται από το είδος του πολιτικού θεάτρου, το βραβείο Νόμπελ του Φο έφερε αυτόν και τον Ράμε ξανά στο προσκήνιο. Έδωσαν το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων του Νόμπελ σε φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Το 2006, η Ράμε εξέπληξε τους πάντες θέτοντας υποψηφιότητα για το κοινοβούλιο. Εξελέγη στη Γερουσία με το κόμμα Italia dei Valori (Ιταλία των Αξιών) του εχθρού του Μπερλουσκόνι, του πρώην δικαστή Αντόνιο Ντι Πιέτρο.
Όταν παραιτήθηκε, δημοσίευσε άρθρα στις ιταλικές εφημερίδες για να εξηγήσει γιατί ένιωθε απογοητευμένη από την εμπειρία. «Αυτή ήταν η πιο επίπονη και δύσκολη περίοδος της ζωής μου», έγραψε.

Διάφορα