Οι εραστές του Τερουέλ
Σε κάθε μεσογειακή χώρα υπάρχουν εκείνες οι ιστορίες νεαρών εραστών που κάτι ή κάποιοι δεν τούς αφήνουν να ενωθούν κι επισήμως. Ο δικός μας Ερωτόκριτος, ο Ρωμαίος κι η Ιουλιέτα της Βερόνας συναντούν τους Εραστές του Τερουέλ.
Οι «Εραστές του Τερουέλ» είναι μια ρομαντική ιστορία που διαδραματίζεται το 1217 στην πόλη Τερουέλ της Αραγονίας , στην Ισπανία.
Στην
πόλη υπήρχαν δύο σημαντικές και πλούσιες οικογένειες, η Μαρσίγια και η Σεγκούρα. Ο Χουάν Ντιέγκο Γκαρσές ντε Μαρσίγια (γνωστός και ως Ντιέγκο) και η Ιζαμπέλ ντε Σεγκούρα ήταν παιδιά τους. Οι δυο τους ήταν ερωτευμένοι ως παιδικοί φίλοι, αλλά όταν και οι δύο έφτασαν στην κατάλληλη ηλικία για γάμο, ο πατέρας της Ιζαμπέλ, όντας ο πιο πλούσιος σε όλο το Τερουέλ, απαγόρευσε τον γάμο.
Ο Ντιέγκο, ωστόσο, κατάφερε να κάνει μια συμφωνία με τον πατέρα, σύμφωνα με την οποία θα έφευγε από το Τερουέλ για πέντε χρόνια για να προσπαθήσει να χτίσει την περιουσία του. Αν ο Ντιέγκο κατάφερνε να αποκτήσει πλούτο μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια, θα μπορούσε να παντρευτεί την αγαπημένη του, την Ιζαμπέλ.
Στην αρχή κι επειδή καμία είδηση δεν ερχόταν από τον Ντιέγκο ο πατέρας της Ισαβέλλας της πρότεινε να παντρευτεί κάποιον άλλον. Εκείνη του απάντησε λέγοντας ότι ο Θεός ήθελε να παραμείνει παρθένα μέχρι να γίνει είκοσι ετών, λέγοντας ότι οι γυναίκες πρέπει να μάθουν πώς να διαχειρίζονται το νοικοκυριό πριν παντρευτούν. Επειδή ο πατέρας της την αγαπούσε πολύ και ευχόταν την ευτυχία της, συμφώνησε να περιμένει μαζί της για πέντε χρόνια την επιστροφή του Ντιέγκο.
Την ημέρα που έκλεισαν τα πέντε χρόνια, ο Ντιέγκο δεν φάνηκε κι ο πατέρας της Ισαβέλλας την πάντρεψε με τον άρχοντα Ντον Πέδρο.
Αμέσως μετά την γαμήλια τελετή, επικράτησε αναταραχή στην πύλη της Σαραγόσα. Οι φρουροί ενημέρωσαν το χωριό ότι ο Ντιέγκο Μαρσίγια είχε επιστρέψει με μεγάλα πλούτη και με την πρόθεση να παντρευτεί την Ισαβέλλα.
Εκείνο το βράδυ, ο Ντιέγκο μπήκε κρυφά στην κρεβατοκάμαρα της Ισαβέλλας και του συζύγου της και την ξύπνησε απαλά. Την παρακάλεσε: «Φίλα με γιατί πεθαίνω» και εκείνη αρνήθηκε, λέγοντας: «Ο Θεός δεν θα ήθελε να εξαπατήσω τον άντρα μου. Για την αγάπη του Χριστού, σε παρακαλώ να βρεις άλλη και να με ξεχάσεις. Αν η αγάπη μας δεν μπορούσε να ευχαριστήσει τον Θεό, τότε ούτε εμένα θα έπρεπε να με ευχαριστήσει».
Την παρακάλεσε για μια τελευταία φορά, λέγοντάς της ότι πέθαινε και ευχήθηκε ένα τελευταίο φιλί. Αλλά εκείνη αρνήθηκε. Ακούγοντας αυτό, ο Ντιέγκο δεν άντεχε τον χωρισμό ανάμεσα σε αυτόν και την αγαπημένη του και με έναν αναστεναγμό πέθανε στα πόδια της αγαπημένης του Ιζαμπέλ.
Κι εδώ αρχίζει το . . . θρίλερ!
Όταν η Ιζαμπέλ συνειδητοποίησε ότι ο Ντιέγκο πέθανε, εκείνη τρομοκρατήθηκε και ξύπνησε τον άντρα της, λέγοντάς του ότι δήθεν το ροχαλητό του δεν την άφηνε να κοιμηθεί. Του ζήτησε να της πει μια ιστορία για να κοιμηθεί.
Ω, η γυναίκα δεν παύει να είναι πονηρή!
Σε αντάλλαγμα εκείνη του είπε τη δική της ιστορία. Του είπε για τον Ντιέγκο, για τον χαμένο έρωτα τους και στο τέλος του ξεφούρνισε και το ότι τώρα, ο παρ΄ ολίγον εραστής της, ήταν ξαπλωμένος νεκρός δίπλα στο κρεβάτι.
Κι ο σύζυγος ταράχτηκε μεν αλλά με μεγαλείο ψυχής κι αρχοντική μεγαλοπρέπεια (!! ) αναφώνησε δε: «Ω, άθλια! Γιατί δεν τον φίλησες;»
«Για να μην ξεγελάσω τον άντρα μου», απάντησε εκείνη.
«Φυσικά», μουρμούρισε. «Είσαι μια γυναίκα άξια επαίνου».
Και αμέσως μετά οι δύο σύζυγοι, συμφώνησαν να θάψουν τον Ντιέγκο κρυφά στην τοπική εκκλησία. Κατά τη διάρκεια της κηδείας του Ντιέγκο, η Ιζαμπέλ εμφανίστηκε ντυμένη με το νυφικό της. Προχώρησε προς το μπροστινό μέρος της εκκλησίας και φίλησε τον άντρα που είχε αρνηθεί και . . . πέθανε, πέφτοντας μπρούμυτα πάνω στο σώμα του άντρα που αγαπούσε.
Οι δύο θάνατοι που προκλήθηκαν από αγάπη ενέπνευσαν τους πολίτες του Τερουέλ και απαίτησαν να ταφούν οι δυο τους δίπλα-δίπλα, ώστε τουλάχιστον στον θάνατο να μπορούν να είναι μαζί. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό από την εκκλησία.
Η φήμη για τους δύο εραστές έγινε κίνητρο για τουριστική ανάπτυξη της πόλης! Δεδομένου ότι πολλοί άνθρωποι έρχονταν σε όλη την Ισπανία για να δουν τους Εραστές του Τερουέλ, ό,τι είχε απομείνει από τα σώματα των εραστών, τοποθετήθηκαν σε δύο νέους τάφους, όπου οι μορφές των εραστών είναι όμορφα σκαλισμένες.
Η μία πλάκα απεικονίζει τον δυνατό και όμορφο Ντιέγκο, με το ένα του χέρι τεντωμένο, να απλώνει το χέρι του για την αγαπημένη του Ιζαμπέλ - το χέρι του πλησιάζει να την αγγίξει, αλλά λόγω θρησκευτικής ευσέβειας δεν αγγίζονται (αφού η Ιζαμπέλ ήταν παντρεμένη). Δίπλα η πλάκα στον τάφο της Ιζαμπέλ είναι λαμπερή και πανέμορφη.
Όταν πας στο Τερουέλ θα τους δεις.
Πάντα οι εραστές αγνοούν το ότι ο έρωτας έχει ημερομηνία λήξης και μετά γίνεται . . . πτέρωτας και χάνεται. Αλλά η ιστορία επαναλαμβάνεται ανά τους αιώνες και δημιουργεί θύματα.
Διάβασε
εδώ στην επισυναπτόμενη ανάρτηση την σχέση του Μίκη Θεοδωράκη με τους «Εραστές του Τερουέλ» κι όταν ακούσεις το τραγούδι ενός χαμένου έρωτα από την Έντιθ Πιάφ, επειδή δεν ξέρεις γαλλικά, να τι λέει:
Όταν οι εραστές ακούσουν αυτό το τραγούδι, είναι σίγουρο, αγαπημένε μου, πως θα κλάψουν
Θα ακούσουν τα λόγια της αγάπης, που εσύ ο ίδιος έλεγες
Θα ακούσουν την φωνή της αγάπης σου όταν πίστευες πως με αγαπούσες
Όταν σε αγαπούσα, όταν αγαπιόμασταν
Ακόμα ακούω το γέλιο σου, όταν μερικές φορές σε ρωτούσα
"Αν μια μέρα, δεν θα μ’ αγαπούσες πια; αν μια μέρα, δεν θ’ αγαπιόμαστε πια;
Κι εσύ μού έλεγες "Είναι αδύνατο!" και γελούσες.
Λοιπόν, βλέπεις, δεν έπρεπε να γελάς.