Του Άη Ηλιά
Η θεία Τασιά με την θεία Νίτσα ήταν γειτόνισσες. Η θεία Τασιά ήταν πραγματική θεία μου, αδελφή της μαμάς μου ενώ η θεία Νίτσα ήταν «θεία» διότι εμείς αντί για «κυρία» λέγαμε όλες τις μεγάλες γυναίκες «θείες».
Η θεία Τασιά με την θεία Νίτσα είχαν κηρύξει εμφύλιο πόλεμο διαρκείας. Ξέρετε τώρα εσείς τι σημαίνει σύγκρουση Αρβανιτισσών!
Η Νίτσα είχε δυνατή φωνή και ήταν τρομερά ετοιμόλογη. Το είχε κι ως μοιρολογίστρα. Οπότε σε αψιμαχίες και μάχες η θεία Τασιά ήταν από χέρι χαμένη. Συχνά πήγαινα να την δώ, την έβρισκα αναστατωμένη να αναλύει πρόσφατη «μάχη» και να μονολογεί:
«άκου η ντόσα να μού πει για το κορίτσι μου που είναι τεμπέλα. Ε, ναι, τεμπέλα και κυρά είναι η κόρη μου και χίλια μπράβο της. Αλλά είμαι χαζή. Αντί να το βουλώσω και να μπω μέσα, έπρεπε να της πως για την αδελφή της. Αλλά δεν μού κόβει καϋμένε, δεν μού κόβει» και κτυπούσε εκείνη την στιγμή το γόνατο με τσαντίλα.
Η θεία Τασιά ήταν ο ορισμός του καλού ανθρώπου. Γλυκομίλητη και φιλότιμη, θυσία γινόταν για γνωστούς κι αγνώστους. Το σπίτι της ήταν και δικό μας σπίτι κι εγώ πάντα περνούσα από εκεί κι ήμουν μάρτυς σε ότι τώρα σας λέω.
Με όλους τα είχε καλά κι όλοι έλεγαν καλά λόγια για την θεία Τασιά αλλά με την Νίτσα δεν τα έβρισκε. Προσπάθησε η θεία, το ξέρω, αλλά η Νίτσα ήταν διάολος. Μια νταρντάνα με δυνατή φωνή, τραγουδούσε κιόλας όμορφα, ήθελε να είναι αυτή που θα έλεγε την τελευταία λέξη παρόλο που δεν ήταν από το χωριό μας.
Ήταν από το Κασκαβέλι κι είχε έρθει νύφη σε εμάς αλλά ούτε κι αυτή η μετοικεσία την πτοούσε. Ούτε το ότι δεν έκανε παιδιά την πτοούσε.
Η θεία Τασιά ήξερε ότι η πιο σκληρή βρισιά θα ήταν να την πει «άκληρη» αλλά δεν το είπε ποτέ. Την τρόμαζε μια τέτοια σκληρότητα.
Τα δυο σπίτια μοιράζονταν μιάν αυλή που κανονικά ήταν δρόμος. Οι άντρες τους είχαν μακρινή συγγένεια. Ο άντρας της Νίτσας, ο θείος Ηλίας, πήγαινε στην λαϊκή και σιγά σιγά έβαλε τελάρα στην δική του την μεριά κι έκανε το δρόμο . . . αυλή.
Στην κουζίνα της η θεία Τασιά είχε ένα μικρό φεγγίτη που έβλεπε κατευθείαν στον μπαλκόνι της Νίτσας. Ο φεγγίτης αυτός ήταν και παρατηρητήριο για τον . . . εχθρό. Παρακολουθούσε συχνά την Νίτσα μπας κι επεκταθεί στα χωρικά της ύδατα. Έβλεπε όμως και τα ρούχα που άπλωνε και για μερικά από αυτά, κάτι «κοφτά», μαχαίρι μπήγονταν στην καρδιά της. Γιατί η Νίτσα ήταν μεγάλη τεχνήτρα στην πλεκτική και στα «κοφτά». Δημιουργούσε η «πουτάνα» δικά της σχέδια ενώ η θεία Τασιά δεν μπορούσε. Ακόμα και στην αντιγραφή του σχεδίου από το περιοδικό πλεκτικής δυσκολευόταν.
Τέλος πάντων. Από την πρώτη στιγμή όλα πήγαν στραβά στην σχέση τους και δεν συμφώνησαν ποτέ: για το πως θα μπουν τα σύρματα για να απλώνουν τα ρούχα, για το πως θα γίνεται το σκούπισμα και το άσπρισμα της αυλής, για το που θα χύνονταν τα απόνερα της μπουγάδας. Τίποτα και ποτέ.
Και πάντα η θεία Τασιά επέστρεφε σπίτι θυμωμένη κι ηττημένη κατά κράτος, με σχεδόν δακρυσμένα μάτια να μονολογεί «ούτε στον θάνατο να μην την δω την γαϊδούρα» ενώ η Νίτσα από απέναντι έριχνε τις άριες στην ατμόσφαιρα κι απολάμβανε την νίκη της.
Ο άντρας της Νίτσας πήγαινε στην λαϊκή κι έκανε γενικώς εμπόρια με λαχανικά, φρούτα και κρεμμύδια. Μερικές φορές έλειπε μέρες από το σπίτι. Και μια μέρα η θεία Τασιά ένοιωσε υπέρτατη ευτυχία όταν στο μπακάλικο του Νικολή μια της ψιθύρισε πως ο άντρας της Νίτσας έχει . . . γκόμενα κάπου προς την Λαμία.
Ω της ευτυχίας το ξέσπασμα για την θεία Τασία!
«αχ, έχει ο Θεός καϋμένε» ψιθύριζε στο σπίτι. Έτρεξε στο φεγγίτη να δει κάτι αλλά όλα ήταν όπως συνήθως, καμία αλλαγή στο απέναντι στρατόπεδο.
Ήξερε τώρα ότι στην επόμενη μάχη θα βγάλει το βαρύ πυροβολικό «μόι άντε μάζεψε τον άντρα σου που πίνει καφέ σε άλλα μνημόσυνα που θές και να μιλήσεις» ετοίμαζε τα λόγια – πυρομαχικά της κι αύξανε η αυτοπεποίθησή της.
Η ίδια δεν είχε τέτοιο πρόβλημα. Ο δικός της άντρας, ο θείος Μιχάλης ήταν ένας απολύτως ήρεμος και ήσυχος κακομοίρης που μόνο καφέ έπινε στο καφενείο. Ντρεπόταν και που ζούσε, που λένε. Δουλευτής κι αφοσιωμένος στο σπίτι του. Αυτά σκεφτόταν η θεία Τασιά και καθώς είχε εξασφαλίσει τα νώτα της ετοιμαζόταν για την επικείμενη μάχη.
Αλλά η μάχη δεν ήρθε ποτέ.
Η Νίτσα, υπό το βάρος των εξελίξεων, άλλαξε κι εκείνη. Μαζεύτηκε. Μια δυό φορές τους είδε η θεία Τασιά από τον φεγγίτη να τσακώνονται με τον άντρα της. Αυτός φόρτωνε τελάρα στο φορτηγάκι κι εκείνη του έλεγε «μην πας, γιατί το κάνεις αυτό;» στα μουγκά. Αλλά εκείνος, την έσπρωξε μπήκε στο αμάξι κι έφυγε. Κι η Νίτσα ούτε φώναξε, ούτε έβρισε ούτε τίποτα αλλά ανέβηκε στο σπίτι της.
Στα μέσα Ιουλίου, στου Προφήτη Ηλία που το Κασκαβέλι έχει πανηγύρι, η Νίτσα με τον άντρα της τον Ηλία που γιόρταζε, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Μπροστά μπροστά στα όργανα, γεμάτη θεωρία και πληθωρικότητα, θα έκανε το κομμάτι της. Επέστρεφε στο χωριό της κι ήθελε να δείξει τις κατακτήσεις της.
Εκείνη την χρονιά όμως δεν έγιναν έτσι τα πράγματα.
Από τον φεγγίτη, την παραμονή της Αη Ηλιά, είδε η θεία Τασιά τον Ηλία να κατεβαίνει τα σκαλιά και την Νίτσα να προσπαθεί να τον κρατήσει από τον μανίκι. «άσε με γαμώ την παναγία σου» της φώναξε αυτός και μπήκε στο αυτοκίνητο κι έφυγε.
Εγώ πήγα λίγο αργότερα στην θεία Τασιά. Θα πήγαινα στο Κασκαβέλι κι ήθελα να πάρω το περιστροφο του ΤζιμΑνταμς. Η μάνα μου μού το απέκλεισε να μού δώσει λεφτά να πάρω «αυτά τα σκατά» κι έτσι κατέφυγα στην θεία Τασιά.
Ήταν στην κουζίνα κι κάτι ετοίμαζε. Βγήκε και κρατούσε ένα πιάτο και καπάκι είχε ένα άλλο πιάτο.
«να το πας στην Νίτσα» μού είπε. «έφυγε ο γάιδαρος και την άφησε την γυναίκα μόνη χρονιάρα μέρα» μονολόγησε.
Πήγα, ανέβηκα στο μπαλκόνι και κτύπησα την πόρτα. Μού άνοιξε η Νίτσα, με κόκκινα μάτια και σαν πρησμένη.
«μου είπε η θεία Τασιά να στο δώσω» και της έδωσα τα πιάτα.
Μού φάνηκε πως κάπως έσκασε το χείλη της προς χαμόγελο, τα πήρε και κάπως ένευσε προς τον φεγγίτη της θείας Τασιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου