Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

Απουσία






Για ένα φίλο που λείπει κάπου μακριά

Είναι δύο δίδυμα αδέλφια και είναι αστροναύτες. Είναι στην ακμή της ηλικίας τους, στα σαράντα τους χρόνια. Ο ένας φεύγει από τη Γη για ένα ταξίδι στα αστέρια και το διαστημόπλοιο τρέχει με ταχύτητα μεγάλη, πολύ μεγάλη, κοντά σε εκείνη του φωτός. Ταξιδεύει προς ένα άστρο που απέχει δέκα έτη φωτός από τη Γη. Ο άλλος μένει στη Γη να τον περιμένει. Ο πρώτος αδελφός φτάνει στο άστρο κι αμέσως κάνει στροφή και κατευθύνεται πάλι προς την Γη με την ίδια ταχύτητα. Σύμφωνα με τα ρολόγια του διαστημόπλοιου, όταν το διαστημόπλοιο προσεδαφίζεται έχουν περάσει μόλις τρία χρόνια. Στο κοσμοδρόμιο τον υποδέχεται ένας μεσήλικας εξήντα ετών. Είναι ο δίδυμος αδελφός του.


Το διανοητικό αυτό πείραμα είναι σύμφωνο με την Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν και πάντα με εντυπωσίαζε. Βέβαια αν κανείς μετρά τον χρόνο με τις εμπειρίες, αν δηλαδή κανείς ενδιαφέρεται για την πυκνότητα των στιγμών, το αποτέλεσμα είναι αδιάφορο αφού ο πρώτος αδελφός πήρε απλώς αναβολή ζωής κλεισμένος σε ένα μεταλλικό κλουβί που έτρεχε ανάμεσα στα άστρα: πρέπει να ζήσει τώρα σε ένα περιβάλλον που έχει αλλάξει κατά είκοσι χρόνια κι αυτός δεν μπόρεσε να το πληροφορηθεί μέσω της τηλεόρασης. Διότι καθώς ταξίδευε, τα τηλεοπτικά σήματα φτάνουν σε αυτόν μεν αλλά ό,τι βλέπει είναι βίντεο στο πολύ γρήγορο. Οι άνθρωποι μιλούν, κινούνται κι αλλάζουν σα σπαστικοί, με μεγάλη ταχύτητα. Στην αρχή γελάει, νομίζει ότι του κάνουν πλάκα αλλά καθώς αυτό συνεχίζεται, νομίζει ότι κάτι πάει στραβά στην αναμετάδοση. Για αυτό έπειτα από λίγες ημέρες κλείνει εντελώς την τηλεόραση κι αρκείται στις ανταλλαγές ημέηλ! Όταν ο αδελφός του του ανακοινώνει ότι παρουσίασε ζάχαρο και παίρνει χάπια, αυτός νομίζει ότι του κάνει πλάκα!

Το θέμα εκείνου που λείπει για πολύ καιρό σε ταξίδι και των συνεπειών αυτής της απουσίας έχει απασχολήσει τους ανθρώπους από τα πολύ παλιά χρόνια, από τις απαρχές του ανθρώπινου πολιτισμού, αφού πάντα οι άνθρωποι ταξίδευαν. Ο χρόνος όμως ήταν ο ίδιος και για τα δύο μέρη: γερνούσαν και τα δύο μέρη ταυτόχρονα! Εκείνο που άλλαζε ήταν οι συνθήκες στην κοινωνία που είχαν αφήσει πίσω τους: ο Αγαμέμνων αντί για την υποτακτική σεβάσμια Κλυταιμνήστρα, βρίσκει μια εξαγριωμένη σύζυγο -δικαιολογημένα αφού για την εξουσία, σκότωσε την κόρη τους την Ιφιγένεια και της κουβάλησε από πάνω και τη σαλεμένη γκόμενα, την Κασσάνδρα- που τον εξολοθρεύει με ένα μπαλτά στο μπάνιο, ενώ ο Οδυσσέας βρίσκει ένα χωριό μνηστήρες να έχουν κάνει λαϊκοδημοκρατική εξέγερση και “κατάληψη” στο παλάτι του με πρόσχημα την Πηνελόπη: οι δούλες ήταν σίγουρα πιο ζουμερές!

Όταν κάποιο έφευγαν, κάποιοι έμεναν πίσω. Το θέμα είναι ότι ενώ ο ταξιδευτής ζει τις νέες εμπειρίες και τους κινδύνους του ταξιδιού, ο άλλος, αν απλώς περιμένει, παύει να ζει. Παγώνει τον ψυχολογικό του χρόνο στις αναμνήσεις και ξεφυλλίζει τα άλμπουμ των φωτογραφιών ενώ το σώμα του χυλώνει και ζαρώνει. Γερνάει περιμένοντας ενώ ο άλλος, ο ταξιδευτής γερνάει ζώντας. Κάτι ανάλογο με τους αστροναύτες αλλά σε πιο γήινο πεδίο.

Στην πραγματικότητα όμως, κανείς δεν περιμένει. Όλοι ζουν και κάνουν τις επιλογές τους. Και η Κλυταιμνήστρα και η Πηνελόπη. Και ο Αγαμέμνων και ο Οδυσσέας. Η Πηνελόπη γίνεται Πόπη και ο Οδυσσέας έχει γίνει πια Άκης. Καθώς η Γη γυρίζει όλα μαλακώνουν και μικραίνουν, σώματα και πάθη. Μένει μια γλυκιά αίσθηση απογεύματος, στο μπαλκόνι, λίγο πριν ο ήλιος χαθεί στη θάλασσα απέναντι κι αφού το μεσημεριανό γλέντι και το ξέφρενο φαγοπότι έχει πλέον γίνει ανάμνηση και έχει μείνει μια ανεπαίσθητη καούρα.

Ο ταξιδευτής από την άλλη, νομίζει ότι κουβαλάει τις προσδοκίες αυτών που άφησε πίσω του. Να κάνει λεφτά, να στήσει αποικία και να φέρει κι άλλους, να αγοράσει χρυσό και μπαχαρικά. Δηλαδή έτσι νομίζει, αλλά τελικά τίποτα δε κουβαλάει παρά τις δικές του ματαιοδοξίες. Κανείς δεν περιμένει τίποτα από αυτόν κι ίσως και κανείς να μην τον περιμένει. Μερικές φορές αποδέχεται με ικανοποίηση τον ρόλο του εξερευνητή, εκείνου που έχει το δήθεν προνόμιο να είναι “αλλού”, σε μέρος εξωτικό και διαφορετικό, την ώρα που εκείνοι μένουν πίσω, εκεί στη πατρίδα και προσπαθούν να ζήσουν σε ένα περιβάλλον που τους δυσκολεύει συνεχώς και όπου οι άνθρωποι γίνονται όλο και πιο σκυθρωποί και οι δοσοληψίες όλο και πιο δύσκολες και τελικά αδιάφορες.

Όμως η περιρρέουσα ατμόσφαιρα κατάθλιψης που κυριαρχεί στην πατρίδα μας δεν είναι θέμα οικονομικής ανέχειας αλλά μιας αιφνίδιας διάλυσης ενός τρόπου ζωής και κυρίως κατανάλωσης. Η αίσθηση της στενότητας, αυτό το βάρος στη ψυχή, δεν οφείλεται στις εξωτερικές πιέσεις (οικονομικές, κοινωνικές, εργασιακές, κλπ.) αλλά είναι κυρίως μέσα μας! Μπορεί να μην είναι πολιτικώς ορθή και κυρίως αγωνιστική μια τέτοια διαπίστωση, αλλά αυτή είναι η άποψη μου.

Κανονικά και σε άλλους καιρούς κάτι τέτοιο θα ήταν η απαρχή μιας αναγέννησης της καθημερινότητας κι ενός νέου πνεύματος κοινωνικότητας και συλλογικότητας. Όμως η ατομικότητα εξακολουθεί να κυριαρχεί κι ο καθένας φροντίζει να δίνει παράσταση με τους χθεσινούς όρους αποφεύγοντας όπως ο διάβολος το Ομανικό λιβάνι την ομολογία μιας χρεωκοπίας γενικής και ειδικής. Ο καθένας μας επιμένει να προσποιείται ότι όλα βαίνουν καλώς, ότι εντάξει είναι κάπως πιο δύσκολα αλλά εντέλει “είναι καλά ρε παιδί μου”, όταν ο ίδιος δεν είναι καλά κι αισθάνεται κάτι να τον πιέζει και δεν ξέρει τι ακριβώς είναι αυτό. Οι γελοίες κινήσεις αλληλεγγύης προς τους ανήμπορους είναι “για τους άλλους”, γίνονται ως μια μορφή αγωνιστικής φιλανθρωπίας και δεν είναι κάτι που δημιουργεί νέα κοινωνικότητα: όσοι πάνε στα συσσίτια, τρώνε και μετά χάνονται μέχρι το επόμενο συσσίτιο, διότι ντρέπονται και διότι δεν έχουν κατά νου να παλέψουν για κάτι. Είτε ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει το συσσίτιο, είτε η Μητρόπολη είτε η Χρυσαλητεία, αυτοί θα τρέξουν να φάνε. Αλλά το ζητούμενο είναι όλοι αυτοί να δουν τον ουρανό να λάμπει και να δουν την ζωή τους μετά το φαΐ. Το θέμα είναι να βρουν τον τρόπο και τη δύναμη να δώσουν οι ίδιοι αξία στη μίζερη ζωή τους.

Εντέλει, “αυτό που μας πιέζει” είναι το σύστημα αξιών που εμείς οι ίδιοι έχουμε αποδεχτεί για χρόνια τώρα και που έχει πάψει να ισχύει. Αντί λοιπόν να το παραδεχτούμε ανοιχτά και να προσαρμόσουμε τη ζωή μας αναλόγως, εξακολουθούμε να “παίζουμε”με τα χαρτιά της προηγούμενης παρτίδας και να περιμένουμε να βελτιωθούν τα πράγματα. Αλλά αυτό δεν είναι αισιοδοξία. Είναι μια χαζοχαρούμενη προσδοκία, σα εκείνους που περιμένουν να αλλάξει η ζωή τους με τη κλήρωση του λαχείου. Όμως το ξέρουμε βαθιά μέσα μας, ότι τα πράγματα δεν θα γίνουν καλύτερα διότι κανείς δεν προσπαθεί για αυτό. Όλοι, πολιτικοί εκπρόσωποι και πολίτες, έχουν βαλθεί να διεκδικούν μερίδια σε μια πίτα που διαρκώς συρρικνώνεται. Κανείς δεν σκέφτεται ότι χρειαζόμαστε μια άλλη πίτα ή μάλλον μια άλλη κουζίνα!

Το να ζεις είναι έτσι κι αλλιώς ένα ταξίδι. Ταξιδεύουμε στο χρόνο και γύρω μας όλα αλλάζουν. Κάθε μέρα είναι μια άλλη μέρα κι όλα είναι πιθανά. Η ζωή δεν είναι ό,τι μας παρουσιάζουν και προσπαθούν να μας πείσουν για αυτό. Η ζωή μας είναι αυτό που ζούμε. Κι όσο πιο χαλαρά κι ελεύθερα το ζήσουμε τόσο πιο μεστό θα είναι και πιο ενδιαφέρον. Μπορούμε να δίνουμε εμείς αξία στη στιγμή. Δεν είναι μόνο το αφεντικό που δίνει αξία με την όποια αμοιβή ή ο προϊστάμενος με το γλυκανάλατο ύφος ή το σήριαλ στο χαζοκάναλο. Όλα αυτά είναι φυλακές σκέψης στην καθημερινότητα μας.

Ο αστροναύτης που ταξίδευε δεν έβλεπε τη ζωή στην αλλαγή της μέρας και στο λαμπερό γαλάζιο του ουρανού που σκοτεινιάζει από τα σταχτιά σύννεφα και ξαναγίνεται έπειτα από λίγο και πάλι μπλέ. Για αυτόν τα τρία χρόνια του ταξιδιού ήταν μια αγγαρεία. Μετά τις πρώτες ημέρες, όπου ακόμα τον εντυπωσίαζε το μαύρο και η καθαρότητα των άστρων, όλα του φαίνονταν ίδια, απλά και βαρετά. Στο μεταξύ, ο αδελφός του ερωτευόταν, παντρευόταν, μεγάλωνε παιδιά, έτρωγε κοψίδια και παιδάκια μέχρι να του τα κόψει ο γιατρός, έκανε μπάνιο σε παραλίες στο Αιγαίο, δηλαδή ζούσε και γερνούσε, ενώ εκείνος έμενε “φρέσκος” ως κατεψυγμένο κοτόπουλο!

Τελικά κι εγώ κι εσύ είμαστε ένα δίδυμο σαν τους αστροναύτες. Ταξιδεύουμε κι οι δύο. Πρέπει να ζήσουμε το ταξίδι ο καθένας μας και να ανταλλάζουμε εμπειρίες και μηνύματα που επειδή είναι στον ίδιο χρονικό ρυθμό μπορούμε να τα καταλάβουμε. Κι όταν συναντιόμαστε να μιλάμε κι οι δύο για τα “Πολλά καλοκαιρινά πρωϊά, που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
μπήκαμε σε λιμένας πρωτοειδωμένους, για τα εμπορεία τα Φοινικικά, και τες καλές πραγμάτειες που αποκτήσαμε, σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, όσο μπορέσαμε πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά,
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές που πήγαμε, κι ό,τι μάθαμε
απ' τους σπουδασμένους”, διότι όλα αυτά είναι ήδη στη γειτονιά μας κι ας όψεται η παγκοσμιοποίηση για αυτό. Και σαν τον αλλοτινό Σωκράτη δεν χρειάζεται να πάμε στην άλλη άκρη της Γης για να διαπιστώσουμε το μεγαλείο και τη μικρότητα της ανθρώπινης ψυχής μας!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διάφορα