Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Το Σύνταγμα στην πλατεία



Οι Λειβαδίτες πήγανε προχτές στην Πλατεία Συντάγματος κι είδαν εκεί 
ένα σύννεφο με αστυνομικά παντελόνια, αντιασφυξιογόνος μάσκες, κλομπ και χειροβομβίδες λάμψης κρότου να προγκάει τον κόσμο. Ένα σύννεφο που ερεθίζει τα μάτια και τους πνεύμονες και κάνει τα παιδιά έτοιμα να δεχτούν το κλομπ στο κεφάλι .

Όταν η κρατική βία ξεσπά δεν είναι κατά λάθος. Είναι η άλλη όψη ενός πολιτικού συστήματος χωρίς υπόληψη μεν αλλά με ισχύ δε. Η κρατική τρομοκρατία δεν ασκείται "από σπόντα" αλλά επί τούτου, για να τρομοκρατήσει τους πολίτες.

Εδώ και λίγο καιρό γίνεται ένας πόλεμος χαρακωμάτων,  σαν μιλημένο ποδοσφαιρικό παιχνίδι: αυτοί θα ρίξουν αέρια, εμείς θα τους πετάξουμε σπασμένα μάρμαρα κι οι άλλοι θα απομακρυνθούν βήχοντας και με κόκκινα μάτια. Όποιος κάτσει ήσυχα και θέλει να συζητήσει, "να τα βρει" με την βία, θα φάει το κτύπημα από το κλομπ στο κεφάλι: "θέλω να με φοβάσαι έως τρόμου όταν με βλέπεις" είναι η απαίτηση του οργάνου καταστολής.

Όλο και περισσότερο οι λειτουργίες του κράτους, ως εφορία, ως αστυνομία, ως εκπαίδευση, ως τράπεζα, ως ασφαλιστικό ταμείο, γίνονται πιο βίαιες και απάνθρωπες. Αυτό δεν είναι ένδειξη αποδυνάμωσης του κράτους αλλά απροκάλυπτη επίδειξη της αποστολής του.

Στις πορείες και στις διαδηλώσεις γίνονται ασκήσεις για να μην σκουριάσουν και να είναι έτοιμοι, οι αστυφύλακες για τη μέρα που με υπηρεσιακή ψυχραιμία, θα σπάνε ανθρώπινα κεφάλια όχι με ματσούκια αλλά με σφαίρες. Κι αυτές τις τωρινές πρόβες-γυμνάσματα των φυλάκων, κάποιοι τις ονομάζουν αγωνιστικές κινητοποιήσεις και ναρκισσεύονται που αγωνίζονται για . . . ένα καλύτερο αύριο.

Δεν είναι απλό λάθος να "ξύνεσαι στην γκλίτσα του τσοπάνη" αν δεν είσαι αποφασισμένος και έτοιμος να τον κυνηγήσεις. Είναι βλακεία! Σχεδόν γίνεσαι (αν δεν είσαι ήδη) όργανο του τσοπάνη-κρατικού μηχανισμού καταστολής: τον εκπαιδεύεις να σε δέρνει, να σε τρομοκρατεί καλύτερα και παράλληλα ανανεώνει τον εξοπλισμό του, δακρυγόνα και χειροβομβίδες,  με . . . επιχειρήματα εν μέσω οικονομικής κρίσης.

Υπάρχει όμως και μια άλλη εξήγηση, πολιτική αυτή την φορά, του κρατικού ξεσπάσματος βίας, που και στα άτομα συμβαίνει: όταν δεν έχεις επιχειρήματα φωνάζεις «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;» και χειροδικείς.

Σήμερα το κράτος, η κυβέρνηση λοιπόν, δεν έχει επιχειρήματα. Δεν έχει την κοινωνική υποστήριξη για να εφαρμόσει την πολιτική της. Για αυτό εκβιάζει και βιάζει τους πολίτες κι επιβάλλει σπασμωδικές αποφάσεις.

Σ’ εκείνους τους καλοπροαίρετους που διερωτώνται για το «τι να κάνουμε, εδώ που φτάσαμε;» και επαναλαμβάνουν τα περί χρεωκοπίας που θα είναι χειρότερη –και πράγματι είναι, λέω πως σε έξι μήνες πάλι νέο δίλημμα θα μας παρουσιάσουν.

Τα διλήμματα είναι εκβιασμοί. Τα θέτει εκείνος που άφησε τα πράγματα να εξελιχθούν ως σε μονόδρομο. Δεν έχει εξηγηθεί ποτέ το πώς φτάσαμε να μας έχουν στριμώξει στην γωνιά και να μας δέρνουν, διότι ποτέ «δεν έχουμε τον χρόνο». Αυτοί που μας έλεγαν προς τραβάμε προς την δόξα είναι εκείνοι που τώρα λένε πως θα μας γλυκάνουν τον πόνο και θα γιατρέψουν τις πληγές από το γρονθοκόπημα.

Είμαστε μια κοινωνία που τα μέλη της δεν συζητάνε: είτε σιωπούν είτε κραυγάζουν είτε ζητωκραυγάζουν. Έχουμε ξεχάσει να σκεφτόμαστε, αν μάθαμε ποτέ.

Όλα τα κοινωνικά στρώματα και οι ειδικότητες σήμερα είναι εμφανώς μοιρασμένες στα δύο: αυτοί που θέλουν να υπάρχει τάξη, να λειτουργεί το κράτος, έστω και με κάποια στέρηση και να επιλεγεί το λιγότερο κακό κι οι άλλοι, που στριμώχνονται οικονομικά και ψυχολογικά και προτιμούν το μπάχαλο για να γλυτώσουν -δήθεν- την πληρωμή της δόσης για το αυτοκίνητο ή το εξοχικό.

Μια τρικυμία εν συλλογικώ κρανίω έμπροσθέν μας, στην πλατεία: η Πατρίδα, πάνω από όλα και ότι την σηματοδοτεί: η αρχαιότητα, το ένδοξο Βυζάντιο, οι κλέφτες του ’21, οι Βαλκανικοί πόλεμοι, η Εθνική Αντίσταση. Ένα κράμα μαρξίζοντος εθνικισμού και μιας τριτοκοσμικής ψευτοεπαναστατικής φρασεολογίας με κατακλείδα το "έξω όλοι", "έξω από όλα". Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο εσαεί. Για ένα ανάδελφο εθνικό εαυτό, πρότυπο μοναξιάς στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.

Απίθανη συλλογή θεωριών συνομωσίας, που όσο τα πράγματα χειροτερεύουν τόσο οι θεωρίες διογκώνονται,  για να συνδέσουν "αγανακτισμένα" όσο το δυνατόν πιο πολλούς με ημιμάθεια και αληθοφανή στοιχεία: Οι αντιεξουσιαστές, οι νεοαριστεροί, οι "ψαγμένοι" και οι ευαίσθητοι, πλάι-πλάι με τους χρυσαυγίτες και τους υπερπατριώτες εθνικιστές.

Οι κομμουνιστές, πιο κει, διακριτικοί, στον κόσμο τους, να παρελαύνουν στο δικό τους ρυθμό και να φεύγουν. Να κάνουν εκκλήσεις για να πάει η αγανάκτηση στους χώρους δουλειάς αλλά εκεί, στον ιδιωτικό τομέα, δεν πατάει κανείς τους.

Κάποτε στις οικοδομές, όταν γινόταν απεργία, εμφανιζόταν κάποιος από την Ομοσπονδία Οικοδόμων. Τώρα αν πάει, που δεν πατάει,  δεν θα τον καταλαβαίνουν οι Αλβανοί και οι Πακιστανοί εργάτες. Κι όταν πάει ο αγωνιστής-συνδικαλιστής, σε άλλο χώρο, σε κάνα εργοστάσιο για παράδειγμα, το κάνει χωρίς προετοιμασία, με τέτοιο γελοίο τρόπο που προκαλεί αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκει: οι εργαζόμενοι σκύβουν περισσότερο το κεφάλι και λένε «καλά είμαι εδώ, στο μαντρί».
Προτίμησαν την «ταξική καθαρότητα» και την «αγωνιστική αξιοπρέπεια, έφτιαξαν δικό τους συνδικαλιστικό κίνημα κι άφησαν τους εν αναμονή πολιτευτές κυβερνητικούς συνδικαλιστές να κυβερνάνε από τις καρέκλες..

Έτσι οι πορείες και οι γενικές απεργίες είναι για τους δημόσιους υπάλληλους ή εκείνους στις επιχειρήσεις δημόσιου συμφέροντος που τους έκοψαν τον 18ο και βάλε μισθό ή που καθυστέρησαν να δώσουν σε μία σαραντάρα συνταξιούχο της καθ’ ημάς Ακριβάκικης Ολυμπιακής την σύνταξή της των 2.000 ευρώ μηνιαίως.

Κι όλοι εμείς οι σώφρονες ντε, να κοιτάμε και να νουθετούμε εκ του μακρόθεν. Ακούμε ήχους, κρότους και θορύβους,  μιας εκπομπής από τις πλατείες των πόλεων που δεν καταλαβαίνουμε. Νοιώθουμε ότι κάτι δεν πάει καλά αλλά δεν ξέρουμε και τι πρέπει να γίνει.

Όμως η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ξέραμε διότι ποτέ δεν ψάξαμε να μάθουμε. Και τώρα ακόμα, δεν προσπαθούμε να μάθουμε δια της δημιουργίας, αλλά προτιμάμε να διαλέγουμε από το πανέρι με τους «καταλληλότερους» που χώνουν στη μούρη μας. Αφεθήκαμε στην άγνοια και στην ανεμελιά μιας όψιμης εφηβείας μεσηλίκων. Δεν τολμάμε να διαπιστώσουμε ότι δεν έχουμε αξίες με τις οποίες θα κρίνουμε και θα κριθούμε. Τρέμουμε το να κριθούμε. Οι παλιές καλές μας αξίες είναι τόσο ρετρό! Οι καινούργιες ακόμα αργούν. Βράζουμε όλοι μαζί σε ένα ζουμί τσιτάτων και αναμνήσεων απο αγώνες περασμένους.

Οι ίδιοι άνθρωποι που μαζεύονται στις πλατείες θα ψηφίσουν τους ίδιους πολιτικούς στις ερχόμενες εκλογές για να γίνουν μετά «κοψοχέρηδες». Πολιτικοί εκπρόσωποι και ψηφοφόροι δεμένοι με μικρές ιδιοτέλειες, μέρη του ίδιου πολιτικού συστήματος που χρεοκόπησε ως κακέκτυπο δημοκρατίας. Μιας δημοκρατίας που δεν την προστατέψαμε ως οφείλαμε όταν έπρεπε αλλά ασελγήσαμε πάνω της. 

Προς το παρόν θέλουμε τα πράγματα να μην αλλάξουν, νάναι σαν άλλοτε κι έτσι λέμε και γράφουμε κοινοτυπίες. Συντηρητικοί οι προοδευτικοί και οι δεξιοί αμήχανοι.

Η Δημοκρατία, δεν έχει επιθετικούς προσδιορισμούς κι όταν μπαίνουν («πραγματική», «άμεση», «λαϊκή») είναι για να την ακυρώσουν. Παρόλα αυτά εμείς επιμένουμε να την ζητάμε με επίθετο, ως εάν να είναι κάτι έξω από την δική μας καθημερινή συμπεριφορά.

Αυτό το άλλο που θέλουμε ακόμα δεν είναι ομολογημένο και αυτό που θα το γεννήσει είναι ακόμα αδύναμο: η αίσθηση, η βιωματική κατανόηση της προσωπικής ευθύνης για ενέργειες και αποφάσεις που επηρεάζουν το κοινωνικό σύνολο.

Αυτός ο ήρεμος ηρωισμός της προσωπικής ευθύνης και αξιοπρέπειας είναι που λείπει από τις πλατείες και για αυτό οι τσαμπουκάδες του ετερόκλητου πλήθους δεν φοβίζουν το πολιτικό σύστημα. Πίσω από τα ειδικά άθραυστα τζάμια οι πολιτικοί βλέπουν τους πολίτες σαν παιδιά που καθώς τους λένε να φύγουν από την πλατεία γιατί πέρασε η ώρα, εκείνα θυμώνουν και πεισμώνουν και φωνάζουν πως θέλουν να μείνουν.

Αλλά η δημοκρατία δεν είναι παιχνίδι ή αφορισμός δια πάσα χρήση. Οι "αγανακτισμένοι" που κυνηγάνε βουλευτές να τους δείρουν, που εισβάλουν στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ και τα διαλύουν, όπως έκαναν στην Κρήτη, κτυπάνε την Δημοκρατία. Λένε πως αγαπάνε την Δημοκρατία τόσο πολύ και εκείνο που καταφέρνουν είναι να την πνίξουν από το λατρευτικό σφίξιμο. Διότι η ουσία της Δημοκρατίας είναι η ανεκτικότητα στην άλλη άποψη και μάλιστα στην μειοψηφούσα, αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα σε εκλογικούς νόμους για . . . "πανίσχυρες" κυβερνήσεις και σε κομματικούς πατριωτισμούς, όπου ο χαρακτηρισμός "προδότης" για τον αντίπαλο είναι στην πρώτη ζήτηση και . . . τρανταχτό επιχείρημα.

Αυτές τα δάκτυλα που στρέφονται τεντωμένα και ανοικτά προς το πολιτικό σύστημα, που απλώνονται να κτυπήσουν τον βουλευτή, είναι τα ίδια που θα διπλώσουν το ψηφοδέλτιο με σταυρωμένο τον ίδιο βουλευτή, στις επόμενες εκλογές.

Αυτά τα δάκτυλα πιο εύκολα γίνονται γροθιές για να κτυπήσουν από ότι χειραψίες και είναι πιο εύκολο να κρατάνε φραπέ και τσιγάρο χαλλλαρά, από ότι βιβλίο.
Αυτά τα αγανακτισμένα δάκτυλα, κινδυνεύουν να γίνουν πιο εύκολα χιτλερικός χαιρετισμός παρά να πατήσουν τα πλήκτρα και να σχολιάσουν με νου και συναίσθημα το κείμενο αυτό.

2 σχόλια:

  1. το Πάγκαλε είναι για να σε πικάρω1 Ιουλίου 2011 στις 9:53 π.μ.

    Ωραίες οι νουθεσίες σου Πάγκαλε. Όμως μάθε ότι είμαι αγανακτισμένος με το κράτος που έδωσε σύνταξη σε σαραντάρα. Είμαι αγανακτισμένος που ο κάθε Ακριβάκης διορίζει όποτε μπορεί άκριτα και εις βάρος μου. Είμαι αγανακτισμένος γιατί έκλεισε η επιχείρηση που εργαζόμουν. Είμαι αγανακτισμένος που γύρω μου υπάρχουν χιλιάδες οικονομικοί μετανάστες που, λόγω της βλακείας των κυβερνώντων, είναι εγκλωβισμένοι στη χώρα μας και δεν μπορούν να εργαστούν. Είμαι αγανακτισμένος με την αριστερά που ποτέ δεν έστειλε στο δικαστήριο έναν από όλους αυτούς που κλέβουν τον ιδρώτα μας. Είμαι αγανακτισμένος με τις τράπεζες που δανείζουν κάθε χρόνο ΠΑΣΟΚ και ΝΔ πολλά εκατομμύρια παρότι χρωστούν περισσότερα από 200 εκ. έκαστο. Είμαι αγανακτισμένος που το εκλογικό σύστημα της δημοκρατίας μας δεν με λαμβάνει υπ΄ όψιν στα αποτελέσματα των εκλογών, παρότι η ψήφος μου είναι μια πλειοψηφική τάση της κοινωνίας με ποσοστά πολύ μεγαλύτερα του 3%. Είμαι αγανακτισμένος με όσους υπερασπίζονται το ψέμα, ρίχνοντας στον Καιάδα όσους φωνάζουν την δική τους αλήθεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Χαίρε “Πάγκαλέ για να με πικάρεις”,

    Για πολλά από τα αίτια της αγανάκτησής σου νομίζω ότι μπορείς και πρέπει να επανέλθεις με πιο πολλά λόγια. Ωραία γράφεις αλλά ως Λάκων: το Λακωνίζειν δεν σημαίνει πάντα φιλοσοφείν. Μερικές φορές είναι ένδειξη έλλειψης όρεξης και υπομονής. Αλλά αυτά τα δύο σε καλώ να ξεπεράσουμε.

    Διότι είναι καιρός να μιλήσουμε, χωρίς προθεσμίες, με μεγάλη κλεψύδρα, για τις αιτίες και να δώσουμε εξηγήσεις, με επιχειρήματα, για όλα όσα αναφέρεις: δεν συνέβησαν ξαφνικά και χωρίς λόγο!

    Πρέπει να καταλάβουμε το τι και το πώς (και το ποιος) για να πάμε την αγανάκτηση λίγο παραπέρα και να μην την αφήσουμε να μείνει μια ανάμνηση εκτόνωσης.

    Εγώ τουλάχιστον θα επανέλθω!

    Πολύ θα ‘θελα το “πάγκαλος” να αναφέρεται σε εμένα ως επιθετικός προσδιορισμός και όχι ως σκωπτικός παραλληλισμός με το γνωστό ευτραφή αμετροεπή Αντιπρόεδρο.

    Σ’ ευχαριστώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Διάφορα