Η βία δεν
είναι κάτι καινούργιο στη κοινωνία μας. Πάντα υπήρχε και μάλλον θα συνεχίσει να
υπάρχει και να εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως στο σπίτι, στο σχολείο, στο δρόμο, στο
γήπεδο, στον εργασιακό χώρο –κυρίως εδώ. Για αυτό οι ψυχολόγοι, οι ψυχαναλυτές,
οι κοινωνιολόγοι ίσως μπορούν να πουν περισσότερα. Η βία ανάμεσα σε παιδιά και
νέους είναι επίσης υπαρκτή και για το θέμα αυτό θα μπορούσε να πει κανείς πολλά
και για πολλές ώρες.
Το θέμα
λοιπόν δεν είναι η βία αλλά ο τρόπος που την αντιμετωπίζει ή την διαχειρίζεται
η κοινωνία. Προφανώς σε περιόδους γενικής ηθικής και οικονομικής κατάπτωσης
όπως αυτή που ζούμε, τα φαινόμενα αυτοδικίας, χειροδικίας, διαπληκτισμών, θα
αυξάνονται και θα καταλαμβάνουν τον χώρο που αφήνει η αξιοπρέπεια που
απομειώνεται.
Η καθημερινότητα του πολίτη
είναι ένα γλέντι βίας που ασκείται πάνω του από τις εξουσίες κάθε λογής και
ακριβώς σε αυτό «πατάνε» διάφοροι περιθωριακοί αλλά και οι φασίστες. Τους
χρυσαλήτες κυρίως, δεν τους ενδιαφέρει να «εκπαιδεύσουν» τον πολίτη να
αντιστέκεται στην κάθε εξουσία και να διεκδικεί μιαν άλλη που θα ελέγχεται από
αυτόν, τον πολίτη. Δεν είναι αντι-εξουσιαστές οι άνθρωποι. Φασίστες είναι. Οπαδοί του πιο αυταρχικού τρόπου διακυβέρνησης
και της κυριαρχίας της μυστικής αστυνομίας και των χαφιέδων. Εκείνο που
επιδιώκουν είναι να κάνουν τον πολίτη καταρχήν να αποδεχθεί τη βία –παρεχόμενη
ως υπηρεσία από αυτούς ως μπράβους- ως τη μοναδική λύση στο άμεσο πρόβλημα του
ή ως κάτι που ο καθένας θα έκανε ευχαρίστως αν μπορούσε να ξεπεράσει τους
ενδοιασμούς που η εναπομείνασα αξιοπρέπεια του επιβάλλει. Μια ψευδανάγνωση του
Νίτσε οδηγεί τους φασίστες σε βίαιες και ακραίες ενέργειες που ο συνηθισμένος
άνθρωπος δεν κάνει επειδή είναι αδύναμος, κακόμοιρος, διότι ακόμα σκέφτεται ενώ
αυτοί, οι «ήρωες», οι υπεράνθρωποι του φιδέ, μπορούν να κάνουν.
Μερικές
φορές βρισκόμαστε αντιμέτωποι με φαινόμενα προκλητικής βλακείας ή απαράδεκτης
συμπεριφοράς από άλλους που μας εξοργίζουν αλλά η συναίσθηση της πολιτικής και
κοινωνικής ευθύνης μας εμποδίζει να αντιδράσουμε χειροδικώντας. Κι ευτυχώς
διότι μετά θα φτύναμε τους εαυτούς μας στο καθρέπτη. Οι χρυσαλήτες τραμπούκοι
όμως ως αγέλη πάντα ή έναντι αδυνάμων κατά μόνας, απελευθερωμένοι από τα
«δεσμά» του πολιτισμού και της ευπρέπειας,
μπορούν να το κάνουν και το κάνουν. Ποντάρουν με σιγουριά στις ένδον
ανεπάρκειες του «συνηθισμένου» ανθρώπου και δείτε τα σχόλια στις σχετικές
ειδήσεις και αρχίστε να κατανοείτε το γιατί ενισχύεται η πολιτική έκφραση των
χρυσαλητών:
Είδηση 1
:έδειραν γιατρό που έπαιρνε φακελάκια
Σχόλιο:
να γιάσει το χέρι του αυτού που το έκανε. Τέτοια τους χρειάζονται
Είδηση 2:
έδειραν την Κανέλλη
Σχόλιο:
καλά της έκανε, πήγαινε γυρεύοντας, δεν άφηνε κανένα να μιλήσει και όλους τους
ειρωνευόταν
Είδηση 3:
κυνήγησαν γύφτους επειδή μας έχουν ρημάξει στις κλεψιές
Σχόλιο:
βρε καλά τους κάνουν, αφού η αστυνομία κοιμάται.
Πολλές
από αυτές τις ειδήσεις δεν είναι αληθινές, τις διαμορφώνουν και τις διακινούν
οι ίδιοι οι τραμπούκοι στο διαδίκτυο αλλά το κλίμα στο μεταξύ διαμορφώνεται
υπέρ τους: εκείνοι που «καθαρίζουν» επειδή το επίσημο κράτος δικαίου δεν
ανταποκρίνεται στον ρόλο του.
Ο τρόπο
άσκησης της βίας από τους χρυσαλήτες υποβάλλει στον πολίτη τον φόβο για το τι
θα πάθει εκείνος αν βρεθεί «παραβάτης» κατά το δίκαιο των φασιστοειδών. Έτσι
αυτοί οι φιλήσυχοι συνηθισμένοι πολίτες που σήμερα επιδοκιμάζουν τους
τραμπουκισμούς των χρυσαλητών, στην πραγματικότητα αυτοεκπαιδεύονται στην
πειθαρχία της εξουσίας της βίας δια της υποβολής. Μετατρέπονται σε οπαδούς της
βίας που μπορεί σήμερα να ασκείται σε άλλους, σε περιθωριακούς, «βρωμιάρηδες»
μετανάστες και γύφτους αλλά ο τρομοκρατικός της ρόλος εντυπώνεται στο μυαλό
τους και ξεχνάνε να είναι σκεπτόμενοι αξιοπρεπείς πολίτες που διατυπώνουν με
θάρρος τη γνώμη τους και πιο πολύ τη διαφωνία τους για τις αυθαιρεσίες της κάθε
εξουσίας. Μπρος σε ένα στειλιάρι ντυμένο με τη γαλανόλευκη, δεν είναι εύκολο να
διατυπώνεις αντίθετη άποψη. Τι να συζητήσεις με ένα ρόπαλο που όσο μιλάς αυτό
βλέπει λαίμαργα το κεφάλι σου!
Η βία που
ασκούν οι χρυσαλήτες ασκείται όπως και σε κάθε άλλη χώρα του κόσμου σε διάφορες
εποχές κι έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
(1)
κατευθύνεται επιλεκτικά σε άτομα με κάποια ιδιαιτερότητα και μάλλον περιθωριακά
–μετανάστες νόμιμοι και παράνομοι, γύφτοι, . . – των οποίων ο τρόπος ζωής
αποκλίνει από εκείνο των υπόλοιπων «κανονικών» μελών της κοινωνίας. Δηλαδή
ανθρώπους που ξεφεύγουν από τον θεσμισμένο τρόπο της ζωής μας και που ο δικός
τους τρόπος δεν είναι αρεστός στους υπόλοιπους αλλά των ανέχονται. Φροντίζουν
οι επιλογές να έχουν την σιωπηλή αποδοχή αν όχι επιδοκιμασία της συγκεκριμένης
κοινωνίας, είναι στην ουσία καιροσκόποι αλλά το ρόπαλο σκεπάζει τις ασυνέπειες!
(2) είναι
εργαλείο επικοινωνίας και διαφήμισης, για να «ακούγονται» και να είναι πάντα
στην επικαιρότητα. Για αυτό και είναι πάντα «πρωτότυποι» κτυπώντας πάντα κάπου
διαφορετικά, σα κομάντο. Ακόμα κι αν σε κάποια εξόρμηση δεν έχουν τα διακριτικά
της χρυσαλητείας τους, ο τρόπος δράσης είναι το σύμβολό τους.
(3) είναι
πράξη εσωτερικής ενοποίησης της αγέλης των τραμπούκων. Η εμπειρία ενός
ξυλοδαρμού κάποιους μελαμψού ή το μαχαίρωμα εν χορώ κάποιου άλλου «υπανθρώπου»,
«δένει» τα μέλη της ομάδας με πολύ ισχυρούς δεσμούς, έστω και εγκληματικούς ή
μάλλον ακριβώς για αυτό!
Λίαν ενδιαφέροντα σε σχέση με τις χυδάιες δηλώσεις και πράξεις των χρυσαλητών σε σχέση με το πως λύνουν αυτοί το πρόβλημα «παραεμπόριο» υπάρχουν εδώ.
Λίαν ενδιαφέροντα σε σχέση με τις χυδάιες δηλώσεις και πράξεις των χρυσαλητών σε σχέση με το πως λύνουν αυτοί το πρόβλημα «παραεμπόριο» υπάρχουν εδώ.
Γενική
γιατρειά στα φαινόμενα αυτά είναι δύσκολο να προταθεί. Η έκκληση για αγωνιστική
παρέμβαση, για διεκδικήσεις κλπ., κλπ., ακούγεται περισσότερο ως ευχή παρά ως
πρακτική πρόταση. Οι νόμιμες κινητοποιήσεις έχουν στην καλύτερη περίπτωση αποτελέσματα
σε βάθος χρόνου ή αξιοποιούνται για «αγωνιστική γυμναστική» ως εργαλεία γενικής
πολιτικής παρέμβασης και όχι ως όργανο συνδικαλιστικής πάλης. Οι διαδηλώσεις είναι πιο πολύ κοινωνικές
συναθροίσεις με μια ντουντούκα να φωνάζει κάποια γενικά πολιτικά συνθήματα και
το πλήθος να ακολουθεί μιλώντας για το πώς περάσαμε το καλοκαίρι, τι γίνεται
στη δουλειά, και τέτοια. Με τον μονότονο τρόπο που γίνονται τα τελευταία χρόνια
έχουν χάσει τον δυναμισμό τους και την ελκτικότητα προς τους νέους. Η περιρρέουσα
επαγγελματική κατάθλιψη φαίνεται ότι έχει αγγίξει και τους αγωνιστές και
συνδικαλιστές κι έχει αφυδατώσει τα μυαλά τους από νέες μορφές πάλης που ενώ θα
ενημερώνουν για το δίκιο του αγώνα, θα δυναμώνουν την κοινωνική αλληλεγγύη στον
αγώνα των συγκεκριμένων εργαζομένων. Θα πείθουν ότι δεν είναι ακόμα μια
απεργία, διότι κάτι πρέπει να γίνει και κάπως πρέπει να αντιδράσουμε, αλλά
μέρος ενός αγώνα με συγκεκριμένα αιτήματα. Από την αποτελεσματική αγωνιστική
αντίδραση μέχρι την αυτοκαταστροφική εμμονή «γαία πυρί μιχθήτω» υπάρχει
απόσταση και πρέπει να τη βρούμε, όσο μένει καιρός.
Οι
κινητοποιήσεις με τον κλασσικό τρόπο, εντελώς προβλέψιμες, δεν έχουν σκοπό την άμεση υλοποίηση κάποιου
συγκεκριμένου απλού στόχου. Τουλάχιστον το συγκεκριμένο έχει «καπελωθεί» απο το
γενικό. Όταν ένας συνδικαλιστικός φορέας προβάλλει κυρίως πολιτικά αιτήματα
(αλλαγή κυβέρνησης) δύο τινά συμβαίνουν: είτε το συνδιακλιστικό κίνημα έχει
φτάσει σε πολύ υψηλό επίπεδο πολιτικής ωριμότητας οπότε το επόμενο στάδιο είναι
η γενική απεργία και η επανάσταση ή τα μέλη του συνδικάτου έχουν παραιτηθεί,
δεν ενδιαφέρονται, είναι κουρασμένοι κι απογοητευμένοι κι αδιαφορούν ακόμα και
για τα συνθήματα. Δεν νομίζω ότι συμβαίνει το πρώτο.
Η έκφραση
«για όλα φταίει το σύστημα» και «η γενική αλλαγή του συστήματος είναι η λύση σε
πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε» δεν είναι πλέον αρκετή ως πολιτικό
μήνυμα. Οπότε εδώ η μάχη χάνεται επικοινωνιακά για την Αριστερά που βλέπει
κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, τη γενικότερη κοινωνική αλλαγή. Το
«μεταναστευτικό», για παράδειγμα, είναι τεράστιο πρόβλημα και προφανώς
δεν λύνεται άμεσα, ενώ το να σπείρεις τον τρόμο στους μετανάστες που κατοικούν
σε μια γειτονιά είναι εύκολος στόχος και οι κάτοικοι της περιοχής βλέπουν τη
διαφορά στα φοβισμένα μάτια των μελαμψών γειτόνων τους. Ανάμεσα στην γενική
πολιτική λύση και στο φασιστικό τρόμο, υπάρχουν όμως πολλές λύσεις αλλά για να
βρεθούν πρέπει κάποιος να ασχοληθεί με το θέμα αυτό χωρίς προκαταλήψεις. Διότι
όταν η προσέγγιση είναι μονοδιάστατη «να βοηθήσουμε τα αδέλφια μας τους
Πακιστανούς» είναι προφανές ότι η ιδιόμορφη αυτή «προοδευτική» προκατάληψη σε
ωθεί να παραγνωρίζεις ή να υποτιμάς και να αγνοείς τελικά τις φοβίες των
ντόπιων κατοίκων της περιοχής. Αυτές τις φοβίες αξιοποιεί η χρυσαλήτικη
συμμορία και παρέχει τις «υπηρεσίες» της.
Από την
άλλη η γενική αρνητική στάση της «ανυπακοής» επί πάσης απόφασης και παντός
μέτρου της κάθε εξουσίας, συμφιλιώνει τους πολίτες με την έννοια των «ανενεργών
θεσμών», των θεσμών που είναι εχθρικοί για τους πολίτες. Η Δημοκρατία λειτουργεί
μόνο όταν οι πολίτες σέβονται και προστατεύουν τους θεσμούς. Η τελευταία
παράγραφος του Ελληνικού Συντάγματος « . . . 4.
H τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των
Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο
εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία» δεν
περιορίζεται μόνο στο κείμενο του συγκεκριμένου Συντάγματος αλλά σε κάθε θεσμό
της Δημοκρατίας μας. Η καλύτερη αντιμετώπιση της φασιστικής συμπεριφοράς δεν
είναι η λεγόμενη δημοκρατική αντι-βία αλλά η θαρραλέα συμβολή όλων μας και του
καθενός μας χωριστά στη λειτουργία των θεσμών και όχι ο εκμηδενισμός του ρόλου
τους.
Σε πολλούς Αριστερούς πολίτες έχει διαμορφωθεί η άποψη
ότι επειδή το κράτος είναι «αστικό» θα πρέπει να διαλυθεί και να δημιουργηθεί
το νέο, το «σοσιαλιστικό» κράτος ή η «λαϊκή δημοκρατία» κι έτσι μεταφράζουν σε
προσωπική στάση αντίστασης την ανυπακοή στους νόμους και στις αποφάσεις των
θεσμών. Αυτό κυρίως ισχύει και για τους εργαζόμενους στους θεσμούς αυτούς.
Ξεχνάνε ότι σχεδόν όλοι οι θεσμοί είναι δημιουργήματα των πολύχρονων
προσπαθειών και των αγώνων πολλών πολιτών και δεν «χαρίστηκαν» από τις
εξουσίες. Οι θεσμοί αυτοί δεν είναι μέρος αυτού του κράτους που πρέπει να
καταρρεύσει. Οι θεσμοί αυτοί πρέπει με την παρέμβαση μας να βελτιώνονται διότι
ικανοποιούν βασικές λαϊκές ανάγκες. Οι θεσμοί αυτοί έχουν δημιουργηθεί για να
προστατεύουν και να εξυπηρετούν τους πιο αδύναμους από τους πολίτες της χώρας
μας. Πρέπει να διεκδικούμε την βελτίωση της λειτουργίας τους και όχι επειδή η
κεντρική εξουσία επιλέγει διαφορετικά να κτυπάμε το σαμάρι (τους θεσμούς) αντί
για τον γάιδαρο (την πολιτική εξουσία). Πριν μιλήσουμε απαξιωτικά για τους
θεσμούς και τους απορρίψουμε, πιο καλά να τους αξιοποιήσουμε για να δείξουμε
πως μπορούν να γίνουν καλύτεροι για τους πολίτες αυτής της χώρας. Ειδικά σε
καιρούς σαν κι αυτούς της γενικευμένης ληστείας προς όφελος των εθνικών
πιστωτών μας, ακόμα κι αν οι προϋπολογισμοί κατακρεουργούνται για να αφεθούν
νοσοκομεία και σχολεία στην μοίρα τους, ας μην τους δώσουμε άλλη μια εμείς, με
τις «αγωνιστικές κινητοποιήσεις» μας, για να πάνε στον πάτο.
Όταν διοχετεύεται όλη η απέχθεια μας προς τους
θεσμούς και δικαιολογούμε τις φωνές που θέλουν να «σπάσουμε τα πάντα», όταν
μηδενίζουμε σήμερα την σημασία των θεσμών και την χρησιμότητά τους κι
αδιαφορούμε για τη λειτουργία τους, στην πραγματικότητα κάνουμε το πρώτο βήμα
για να επακολουθήσει η βίαιη κατάλυση των θεσμών αυτών από δυνάμεις πιο σοβαρές
και αποκρουστικές ταυτόχρονα από τους γελοίους θρασύδειλους χρυσαλήτες.
Όλα αυτά με ενδιαφέρουν κυρίως για τα νέα παιδιά στα
οποία η απόγνωση και η αβεβαιότητα για το μέλλον τους τα κάνουν εύκολα θύματα
ακραίων αντιδημοκρατικών και φασιστικών ομάδων διότι «αυτό χρειάζεται». Η
επανάσταση των ορμονών στα νεανικά σώματα σε συνδυασμό με τον οικονομικό ζόφο
δημιουργεί ένα εκρηκτικό μίγμα που αν αφεθεί ανεξέλεγκτο θα καταστρέψει τα
πάντα. Η βία εξορίζει τον λόγο από τη κοινωνία μας και αφανίζει την
ανεκτικότητα και τη συζήτηση. Η βία που ασυναίσθητα τις πιο πολλές φορές
καλλιεργείται από τον καθένας μας που ως ύστατο επιχείρημα εμφανίζει τα ντεσιμπέλ της φωνής του.
Την
επόμενη φορά που θα βρεθείς μπροστά σε έναν κρανοφόρο καλογυμνασμένο, με ένα
κοντάρι σημαίας στο χέρι να σε κοιτάζει απειλητικά και να γρυλίζει κάτι για «έμα
και τιμί» -διότι έτσι θα το έγραφε αν μπορούσε- μάλλον θα τρέξεις να κρυφτείς
και δεν θα ανοίξεις συζήτηση μαζί του διότι ο νεαρός δεν θα θέλει να ακούσει
τίποτα από όσα «λογικά» και ψύχραιμα και πολιτισμένα θα θέλεις να του πεις. Το
μυαλό του θα είναι μια σούπα με ιδεοληψίες ότι φταίνε κάποιοι άλλοι –αλλά όχι
οι πραγματικοί φταίχτες- για την ανεργία, για τις προοπτικές που δεν υπάρχουν,
για τις σχέσεις που καταρρέουν, για την ομάδα που δεν πήρε πρωτάθλημα, για τα
πάντα δηλαδή. Μόνο που τότε θα είσαι εσύ
ανάμεσα σε αυτούς τους «άλλους». Εσύ που μπορεί τότε μόνο να συνειδητοποιήσεις
ότι δεν έκανες όλα αυτά που θα ζητάς από εκείνον να κάνει: να αναζητήσεις την
λογική λύση, τον συμβιβασμό. Ίσως είναι γνωστός σου κιόλας ο νέος αυτός και
μάλλον θα σκεφτείς εκείνη τη στιγμή ότι το κεφάλι σου θέλει σπάσιμο που δεν
έκανες για αυτόν, αυτά που έπρεπε να κάνεις όλα αυτά τα χρόνια. Κι αυτός ο
νεαρός φανατισμένος χρυσαλήτης για πρώτη φορά θα διαβάσει την σκέψη σου, θα
συμφωνήσει μαζί σου και θα το κάνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου