Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Εξουσίες και ταραξίες


Στην Θεσσαλονίκη σπουδάζει η κόρη μου και το σαββατοκύριακο, πήραμε την ταχεία από την Θήβα και ανεβήκαμε με την κυρά να την δούμε. Είχα τελειώσει το όργωμα και δεν είχα τι να κάνω. Οι τσάντες γεμάτες με τυρόπιτα, σπανακόπιτα, , ψωμί και φρέσκο λάδι για το κορίτσι .
Όμορφη Θεσσαλονίκη, γλυκός φθινοπωριάτικος καιρός, καταπληκτικοί μεζέδες. -πάει περίπατο η δίαιτα του γιατρού. Δρόμοι γεμάτοι με νέους , νέες και ωραίες γυναίκες: έφαγα το σκούντημα της ζωής μου από την αγριεμένη δικιά μου.
Το κέντρο τη Θεσσαλονίκης έχει μεταμορφωθεί σε μεζεδοπωλείο και διασκεδαστήριο. Οι παλιές βιοτεχνίες που ήξερα από όταν ήμουν φαντάρος, έχουν γίνει ωραία καφέ, μπαρ και ρεστοράν και ήταν τίγκα. Πολύ χρήμα. Το φεστιβάλ κινηματογράφου μάλλον ήταν η αιτία αλλά παρόλα αυτά το ερώτημα με έτρωγε: Μα ποιος δουλεύει και πληρώνει όλα αυτά; Ποιος παράγει; Τον έναν τον ήξερα, ήμουν εγώ. Οι άλλοι;
Τέλος πάντων. Το βράδυ του Σαββάτου, μετά το «δείπνο», πήραμε από το κέντρο το λεωφορείο να πάμε σπίτι. Είπαμε, δεν υπάρχουν λεφτά για την πολυτελή λύση «ταξί». Εξάλλου, το εισιτήριο στην Θεσσαλονίκη είναι πενήντα λεπτά, το μισό από αυτό της Αθήνας. Φτωχομάνα.
Για όσους δεν το γνωρίζουν και για να καταλάβουν αυτά που θα δηγηθώ, πρέπει να εξηγήσω ότι το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης καταλαμβάνει μια τεράστια έκταση, στο κέντρο της πόλης, δίπλα στον χώρο της Διεθνούς Εκθέσεως και δεν είναι περιφραγμένο.
Μπήκαμε, βρήκα θέση και σωριάστηκα. Νύσταζα, είχα πιεί ένα καταπληκτικό τσίπουρο και μόλις το λεωφορείο άρχισε να κινείται σχεδόν αποκοιμήθηκα. Ξαφνικά το λεωφορείο σταμάτησε στην μέση του δρόμου και όχι σε στάση. Κολλήσαμε στην κίνηση, σκέφτηκα. Ήμαστε στην Εγνατία, ανάμεσα Έκθεση και Πανεπιστήμιο. Περιμένουμε, περιμένουμε. Τίποτα. Σηκώνομαι και πάω μπροστά, στον οδηγό. Βλέπω περίπου είκοσι παιδιά να είναι μπροστά μας, στον δρόμο, να σταματάνε τα αυτοκίνητα και να τα γυρνάνε πίσω: «δεν περνάτε» και φώναζαν το: «σύνθημα ένα μας ενώνει, μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι». Ήταν νεολαίοι, το πολύ μέχρι εικοσιπέντε ετών. Μερικοί είχαν κασκόλ του ΠΑΟΚ τυλιγμένο σαν μαντήλι Παλαιστίνιου και δώστου και φώναζαν « . . . μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι».
«Κάνουν πρόβες για την 5η Δεκέμβρη, την ημέρα που σκότωσαν το παιδί πέρυσι στα Εξάρχεια», μου είπε η κόρη μου. Η κόρη μου είναι πολύ καλό παιδί και διαβαστερή, επιμελής φοιτήτρια, συντηρητική θα την πείτε εσείς, δεν συμμετέχει σε διαδηλώσεις και τέτοια. Εντάξει τώρα, αν είναι να με κρίνετε από αυτό, έχω αποτύχει ως πατέρας, διαφωτιστής και στρατολόγος. Αλλά έχω κάτι να της πω για να την εμπνεύσω;
Ο οδηγός ανακοίνωσε ότι όποιος ήθελε να κατέβει και να πάει με τα πόδια. Φτου! Το σπίτι δεν ήταν κοντά και ο ποδαρόδρομος νυχτιάτικά είναι παλιοκατάσταση. Του λέω, του οδηγού, πως είναι παιδιά και μπορούμε να περάσουμε και μου λέει «είσαι τρελός, θα μας σπάσουν το λεωφορείο». Μπορεί να είχε δίκιο. Ξανακάθισα. Δεν μπορεί, θα έρθει κάποιος αστυνομικός να τους κυνηγήσει και θα φύγουμε.
Πέρασε κάνα δεκάλεπτο, και το λεωφορείο εκεί. Δεν φαινόταν αστυνομικός και οι μάγκες φώναζαν, πιο αραιά τώρα, « . . . μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Κάτι γιαγιάδες άρχισαν το μουρμουρητό για αλήτες. Οι άλλοι μάλλον ήμασταν παρατηρητές ενός χάπενινγκ.
Τι να κάνω; Αισθανόμουν πτώμα, σαν να γύριζα από την Κωπαΐδα, ο ύπνος μου είχε φύγει και ήθελα να κατουρήσω. Κατεβήκαμε. Η κυρά μου ήταν ανήσυχη: να μην πάμε από εκεί, που είναι αυτοί (ποιοι αυτοί; παιδιά μας είναι, της λέω) να γυρίσουμε πίσω και να πάμε από αλλού.
Ορθώθηκε μέσα μου το αγωνιστικό παράστημα και βοηθούντος του τσίπουρου τις τράβηξα αποφασιστικά: πάμε!
Φτάσαμε στους … ταραξίες που εκείνη την στιγμή άρχισαν να κινούνται και να φωνάζουν πιο δυνατά τα συνθήματα και κυρίως το γνωστό ένα: «. . . μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι».
Κοίταξα πίσω και πέρα, στα εκατό μέτρα φάνηκε μια ομάδα ματατζήδων. Ήταν σαν να είχαν ραντεβού. Τότε μερικοί από τους νεολαίους, πέταξαν κάτι μπουκάλια με αναμμένα στουπιά – μολότοφ ντε, από το όνομα του σοβιετικού υπουργού εξωτερικών, που με αυτές έκαιγαν οι Ούγγροι τα σοβιετικά τανκς το 1956, στην Βουδαπέστη – που έσκασαν με κρότο λίγο πιο πέρα. Σαν να έβλεπες μεθυσμένους σε δικό μας πανηγύρι, του παλιού καιρού: τα δικά μας σπασίματα όμως ήταν πολύ περισσότερα και νομίζω έκαναν μεγαλύτερο κρότο.
Και τότε ακούσαμε έναν διαφορετικό κρότο και δίπλα μας έπεσε ένα κομματάκι μέταλλο κι άρχισε να βγαίνει λευκός καπνός: δακρυγόνο! Κι άλλο κι άλλο. ‘Έριχναν οι μπάτσοι από τα πενήντα μέτρα, χωρίς να πλησιάσουν. Υπολόγισαν ότι έπεσαν περισσότερα δακρυγόνα από όσοι ήσαν οι . . . ταραξίες. Μάλλον θα ήταν πολλά τα ληγμένα και βρήκαν ευκαιρία για ανανέωση οπλισμού.
Φύγαμε τρέχοντας με μάτια να τσούζουν: εμείς προς το σπίτι και «οι ταραξίες» προς το Πανεπιστημιακό άσυλο. Από την άλλη κατεύθυνση του δρόμου, συμμετρικά, ερχόταν άλλη μια ομάδα αστυνομικών, με κράνη και ασπίδες. Τελικά οι φρουροί της τάξης ήταν περισσότεροι από τους ταραξίες. Πέρασαν δίπλα μας κι είδα πως ήταν κι αυτοί νέοι αλλά με την νόμιμη βούλα της εξουσίας. Ένας εμφύλιος παιδιών, σαν το τουρκικέλι που παίζαμε κι εμείς. Μόνο που οι δε, είναι πάνοπλοι, μη εκπαιδευμένοι να είναι ψύχραιμοι αλλά δασκαλεμένοι να είναι άγριοι, όπως οι εξουσίες. Πέρυσι προκάλεσαν ένα θύμα, τον δεκαπεντάχρονο Αλέξη Γρηγορόπουλο. Φέτος;
Βιαζόμουν να πάμε σπίτι και δεν ήθελα τίποτα άλλο. Φτάσαμε και την ώρα που ανακουφιζόμουν σκεφτόμουν ότι κανονικά δέκα, το πολύ, αστυνομικοί θα μπορούσαν να ανοίξουν τον δρόμο και να μην χρειαστεί να κάνω νυχτιάτικα γρήγορη πορεία.
Ένας ολόκληρος στρατός, με θώρακες, περικνημίδες ασπίδες, παλούκια και περίστροφα για είκοσι παιδιά;
Το ξανασκέφτηκα καλύτερα: βρε μπας και ήταν για εμένα αυτή η νυχτερινή επίδειξη της εξουσίας και με πρόφαση τον κλεφτοπόλεμο ήθελε να μου θυμίσει ότι φυλάει, δήθεν, τις δικές μου αξίες από τους ταραξίες; Μα πως ξέρει τις αξίες μου αφού κανείς δεν με ερώτησε ποτέ; Μα βέβαια, εκείνο που την ενδιαφέρει είναι οι δικές της αξίες να μου επιβληθούν, αδιαμαρτύρητα και άκριτα να γίνουν δικές μου. Ως εξουσία, αυτή είναι η ουσία της και για αυτό έχει τους φύλακες και τους πραίτορες!
Κι εμένα τότε, ποιος θα με φυλάξει από τους φύλακες;
Το αποφάσισα: μόλις γύριζα πίσω, θα ξαναδιάβαζα την «Πολιτεία» του Πλάτωνα.

1 σχόλιο:

Διάφορα