Είναι δύσκολο να προτείνεις την λύση σε ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει όλη η κοινωνία, όλα τα τμήματά της και όλες οι πληθυσμιακές και ταξικές κατηγορίες της. Είναι δύσκολο να γίνει πιστευτή η λύση που προτείνεις όταν το νέφος της καχυποψίας των πάντων δεν επιτρέπει την αλληλοκατανόηση και ο θόρυβος από τις φωνές εκατέρωθεν δεν επιτρέπει στο μυαλό να αντιληφθεί, να «ακούσει».
Ο μεγαλύτερος «θόρυβος» προκαλείται από την απολυτότητα των θέσεων που «κουφαίνει» αυτούς τους ίδιους που τις διακηρύσσουν. Οι πολιτικοί αλλά και οι άλλοι εκφράζονται με βεβαιότητα τόσο μεγάλη όσο και η επιπολαιότητα τους και οι πολίτες αυτό μπορούν να το αντιλαμβάνονται.
Δεν υπάρχει σήμερα «κοινός τόπος» όχι στις πολιτικές δυνάμεις αλλά στα μυαλά και στις ψυχές των ανθρώπων. Αυτή η διάσπαση ανακλάται στις πολιτικές αντιλήψεις που αναμεταδίδουν με στόμφο οι πολιτικοί νομίζοντας ότι έτσι θα επιβιώσουν: δεν πρόκειται για την σώφρονα λόγο, για την «κοινή λογική» αλλά για κοινή ακαταληψία. Πιο καλά για αυτούς να σιωπούσαν και πράγματι οι πιο «καπάτσοι» από αυτούς –σαν τους δικούς μας ολίγιστους Βοιωτούς- το πράττουν.
Άλλοι θεωρούν πολιτικό καθήκον και υποχρέωση να «καταθέσουν» την άποψη τους για το πώς θα ξεφύγουμε από την κρίση και με αυτό εννοούν την επίκληση στον «εν γένει πατριωτισμό των Ελλήνων» ή στην «αναγέννηση των αξιών της κοινωνίας» , λες και μια τέτοια αναγέννηση είναι θέμα σχολικής έκθεσης ιδεών.
Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα έχουν συγκροτηθεί «ιδεολογικά» με απόψεις άλλων ιστορικών εποχών και αυτό έχει αρχίσει να φαίνεται και να προκαλεί πλήξη –εφόσον δεν οδηγήσει σε φανατικές πολεμικές- χωρίς αυτό να σημαίνει ότι γίνεται κατανοητό από όλους με τον ίδιο τρόπο. Πλέον ο σημερινός τους λόγος, δεν έχει πάντα σχέση με το ιστορικό τους πολιτικό υπόβαθρο και αυτό συχνά είναι πηγή συγχύσεων.
Σε μια περίοδο σαν και τούτη, είναι πιο «πολιτικό» το να διατυπώνεις ερωτήματα παρά το να προτείνεις λύση. Εξάλλου, δεν υπάρχει «μόνο μία λύση» και μάλλον όλες οι λύσεις και οι εναλλακτικές ιδέες έχουν ήδη διατυπωθεί αλλά με τον πληθωρισμό αυτό των «φωτισμένων» τυφλώνεται το σώμα των πολιτών και σωπαίνει.
Κάθε λύση από όσες έχουν προταθεί μπορεί είναι σωστή, δηλαδή μπορεί να είναι εφαρμόσιμη. Ακόμα και οι πιο ακραίες: «Δουλική υποταγή στο Μνημόνιο» και «χρεωκοπία και έξοδος από το ευρώ». Μια ανθρώπινη πολιτεία μπορεί να επιβιώσει ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες που επιβάλλει η ιστορική συγκυρία, αρκεί όμως να έχει συζητήσει, κατανοήσει, συμφωνήσει και να είναι αποφασισμένη να βαδίσει τον δρόμο αυτό. Ακόμα και η αποδοχή των εξελίξεων χωρίς αντίδραση, όσο κι αν δεν ταιριάζει με το ιστορικό μας γονίδιο και δεν ικανοποιεί την ιστορική ματαιοδοξία μας, μπορεί να είναι σωτήρια για την κοινωνία των ανθρώπων.
Ο Ελληνισμός, ως τρόπος επιβίωσης στην Ιστορία, δεν χαρακτηρίστηκε τόσο από την «αντίσταση» -ασχέτως του ότι αυτό προβάλλεται κυρίως για εσωτερική κατανάλωση- όσο από την δημιουργία με την μορφή της παραγωγής πολιτισμικού και οικονομικού έργου που «σκλάβωνε» τους «κατακτητές» του είτε στον Ελλαδικό γεωγραφικό χώρο είτε σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας.
Οι θεσμοί που δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη μεταπολεμικά και ακόμα πιο πρόσφατα (το ευρώ, η νομισματική ένωση, η Ευρωπαϊκή Ένωση) δεν υπήρχαν από πάντα και ούτε θα υπάρχουν πάντα. Το ίδιο ισχύει και για το εθνικό νόμισμα (δραχμή). Οι εξουσίες αποφασίζουν και πράττουν ανάλογα με τους συσχετισμούς ανάμεσά τους και ανάλογα με τη ισχύ του «ιδεολογικού» δυναμικού που αναπτύσσουν στο κοινωνικό σώμα.
Ακόμα και η μετατροπή μας σε μια κοινότητα μεταναστών μπορεί να είναι μια κάποια λύσις. Χάρις στα εμβάσματα ναυτικών και μεταναστών έγινε η ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας μεταπολεμικά. Την ανήμπορη υποταγή στην μοίρα και την παραδοχή της παραίτησης είναι που τρέμω.
Εάν υπάρξει «σωστή λύση», αυτή θα είναι προϊόν έντονων κοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών που προς το παρόν δεν συμβαίνουν. Οι αλλαγές στις ποσοτικές οικονομικές αξίες ακόμα δεν έχουν οδηγήσει σε διάλυση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των πολιτικών μορφωμάτων. Ούτε κινητοποιούν τους πολίτες σε συντεταγμένες αντιδράσεις.
Εύχομαι πάντως, η λύση αυτή να μην είναι «τελική».
Το βασικό κριτήριο στην επιλογή της λύσης είναι η εκτίμηση για το ελάχιστο κόστος μετάβασης από τη σημερινή κατάσταση στην αυριανή. Κάθε κοινωνικός μετασχηματισμός έχει κόστος, απαιτεί πόρους (ανθρώπινες ζωές και χρήματα) και καταργεί θέσφατα. Δεν είναι όλοι έτοιμοι για αυτές τις συνεισφορές. Δεν συνεισφέρουν όλοι το ίδιο. Εκείνο που απαλύνει την «αδικία» του υλικού μέρους είναι «η αναγνώρισης της αξίας» της συμβολής του κάθε μέρους κατά το «ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο» και σήμερα η αναγνώριση τέτοιων αξιών νομίζεται περιττή.
Όσο πιο πολύ είναι κάποιος (πρόσωπο ή κόμμα) δεμένος με την εξουσία, τόσο πιο πολύ αποφεύγει να απαντήσει ερωτήματα που πρέπει να διευκρινιστούν στην πορεία για την επιλογή της «λύσης» και που είναι τα ακόλουθα:
- Ποιος παράγει; Πως πρέπει παράγει (τι όρια πρέπει να έχει αυτή η παραγωγή στις επιπτώσεις που προκαλεί στο περιβάλλον και στην κοινωνία δηλαδή); Πόσο πρέπει να κερδίζει κάθε μέρος;
- Ποιος και πως αξιολογεί τις παραγόμενες αξίες στην κοινωνία. Για μερικές από αυτές (κυρίως τις οικονομικές) κρίνει η αγορά. Για τις άλλες;
Εάν εκείνο που θέλει ο καθένας μας χωριστά, καθορίζει αθροιστικά ένα απολύτως χαοτικό μοντέλο κοινωνικής λειτουργίας, σε τι αξίες στηρίζεται ο κοινωνικός συντονισμός και πως δημιουργείται η συσσωμάτωση των ονείρων και των επιδιώξεων;
Η πολιτική γεωγραφία στον σύγχρονο κόσμο ορίζεται στο επίπεδο των δύο αξόνων: ελευθερία και εισόδημα.
- Ελευθερία, ως δυνατότητα επιλογής του προσωπικού τρόπου διαβίωσης αλλά και ως δυνατότητα διαμόρφωσης συστήματος νόμων και κανονισμών που κατοχυρώνουν τις ατομικές επιλογές.
- Εισόδημα, ως δυνατότητα βελτίωσης της ποιότητας ζωής του κάθε πολίτη και μεταβολής της οικονομικής του κατάστασης.
Στο επίπεδο που ορίζουν οι δύο αυτοί άξονες μπορεί να τοποθετήσει κανείς σε μια συγκριτική θεώρηση, κάθε πολιτικό σχηματισμό, ανάλογα με το πώς δηλώνει ότι αντιλαμβάνεται ο συγκεκριμένος σχηματισμός την σχέση ανάμεσα στους δύο αυτούς παράγοντες για τον κάθε.
Ενώ θεωρητικά οι δύο άξονες δεν έχουν όριο, η πραγματικότητα θέτει όρια (τεχνολογία και φυσικό περιβάλλον) κι εκ τούτων προκύπτουν οι κοινωνικές αντιθέσεις και οι πολιτικές αντιφάσεις ˙ διότι πρέπει να τεθούν προτεραιότητες, εφόσον οι πόροι δεν είναι άπειροι.
Όλη η ιστορία των πολιτικών και οικονομικών θεωριών αποτελείται από ευφυέστατες προτάσεις για την βελτιστοποίησης αυτής της σχέσης.
Ο κορυφαίος θεσμός της ανθρώπινης κοινωνίας είναι το κράτος, η υπέρτατη εξουσία. Είναι πολλές οι μορφές που έχει λάβει στην ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας και πρόκειται να εξελιχθεί και στο μέλλον. Στο κράτος επιμερίζεται μέρος της ατομικής ελευθερίας με αντίτιμο την παροχή υπηρεσιών προς τους πολίτες. Η σχέση υποχρέωσης (κόστους) – οφέλους για τις υπηρεσίες που προσφέρει το κράτος δεν είναι πάντα εύκολο να εκτιμηθεί και ούτε είναι πάντα ορισμένη. Ο οικονομικός ρόλος, για παράδειγμα, του κράτους άλλοτε υπήρξε σημαντικός κι εξυμνήθηκε όπως την περίοδο μετά την κρίση του 1929 και κυρίως στην δεκαετία που ακολούθησε και άλλοτε κατηγορήθηκε για επιβολή στασιμότητας στην κοινωνία και πολεμήθηκε όπως έγινε στην δεκαετία 1980 – 1990 με την Θάτσερ στην Αγγλία και τον Ρήγκαν στις ΗΠΑ.
Η διανοητική τεκμηρίωση της αποτελεσματικότητας του ενός ή του άλλου μοντέλου σχέσεων ελευθερίας – εισοδήματος, είναι η πολιτικός βερμπαλισμός και η βάση για την «ιδεολογία» κομμάτων και προσώπων.
Η παραγωγή φαντασιακών καταστάσεων προσδιορίζει τις αντίστοιχες περιοχές εξουσίας:
- Οικονομική (ιδιοκτησία, εισόδημα, μηχανισμοί αναδιανομής)
- Πολιτική (έλεγχος αλλά και διαχείριση των θεσμών εξουσίας)
- Πολιτισμική (πληροφόρηση, παραγωγή κι έλεγχος γνώσης, συναισθηματικά και διανοητικά ερεθίσματα, σχέση με υπερβατικές οντότητες)
Προφανώς κάθε εξουσία από τις παραπάνω αποφασίζει και ασκεί πολύ συγκεκριμένη «υλική» δύναμη, ασκεί «βία» στο σώμα της κοινωνίας για να αποκτά την συναίνεση της.
Το σύστημα εξουσιών είναι δυναμικό και οι συσχετισμοί αλλάζουν ταχύτατα και σπάνια κυριαρχεί μια μόνο μορφή εξουσίας. Η πολιτική λειτουργία ως προς τούτο είναι και επιστήμη αλλά και τέχνη και στις μεγάλες ιστορικές στιγμές των λαών καταγράφηκαν εκείνοι οι φορείς που άσκησαν και τις δύο αυτές λειτουργίες υπέροχα.
Όταν όμως μιά μορφή εξουσίας απο τις παραπάνω, επιβληθεί στην κοινωνία, η ανθρώπινη κοινωνία «στεγνώνει» και λειώνει τις προσδοκίες των ανθρώπων στην στασιμότητα όπως γίνεται στις μέρες μας, όπου η οικονομικη εξουσία των εθνικών πιστωτών επιβάλλει τους όρους της, και για αυτό η πολιτική ζωή έχει «στεγνώσει» και οι «υπάλληλοι» κυριαρχούν.
Όταν πάλι παρατηρείται σύμφυση των εξουσιών αυτών σε ένα πρόσωπο ή σε ομάδα προσώπων («ολοκληρωτική λύση») τότε είναι έκδηλη η αρνητική καμπύλωση του κοινωνικού πεδίου και στην τρύπα βουλιάζει η θέληση του ατόμου. Μαζί με αυτή, μετά τους πρώτους εορτασμούς για το «αποφασιστικό χέρι που μας οδηγεί», ολόκληρη η κοινωνία «βουλιάζει» στα ερέβη και την καταστροφή.
Η δημιουργία των πολιτικών κομμάτων είναι σύμπτωση στον χρόνο και στον χώρο συμφερόντων που αναπτύσσονται και στις τρεις κατηγορίες των εξουσιών που προαναφέραμε. Σε μεταβατικές περιόδους κρίσης, είναι φυσικό να προκαλείται μεγάλο «ανακάτεμα» και τότε δεν είναι με σαφήνεια διακριτά συμφέροντα και εκπρόσωποι. Το βέβαιο είναι ότι η «εκπροσώπηση» των πολιτών από το ένα ή το άλλο κόμμα δεν γίνεται πάντα αυτόματα και σύμφωνα με το τι δηλώνει ότι είναι κάθε κόμμα αλλά και το πώς αντιλαμβάνεται την διαμεσολάβηση αυτή ο κάθε πολίτης.
Ο δημοσκοπικός θρίαμβος της Δημοκρατικής Αριστεράς (Κουβέλης) ανταποκρίνεται στο ότι ο ήπιος, «μέσος» λόγος με κοινωνικές ευαισθησίες χωρίς επαγγελίες ριζικών ανατροπών, λείπει σήμερα στο κυρίαρχο πολιτικό σκηνικό. Προφανώς και δεν συνεπάγεται την αντίστοιχη εκλογική συνέχεια.
Όσο πιο μικρή και ασαφής είναι η γνώση του πολιτικού υποκειμένου (κόμματος ή πολιτικού) για την πραγματική κατάσταση και προοπτική της σύγχρονης κοινωνίας τόσο εντονότερη είναι η αναφορά στο παρελθόν. Ο ανεπαρκής πολιτικός θεωρεί ως αποστολή του, ότι πρέπει να μιλά, να δημιουργεί εικόνες που κολακεύουν το κοινό στο οποίο απευθύνεται κι όταν δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει όραμα για το μέλλον, προσκυνάει το παρελθόν και υμνεί τις παλιές, καλές μέρες.
Το ιστορικό περιβάλλον πρέπει να είναι υπόβαθρο για άνοιγμα στο μέλλον και όχι αποκλειστική τεκμηρίωση αποφάσεων για το μέλλον. Τότε γίνεται ταφόπλακα.
Ένα ρηχό σχόλιο:
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι επιλογές είναι:
1) Κινεζοποίηση, ένα πιάτο ρύζι και πολλά χρόνια δυστυχία;
ή
2) Χρεοκοπία και κάποια χρόνια μαζική δυστυχία. Ξανά από το μηδέν;
Σε κάθε περίπτωση υπάρχει ο διεθνής εξευτελισμός που έχει υποστεί η χώρα μας.