Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Για τον αυτόχειρα δάσκαλο Σάββα Μετοικίδη



Κάθε αυτοκτονία με συγκλονίζει διότι όσο κι αν προσπαθώ δεν μπορώ να καταλάβω αυτή την τελευταία πρωτοβουλία του αυτόχειρά, αυτό το κρεσέντο βίας προς εαυτόν. Αντιδρά η μέσα μου λογική και προτιμώ να σιωπήσω.
Διάβασα για τον Σάββα Μετοικίδη, όσα γράφτηκαν σε μπλόγκ κυρίως και έψαξα να τον βρω. Αν επέλεξε να σκοτωθεί, όπως είπαν, ως μέσο και ως ύστατο πολιτικό μήνυμα (το μέσο είναι το μήνυμα και τα σχετικά), ενάντια στο Μνημόνιο, δηλώνω ότι είμαι θυμωμένος μαζί του. Κανονικά δεν θα έπρεπε, διότι είναι πλέον «συγχωρεμένος» αλλά εγώ που δεν πιστεύω στην μετά θάνατον ζωή, ξέρω ότι δεν έχει νόημα να λυπηθώ διότι δεν καταλαβαίνω την ενέργεια του. Προτιμώ να τον έχω εδώ μαζί μου και να συζητήσω μαζί του. 
Τσαντισμένος μεν μαζί του αλλά με τη θέληση έστω και τώρα να μιλήσουμε δε.
Μαθαίνω πως άφησε κάποιες επιστολές στον αδερφό του και στον πολιτικό του σύντροφο και φίλο. Σε αυτές, εκτός από τις εκκρεμότητες που τους ζητά να ταχτοποιήσουν, εξηγεί τον πολιτικό χαρακτήρα της πράξης του ως διαμαρτυρία για το Μνημόνιο και τις επιπτώσεις στην Ελληνική Κοινωνία.
Τρελάθηκα!

Πως γίνεται ένας άνθρωπος που μας φώναζε να μην πέσουμε θύματα της απαίσιας πολιτικής τους, που σε κάποιο κείμενο του μας ζητούσε, σχεδόν απαιτούσε, «να βγούμε στους δρόμους δίπλα στα παιδιά μας, να απεργήσουμε, να τολμήσουμε να διεκδικήσουμε τη ζωή που μας κλέβουν, να θυμηθούμε ότι κάποτε υπήρξαμε νέοι που θελήσαμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο» –κι ότι είχα αρχίσει να σηκώνομαι από το καναπέ- να είναι από τους πρώτους μάρτυρας και θύμα μαζί; 
Τι δαιμονική ισχύ έχουν οι εξουσίες τους και κάνουν νέους και δυναμικούς αποφασισμένους μαχητές, σαν του λόγου του, να χάνουν τον προσανατολισμό τους κι αντί αυτούς, να κτυπούν αλύπητα τον εαυτό τους έως θανάτου;
Το κείμενο του Μετοικίδη, που προανέφερα, το παρουσίασαν ως πολιτική του διαθήκη αλλά δεν το πιστεύω. Είναι ένα κατεβατό για την βία που ασκείται στο σώμα της κοινωνίας μας. Ένα βιαστικό οργισμένο γράψιμο που θα ήθελα τόσο να συζητήσω μαζί του. Νομίζω πάντως, ότι την πραγματική του πνευματική διαθήκη δεν πρόλαβε να την γράψει και ίσως να ήταν το συμπλήρωμα στο κείμενο αυτό. Είμαι σίγουρος ότι αν άφηνε κάτι στα παιδιά (τα δύο φυσικά παιδιά του αλλά και στα παιδιά που δίδασκε) θα ήταν ένα συμπλήρωμα – απάντηση στις βίες αυτές που οι εξουσίες ασκούν πάνω μας. Όχι ως χαζοχαρούμενο πασιφιστικό κείμενο αλλά ως πρόταση επιβεβαίωση ανθρωπισμού κι αλληλεγγύης, ως αντίσωμα στην μόλυνση των ψυχών μας.
Ο Σάββας όμως «την έκανε» και τώρα ακούω μόνο την ηχώ μου. 
Το πρωί της ημέρας του θανάτου του, πήγε στο καφενείο του χωριού, για την καθιερωμένη παρτίδα τάβλι. Συζήτησε για το χώρο της αριστεράς και την άποψή του ενόψει των εκλογών, όπως έκανε πάντα όταν πήγαινε στο χωριό. Τον βλέπω να μπαίνει στο καφενείο μας –διότι όλα τα καφενεία των χωριών μας είναι ίδια- και είναι όπως πάντα γελαστός και άνετος. Δεν θα κατάλαβαινα, ο ανόητος, ότι αυτός  ήταν ήδη αποφασισμένος. Είχε φέρει το σχοινί μαζί του από την Πρωτεύουσα! Θα έφευγε για την Αθήνα με το τρένο στις 6 γιατί τον περίμενε η δουλειά του στο δημοτικό σχολείο στην Κυψέλη, αλλά . . .
Λίγο μετά τις 4 το απόγευμα, αφού φάγανε όλοι μαζί, ο πατέρας του βρήκε το σώμα του –διότι αυτός ήταν φευγάτος και ήδη γέμιζε τον χώρο μνήμης των φίλων και αγαπημένων του- να κρέμεται στην αποθήκη, δίπλα στο σπίτι τους, στη Σταυρούπολη Ξάνθης.
Θυμάμαι, πέρασα ένα βράδυ από το χωριό του με το τρένο, πηγαίνοντας για Διδυμότειχο, «νέος», χακένιος και ψαρωμένος. Ήταν πάλι απόγευμα, ένα γλυκό απόγευμα Νοεμβρίου και στον σταθμό κάποια παιδιά έτρεχαν φωνάζοντας πάνω κάτω. Ίσως ήταν κι αυτός ένα από αυτά τα παιδιά και οι φωνές τους εκείνο το απόγευμα φώτισαν για λίγο το δικό μου σκοτεινό ανήσυχο μέσα μου.
Αν τον γνώριζα λοιπόν κι αν  το μεσημέρι του Σαββάτου 21 Απριλίου 2012 στο καφενείο μού έλεγε ότι όλη αυτή η βία που περιέγραφε στο κείμενο του, αισθάνεται πως τον πνίγει κι ότι νομίζει ότι κάτι πρέπει να κάνει, αυτός ειδικά -όπως εκείνη την ημέρα στην διαδήλωση που θέλησε να σώσει από το ξύλο των ΜΑΤατζήδων κάποια παιδιά, προσφέρθηκε να εκτονώσουν πάνω του το μένος τους- κι ότι έχει αποφασίσει να κρεμαστεί ανήμερα της 21ης Απριλίου, μα το Ελικώνα και μα τους αγίους, δεν θα τον άφηνα να φύγει από το καφενείο της συννεφιασμένης Σταυρούπολης εκείνο το απομεσήμερο. Θα έχανε το τρένο αλλά δεν θα τον χάναμε όλοι εμείς.
Διότι, ιδού το αποτέλεσμα: όταν πυροβολήθηκε ο συνταξιούχος στην πλατεία Συντάγματος έγινε χαμός στα μέσα και στα έξω και το μήνυμα του κάπως ακούστηκε. Ενώ τώρα που έφυγε ο Μετοικίδης, στα 42 του χρόνια, πέρασε στο ντούκου, σιωπηλά και διακριτικά έως αναισθησίας πάντων των μου-μου-ε. Μεσούσης της προεκλογικής φωνασκίας και αφασία, ο θάνατός του πέρασε στα μουγκά.
Ένας Μετοικίδης λοιπόν κατ’ όνομα, έφυγε ως μέτοικος του κόσμου τούτο, αυτός που ίσως ήταν για τα καλά μπασμένος μέσα στους παράλογους ρυθμούς του.
Άνθρωποι σαν κι αυτόν είναι πολύτιμοι διότι είναι οι ευαίσθητοι ανιχνευτές μας για το μέτρο του ανθρωπισμού μας. Η πλησμονή της ευαισθησίας του έπνιξε τον καλό δάσκαλο και τώρα πορευόμαστε πιο τυφλοί, πιο ψυχροί και πιο «λογικοί», χωρίς τα δικά του οργισμένα σήματα. Κι αν γράφω τώρα που ξέρω πως δεν ακούει –αλλά και πότε θα με άκουγε;- είναι για να πω στους συντρόφους του, σε όλα αυτά τα παιδιά που τα λένε αλήτες, κουκουλοφόρους και μπαχαλάκηδες και που ανάμεσά τους είναι τα επόμενα θύματα της κρατικής βίας, να προσέχουν.
Το κράτος δεν λυπάται αλλά συλλυπείται μάνες. Δεν έχει νόημα να το πολεμήσεις με τους όρους της βίας του γιατί θα χάσεις. Για να το νικήσεις πρέπει να το παλέψεις με τους δικούς σου όρους. Θέλω να πως στους συντρόφους του Σάββα και στα παιδιά που προσπαθούσε πάντα να προστατεύει στις διαδηλώσεις, να μείνουν ζωντανοί διότι έτσι μας είναι πιο χρήσιμοι.
Ζωντανοί μένουν οι υποψιασμένοι κι όχι οι αθώοι!
Πολιτικά μάλλον θα διαφωνούσα με τον Σάββα, διότι από όσα κατάλαβα ήταν με τις εξωκοινοβουλευτικές αριστερές ομάδες, άρα είχε έτοιμη την πρόταση του αγώνα ενώ εγώ είμαι ένας καθωσπρέπει σώφρων πολίτης, ευαίσθητος, κάπως αριστερός, ανέστιος πολιτικά και αιθεροβάμων κατά μόνας, αμήχανος παρατηρητής των εξελίξεων που δεν κατανοώ. Θα ήθελα να έχω την δική του πίστη για την αναγκαιότητα τσαμπουκά και μιας γενικής ανατροπής αλλά παραμένω σκεπτικιστής. Είμαι καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερος του αλλά μερικές φορές αισθάνομαι υπερήλικας.
Με μια αίσθηση ντεζαβί, που λένε, μου είναι όλο και πιο αυτονόητα και προβλέψιμα έως βαρεμάρας.
Ξαναγυρνώ στο κείμενο του και μαζί του αισθάνομαι την βία της εξουσίας να ορμά στις σχέσεις μας, ανάμεσά μας, να αυξάνεται γύρω μας και δεν ξέρω τι να κάνω. Διότι η βία όπως και η βλακεία των ανθρώπων έχουν τούτο το κοινό: κάνουν βίαιους και βλάκες όσους τις συναντούν. Κι εγώ ούτε βλάκας αλλά  ούτε και βίαιος θέλω να γίνω διότι και με τις δύο ιδιότητες αυτές είμαι άχρηστος.
Στο τάφο του δεν έβαλαν ακόμα τα μάρμαρα κι έτσι του αφήνω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο πάνω στο φρεσκοσκαμμένο χώμα.
Το λουλούδι θα μαραθεί κι ο αέρας κάποια στιγμή θα το πάρει πέρα και θα χαθεί. Η μνήμη του αντίθετα δεν θα χαθεί. Δεν το λέω για παρηγοριά, αλλά το πιστεύω ότι η εικόνα και η φωνή του θα απορροφηθούν από όλους αυτούς που τον γνώρισαν και πορεύτηκαν μαζί του κι έτσι θα γίνονται μέρος των φωνών των παιδιών του καθώς θα πορεύονται στους δρόμους.
Τίποτα δεν πάει χαμένο αλλά, νομίζω ότι ο Σάββας Μετοικίδης κακώς έφυγε νωρίς.


1 σχόλιο:

  1. Τον Σάββα, τον είχα γνωρίσει, διότι είμασταν στον ίδιο σύλλογο. Τον θυμάμαι να έρχεται στο σχολείο μας για τις πρόβες του ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ, επίσης να παίζει ΘΕΑΤΡΟ, αξεπέραστα. Επίσης σε όλες τις συνελεύσεις, πάντα έβγαζε μια ατέλειωτη ευαισθησία...
    Ν. Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Διάφορα