για τον Ρ.Ρ. που έφυγε
Οι
γέροι κι οι γριές άρχισαν να πηδάνε από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών και τις
ταράτσες. Το φαινόμενο άρχισε σιγά-σιγά και οι πρώτες περιπτώσεις είχαν κάνει
αίσθηση. Οι δημοσιογράφοι έκαναν ρεπορτάζ και οι γείτονες μιλούσαν με καλοσύνη
για τους νεκρούς που βουτηγμένοι στην διακριτικότητα είχαν ξεχαστεί από όλους.
Με τον καιρό όμως το φαινόμενο αφομοιώθηκε από το κοινό και θεωρήθηκε ακόμα ένα
χαρακτηριστικό της εποχής, σχεδόν μόδα.
Οι
γέροι στα χωριά δεν είχαν μπαλκόνια να πέσουν αλλά και δεν ήθελαν να πεθάνουν
κι αυτό αποτελούσε ακόμα μια διαφορά ηθών ανάμεσα στη πόλη και στο χωριό.
Πήγαιναν οι άντρες στο καφενείο και οι γριές ξεκούφαιναν με την γλωσσοκοπάνα
τους την γιατρό κάθε που ερχόταν στο ιατρείο. Όταν αρρώσταιναν επέλεγαν να
ταλαιπωρούν τις θυγατέρες και τις νύφες τους. Μερικοί προσπάθησαν να φέρουν τη
μόδα των πτώσεων στο χωριό αλλά οι γέροι γελούσαν και βάθαιναν οι ρυτίδες στα
μάτια και γύρω από το στόμα τους κι οι γριές έλεγαν «τι είμαι, τρελή;» και έφευγαν
πέρα φτύνοντας στον κόρφο τους.
Στις
πόλεις αντίθετα, οι γέροι χωμένοι σε διαμερίσματα, χωρίς επισκέψεις και
κοινωνική ζωή, δεν είναι παράξενο που έβλεπαν το μπαλκόνι ως πόρτα εισόδου σε
έναν άλλο κυριολεκτικά κόσμο. Διότι στις πόλεις κάθε πολυκατοικία δεν είναι αυτό
που φαίνεται, διαμερίσματα δηλαδή τοποθετημένα κατακορύφως. Στην πραγματικότητα κάθε
πολυκατοικία είναι φρούριο κι έχει γύρω τάφρους βαθιές γεμάτες πεινασμένους
κροκόδειλους και άλλα τέρατα και οι πόρτες στα διαμερίσματα είναι σιδερόφρακτες
και δεν γυρίζουν εύκολα οι σκουριασμένοι πολυκαιρισμένοι μεντεσέδες. Αλλά και
το ταξίδι από το ένα στο άλλο μέρος της πόλης δεν είναι εύκολο. Μπορεί η
γεωγραφική απόσταση να είναι μικρή αλλά η περιπέτεια και το κακό παραμονεύουν
οπότε τα παιδιά και οι ελάχιστοι φίλοι που απέμειναν, που ζουν στις άλλες συνοικίες,
δεν το διακινδυνεύουν και περιορίζονται σε κάποιο τηλεφώνημα, οπωσδήποτε τις
μέρες γιορτής και κάποιες αργίες. Κι έτσι μένουν κλεισμένοι οι γέροι σε
διαμερίσματα που πριν πολλά χρόνια απόκτησαν, όταν η περιοχή είχε αξία και το
να ζει κάποιος εδώ ήταν ευλογία και προνόμιο αλλά τώρα έχει υποβαθμιστεί εμπορικά
λένε και έχει αλλοιωθεί η σύνθεση των κατοίκων και των γειτόνων αφού ήρθαν
άλλες φυλές ανθρώπων κι ακούγονται άλλες γλώσσες περίεργες και στριφνές κι
άλλες μυρωδιές λιγωτικές και παράξενες ανεβαίνουν από τον φωταγωγό. Τους έμεινε
η απόλαυση να βλέπουν τον κόσμο από το μπαλκόνι και η επικαρπία του
διαμερίσματος.
«Οι
νέοι ανεβαίνουν αργά - οι γέροι πέφτουν γοργά» ήταν το σύνθημα ενός κόμματος της
αντιπολίτευσης εκείνη την εποχή αλλά δεν έπιασε. Το κόμμα υποχρεώθηκε να το
αποσύρει διότι δέχτηκε κριτική ότι προσπαθεί να εκμεταλλευτεί ένα κοινωνικό,
σχεδόν υπερταξικό, πρόβλημα και να αξιοποιήσει πολιτικά τον πόνο των προσφιλών
προσώπων στους αυτοκτονημένους δια πτώσεως γέρους.
Έπεφταν
οι γέροι απαλά, ευθύγραμμα, αποφασιστικά και μόνο ένας απαλός συριγμός καθώς
έσχιζαν τον αέρα ακουγόταν πριν τον γδούπο στο πεζοδρόμιο. Στην αρχή, στις πιο
υποβαθμισμένες περιοχές όπου το πεζοδρόμιο είναι στενό, μερικοί έπεσαν πάνω σε
παρκαρισμένα αυτοκίνητα κι αφού το ασθενοφόρο με το πτώμα του γέρου είχε φύγει,
ερχόταν ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου κι άρχιζε να βρίζει τον καταστροφέα για
την ζημιά που σημειωτέον καμία ασφαλιστική δεν κάλυπτε. Ο ιδιοκτήτης τους
αυτοκινήτου ρωτούσε μάθαινε κι άρχισε να απαιτεί τα χρήματα από τους συγγενείς
του γέρου και πράγματι τελικά βρέθηκε όπως θα δούμε και εδώ μια λύση αλλά όχι
για όλες τις περιπτώσεις. Για αυτό και σε περιοχές με γέρους άρχισαν να
αδειάζουν οι δρόμοι από παρκαρισμένα αυτοκίνητα και οι παλιότεροι έλεγαν ότι ήταν
όπως τότε που όταν επρόκειτο να γίνουν δημόσια έργα και κάθε δημοτική υπηρεσία
ή η Δεή ή η υπηρεσία ύδρευσης έσκαβαν περιοδικά για να χώσουν στο έδαφος
καλώδια κι αγωγούς, έβαζαν πλαστική ταινία σε όλο το μήκος του πεζοδρομίου με κολλημένη
πάνω της μια ανακοίνωση «μη παρκάρετε έργα».
Τώρα
όμως, με τους πίπτοντες γέρους, δεν έβαζαν ακόμα τις κόκκινες ή πορτοκαλί
ταινίες όπως στα δημόσια έργα για να μη δώσουν στόχο στην αστυνομία και στην ΥΣΥ.
Διότι
αφού έγιναν οι σχετικές επερωτήσεις στη Βουλή κι αφού καταγγέλθηκε η αναλγησία
του κράτους σε αυτό το κρίσιμο για τον πολιτισμό μας πρόβλημα που είναι η
σωτηρία των γηρατειών, η κυβέρνηση εδέησε και δημιούργησε την Υπηρεσία Σωτηρίας
Υπερηλίκων (ΥΣΥ) στην οποία κάποιοι ευσυνείδητοι η έμπλεοι τύψεων γείτονες ή παιδιά, τηλεφωνούσαν
και τότε κάποιος υπάλληλος της παρενέβαινε και σταματούσε το πανηγύρι. Αλλά όχι
για πολύ, διότι οι γέροι ήταν αποφασισμένοι και έπειτα από μερικές ημέρες
έπεφταν.
Καταλαβαίνετε
ότι ήταν επόμενο σε μια εποχή αδιαφορίας και οικονομικής δυσπραγίας, να
εμπορικοποιηθεί το θέαμα και τα γραφεία στοιχημάτων ανέπτυξαν και το ειδικό
προϊόν «γέρος». Διότι άρχισαν οι γέροι να πουλούν τη τελική πτώση τους. Ευσυνείδητοι
γονείς μέχρι τέλους, αποφάσιζαν να στηρίξουν τη μόνη παραδοσιακή ελληνική αξία
που τους είχε απομείνει: την αγάπη προς τα παιδιά και τους απογόνους. Σκέφτονταν
λοιπόν με πολύ πρακτικό πνεύμα, πως αφού ο θάνατος είναι αναπόφευκτός, και πριν
γίνουν ανίκανοι να αποφασίζουν για τους ίδιους, γιατί να μην ωφεληθούν τα
παιδιά και όχι μόνο να απαλλαγούν από τα έξοδα κηδείας, την αποζημίωση του ατυχούς
ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου που προανέφερα, αλλά να έχουν κι ένα εισόδημα έστω
και πρόσκαιρα. Έτσι το αποφάσιζαν, τηλεφωνούσαν στα γραφεία στοιχημάτων κι
έναντι κάποιου τιμήματος υπογραφόταν το συμφωνητικό ότι με την επιτυχή –δηλαδή θανατηφόρα-
ολοκλήρωση της πτώσης, θα καταβληθεί το τάδε ποσό στον υιό ή την θυγατέρα ή σε
όποιον ήθελε ο γέρος. Προφανώς το ύψος της αμοιβής εξαρτιόταν από παράγοντες
όπως ο όροφος που βρισκόταν το διαμέρισμα ή η ταράτσα της πολυκατοικίας από
όπου θα γινόταν η εφόρμηση, το «όνομα» του γέρου αφού ένα πρόσωπο γνωστό κι
επώνυμο ελκύει το κοινό, η ύπαρξη μικρού κήπου επί του οποίου θα γινόταν η
προσγείωση –οπότε δεν θα υπήρχε καταστραμμένο αυτοκίνητο μετά- και μερικά άλλα
θέματα που τώρα δεν θυμάμαι.
Τα
ποσά αυτά προφανώς δεν φορολογούνταν, ήταν μαύρα δηλαδή, και παρόλο που υπήρξε
σχετικός προβληματισμός στην Κυβέρνηση εάν θεωρούνται εισόδημα ειδικής
κατηγορίας («μεταθάνατιον» το βάφτισαν) λύση ακόμα δεν βρέθηκε προς δόξαν της
παραοικονομίας που μαστίζει την χώρα.
Στην
αρχή έδειξαν ενδιαφέρον για το φαινόμενο «αυτοκτονούντες γέροι» κάποια κανάλια
και μάλιστα πρόσφεραν καλύτερο τίμημα στον γέρο για να καλύψουν την πτώση του, κάτι
σας ριάλιτι τελικής πτώσεως, αλλά ξεσηκώθηκε κατακραυγή για την τηλεοπτική
εμπορευματοποίηση του θανάτου και περιορίστηκαν στην σύντομη αναφορά των
στατιστικών δεδομένων της ημέρας στα δελτία των ειδήσεων και πριν από το δελτίο
καιρού: στο Περιστέρι σήμερα τέσσερεις γέροι και μία γριά, στο Χαλάνδρι πέντε
γέροι, κλπ.
Οπότε
έμειναν κυρίαρχοι οι πράκτορες στοιχημάτων να διαχειρίζονται το φαινόμενο αλλά
αυτό σήμαινε μια οργάνωση, ήθελε δουλειά και δεν ήταν τόσο απλό όσο φαινόταν.
Για να αξιοποιήσει την πτώση ενός γέρου το πρακτορείο στοιχημάτων, έπρεπε να
διαφημίσει αλλά με διακριτικό τρόπο το γεγονός. Το πάθος των νέων για τα
συγκεκριμένα στοιχήματα ήταν μεγάλο οπότε είχε ενδιαφέρον να μαθευτεί εγκαίρως
η περιοχή ή και η πολυκατοικία όπου θα συμβεί το πέσιμο αλλά με διακριτικό και
ασφαλή τρόπο διότι αλλιώς θα παρενέβαινε η ΥΣΥ και θα χάλαγε η δουλειά ενώ το
πρακτορείο είχε ήδη δεσμευτεί να πληρώσει.
Με
κάποιο σχεδόν επιστημονικό τρόπο που δεν αρκεί ο χώρος εδώ για να το εξηγήσω
αλλά όποιος θέλει ας ρωτήσει, μαθαινόταν η περιοχή όπου θα πέσουν γέροι, σε
εκείνους που θα στοιχημάτιζαν. Λέω «γέροι» στον πληθυντικό δηλαδή, διότι όταν
επρόκειτο σε μια περιοχή να πέσουν περισσότεροι γέροι, το έσοδο του πρακτορείου
μεγάλωνε και για αυτό ένας από τους στόχους που είχε το πρακτορείο είναι ο
συνδυασμός πολλών πτώσεων σε κάθε συγκεκριμένη γειτονιά. Κάτι σαν τις λαϊκές
αγορές δηλαδή. Συνέβαινε λοιπόν πράγματι, κάποιο συγκεκριμένο πρακτορείο
στοιχημάτων να έχει μια ημέρα μπορεί και τρείς γέρους σε πτώση σε κάποια
συνοικία!
Εν
πάση περιπτώσει, την ημέρα της πτώσης από πολύ νωρίς πύκνωνε η κίνηση στα πεζοδρόμια
της συγκεκριμένης συνοικίας. Σιωπηλοί κι αδημονούντες περπατούσαν πάνω κάτω
κοιτώντας προς τα ψηλά. Μερικοί δεν είχαν κοιμηθεί όλη νύχτα από την έξαψη. Ξαφνικά
ένα σούσουρο κι η κίνηση πύκνωνε προς ένα σημείο όπου ένας τύπος με άιπαντ
μάζευε τα στοιχήματα. Σε αυτή την φάση μάζευε τα βασικά, τα λεγόμενα απλά
στοιχήματα.
Κάποια
στιγμή ακουγόταν ένα «να, εκεί» κι ένα δάκτυλο έδειχνε προς ένα μπαλκόνι. Όλοι
αμέσως έτρεχαν προς τα εκεί κι άρχιζαν τα πιο σύνθετα και απαιτητικά στοιχήματα.
Μερικοί έβγαζαν βιντεοκάμερες κι άρχιζαν το γύρισμα ζουμάροντας στο γέρο εκεί
ψηλά. Στην συμφωνία πτώσης, έτσι την έλεγαν, που ο γέρος είχε υπογράψει, περιλαμβάνονταν
και περιορισμοί όπως είπα κι ένας από αυτούς –το θυμήθηκα τώρα- ήταν ο χρόνος
που ο γέρος πρέπει να δώσει στον στοιχηματζή για να μαζέψει το χρήμα. Να, με
την ευκαιρία θυμήθηκα και άλλους περιορισμούς, όπως η σχετικώς καλή υγεία, αφού
χρειαζόταν να είναι ο γέρος τόσο υγιής όσο να καβαλήσει το κάγκελο και να
σταθεί για λίγο στο περβάζι πριν την αιώρησή του στο κενό. Ω αυτή η τελευταία
σκηνοθεσία είχε πολύ μεγάλη σημασία για την αύξηση των εσόδων και ο πράκτορας
στοιχημάτων επέμενε ιδιαίτερα σε αυτό. Μάλιστα εκπαίδευε σχετικώς τον γέρο κι
έκαναν και κάποιες πρόβες.
Ο
γέρος λοιπόν εμφανιζόταν στο μπαλκόνι και έσκυβε απαλά για να τον δουν και τότε
άρχιζε το πανηγύρι. Στοιχημάτιζαν για το βάρος, για τον τρόπο πτώσης κατά την
σύγκρουση (κεφάλι, πλάτη, πόδια), για την ακτίνα διασκορπισμού των αιμάτων αλλά
και για μικρές άγνωστες στους πολλούς λεπτομέρειες της ζωής του που ο ίδιος ο
γέρος είχε δώσει αποκλειστικά στον πράκτορα στοιχημάτων με την υπογραφή του
σχετικού συμφωνητικού, όπως το όνομα της πρώτης ανομολόγητης αγάπης, το όνομα
του πρώτου αφεντικού του, το πολιτικό κόμμα που ψήφισε πρώτη φορά και τέτοια. Έλεγε
ο ένας κι άλλος κι ο στοιχηματζής σημείωνε ταχύτατα τις λεπτομέρειες ενώ ένας
βοηθός του μάζευε το χρήμα.
Από
τις φωνές, έβγαινε κόσμος στα μπαλκόνια των άλλων πολυκατοικιών αλλά για ένα
παράξενο λόγο, στα μπαλκόνια της πολυκατοικίας του γέρου δεν παρουσιαζόταν
κανείς ποτέ! Πάντως οι άλλοι, οι μη υποψιασμένοι στα μπαλκόνια των γειτονικών πολυκατοικιών, δεν ήξεραν και
δεν καταλάβαιναν για ποιόν γίνεται η φασαρία κι ευτυχώς που όταν το
καταλάβαιναν ήταν αργά: ο γέρος ήταν ήδη στο έδαφος. Λέω ευτυχώς κι εννοώ ευτυχώς
για το πρακτορείο στοιχημάτων, διότι αν το καταλάβαιναν, θα ειδοποιούσαν την
αστυνομία ή την ΥΣΥ και θα διαλυόταν η ομήγυρης των στοιχημάτων και πάπαλα η
μπιζνα των στοιχημάτων και το θέαμα.
Ο
γέρος στο μεταξύ, κοιτούσε απόμακρος κι αφηρημένος το μυρμήγκιασμα εκεί κάτω
και σιωπούσε. Φαινόταν σαν οποιονδήποτε που άκουσε θόρυβο και βγήκε για λίγο να
δει τι συμβαίνει στο μπαλκόνι του. Μερικές φορές μπορεί να φώναζε και κάτι, ένα
όνομα, μια κατάρα, μια καταγγελία του αίτιου που όμως ως μακρινός ασαφής αχός
έφτανε κάτω στο πεζοδρόμιο και χανόταν στις φωνές των στοιχημάτων. Ο αέρας τού
κουνούσε τα λιγοστά μαλλιά του και τις πιτζάμες του κι αυτός περίμενε να
περάσει ο χρόνος που είχε συμφωνήσει, συνεπής ως το τέλος.
Στο
πεζοδρόμιο, τα στοιχήματα και οι φωνές σταματούσαν μόλις η φιγούρα εκεί ψηλά
καβαλίκευε αργά τα κάγκελα. Τότε ακούγονταν και φωνές «μη καλέ!» και «την
αστυνομία!» από τους γείτονες και τα άλλα μπαλκόνια αλλά εις μάτην. Ο χρόνος είχε
ήδη εξαντληθεί.
Οι
γέροι έπεφταν πιο γρήγορα, πιο αποφασιστικά. Οι γριές χωμένες μέσα σε κάτι
ξασπρισμένες νυκτικιές και σε μισοφόρια, διαφωνούσαν με την βαρύτητα και
λοξοδρομούσαν. Γυναίκες, ελαφρές και σε τούτη την ύστατη στιγμή τους, όμοιες με
άνθη ακακίας που ένας βίαιος αέρας ξεκόλλησε από το μίσχο τους, πήγαιναν πέρα
δώθε ελαφρά κι έσκαγαν με ένα μικρό θόρυβο στις πλάκες πεζοδρομίου, λίγο πιο
εκεί από όπου όριζε ο νόμος της βαρύτητας.
Μερικές
φορές κάποιοι γέροι, αντί για κάτω έφευγαν σαν πύραυλοι προς τα πάνω και
χάνονταν εντός του γαλάζιου. Τότε από τους τεντωμένους λαιμούς έβγαινε ένα
αααααα έκπληξης και μερικοί άρχιζαν να βρίζουν, διότι στις περιπτώσεις αυτές
έχαναν όλοι τα λεφτά τους και κερδισμένο έβγαινε μόνο το πρακτορείο. Εννοείται
ότι και οι συγγενείς δεν έπαιρναν φράγκο αλλά κι όφειλαν να αιτιολογήσουν την
εξαφάνιση του αγαπημένου τους γονιού παππού γιαγιάς στις αρχές. Οι αστυνομικοί
προφανώς και δεν δέχονταν ως αληθές το γεγονός της μετατροπής του γέρου σε
μετέωρο φαινόμενο κι άρχιζαν τις ανακρίσεις αλλά σύντομα σταματούσαν όλα διότι
κάποιος βεβαίωνε ότι πράγματι έτσι έγιναν τα πράγματα και ο φάκελος έμπαινε στο
αρχείο, που λένε. Αλλά κι η εκκλησία σιωπούσε παρόλο που υπήρξαν ιερείς που στοιχημάτισαν
και συνεπώς έχασαν λεφτά ένεκα της απογείωσης κάποιου γέρου αλλά που δεν ήταν
τρελοί να εκτεθούν και να αναφέρουν στον πνευματικό τους το ατόπημα τους. Αλλά
και πάλι, πιθανόν να πρυτάνευσαν πιο νουνεχείς ιεράρχες και η σκέψη «που να
κάνεις τόσες αγιοποιήσεις και πώς να εξηγείς τέτοια φαινόμενα» έγινε ταφόπετρα σε
διαλογισμούς και πνευματικές αναζητήσεις των ιεραρχών μας.
Όμως.
υπήρχαν και οι άλλοι γέροι που αρνούνταν να πέσουν από τα μπαλκόνια. Τους
τραβούσε με δύναμη η γη κι οι ίδιοι το αισθάνονταν ίσως και το απολάμβαναν με
μια προσμονή όλο περιέργεια και με λύπη ταυτόχρονα. Γέροι συμπυκνωμένοι και
περιούσιοι που ήθελαν να μείνουν γήινοι έως το τέλος, θελαν να γευτούν το χωριάτικο
ψωμί, το καρπούζι και το βερίκοκο ακόμα μια φορά, να αφήσουν την θερμή
ηλιαχτίδα να ζεστάνει το κρασί στο ποτήρι τους, να μιλήσουν με φίλους και να
διατυπώσουν ερωτηματικά κι αμφιβολίες, να συζητήσουν και να διαχειριστούν
αυτεξούσιοι το πέρασμα τους στο άλλο μυστικό χώρο της γεμάτης μοναξιά ύπαρξης. Περνούσαν
αυτές οι ελάχιστες τελευταίες μέρες τους σε μια δύσκολη προσπάθεια να κατέβουν
στο ισόγειο από τις σκάλες. Πετούσαν το κλειδί στον φωταγωγό, έκλειναν την πόρτα
του διαμερίσματος απαλά και κινούσαν. Δεν έπαιρναν το ασανσέρ αλλά πιασμένοι
από την κουπαστή ή άλλες φορές ακουμπώντας στο τοίχο, κατέβαιναν τις σκάλες
αργά βασανιστικά για μέρες. Πονούσαν κι έτριζαν τα γόνατα κι έτρεμαν οι γεμάτες
με ξεχειλωμένες και σπασμένες φλέβες κνήμες τους αλλά αυτοί αισθάνονταν μια
ανακούφιση. Κάθε πλατύσκαλο ορόφου ήταν ευκαιρία για μια ανασκόπηση και εισροή
εικόνων από μακριά και κάθε όροφος έμοιαζε με τον προηγούμενο όλο και πιο πολύ.
Ανέβαιναν και τους προσπερνούσαν παιδιά και νέοι, τους χαιρετούσαν βιαστικά κι
αδιάφορά και χάνονταν πριν εκείνοι προλάβουν να αντιχαιρετήσουν και να πουν
κάτι έξυπνο και παιχνιδιάρικο. Κατέβαιναν συνέχεια προς στο ισόγειο και το φως
από τα λερά τζάμια του φωταγωγού λιγόστευε όπως ακριβώς και το δικό τους ένδον
φως. Η αναπνοή τους βάραινε και διαπίστωναν πως η κάθοδος ήταν πιο δύσκολη από
την άνοδο τους σε τούτα τα ίδια σκαλοπάτια πριν πολλά χρόνια, όταν είχε κοπεί
μια μέρα το ρεύμα και το ασανσέρ δεν λειτουργούσε. Κατέβαιναν κι έφταναν επιτέλους
στο υπόγειο κι εκεί, ξεκλείδωναν ψηλαφητά την πόρτα της μικρής αποθήκης και
έμπαιναν με ανακούφιση στο μικρό δροσερό χώρο γεμάτο από όλα τα μικρά ξεχασμένα
κομμάτια της ύπαρξης και της μνήμης τους και εδώ το γερασμένο κορμί τους διαλυόταν
επιτελούς χαλαρά ή καλύτερα εξαϋλωνόταν σε μικρά απειροστά κομμάτια που το
καθένα έμπαινε με σιγουριά στην θέση του –πως το ήξερε άραγε- στις φωτογραφίες
με παιδιά και φίλους, στα ξερά ξύλα της ακρογιαλιάς, στα άδεια χρωματιστά καύκαλα
των αχινών και τα κοχύλια, στα άδεια μπουκάλια και στα εργαλεία ξυλουργικής, στα
βιβλία στα περιοδικά και στις ανακοινώσεις σε συνέδρια, στις ξεχασμένες
βιντεοταινίες και στα γράμματα –κυρίως σε αυτά που δεν στάλθηκαν- και χάνονταν
σε μια σιωπή γεμάτη όμορφους ήχους και απόηχους τραγουδιών που αυτοί οι ίδιοι τραγούδησαν
σε κάθε φάση της πολύ μικρής όπως αποδείχτηκε ζωής που τους δόθηκε για να
χωρέσει το τεράστιο όνειρό τους.
ΕΥΓΕ
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάνος