Με αφορμή
και την πρόσφατη συζήτηση στα καθ' ημάς
περί τους προγόνους μας Θεσπιείς, έχω
παρατηρήσει ότι η αναφορά σε γεγονότα
κυρίως της νεώτερης Ιστορίας μας,
ερεθίζει ιδιαίτερα το πνευματικό μας
δυναμικό και δη το θυμικό μας. Αλλά αντί
για την συναισθηματική έξαρση η λογική
είναι που χρειάζεται, ειδικά σε αυτούς
τους καιρούς. Αυτές τις ημέρες είδαμε
επίσης και πάλι να γίνεται κριτική σε
μια εντελώς ήπια ως αδιάφορη δήλωση της
“στιγματισμένης” Ρεπούση για τον χορό
στο Ζάλογγο αυτή τη φορά. Είναι η ίδια
που σε κάποιο σχολικό εγχειρίδιο θέλοντας
να το κάνει πιο “πολιτικαλι κορέκτ”
σε μια περίοδο που πρέπει να καλλιεργείται
πνεύμα φιλίας με τους Τούρκους, περιέγραψε
τους κάτοικους της Σμύρνης που τρομαγμένοι
μαζεύονταν στην προκυμαία της πόλης
τον Σεπτέμβρη του 1922 κοιτάζοντας πως
και πως να γλυτώσουν από τους φανατικούς
Τσέτες του Κεμάλ, ως “συνωστισμένους”.
Η Ρεπούση
μίλησε για “εθνικούς μύθους” που πρέπει
να ξεπεράσουμε αλλά προσωπικά θεωρώ
ότι ο μύθος μπορεί να έχει θετικό ρόλο
στην κοινωνική και πολιτική ζωή της
κοινωνίας μας, αρκεί να μην κυριαρχεί
ως συναίσθημα επί της νηφάλιας λογικής
εξέτασης των πραγμάτων. Να εμπνέει και
να κινητοποιεί θετικά χωρίς να φανατίζει
εθνικιστικά. Αυτό για παράδειγμα έγινε
στην διάρκεια της Κατοχής και σωστά το
περιέγραψε ο Παλαμάς με το κάλεσμα στους
νέους της εποχής “τούτο το λόγο θα σας
πω – δεν έχω άλλο κανένα – μεθύστε με
το αθάνατο – κρασί του '21”.
Η απειλή
που νιώθουμε λοιπόν από όσους θεωρούμε
ότι υποτιμούν την Ιστορία μας, μας ωθεί
στην ανάγκη να περιφρουρήσουμε την
“Ιστορία μας” διότι όπως λέει και
κάποιος άλλος σοφός “Έθνος χωρίς γνώση
της Ιστορίας είναι Έθνος χωρίς μέλλον”.
Φαίνεται δηλαδή ότι η Ιστορία μας είναι
μια κολόνα που πάνω της στηρίζεται το
σύγχρονο ελληνικό πολιτικό και πολιτισμικό
οικοδόμημα. Μάλλον όμως είναι η μόνη
και για αυτό ο φανατισμός μας με αυτήν.
Αλλά καθώς νομίζουμε ότι την “προστατεύουμε”
την σφίγγουμε τόσο πολύ πάνω μας, που
παθαίνει ασφυξία! Κι έτσι τα λείψανα
ενός ένδοξου παρελθόντος περιφέρουμε
στις “αγορές του κόσμου” αντί για τα
ουσιαστικά ανθρωπιστικά κι εντελώς
σύγχρονα μηνύματα των προγόνων μας.
Το πρόβλημα
μας σήμερα νομίζω ότι είναι το ότι
ελλείψει κάποιου οράματος για το μέλλον,
εθνικού κυρίως, η αναφορά στο χθες
βολεύει “επικοινωνιακά” και κάπως
θολώνει τα νερά για τις πραγματικές
επιδιώξεις του καθενός μας. Πάντα όταν
τα βρίσκαμε σκούρα, τα “ψεύτικα τα λόγια
τα μεγάλα” νομίζαμε ότι παρείχαν μια
διέξοδο όπως την ανακούφιση που δίνει
στον ναρκομανή η δόση του.
Στο θέμα
αυτό, η περίφημη φράση του Διονυσίου
Σολωμού “Το έθνος πρέπει να θεωρεί
εθνικόν ό,τι είναι αληθές” αντί να λύσει
μπέρδεψε περισσότερο το κουβάρι. Διότι
ποιο είναι το “αληθές”; Ποιος ορίζει
ποιο είναι το αληθές;
Εδώ
ακριβώς αναδεικνύεται το πολιτικό μέρος
της Ιστορίας. Πολιτικό με την ουσία του
όρου κι όχι κομματικό. Πολιτικό, όχι με
την έννοια της απόλυτης αλήθειας αλλά
με την έννοια ότι μπορεί ο καθένας να
δει στο ιστορικό γεγονός εκείνη τη
πλευρά που τον συμφέρει. Αυτό δεν είναι
κακό. Είναι όμως καταστροφικό να θέλει
κανείς να επιβάλλει αυτή του την άποψη
στους άλλους ως “εθνικώς σωστή”, και
μόνη“επίσημη Αλήθεια”. Μια τέτοια
στάση είναι ενδεικτική πνευματικής
αναπηρίας ως προς τη πρόταση για το τι
πρέπει να γίνει στη πολιτεία μας.
Είναι
ίδιον κοινωνίας ανασφαλούς η ιδιοκτησιακή
σχέση με την Ιστορία ή με τα πολιτισμικά
δημιουργήματα του παρελθόντος. Οι
Αρχαίοι Έλληνες, είναι πράγματι πρόγονοι
μας στο βαθμό που μαθαίνουμε για αυτούς,
τους μελετάμε και γνωρίζουμε το μεγαλείο
τους. Ειδικά αυτό ισχύει για την Αθηναϊκή
Δημοκρατία του 5ου αι. π. Χ., ή τις πόλεις
της Ιωνίας. Σε αυτές τις περιοχές
αναπτύχθηκε κυρίως η γνωστή μας άγνωστη
αρχαία ελληνική γραμματεία. Η στείρα
επιμονή στο “ένδοξο παρελθόν του Έθνους”
και η προγονοπληξία, είναι ένα “πουκάμισο
αδειανό”. Η τυφλότητα που προκαλεί ο
εθνικιστικός οίστρος καμία σχέση δεν
έχει με το πνεύμα των Αθηναίων πολιτών.
Τα πνευματικά έργα του Θουκυδίδη, του
Αριστοτέλη, του Ιπποκράτη, του Ευριπίδη,
και πιο παλιά του Ομήρου και του δικού
μας Ησίοδου, ανήκουν σε εκείνους που τα
μελετούν και μπορούν να νιώσουν το
μεγαλείο τους κι όχι σε εκείνους που με
μερικά αποσπάσματα νομίζουν ότι ξόφλησαν
το χρέος τους στους ένδοξους προγόνους
μας. .
Υπάρχουν
αρκετοί ανάμεσά μας οι οποίοι θεωρούν
το ιστορικό γεγονός ως έχον μια και
μοναδική ερμηνεία: τη δική τους! Η
αντικειμενικότητα στην Ιστορία είναι
διαφορετικό πράγμα από την “εξήγηση”
του γεγονότος. Συχνά όμως το δεύτερο
“θάβει” το πρώτο.
Η Ιστορία
έχει έτσι κι αλλιώς “ιδεολογικό”
περιεχόμενο. Μάλλον είναι μια κατεξοχήν
πολιτική διανοητική προσπάθεια διότι
ο τρόπος που “βλέπουμε” το παρελθόν
έχει σχέση με τα γυαλιά που φοράμε
σήμερα. Ξαναλέω ότι αυτό δεν είναι κακό
αρκεί να ξέρουμε τι γυαλιά φοράμε και
πόση μυωπία έχουμε.
Πάρτε
για παράδειγμα τη μάχη στις Θερμοπύλες,
το 480 π.Χ. Εκείνοι που δηλώνουν οπαδοί
της στρατοκρατίας, της λατρείας της
πειθαρχίας και της ζωής στον στρατιωτικό
λόχο βλέπουν στον Λεωνίδα και στους 300
Λακεδαιμόνιους οπλίτες, τους ήρωες
τους που όντας σε διατεταγμένη υπηρεσία
και επαγγελματίες στρατιώτες, τίμησαν
τον λόγο τους κι έκαναν αυτό που είχαν
διαταχθεί να κάνουν. Ουδέν μεμπτόν και
η στάση αυτή του “μολών λαβέ” ενέπνευσε
τους ποιητές μας κι όλους μας στο ότι
πρέπει να φυλάμε πάντα τις “Θερμοπύλες”
του, τις αξίες του δηλαδή ο καθείς.
Από την
άλλη όμως, οι δικοί μας Θεσπιείς πήγαν
εκεί με τη θέλησή τους, έμειναν να
πολεμήσουν και να πεθάνουν χωρίς να
είναι υποχρεωμένοι να μείνουν. Η μόνη
εξήγηση που μπορώ να δώσω είναι ο έρωτας
τους προς την πόλη τους έτσι όπως τον
περιγράφει (για την Αθήνα βεβαίως) ο
Περικλής στον Επιτάφιο λόγο του, για
τους νεκρούς του πρώτου χρόνου του
Πελοποννησιακού πολέμου. Είναι η αγάπη
για μια πόλη που σε κάνει να αισθάνεσαι
πολίτης κι άνθρωπος κι έτσι να ζεις
ολοκληρωμένα τη κάθε στιγμή. Είναι μια
πόλη που χρειάζεται τους πολίτες της
κάθε στιγμή κι όχι μόνο κάθε τέσσερα
χρόνια. Η πολιτική ζωή δεν είναι κάτι
άλλο από την καθημερινότητα κι όλοι
χωρίς εξαιρέσεις μπορούν να μετέχουν
των αξιωμάτων που η κοινότητα αποφασίζει.
Πως μπορείς να δεις τη ζωή σου έξω από
μια τέτοια πόλη, με υποταγή στον Πέρση
Βασιλιά; Δεν μπορείς! Και για αυτό η μάχη
μέχρι θανάτου σου φαίνεται πολύ φυσική
επιλογή, χωρίς να χρειάζεται ειδική
νομοθετική ρύθμιση για αυτήν.
Εν πάση
περιπτώσει, αυτό δεν είναι ελληνική
ιδιαιτερότητα αλλά νομίζω επίσης ότι
στην χώρα μας υπάρχει ένα πάθος όταν
μιλάμε για την Ιστορία μας, έτσι όπως
την ξέρει ο καθένας. Δηλαδή την “ιστορία”
του καθενός. Ακόμα και για γεγονότα στα
χρόνια της αρχαιότητας, η θέληση μας να
τα φέρουμε στο σήμερα και να “υποστηρίξουν”
τις δικές μας θέσεις κι “αλήθειες”
είναι έντονη. Ο υφέρπων διχασμός της
κοινωνίας μας και η πόλωση, εύκολα
βρίσκει αναλογίες στους πολέμους της
αρχαιότητας. Ανάμεσα στους Αχαιούς και
στους Τρώες με ποιόν είμαστε; Οι
περισσότεροι θεωρούν ότι οι τότε
“'Ελληνες” ήταν οι Αχαιοί αλλά όλοι
μας λέμε στις εθνικές γιορτές το “εις
οιωνός άριστος αμύνασθαι περί πάτρις”
που το είπε ο Τρώας Έκτωρας. Ανάμεσα
στην Σπάρτη και την Αθήνα στον
Πελοποννησιακό πόλεμο, ποιόν υποστηρίζουμε;
Ακόμα και στην περίοδο της Εικονομαχίας,
είμαι σίγουρος ότι είμαστε ικανοί να
απαιτήσουμε ένταξη σε κάποιο από τα δύο
στρατόπεδα. Αλλά και πιο πρόσφατα, με
την εκλογική επιτυχία της ΧΑ, η συζήτηση
είναι σε σχέση με την Γερμανία του
Μεσοπολέμου και τη Δημοκρατία της
Βαϊμάρης κι πολλοί προσπαθούν να δουν
αναλογίες και συνταγές για την αντιμετώπιση
της φασιστοειδούς συμμορίας.
Στην
πραγματικότητα όμως όλα αυτά είναι κενό
γράμμα επί της ουσίας τους. Η Ιστορία
είναι ένα πεδίο ανοικτό σε συζήτηση και
σε διάλογο διότι διαρκώς η ιστορική
έρευνα αναδεικνύει νέα δεδομένα, αν
αφεθεί στο έργο της. Η ιστορική αναφορά
και η αναζήτηση αναλογιών δεν μπορεί
να καλύψει τη δική μας σύγχρονη αναπηρία
στην διατύπωση απόψεων για το “δέον
γενέσθαι” για τη σωτηρία της πατρίδας.
Ο τρόπος
που η Ιστορία μας διδάσκει είναι κάτι
διαφορετικό από την απλή μεταφορά στη
σύγχρονη πραγματικότητα ιδεολογημάτων
του χθες. Μάλλον από ότι δείχνουν τα
πράγματα, η Ιστορία δεν καταφέρνει να
μας διδάξει και πολλά διότι την ήπια
ήρεμη σοφή φωνή της, την πνίγουν οι φωνές
των “πατριωτών” που έμπλεοι ημιμάθειας
έχουν σχεδόν υπαρξιστική ανάγκη να
είναι οπαδοί μιας ιδεοληψίας. Βοήθειά
μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου