Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Το βάρος της ιστορικής μνήμης



Η πρόσφατη εκδήλωση του “Δημόφιλου” με τον κ. Τετριμίδα, επιβεβαίωσε το ότι το “βάρος” της ιστορικής μνήμης μπορούν να το “σηκώσουν” οι πολίτες μόνο όταν αντιμετωπίσουν τα δικά τους σύγχρονα “βάρη” πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά. Ο Δημόφιλος και οι 700 Θεσπιείς από το 480 π.Χ ό,τι και να κάνουν, όσο κι αν τρέξουν δεν μπορούν να καλύψουν τη δική μας έλλειψη αξιοπρέπειας και φιλομάθειας.

Για την ιστορία του μνημείου αλλά και το νόημα της θυσίας, θα ήθελα να υπενθυμίσω τα δύο κείμενά μου για το “μνημείο Κελέπη”, του Σεπτεμβρίου του 2010, για την κατασκευή του και για τα τότε εγκαίνια. Κατά τη γνώμη μου η ουσία του μνημείου αυτού, όπως φαίνεται και στο πρώτο μου κείμενο ξεπερνά τον τρόπο που όλοι μας το αντιμετωπίζουμε. Στην πραγματικότητα είναι ένα μνημείο του “άγνωστου κι αδικημένου από την επίσημη πολιτεία και την γνωστή Ιστορία στρατιώτη”, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.

Η πρωτοβουλία του κ. Τετριμίδα είναι αξιοθαύμαστη! Είναι κρίμα που δεν υπήρξε μεγαλύτερη ενεργή συμμετοχή σύγχρονων “Θεσπιέων” στην πορεία του. Κατά τη γνώμη μου όμως, η εντελώς διακριτική έως αδιάφορη είσοδος του κ. Τετριμίδα στο Ερημόκαστρο, η μικρή ομάδα των παιδιών που τον συνόδεψε αλλά κυρίως η τιμητική συνοδεία από “έγκριτους” ντόπιους παράγοντες καθώς και η φιέστα πέριξ του μνημείου Κελέπη, αντί να ενισχύσουν μάλλον γελοιοποίησαν την ωραία πρωτοβουλία του.

Στη συνέχεια, θέλω να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις για τους “700 Θεσπιείς” και τη ιστορική συνέχεια.


Το καλοκαίρι του 480 π.Χ., η φήμη για τη μεγάλη στρατιά του Πέρση Βασιλιά Ξέρξη που ερχόταν με εκδικητική μανία να καταστρέψει την Αθήνα, απλωνόταν με τρομερή ταχύτητα και η διαλυτική της ισχύς ήταν ακατάβλητη. Η Περσία εκείνη την εποχή ήταν η σούπερ δύναμη. Συγκριτικά με τον σημερινό κόσμο μας μπορώ να πω ότι ήταν ακόμα πιο ισχυρή από τις ΗΠΑ οικονομικά και στρατιωτικά, διότι ήταν μοναδική. Κι έτσι παρέμεινε μέχρι την κατάλυση της από τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα.

Από όπου περνούσε λοιπόν η Περσική στρατιά, όλοι οι τότε Έλληνες δήλωναν υποταγή. Αυτό ας διαλύσει επιτέλους τον μύθο για τον “πατριωτισμό όλων των Ελλήνων”. Ακόμα κι αν θεωρήσουμε την τότε Ελλάδα ήταν ότι είναι κάτω από τη Θεσσαλία, και πάλι η στάση των πόλεων τότε δεν ήταν ομόθυμη. Στην περιοχή μας, οι Θηβαίοι φλέρταραν με την ιδέα της υποταγής στον Μεγάλο Βασιλέα και αυτό ανησυχούσε κάπως τις δικές μας ντόπιες υπερδυνάμεις Αθήνα και Σπάρτη.

Κι οι Θεσπιές;

Εκείνο τον καιρό στους οικισμούς του Δήμου πρέπει να κατοικούσαν το πολύ 5.000 κάτοικοι. Δεν ξέρουμε πως ακριβώς ήταν η ζωή τους αλλά μάλλον δεν θα ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μας ζωή. Δουλειά στα χωράφια και στα αμπέλια, κτηνοτροφία και ψάρεμα στον Κορινθιακό. Σίγουρα όμως, αν εξαιρέσουμε την κατά καιρούς απαίτηση των Θηβαίων να ηγεμονεύουν στην Βοιωτία, άρα να έχουν εισοδήματα (φόρους δηλαδή) από τους Θεσπιείς, εκείνο που είναι σίγουρο, είναι ότι ο βαθμός αυτοτέλειας της Θεσπιακής κοινωνίας ήταν μεγάλος.

Η φήμη της Περσικής στρατιάς έφτασε και στις Θεσπιές και προφανώς το ερώτημα “τι να κάνουμε” έπεσε πάνω στους πολίτες καταθλιπτικό. Καταρχήν αυτοί, οι πρόγονοί μας δηλαδή, δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν με τους Πέρσες. Δεν υποκίνησαν καμία εξέγερση στην Ιωνία, όπως είχαν κάνει οι Αθηναίοι, και στον Μαραθώνα δεν πολέμησαν ενάντια τους. Μια αποδοχή της κυριαρχίας του Ξέρξη δεν θα ήταν και τόσο κακή ούτε και θα μπορούσες να τους κατηγορήσει κάποιος για δειλία ή . . . προδοσία. Εδώ μεγάλες πόλεις στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία είχαν συνθηκολογήσει και συστρατεύσει με τους Πέρσες, οι Θεσπιές θα έκριναν τον πόλεμο; Και τι θα είχε να φοβηθεί ο Ξέρξης και οι στρατηγοί του από τους Θεσπιείς; Ούτε κάν επαγγελματίες στρατιώτες δεν ήταν, όπως οι Λακεδαιμόνιοι.

Απ' όπου και να το δει κανείς, το θέμα ήταν ότι η απολύτως λογική στάση των προγόνων μας θα ήταν μια διακριτική στάση συμβιβασμού και υποταγής, για να σώσουν τη πόλη και τις ζωές τους. Η κοινή λογική των σωφρόνων αυτό θα υπεδείκνυε; Πιθανόν να υπήρξαν και τέτοιοι τότε στην αγορά των Θεσπιών όταν έγινε η σχετική συζήτηση.

Τελικά όμως, οι Θεσπιείς αποφάσισαν αλλιώς: να συστρατεύσουν ενάντια στην Περσική Υπερδύναμη μαζί με τους Λακεδαιμόνιους!

Αυτή την αποκοτιά τους, όσο τη σκέφτομαι σήμερα, δεν την καταλαβαίνω καθόλου και για αυτό βουλώνω το στόμα μου και υποκλίνομαι σε εκείνους του πολίτες τότε. Αναφωνώ κι εγώ με τον Εμπειρίκο που μια πολύ ζεστή μέρα στην Αθήνα του 20ου αιώνα, σαν κι εκείνη του Αυγούστου του 480 π.Χ. στις Θερμοπύλες, αναφώνησε: "Θεέ ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως ! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου".

Εγώ μάλλον τότε θα ήμουν με τους “λογικούς” και τους “νουνεχείς”!

Επτακόσιοι άνδρες στους πέντε χιλιάδες κατοίκους είναι τεράστιο ποσοστό! Στους πολέμους του Ελληνισμού μετά το 1830, ποτέ δεν υπήρξε τέτοια αναλογία. Ουσιαστικά δηλαδή, άδειασαν οι οικισμοί από το πιο παραγωγικό τους τμήμα, τους άνδρες που έφυγαν για να σκοτωθούν.

Κι έμειναν κι έπεσαν όλοι τους εκεί, στις Θερμοπύλες.

Και μετά, οι Πέρσες κατέστρεψαν τους οικισμούς εδώ κι οι κάτοικοι που είχαν μείνει, έφυγαν προς την Πελοπόνησο για να επιστρέψουν μερικά χρόνια μετά.

Το ενδιαφέρον είναι ότι οι επιζώντες Θεσπιείς, δεν έκτισαν κάποιο μνημείο ιδιαίτερου κάλλους και μεγέθους για να τιμήσουν τους ηρωικούς νεκρούς τους. Κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται σε κανένα αρχαίο κείμενο ή περιηγητή όπως ο Στράβωνας ή Παυσανίας.

Επίσης, καμία από τις υπερδυνάμεις Αθήνα και Σπάρτη δεν φαίνεται να αξιοποίησε “επικοινωνιακά” τη “θυσία” των Θεσπιέων. Τέλος, σε κανένα κείμενο (και πρώτο στου Ηρόδοτου την Ιστορία) δεν φαίνεται κάποια κριτική για τη στάση των Θεσπιέων. Σα να πρόκειται για κάτι αυτονόητο και προφανές, σχεδόν φυσικό γεγονός!

Για εμάς, τους σύγχρονους ελλιπείς πολίτες, όλο αυτό το γεγονός της συμμετοχής των Θεσπιέων στη μάχη στις Θερμοπύλες, φαίνεται ηρωικό και στον θαυμασμό μας σταματάει κάθε άλλη σκέψη. Είναι τεράστιο το υπαρξιστικό μέγεθος αυτής της πρωτοβουλίας που μας τρομάζει, οπότε πιο καλά να το ξορκίσουμε με καμιά φιέστα σε ένα εντελώς αρτιφισιέλ κατασκεύασμα ιδιωτικής πρωτοβουλίας και προσωπικού σκοπού!

Για τους πολίτες όμως των τότε Θεσπιών, η τρομερή απόφαση τους να πάνε στη μάχη που ήταν μάλλον χαμένη από χέρι, σχετίζεται με τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας τους και τον τρόπο που οι πολίτες συναισθάνονταν την έννοια του “χρέους” όχι σε κάποια γενικώς κι αφηρημένως “πατρίδα” αλλά απέναντι στο βαθύτατο αίσθημα αξιοπρέπειας του καθενός τους.

Καθένας από τους 5.000 κατοίκους των Θεσπιών και καθένας από τους 700 Θεσπιείς μαχητές, αισθανόταν ότι ανήκει και κρατά στους ώμους του τον κόσμο ολόκληρο. Αλλά αυτή η αίσθηση “ολοκληρότητας” αντί να τους συνθλίψει, τους έκανε έτοιμους να προσφέρουν και τη ζωή τους στην υπόθεση της αξιοπρέπειας. Δεν μπορούσαν να δουν τον βίο τους χωρίς την αξιοπρέπεια. Δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με την ιδέα της διαπραγμάτευσης ως προς την αξιοπρέπεια.

Αν μας εντυπωσιάζουν τέτοια γεγονότα -που στην Ελληνική Ιστορία είναι αρκετά- είναι διότι εμείς είμαστε σώφρονες κι όχι . . . μαλάκες. Και το προσωπικό μας συμφέρον μας το μετράμε δυο και τρεις φορές κι ως ευατούληδες κοιτάμε τη λογική ατομική μας τακτοποίηση μας. Οπότε οι Θεσπιείς του 480 π.Χ., είναι καλοί ως “ήρωες” αλλά το πνεύμα τους ας μένει μακριά από την νεκροφάνεια των οικισμών μας. Οι κατά καιρούς επίσημοι λόγοι και οι φιέστες, μάλλον αποβλέπουν στον να ξορκίσουν αυτό το ενοχλητικό πνεύμα της αξιοπρέπειας που φτάνει απειλητικό από τους ηρωικούς αιώνες στις μέρες μας.

Πρέπει να εξηγήσω και κάτι άλλο εδώ, για την “εξ αγχιστείας” συγγένεια μας με τους τότε Θεσπιείς.


Κι όμως οι νέοι έποικοι, οι Αρβανίτες, ενσωματώνονται πλήρως όχι μόνο στο φυσικό γεωγραφικό τοπίο αλλά αποδέχονται αμέσως όλο το ιστορικό και πολιτισμικό δυναμικό του τόπου. Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος που γίνεται αυτό αλλά δυστυχώς δεν ξέρω να πω περισσότερα για το πως έγινε αυτό. Οι πραγματικοί πρόγονοί μας, οι Αρβανίτες δηλαδή, πότε δεν θεώρησαν ως πατρίδα τους τη σημερινή Αλβανία, δεν τη νοστάλγησαν αλλά αγάπησαν με πάθος τη νέα πατρίδα τους.
.
Στη χρονική διάρκεια από το 1350 μέχρι και σήμερα οικειοποιήθηκαν φυσικώ τω τρόπω όλες τις υπάρχουσες παραδόσεις και δοξασίες. Όταν αργότερα άρχισαν οι Ευρωπαίοι να ανασκάπτουν την περιοχή κι αρχίζει να γίνεται γνωστή η Ιστορία του τόπου, με μεγάλη φυσικότητα οι σημερινοί κάτοικοι οικειοποιήθηκαν όλα αυτά τα δεδομένα διότι “έδεναν” με τις δικές τους αξίες και σύγχρονα ήθη τους. Η μπέσα, η τήρηση του λόγου δηλαδή που ήταν νόμος για τους Αρβανίτες αλλά και η ξεροκέφαλη επιμονή τους σε αυτό, συνάντησε την αντίστοιχη του Δημόφιλου στις Θερμοπύλες. Οπότε, οι Αρβανίτες μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ως ίσοι τους Θεσπιείς του 4ου αι. π.Χ., και υπερηφάνως δέχτηκαν την ιστορική συνέχεια με απλό, αυτονόητο τρόπο, χωρίς να απαιτήσουν αποφάσεις Δημοτικών Συμβουλίων ή της Βουλής. Οι Θεσπιείς της αρχαιότητας, έγιναν δικοί τους και δικοί μας πρόγονοι, μέρος της ιστορικής και πολιτισμικής μας ταυτότητας κι αλίμονο σε εκείνον που θα το αμφισβητούσε αυτό!
.
Αλλά αντίστοιχη ήταν και η συνέχεια. Η αδιαφορία της Ελληνικής Πολιτείας για τους πολίτες και τη καθημερινότητα τους σε συνδυασμό με την ανάγκη μας για μια πιο προωθημένη θέση στο σύγχρονο οικονομικό και πολιτικό περίγυρο του Δήμου μας, συντονίστηκε με το αίσθημα για την ιστορική αδικία για την μη ανάδειξη της ηρωικής προσφοράς των αρχαίων μας προγόνων τότε στις Θερμοπύλες.

Τα τελευταία χρόνια λοιπόν, νομίζω ότι είμαστε πιο δραστήριοι κι αποτελεσματικοί στην υποστήριξη της “φήμης” των προγόνων μας παρά στην προβολή διεκδίκηση κι επίλυση τελικά των προβλημάτων μας. Για να μη μιλήσω για τη παντελή έλλειψη πολιτισμικής δημιουργίας και του πολιτικού ήθους.

Οπότε αν πράγματι θέλουμε να είμαστε συνεπείς με τις αξίες των ηρωικώς πεσόντων προγόνων μας, τότε να προσπαθήσουμε να ξυπνήσουμε μέσα μας το αίσθημα αξιοπρέπειας κι αγώνα και να μη αφήνουμε το ταμπεράντο μας -αυτό ισχύει ειδικά για τους νέους συμπολίτες μας- να σπαταλιέται σε εκδηλώσεις δημοσίων σχέσεων και συνοδείας του κ. Τετριμίδα στα τελευταία βήματα προς το μνημείο Κελέπη.

1 σχόλιο:

Διάφορα