Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Η "παράδοση" και η παράδοση στη βλακεία



Το ιστολόγιο, το μπλογκ, ο δικτυότοπος, είναι σα να κάθεσαι σε τραπέζι στο καφενείο. Περιμένεις να έρθει κάποιος να πιάσεις κουβέντα. Αλλά όταν δε φαίνεται κανείς ή από τα άλλα τραπέζια δίπλα -τα άλλα μπλογκ δηλαδή- δεν ακούς κάτι που να σε κεντρίσει ως αλογόμυγα, ε, κάθεσαι και ρουφάς με λευκό νου εν υπνώσει, το τσίπουρο.
Θεωρητικώς θα έπρεπε η κοινωνία να “βράζει”, ο κόσμος να “ψάχνεται”, να αναρωτιέται φωναχτά για το τι διάολο θα γίνει αφού άκρη στο τούνελ δε φαίνεται. Αντ' αυτού, σιωπή και υποδόρια ψυχαναγκαστικά ψελλίσματα. Όλοι μας περιμένουμε κάποιον -ποιόν άραγε;- για να κάνει κάτι -τι άραγε;- και στο μεταξύ μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα προσδοκούμε κάποιαν Ανάσταση -για “επανάσταση” ούτε λόγος πια.
Οπότε τι να κάνω κι εγώ; Σιώπησα κι έβλεπα το ποτάμι να κυλάει. Εκτός από τις συνήθεις δουλειές της εποχής, αφιερώθηκα στο διάβασμα κάποιων βιβλίων για τα οποία θα επανέλθω σε άλλο σημείωμα.
Και να που προέκυψε μείζον θέμα για την παράδοση με αφορμή τα γεγονότα περί το κάψιμο του Ιούδα.
Παρακολουθώντας τον σχετικό διάλογο στο γειτονικό καλό ιστολόγιο -να τα εκατοστήσετε κιόλας ΘΕΣΠΙΑΚΟΙ συμπατριώτες- διαπίστωσα ακόμα μια φορά ότι δεν ξέρουμε να συζητάμε έστω και το θέμα αυτό. Ή μάλλον, δεν μας ενδιαφέρει η γνώμη του άλλου, εφόσον είναι διαφορετική από τη δική μας. Και η δική μας “γνώμη” είναι ένα ξέσπασμα μαγκιάς με το αζημίωτο, χαζών θρασύδειλων συμπολιτών μας. 

Πριν μπω στην ελάχιστη ουσία του θέματος, θέλω να σας κάνω να προσέξετε το ύφος και το ήθος του “διαλόγου”. Μάλλον θα συμφωνήσετε ότι πρόκειται για εκτόνωση πλείστων όσων εσωτερικών συγκρούσεων κι αυτό σημαίνει ότι οι ψυχοθεραπευτές και οι ψυχίατροι έχουν δουλειά αυτόν τον καιρό.
Οπότε και οι ολίγιστες λογικές απόψεις παρασύρθηκαν δυστυχώς από το ρεύμα της βλακείας.
Πρέπει να πω ότι κάτι θα γινόταν έτσι κι αλλιώς διότι κάπου η αδημονία κυρίως των νέων πρέπει να εκτονωθεί. Ο Ιούδας, ακόμα και ως τραγικό πρόσωπο της Καινής Διαθήκης, προσφέρεται για κάτι τέτοιο. Το κάψιμο του συνώνυμου του σκιάχτρου κατά τη περιφορά του Επιταφίου στις γειτονιές του Ερημόκαστρου, είναι μια εντελώς επίκτητη “παράδοση” και πάντα, από τα χρόνια του αείμνηστου παπα-Αριστείδη, προκαλούσε τη μήνι των ιερέων μας. Αυτή η παγανιστική, σχεδόν αποκριάτικη, παρένθεση στην κορύφωση του Θείου Δράματος, είχε κάτι το αιρετικό με τη θυμηδία που σκορπούσε.
Σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, οι πασχαλιάτικες μέρες, είναι στην καρδιά της Άνοιξης, και σηματοδοτούν την πλήρη ανάσταση της φύσης. Ό,τι ξεκινά στις Απόκριες ως τέλος του χειμώνα, μετά τη αδιαφορία και τη διακριτικότητα της Τεσσαρακοστής, ξεσπά στην Ανάσταση και στο γλέντι των ημερών.
Στο χωρίο μας, ένα τέτοιο γεγονός, είναι και το κάψιμο του Ιούδα. Λίγο βιαστικό βέβαια και ίσως παράταιρο, αλλά ένα μήνυμα της χαράς που ξέρουμε ότι έρχεται την επόμενη το βράδυ. Η φωτιά που έκαιγε το ομοίωμα του Ιούδα ήταν προπομπός των πυρών της Κυριακής όπου στα κάρβουνα τους θα ψήνονταν τα αρνιά και τα κατσίκια και θα γινόταν γύρω τους το Αναστάσιμο γλέντι.
Κατανοώ τη δυσαρέσκεια των πιστών και των ιερωμένων αλλά αυτό είναι το τίμημα για την μετατροπή της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θρησκείας σε λαϊκή ιδεολογία. Στην κοινωνία μας, η εκκλησία και οι τελετές της δεν επιτελούν μόνο θρησκευτική αποστολή αλλά και κοινωνική κι αυτή η σχεδόν επιβεβλημένη “μαζικοποίηση”, η μετατροπή της θρησκευτικής λατρείας σε πάνδημη, σχεδόν θεσμική εκδήλωση, ενέχει τον κίνδυνο της πρόσκλησης “αντιρρήσεων”. Αυτό κάνει ο δικός μας “Ιούδας”. Τίποτα παραπάνω.
Προσωπικά πολύ περισσότερο με ενοχλούν και με φοβίζουν τα βαρελότα έτσι όπως πέφτουν στο πλήθος, παρά το κάψιμο του Ιούδα.
Πάντως, ίσως κάποιοι θυμηθούν για το πότε ξεκίνησε το έθιμο αυτό και μας το πουν. Το βέβαιο είναι ότι δεν υπήρχε πάντα. Πρόκειται δηλαδή για μια κατασκευασμένη “παράδοση”.
Οι κοινωνίες δημιουργούν τη παράδοση διότι εκεί, στο συλλογικό φαντασιακό -που θα έλεγε και ο Καστοριάδης- αποκαθαρμένο από τις άσχημες πλευρές της τότε βάναυσης καθημερινότητας, βρίσκουν σημεία αναφοράς και στηρίγματα για την πορεία τους. Ως “παράδοση” παραμένουν είτε οι καλές στιγμές από το παρελθόν της κοινωνίας είτε οι αρνητικές που η διακωμώδηση τους λειτουργεί απελευθερωτικά. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα προξενιά, για παράδειγμα, που η προβολή τους με τον Βλάχικο Γάμο, θέτει μια ταφόπλακα -δεν είμαι και πολύ σίγουρος για αυτό- σε αυτή την αναίσχυντη και χυδαία σμίξη των ανθρώπων εν είδει ζώων. Τέλος πάντων.
Στο χωριό μας νομίζω ότι ό,τι είχε μείνει που να αξίζει κάποιας προβολής στα σπίτια μας, χάθηκε στην διάρκεια των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης: οι γυναίκες τότε “ξεφορτώθηκαν” μπακιρένια σκεύη, μπόλιες και νυφιάτικες φορεσιές κεντημένες στο χέρι, ξύλινες τσότρες και άλλα τέτοια πολλά σημεία ενός άλλου τρόπου ζωής και παραγωγής. Τα έδιναν με ευχαρίστηση στους πλανόδιους γύφτους και παλιατζήδες για μια κουβέρτα . . . καμιλό. Για εκείνες τις γυναίκες όλα τούτα αποτελούσαν μνημεία μιας αποχής που το νοικοκυριό ήταν βάσανο. Στο Μουσείο που έχει φτιάξει ο συμπατριώτης μας, ο Θανάσης Δημητρίου, μπορείτε να δείτε τα σκεύη μιας ζωή καθόλου εύκολης.
Πλευρές της ψυχαγωγίας των ανθρώπων έχασαν την αξία και τη σημασία τους. Ως παράδοση ξεχάστηκαν. Παλιά οι άνθρωποι μαζεύονταν στα σπίτια στις οικογενειακές γιορτές και τραγουδούσαν και χόρευαν. Ήξεραν να κάνουν και τα δύο διότι αποτελούσαν και τα δύο, ο χορός και το τραγούδι, αυθεντικές μορφές έκφρασης συναισθήματος. Τώρα πάμε έξω κι εκεί υπάρχει στερεοφωνικό που ξεκουφαίνει και όταν τραγουδάμε ξεκουφαίνουμε κι εμείς τους άλλους που μας ακούν.
Ειδικά στο θέμα αυτό, των λεγόμενων παραδοσιακών χορών, αξίζει νομίζω να σας αναφέρω πως είδες κάποιος φίλος, μια παράσταση του χορευτικού συγκροτήματος της Δώρας Στρατου στο εξωτερικό:
Περιμέναμε να βγεί το ελληνικό συγκρότημα να χορέψει και ξαφνικά ακούστηκε να στριγγλίζει ένα κλαρίνο και μια εξίσου τσιριχτή φωνή να λέει “τι να κάνω καλέ μάνα που 'σπάσα καινούργια στάμνα” κι εισέβαλαν στη σκηνή πιασμένοι από το χέρι μερικοί νέοι με κοντές άσπρες φουστίτσες όλο πιέτες και κάποιες κοπέλες με μακριά φορέματα όλο κεντίδια και χρώματα κι άρχισαν να κουνιούνται στο ρυθμό του ουρλιάζοντος κλαρίνου. Τέλειωσε ο συρτός και πήγα να χειροκροτήσω, μόνος εγώ εν μέσω απαθών θεατών αλλά δεν πρόλαβα διότι άρχισε άλλο τραγούδι και μετά άλλο κι άλλο. Τα παιδιά χόρευαν συνέχεια για είκοσι λεπτά περίπου. Νομίζω ότι το πιο ακατάληπτο για τους θεατές πρέπει να ήταν ο τσάμικος και οι φιγούρες πέριξ της φούντας του τσαρουχιού. Ο πρώτος χορευτής λύγιζε τα γόνατά του κι έριχνε το κορμί του εντελώς πίσω και με το άλλο χέρι -διότι με το ένα τον κρατούσε ο άλλος- χάιδευε τη φούντα του τσαρουχιού. Όταν τέλειωσε με τη δική του φούντα, ο δεύτερος σύντροφός του, έβαλε το δικό του τσαρούχι στη μούρη κι άρχιζε ο πρώτος χορευτής να τινάζει τη φούντα του τσαρουχιού από τη σκόνη”.
Άντε να τα καταλάβει όλα τούτα τα τσαλίμια ένας άσχετος.
Αν η δημιουργία πολιτισμού είναι η προβολή της “παράδοσης” με τα συγκροτήματα λαϊκών χορών από κάθε μεριά της Ελλάδας και τις παραστάσεις αρχαίου δράματος κάθε καλοκαίρι, τότε δράμα! 
Αυτό το πράγμα με τη “παράδοση” είναι άλλο πράγμα! Θυμάμαι ότι υπήρχε μια μανία εκεί στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, να “κρατήσουμε τις παραδόσεις μας” διότι ο λεγόμενος “αμερικάνικος τρόπος ζωής” θα μας διαλύσει ως κοινωνία και ως έθνος. Μια σοσιαλιστικοπατριωτική στάση υπερβολής και φοβίας. Σε κάθε χωριό φτιάχτηκαν “πολιτιστικοί σύλλογοι” κι έγιναν χορευτικές ομάδες. Και τι είναι εντέλει η “παράδοση” παρακαλώ; Ουσιαστικά πρόκειται για ό,τι καταγράφηκε εκεί στην δεκαετία του τριάντα και κυρίως του πενήντα και το οποίο πρέπει να . . . συντηρηθεί. Οι άνθρωποι που ζούσαν στην παράδοση ήθελαν να απαλλαγούν μια ώρα αρχύτερα και να περάσουν στον πολιτισμό και κάποιοι άλλοι ήθελαν αυτά τα ωραία “ρομαντικά” πράγματα να μείνουν ζωντανά πτώματα.
Μια θεία μου, για παράδειγμα, δεν μπορούσε ποτέ να καταλάβει το γιατί εμείς θέλαμε τζάκι, στοιχείο της παράδοσης του χωριού! “το τζάκι έχει βρώμα: πρέπει να το καθαρίσεις από τη στάχτη, να κουβαλήσεις ξύλα, να σκουπίσεις τη σκόνη κι πάλι δεν σε ζεσταίνει όσο το καλοριφέρ. Τι να σας πω;” Μετά θαυμάζαμε το ψωμί της και της λέγαμε να φτιάξουμε φούρνο για να το ψήνει η ίδια, διότι τώρα το ζυμώνει και το πηγαίνει στο λεγόμενο “Γερμανικό” φούρνο και το ψήνει. “Μιλάτε αλλά δεν ξέρετε τι σημαίνει φούρνος. Από τα δώδεκα μου χρόνια με ξυπνούσαν στις τέσσερις, νύχτα πριν τα χαράματα, να ανάψω τον φούρνο, να κάψει για να ψήσω τα ψωμιά. Κάθε μέρα ζύμωνε η μάνα μου τέσσερα καρβέλια, γιατί είχαμε κι εργάτες κι εμείς ήμασταν έξι παιδιά, με τι χορταίνομαι! Κουβαλούσα τα δεμάτια τα πουρνάρια και τα κλίματα κι άναβα τον φούρνο και μέχρι να κάψει, σκούπιζα την αυλή. Ωραία παράδοση!”.
Ήμουν στο Δημοτικό και θυμάμαι με πόση χαρά έδωσε σε κάτι πλανόδιους κάτι παλιά σιγγούνια και χάλκινα σκεύη για να πάρει κουβέρτες και μια χύτρα ταχύτητας. Ήθελε να απαλλαγεί από τη “παράδοση” μια ώρα αρχύτερα.
Καλή είναι η παράδοση αλλά για τα μουσεία, να πηγαίνετε να βλέπετε. Αλλά η ζωή η δική μας ήταν κόλαση, από τα μικρά χρόνια, από το πως μας παντρέψανε μέχρι που γέννησα. Γεννήσαμε τέσσερις από το χωριό εκείνη τη χρονιά και την Μαρία, που έκανε κορίτσι, ο άντρας της έκανε δυο μέρες να τη πάρει από το μαιευτήριο -διότι τότε άρχισαν να μας πηγαίνουν στο μαιευτήριο- επειδή ήταν θυμωμένος που δεν γέννησε τον . . . γιο, όπως απαιτούσε η . . . παράδοση”.
Τα λέω αυτά, διότι το μόνο που μας ερεθίζει είναι ό,τι έχει σχέση με την “παράδοση” και τις λεγόμενες “αιώνιες αξίες της φυλής” ενώ θα έπρεπε να κοιτάμε πιο πολύ στο μέλλον και να μιλάμε για τις “μέρες του φωτός” που δεν έρθουν από μονάχες τους.
Όσο λιγότερο μας απασχολεί το μέλλον αλλά και το παρόν, τόσο πιο πολύ και πιο συχνά δραπετεύουμε στο παρελθόν, στην παράδοση ή και χωνόμαστε στην ημιμάθεια της ιστορίας μας μπας και μας γλυτώσουν τα “περασμένα μεγαλεία της φυλής”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διάφορα