Φίλε Έρμε,
παρακολουθώ κατα καιρούς τα γραφόμενα σου και έπειτα από παρότρυνση κοινού μας φίλου σου στέλνω το κείμενο που ακολουθεί κι όσο έχω όρεξη θα σου στείλω και μερικά ακόμα. Ελπίζω να δείξεις κατανόηση για το στιλ μου και τα όποια λάθη μου. Τώρα που σου γράφω, είμαι στο Μόναχο. Είναι Κυριακή απόγευμα και εδώ στον σιδηροδρομικό σταθμό, βλέπω τους Γερμανούς να γυρνάνε φορτωμένοι με τα σακίδια τους από την εκδρομή τους.
Συχνά, το ξέρεις, ταξιδεύω σε Ευρωπαϊκές χώρες για επαγγελματικούς λόγους. Συχνά, σε κάθε αεροδρόμιο και σιδηροδρομικό σταθμό, βλέπω Έλληνες (κατοίκους της Ελλάδας δηλαδή και όχι μετανάστες) που είτε ταξιδεύουν σαν κι εμένα για τις δουλειές τους είτε είναι τουρίστες.
Λοιπόν, όταν συναντηθούν δύο Έλληνες, το καταλαβαίνουν όλοι από μακριά: φωνάζουμε και γελάμε δυνατά, χωρίς καμία διακριτικότητα για τον δημόσιο χώρο στον οποίο είμαστε και αδιαφορώντας για την παρουσία των άλλων. Μιλάμε με έντονες χειρονομίες σαν να μαλώνουμε.
Η πρώτη γνωριμία γίνεται με το από πού είσαι και κατάγεσαι και όλα τα σχετικά. Μετά, αρχίζει μια ανταλλαγή εντυπώσεων κι επιδοκιμασιών για το πόσο καλά και οργανωμένα είναι στην συγκεκριμένη Ευρωπαϊκή χώρα (στην Γερμανία ας πούμε) τα πράγματα και πόσο απαράδεκτοι και «γύφτοι» είμαστε στην Ελλάδα.
Μιλάμε για την χώρα μας με αποτροπιασμό και δεν βρίσκουμε τίποτα όμορφο να πούμε. Η όλη συζήτηση θα τελειώσει με ένα «αφού δεν έχουμε Κράτος τι περιμένεις!» και το γνωστό αποχαιρετιστήριο «μεγάλε, τα λέμε».
Τον τελευταίο καιρό η αρνητική μας στάση έχει σαφώς ενδυναμωθεί. Παρόλα αυτά όμως, αν κάποιος άλλος, ένας Γερμανός ας πούμε, μας πει κάτι αρνητικό για την Ελλάδα –για έναν ταξιτζή που τον έκλεψε όταν βρέθηκε ως τουρίστας στην Αθήνα- είμαστε έτοιμοι να τον «φάμε» τον ανθέλληνα, τον απόγονο του Φαλμεράγιερ και των Ναζί.
Στις συζητήσεις αυτές, τις ενδοελληνικές, εδώ και χρόνια, αποφεύγω να παίρνω μέρος. Μένω παράμερα, καμώνομαι τον ξένο και διαβάζω ένα αγγλικό βιβλίο. Με κουράζουν και με στενοχωρούν. Με ενοχλεί ιδιαίτερα ο λατρευτικός τρόπος, σχεδόν εκστατικός, με τον οποίον παρατηρούμε τις κοινωνίες αυτές. Κρύβει μια δουλικότητα και δεν επιτρέπει την προσπάθεια για την κατανόησης του πως αυτοί οι άνθρωποι έφτιαξαν τα κοινωνικά συστήματα και τις μεθόδους για να ζουν και να παράγουν. Διότι όλα αυτά που μας αρέσουν στις χώρες αυτές δεν έγιναν αυτόματα ούτε ανώδυνα. Και οι άνθρωποι εδώ πέρασαν μεταπολεμικά δύσκολες στιγμές. Αντί λοιπόν να μάθουμε για το πώς τα κατάφεραν, ο τρόπος που γίνεται ό όλος σχολιασμός είναι για να συμφωνήσουμε τελικά, ότι «αυτά είναι για τους Γερμανούς» και δεν είναι για τους Έλληνες!
Ακόμα και οι επιτυχίες μας έχουν κάποιο «ξένο δάκτυλο» που είναι ο Γερμανός Όττο Ρεχάγκελ το 2004 ή η Χόχτιφ που έφτιαξε το αεροδρόμιο Ελ Βενιζέλος. Έτσι είναι, αλλά Έλληνες τα έκαναν όμως τελικά! Έλληνες που πειθάρχησαν σε κάποιο σύστημα ορθολογικό και παραγωγικό και δούλεψαν σύμφωνα με τις προδιαγραφές του.
Το θέμα είναι κατά πόσο η πολύτιμη –κυριολεκτικά- τεχνογνωσία που αποκτήθηκε, αφομοιώθηκε από τους οργανισμούς της χώρας (ποδοσφαιρικούς, επιχειρηματικούς, επιστημονικούς, κλπ.) και αναπτύχθηκε ακόμα πιο πολύ. Αν κρίνω από τα ποδοσφαιρικά πράγματα, τα οποία πρέπει κοινωνιολογικά να μην τα υποτιμούμε αλλά να τα θεωρήσουμε ένδειξη του ελληνικού σοφτγουέαρ, μάλλον αγνοήθηκε εντελώς.
Το ίδιο απαίσιος με την δουλοπρέπεια στους ξένους, μου είναι ο χαζοεθνικιστικού χαρακτήρα πατριωτισμός, όπου οι Έλληνες είναι το κέντρο του κόσμου και η Ελληνική γλώσσα είναι το θεμέλιο όλων των άλλων, αλά Πορτοκάλος, ότι όλα από εδώ ξεκίνησαν και όλες εκείνες οι ηλιθιότητες και θεωρίες συνωμοσίας του Άδωνι και του Λιακόπουλου και των συν αυτοίς.
Το πρόβλημα και με τις δύο αυτές στάσεις είναι ότι δεν μας επιτρέπουν να εκτιμήσουμε ρεαλιστικά και νηφάλια, χωρίς αμοιβαίους μηδενισμούς και τις χώρες, τα συστήματα αλλά και τους λαούς της Ευρώπης και αλλού, αλλά κι εμάς τους ίδιους.
Έχουμε ανάγκη να επιλέξουμε και να τους «κλέψουμε» εκείνα τα στοιχεία από της εμπειρία όλων των λαών που μας ταιριάζουν και είναι βλακεία να μην το κάνουμε ή να θέλουμε να «ανακαλύπτουμε τον τροχό» ακόμα και για πολύ πρακτικά και απλά διοικητικά θέματα.
Οι Ευρωπαίοι και κυρίως οι Βορειοευρωπαίοι, είναι μεθοδικοί και πειθαρχημένοι. Αυτό το βλέπεις σε κάθε εκδήλωσή τους: στην ουρά στον μπακάλη αλλά και στην απεργία στο εργοστάσιο. Μαθαίνουν να είναι έτσι από το σχολείο και το θεωρούν φυσικό. Οι κοινωνίες τους είναι οργανωμένες για να εξυπηρετείται ο πολίτης όχι διότι είναι φιλάνθρωπο το σύστημά τους αλλά διότι έτσι βελτιστοποιείται η κατανάλωση.
Προφανώς και υπάρχουν αρνητικές πλευρές στη ζωή τους αλλά δεν είναι κάτι που τους οδηγεί σε αυτομαστίγωση. Προσπαθούν να μην τις προβάλλουν κι εν πάση περιπτώσει δεν το θεωρούν «μαγκιά» το να πετάξουν κάτω το τενεκεδάκι της μπύρας ή τη σακούλα του σάντουιτς.
Η διαφθορά, ας πούμε, στις αναπτυγμένες –λεγόμενες οικονομίες- δεν είναι «δημοκρατική» και «λαϊκή» αλλά μένει στα πολύ υψηλά στρώματα της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Σκάνδαλα τύπου ΙΚΑ Καλλιθέας δεν είναι συνηθισμένα αλλά τύπου Ζήμενς με χοντρές προμήθειες και «μαύρο» πολιτικό χρήμα είναι. Μαζί με τα σούπερ τεχνολογικά προϊόντα τους, εξάγουν και τα σκάνδαλά τους αλλά ενώ αυτοί στο τέλος βρίσκουν την λύση και κάνουν συμβιβασμούς, εμείς κουκουλώνουμε και ξεχνάμε.
Τα πολιτικά πρόσωπα που «χαλάνε την πιάτσα», αποκαλύπτονται από τους ομοίους τους και δέχονται κριτική εξοντωτική μερικές φορές (όπως ο Γερμανός πρόεδρος που παραιτήθηκε πρόσφατα ή ο Μπερλουσκόνι ο οποίος δεν έφυγε με εκλογές!), οι θεσμοί είναι σεβαστοί και κανείς δεν διανοείται να τους θίξει.
Εμείς πέφτουμε στην παγίδα, λόγω πολιτικής παιδείας πιστεύω, της ταύτισης θεσμών και προσώπων και μαζί με τα ξερά (τον κακό πολιτικό) «καίμε» και τους καλούς πολιτικούς (διότι υπάρχουν και τέτοιοι) ή φασκελώνουμε και ονομάζουμε, με μεγάλη επιπολαιότητα, μπουρδέλο την Βουλή, απαξιώνοντας έτσι εύκολα αγώνες και προσπάθειες πολλών πριν από εμάς, για να υπάρχει η Δημοκρατία και οι θεσμοί της.
Διότι οι θεσμοί είναι κατάκτηση των πολιτών για να προστατεύονται τα δικαιώματα τους και δεν είναι απαραίτητοι στην εξουσία για να επιβάλλει τη θέληση της. Οι αδύναμοι έχουν ανάγκη τους θεσμούς που όταν αυτοί λειτουργούν τότε περιορίζονται η αυθαιρεσία των ισχυρών.
Με την έννοια αυτή λοιπόν, η δημοκρατική κοινωνία κρίνεται κυρίως από την προστασία που παρέχει στους αδύναμους (φτωχούς, άνεργους, ανάπηρους, ηλικιωμένους, ασθενείς, κλπ.) και ως προς αυτή την άποψη, στην Ελλάδα, έχουμε πολλά ακόμα να κάνουμε για να αναβαθμίσουμε την κοινωνία μας!
Το ξέρει πολύ καλά το παραμύθι του κακού βλαχοευρωπαίου Έλληνα ο φίλος σου Έρμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ότι βρισκόμαστε σε αυτή τη δύσκολη θέση ως χώρα και το ότι τα προβλήματά μας είναι διεθνώς γνωστά δε σημαίνει ότι έχει το δικαίωμα ο οποιοσδήποτε να ισοπεδώνει τα πάντα στην Ελλάδα για να ικανοποιήσει το εγώ του ή την επιλογή του.
Η χώρα έχει αρκετές κατακτήσεις στο κοινωνικό κράτος, έχει να επιδείξει αξιόλογες και πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έχει πολυάριθμο επιστημονικό προσωπικό, είναι η πρώτη δύναμη παγκοσμίως στη ναυτιλία, είναι μια μεγάλη τουριστική δύναμη διεθνώς και άλλα που προφανώς ξεχνάω.
Όλα τα προβλήματα που αναφέρει ο φίλος σου και που αναπαράγουν πολλοί μέσα ή έξω από τη χώρα, ξεκινούν από την έλλειψη ελέγχου και από την δημιουργία πελατειακού κράτους. Η πολιτική τάξη της χώρας φέρει ακέραια σχεδόν την ευθύνη για αυτά τα δομικά προβλήματα του κράτους.
Για να μην ξεχνιόμαστε όμως, πρόβλημα δεν είναι αυτή τη στιγμή το χρέος της χώρας. Πρόβλημα είναι το σύστημα που νομοθετεί και ασκεί εξουσία τόσα χρόνια, γιατί φοβάται τον έλεγχο. Αυτό το τελευταίο είναι το νούμερο ένα πρόβλημα.
Όσο όμως υπάρχουν άνθρωποι και παπαγαλάκια που θα ρίχνουν τις ευθύνες στον κοσμάκη, όσο θα αναπαράγεται το όλοι μαζί τα φάγαμε, τόσο πιο εύκολα θα μηδενίζεται η αξία μας ως χώρα και ως πολίτες. Κι έτσι θα έρχονται οι εξαγωγείς δυσωδών σκανδάλων και επικίνδυνα παρεξηγημένης κηδεμονίας να παίρνουν τον εθνικό πλούτο μας και τα εθνικά μονοπώλια με αντάλλαγμα συμβουλές και ...δωράκια.
Υστ. 1: Πρέπει να προσπαθήσω πολύ για να βρω νέους που φωνάζουν, χειρονομούν κι ενοχλούν σε έναν κοινόχρηστο χώρο. Αντίθετα δε χρειάζεται καθόλου να προσπαθήσω για να θυμηθώ αγενείς ενοχλητικούς νέους βορειοευρωπαίους σε ελληνικά νησιά.
Υστ. 2: Βγάλε τα γερμανικά γυαλιά και άσε τον ελληνικό ήλιο να φωτίσει δωρεάν, εκτός από το σπίτι σου και το μυαλό σου.
Γεια σου dp,
ΑπάντησηΔιαγραφήΝομίζω ότι συμφωνείς σε πολλά με το φίλο μου οπότε δεν καταλαβαίνω το σχεδόν βίαιο Υστ. 2 σε ποιόν το απευθύνεις.
Εγώ κατάλαβα, διαβάζοντας το κείμενο αυτό, ότι ο φίλος ακριβώς τονίζει το ότι έχουμε μια χώρα την οποία πρέπει να αγαπάμε και να υποστηρίζουμε όχι μόνο έναντι των ξένων αλλά κι αναμεταξύ μας.
Τα προβλήματα που αναφέρει ο φίλος μου (και αύριο θα δημοσιεύσω το δεύτερο γράμμα του με κάποιες σκέψεις θεραπείας) προφανώς και είναι υπαρκτά και έχει να μας πει κάποια πράγματα για αυτά. Δεν μηδενίζεται η χώρα μας από την λεκτική αναπαραγωγή τους, όπως λες, αλλά από την ύπαρξη τους. Το λάθος μας είναι ότι μένουμε στις διαπιστώσεις μας όλοι, ξύνουμε τις πληγές μας, δείχνουμε ο ένας τον άλλον με το δάκτυλο ως φταίκτη και κανείς δεν προτείνει και κυρίως δεν κάνει κάτι πρακτικά για να τις θεραπεύσει. Οι ευθύνες δεν κατάλαβα να τις ρίχνει στον «κοσμάκη». Αλλά κατ’ εμέ, ο «κοσμάκης» που βλέπει εκ του μακρόθεν είτε βουβός ή κραυγάζοντας ακατάληπτα και όχι προσπαθώντας μεθοδικά να επτύχει κάτι, έχει τις ευθύνες του.
Δηλαδή για όσα δεν γίνονται στο χωριό μας, ας πούμε, φταίει μόνο το κράτος και τα δομικά του προβλήματα και όχι ο πολύ δικός μας «κοσμάκης»; Κι αν όχι για αυτά που δεν γίνονται, δεν έχει ευθύνη εφόσον ανέχεται παθητικά το να μην γίνεται τίποτα και δεν δικεδικεί τις βελτιώσεις που δικαιούται;
Διατί να το κρύψωμεν άλλωστε, ο «κοσμάκης» ανάδειξε την «πολιτική τάξη» που είναι υπεύθυνοι για τα «δομικά προβλήματα του κράτους» όπως λες. Το πολιτικό προσωπικό είναι «εικόνα μας και μας μοιάζει» με τον τρόπο που η πόρνη στο ποίημα της Γαλάτειας Καζατζάκη μοιάζει με την κοινωνία. Όσο περιμένουμε από αυτούς να λύσουν προβλήματα που εμείς δεν ζητάμε να λυθούν, απλά χειροκροτούμε όταν μας ανακοινώνουν κάποια ημίμετρα κατά καιρούς, είναι προφανές ότι έχουμε ευθύνη.