Υπάρχει η άποψη ότι στην πολιτική αρθογραφία πρέπει να παρουσιάζει κανείς το επιθυμητό και ζητούμενο ως δεδομένο διότι έτσι δημιουργεί δυναμικό ευόδωσης των πολιτικών του στόχων.
Στις μέρες μας, εκείνος που θέλει να φανεί ότι σφόδρα επιθυμεί να ανατραπεί το «σάπιο» πολιτικό σύστημα ξεκινάει την ανάλυση του με εκφράσεις όπως (η ορθογραφία παρέμεινε) «Το πολιτικό σύστημα της χώρας καταρρέει και διαλύεται» για να συνεχίσει πως «καθώς οι ηρακλειδείς του καταρρέοντος πολιτικού συστήματος, μνημονιακά κόμματα, οικονομικά συμφέροντα και ΜΜΕ, πανικόβλητοι μπροστά στην επερχόμενη λαϊκή θύελλα προσπαθούν να παρατείνουν την παραμονή της κυβέρνησης των τροϊκανών στην εξουσία, ο λαός που έχει και τη δύναμη και την ωριμότητα και την αποφασιστικότητα, πρέπει να τις επιβάλει. Αυτή η κυβέρνηση είναι επικίνδυνη για τον λαό και τη χώρα και πρέπει να φύγει. Ο δικομματισμόςκαι οι παραφυάδες του πρέπει να συντριβούν.»
Αλλά αυτός είναι ένας λόγος προς ανεγκέφαλους οπαδούς και όχι προς σκεπτόμενους πολίτες τους οποίους διακατέχει ο προβληματισμός για την επόμενη ημέρα.
Οι πολίτες μπορεί να μην ξέρουν τι να ψηφίσουν αλλά δεν είναι ηλίθιοι. Καταλαβαίνουν ότι πρέπει να καταψηφιστούν τα κόμματα του δικομματισμού για να δοθεί στους μασκαράδες που μας έφτασαν ως εδώ ένα μάθημα αλλά μετά, την επόμενη ημέρα, ποια πολιτική και πως θα ασκηθεί στο σκυθρωπό πολιτικό τοπίο;
Αυτό το «μετά», ο ζόφος της επόμενης ημέρας, είναι που κάνει τους πολίτες να επιστρέφουν στο μαντρί. Παρόλη την αγανάκτηση, τα φάσκελα, τα γιαουρτώματα, οι πολίτες όταν δεν ξέρουν τι τους περιμένει έξω και κυρίως τι σημαίνει αυτό το «έξω» για το βολή του καθενός, προτιμούν την ασφάλεια και την σχετική ζέστη του βούρκου στον οποίον είναι χωμένοι.
Μάλλον δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις αλλά για τους πολιτικούς εκείνους που αντιμετωπίζουν τους πολίτες ως ισότιμους και όχι από το ύψος και την απόσταση του προεκλογικού μπαλκονιού, οπότε οι πολίτες γίνονται «λαός», ο δημόσιος λόγος πρέπει να ταυτίζεται με τις εσωτερικές σκέψεις και αναζητήσεις.
Μπορεί να φαίνεται «επικοινωνιακά» λάθος αλλά δεν είναι μειωτικό και ηττοπαθές το να εκφράζει κάποιος επιφυλάξεις και «συγκρατημένη αισιοδοξία» για την επόμενη ημέρα. Οι πολιτικές δυνάμεις που θέλουν την ανατροπή, δεν έχουν να φοβηθούν μιλώντας την γλώσσα της αλήθειας και του ρεαλισμού. Χάνουν όμως πολλά όταν μιμούνται εκείνη την άλλη γλώσσα του πολιτικάντη.
Ο μεν καθεστωτικός πολιτικάντης μπορεί εύκολα να υπόσχεται τη νομή του δημόσιου χρήματος, άμεσα ή κυρίως έμμεσα και κάπως καλυμμένα για την τήρηση των προσχημάτων, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο –και τα μεταπολιτευτικά χρόνια είδαμε πολλούς τέτοιους τρόπους αφαίμαξης του δημόσιου ταμείου- διότι αυτό έχει μάθει να κάνει.
Ο πολιτικός της άλλης μεριάς, αυτός δηλαδή που επιδιώκει –έτσι τουλάχιστον διακηρύσσει- να ανατρέψει το υπάρχον πολιτικό σύστημα, κάνει το ίδιο κακό όταν υπόσχεται έναν εύκολο δρόμο προς την άλλη κοινωνική και πολιτική κατάσταση όπου αρκεί να ψηφιστεί αυτός και οι συν αυτώ συνοδοιπόροι και σύντροφοι και όλα θα δρομολογηθούν αναλόγως.
Και στις δύο περιπτώσεις ο «λαός» οδηγείται στο περιθώριο αφού η πολιτική εμφανίζεται ότι είναι μια τέχνη για τους «ειδικούς ηγέτες», τους «επαγγελματίες» γνώστες του πολιτικού παιγνίου που ο «λαός» οφείλει να ακολουθεί και να υπακούει έστω και χωρίς να ξέρει την πορεία.
Οι ποικίλες εκδηλώσεις τυφλής οργής και ολοκληρωτικής άρνησης των πολιτών προς σχεδόν όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς, αποκαλύπτουν την ανάγκη για ενημέρωση και «εκπαίδευσή» τους στην πολιτική. Οι πολίτες που κάνουν ντου στις εξέδρες των επισήμων και διαλύουν τις παρελάσεις ή εκείνοι που γιουχάρουν τον Νταλάρα είναι οι ίδιοι που λίγα χρόνια πριν απολάμβαναν τις παροχές και τις επιδαψιλεύσεις των εκπροσώπων τους στην εξουσία. Των αντιπροσώπων τους που τώρα αποκαλύπτεται ότι τους αντιμετώπιζαν σαν παιδάκια χαρωπά και όσο έβρισκαν να τους δίνουν κάποιο επίδομα ή κάποιο εξτραδάκι ή κάποιο κομμάτι από την πίτα του ΙΚΑ όλα ήταν καλά ενώ τώρα που η κάνουλα έκλεισε η οργή γίνεται χείμαρρος και θέλει να τους καταστρέψει.
Κι έτσι θυμήθηκα την αλήθεια εκείνου του τραγουδιού του Μάνου Λοϊζου (εδώ σε συναυλιακή εκτέλεση από τον Μάλαμα) για τον μέρμηγκα που έγινε τροφή για τους υπόλοιπους που νόμιζε ότι εξουσίαζε!
Το πρόβλημα είναι ότι μαζί με τους «δικούς τους» πολιτικούς αντιπροσώπους, ο χείμαρρος της άτακτης οργής παρασύρει όλους μας προς το ρέμα της πολιτικής αφασίας και του άναρθρου δήθεν πατριωτικού μουγκρητού.
Η Δημοκρατία είναι το πολίτευμα των σκεπτόμενων ανθρώπων που αναλαμβάνουν όμως την ατομική ευθύνη ο καθένας να υπερασπιστεί θεσμούς και να υπακούσει σε νόμους. Εάν αυτά δεν ισχύουν, εάν δηλαδή οι πολίτες δεν αντιλαμβάνονται ότι οι έννοιες «δημόσιο» και «διαθέσιμο στον οποιονδήποτε το επιθυμήσει» δεν είναι ταυτόσημες, τότε το πολιτικό σύστημα είναι μια καρικατούρα Δημοκρατίας και αργά ή γρήγορα καταρρέει θάβοντας στα ερείπια όλες τις «καλές προθέσεις» για την «διόρθωση» και την πολύπαθη «αλλαγή» και τον «εκσυγχρονισμό» του συστήματος.
Κι όπως απαιτούμε σήμερα την κάθαρση του πολιτικού προσωπικού της εξουσίας άλλο τόσο πρέπει να επιδιώκουμε και την αυτοκριτική μας αλλά και την κατανόηση του ότι η συνετή διαχείριση του δημόσιου χρήματος δεν είναι θέμα ηθικών προσώπων αλλά πολιτικών θεσμών ελέγχου και άμεσης πολιτικής κριτικής.
Δεν υπάρχουν «άγιοι» και «ήρωες» και «παλληκάρια» που θα τους εκλέξουμε και εκείνοι όχι μόνο θα αντέξουν τους πειρασμούς της εξουσίας αλλά θα καθαρίσουν την κόπρο των στάβλων της εξουσίας ενώ εμείς θα τους παρακολουθούμε τηλεοπτικώς και θα συγχαίρουμε εαυτούς και αλλήλους για την επιλογή που κάναμε.
Νόμος δεν είναι το δίκιο κάποιας κοινωνικής και οικονομικής κατηγορίας του πληθυσμού που όταν οι συνθήκες στην οικονομία γίνονται δυσβάσταχτες, το φωνάζει στους δρόμους, αλλά αυτό που αποφασίζουν οι εκπρόσωποι στη Βουλή. Πριν την κάθοδο στους δρόμους υπάρχει όχι μόνον η κάλπη αλλά και όλοι εκείνοι οι θεσμοί πολιτικής παρέμβασης που τους «σνομπάρουμε» όσο δεν έχουμε άποψη.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν «αντιλαϊκοί» θεσμοί αλλά σίγουρα υπάρχουν ανευθυνοϋπεύθυνοι ηγέτες που με αμοραλισμό δεν διστάζουν να καταστρέψουν κάθε θεσμό που δεν «κολλάει» στα εγκεφαλικά σχήματα που κουβαλούν στο κεφάλι τους και που δεν έχουν σχέση με την ιστορική εξέλιξη αλλά και με την κοινή λογική.
Με αφορμή φαινόμενα όπως το «κίνημα της πατάτας», κανονικά θα έπρεπε να ξεκινήσει μια συζήτηση για το πώς μπορεί να υλοποιηθεί ένα άλλο μοντέλο διανομής προϊόντων και μείωσης του κόστους διανομής τους. Ούτε η συλλήβδην καταδίκη του στο όνομα άλλων ριζικών πολιτικών μεταβολών αλλά ούτε και η υπόκλιση στην μαγεία της αυτοοργάνωσης των εθελοντών μας διαφωτίζουν σχετικώς.
Διότι ο εθελοντισμός μπορεί και πρέπει να στηρίζει τις κανονικές, θεσμοθετημένες δομές της κοινωνίες αλλά δεν μπορεί να τις υποκαταστήσει.
1) "Πριν την κάθοδο στους δρόμους υπάρχει όχι μόνον η κάλπη αλλά και όλοι εκείνοι οι θεσμοί πολιτικής παρέμβασης που τους «σνομπάρουμε» όσο δεν έχουμε άποψη."
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοιοι είναι οι θεσμοί πολιτικής παρέμβασης;
2) Εύκολα καταδικάζεις ένα άρθρο της Αυγής και σωστά. Θα ήθελα όμως να δω κι ένα άρθρο που επικροτείς, με συγκεκριμένο πολιτικό λόγο κι όχι αοριστολογίες. Θα βοηθούσε να καταλάβω ποιος είναι ο άλλος δρόμος της ευθύνης.
3)Τις προτάσεις σου περί αγροτικής οικονομίας πάνω κάτω τις γνωρίζω και συμφωνώ μαζί σου. Τώρα που έχουμε εκλογές πιστεύεις ότι μπορείς κάπου να τις καταθέσεις και να συζητηθούν;
Αν όχι τότε τι προτείνεις;
Αν ναι τότε πες μου ποιος είναι ο πολιτικός χώρος που γίνονται τέτοιες συζητήσεις σήμερα.
Οι ερωτήσεις μου δεν περιέχουν κανένα δόλο και ζητούν ειλικρινείς απαντήσεις.
Γεια σου φίλε κι ότι είχα αρχίσει να βαριέμαι. Τόσες ημέρες κι «ούτε ένα σχόλιο από τη στεριά ούτε μαντήλι» που λέει και ο ποιητής.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο πολιτικό σύστημα έχει θεσμούς στους οποίους γίνεται –μπορεί και πρέπει να γίνεται- τέτοια συζήτηση με κορυφαίο από όλους τη Βουλή. Το Δημοτικό Συμβούλιο, το Νομαρχιακό, το Περιφερειακό, οι διάφορες επιτροπές, οι λαϊκές συνελεύσεις των κατοίκων, τα σωματεία, οι σύλλογοι κάθε λογής, είναι τέτοιοι θεσμοί.
Αλλά ως κορυφαία πολιτική κονίστρα, ναι, είναι η Βουλή. Μη μου πεις ότι εκεί γίνεται συζήτηση; Εκεί μέσα οι άνθρωποι της κυβερνητικής πλειοψηφίας κατεβάζουν νομοσχέδια που έχουν διαμορφωθεί αλλού εν κρυπτώ και με πολύ συγκεκριμένο σκοπό και οι άλλοι, της κυβερνητικής αντιπολίτευσης σιγοντάρουν διακριτικά και φωνασκούν για το πόπολο ενώ οι άλλοι, που θέλουν να ανατρέψουν το σύστημα, καταγγέλλουν και απευθύνονται στον «λαό» χωρίς να είναι συγκεκριμένοι. Δηλαδή ενώ είναι πολύ σαφείς και συγκεκριμένοι –πολύ σωστά- όταν κάνουν επερωτήσεις για θέματα που τους έχουν «ψιθυρίσει» κοινωνικοί φορείς, είναι εντελώς αντιπαραγωγικοί και έως αφασίας άβουλοι όταν πρέπει να προτείνουν πράγματα, τα οποία οι άνθρωποι τους εντωμεταξύ τα συζητάνε στους διάφορους χώρους.
Γιατί; Διότι για όλους αυτούς, η ενασχόληση με τα συγκεκριμένα είναι «παγίδα» αφού τους κατεβάζει από το βάθρο της οραματικής ρητορείας –που είναι όμορφη, πώς να το κάνουμε- στον βούρκο της καθημερινότητας και της ανθρώπινης μιζέριας. (συνεχίζω)
(συνέχεια)
ΑπάντησηΔιαγραφήΌταν όμως δεν πιστεύουν ότι μπορεί να καταφέρουν πράγματα με τη συζήτηση στα θεσμικά όργανα αυτά διότι δεν έχουν την πλειοψηφία ή διότι δεν «ταιριάζουν» με το δικό τους πολιτικό μοντέλο, τότε «σνομπάρουν» την συζήτηση και αρχίσουν τις γενικολογίες. Κι έτσι με ένα «το σύστημα φταίει», που λένε και οι ταξιτζήδες και όλοι μας, νομίζουν ότι μπορούν να περιμένουν την συγκομιδή των ψήφων διαμαρτυρίας. Αυτό συμβαίνει στις μέρες μας.
Εκείνο που θα έδινε «ζωή» στις πολιτικές παρεμβάσεις των «αριστερών» αντιπροσώπων στα όργανα αυτά, που αντικειμενικά δεν μπορούν να παρακολουθήσουν όλοι μας, είναι η ενημέρωση των πολιτών μετά και η «εκπαίδευσή» τους στην τέχνη της συζήτησης στους χώρους δουλειάς και διαβίωσης όπως το καφενείο μας. Όχι περιοδείες-πορείες προς το «λαό» και άλλες τέτοιες μπούρδες, αλλά πρόκληση συζήτησης σε συγκεκριμένα θέματα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη πολιτική σχολή που απαιτεί από τον πολιτικό εκπρόσωπο να είναι ως πολίτης πρώτα από όλα υπεύθυνος και μετά «παραγωγικός» ως ψηφοθήρας.
Κι έτσι έρχομαι στα τελευταία ερωτήματά σου. Όχι, δεν υπάρχει πολιτικός χώρος που γίνεται τέτοια συζήτηση. Τα πολιτικά κόμματα έχουν όλα τους αποδεχθεί τον «δημοκρατικό» αλλά ουσιαστικά απόλυτο συγκεντρωτισμό και οι πρόσφατες διαγραφές (διαγραφές έκαναν κάποτε μόνο τα κομμουνιστικογενή κόμματα και ο Ανδρέας!) αυτό επιβεβαίωσε. Τα πολιτικά κόμματα δεν θέλουν να αλλάξουν τίποτα, απλώς θέλουν να διαχειρίζονται αυτό που έχουν: τα κυβερνητικά της κεντρική εξουσία εκ περιτροπής και τα άλλα, τα πιο επαναστατικά τάχαμου, τα μικρά κομματικά μαγαζάκια τους. Όταν ο Χαρίλαος Φλωράκης έλεγε, όταν κατά καιρούς έφευγαν ή «τους έφευγαν» διάφοροι, «το μοναστήρι (=κόμμα) να είναι καλά και από καλογήρους άλλο τίποτα», αυτό εννοούσε.
Όσο για την 2η ερώτηση, η κριτική μου στο συγκεκριμένο άρθρο και δη του συγκεκριμένου «χαμένου από καιρό» ανθρώπου, ήταν για την παρουσίαση ως σίγουρης της κατακρήμνισης του συστήματος και ο ρητορικός παλιοσυνδικαλιστικός κομπασμός. Με πιάνεις πάντως απροετοίμαστο. Έχω δυσκολία να προτείνω κάτι συγκεκριμένο τώρα. Τα υπέρ και αντί Μνημονιακά μανιφέστα και αξιώματα έχουν καλύψει ως μπουχός τα πάντα. Αλλά θα σκεφτώ και θα επανέλθω.
Πρόσφατα, ας πούμε, διάβασα κι εντυπωσιάστηκα από ένα κείμενο του Παναγ. Κονδύλη http://www.lifo.gr/now/readers-digest/2526 που γράφτηκε το 1992 κι είναι τόσο προφητικό που άνετα θα μπορούσε να αποτελεί τη βάση πολύ συγκεκριμένου πολιτικού προγράμματος για τα χρόνια από το 1990 κι εδώθε. Να, κι εδώ στον ΕΡΜΟ ΚΑΣΤΡΙΩΤΗ, προεκλογικά (για τις δημοτικές εκλογές ομιλώ) αλλά πολύ πιο ταπεινά, έγινε κάποια προσπάθεια από φίλους να διατυπωθούν συγκεκριμένες προτάσεις για τον Δήμο μας που όμως έκρυβαν όραμα εντός τους.