Λοιπόν υπήρχε μια εποχή που το κράτος μάζευε φόρους για την ηγεσία του κράτους (βασιλιάδες κι αυλικοί) και τον στρατό. Όλα τα άλλα ανήκαν σε ιδιώτες. Δηλαδή ο άκρατος οικονομικός φιλελευθερισμός που παρουσιάζεται ως το μοντέρνο, το δυναμικό μέλλον είναι στην πραγματικότητα ολική επαναφορά στο παρελθόν.
Σταδιακά, οι πολίτες κατάλαβαν ότι πολλές υπηρεσίες που είναι κοινές και αναγκαίες σε όλους, μπορεί να έχουν μικρό κόστος εάν ελέγχονται από τους ίδιους. Το πρώτο βήμα αυτής της αντίληψης ήταν οι συνεταιριστικές δράσεις και στην συνέχεια αυτή η άποψη επεκτάθηκε και σε άλλους τομείς.
Η ανάληψη από το κράτος της διαχείρισης των σχολείων και των Πανεπιστημίων, των Νοσοκομείων, της Συγκοινωνίας, των Επικοινωνιών, της Ενέργειας, ήταν αποτέλεσμα και τέτοιων αγώνων των πολιτών.
Σε μερικές περιπτώσεις, όπως στην χώρα μας, η κρατική επιχειρηματικότητα, τεκμηριώθηκε και ως εθνική ανάγκη, για λόγους στρατηγικούς. Προφανώς και δεν έγιναν τα ίδια βήματα σε όλες τις χώρες ανεξαιρέτως αλλά η τάση που κυριάρχησε ήταν αυτή. Ούτε το αποτέλεσμα υπήρξε το ίδιο σε όλες τις χώρες διότι το επίπεδο της κοινωνικής οργάνωσης και πειθαρχίας, ως πολιτισμικό χαρακτηριστικό, ήταν διαφορετικό. Κυρίως όμως η κρατική ιδιοκτησία εδραιώθηκε στα χρόνια μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1929 εν μέρει και ως απάντηση στην τότε δυναμική νεαρή Σοβιετική οικονομία.
Στην χώρα μας, για παράδειγμα, η δημόσια δωρεάν εκπαίδευση δεν ίσχυε πάντα. Μόλις πριν το 1964 νομίζω, υπήρχαν δίδακτρα στα Πανεπιστήμια. Το ίδιο ίσχυε και για την Υγεία (υπήρχαν πολλοί «κλινικάρχες»).
Η κάθε κυβέρνηση όμως, είδε την διαχείριση των υπηρεσιών αυτών, όχι ως εργαλεία για την ικανοποίηση αναγκών των πολιτών, αλλά ως χώρους ικανοποίησης επιχειρηματικών συμφερόντων ή κομματικών, για την συνέχιση της εξουσίας της.
Έτσι δημιουργήθηκε το περιβόητο σύμπλεγμα εξουσιών όπου δυσκολεύονται μερικές φορές ακόμα και οι ειδικοί να εντοπίσουν τον τρόπο που τούτη ή την άλλη απόφαση δημιουργεί κέρδη στους «διαπλεκόμενους».
Στα δημόσια έργα, για παράδειγμα, είναι πιο εμφανές το σύμπλεγμα αυτό: ιδιοκτήτες τεχνικών εταιρειών έχουν τους μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς και τις εφημερίδες στελέχη των οποίων γίνονται κυβερνητικοί παράγοντες. Το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δύο μαζί χώνονται βίαια στον κρατικό ταμείο και μέσω αυτού στις τσέπες των πολιτών !
Με το οικονομικό ξεχαρβάλωμα των δημόσιων υπηρεσιών και την εμφανή υποβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, με την προκλητική αδιαφορία για την εξυπηρέτηση του πολίτη πελάτη, δεν είναι παράξενο που το σύνθημα της «ιδιωτικοποίησης» κερδίζει έδαφος στις προτιμήσεις των πολιτών. Το φαινόμενο αυτό δεν ξορκίζεται με καταγγελίες αλλά με αναλυτική εξήγηση της πορείας κατάπτωσης και κυρίως με προτάσεις για έλεγχο και βελτίωση (με αφορμή της ιδιωτική παραγωγή ενέργειας στην Ιαπωνία και το πυρηνικό ατύχημα, θα ασχοληθώ σε επόμενο κείμενο για την της ιδιωτικοποίησης τομέων της οικονομίας που παρουσιάζεται ως μονόδρομος για την ανάπτυξη.
Δηλαδή το ότι ο δικός μας ο ΟΓΑ (η ιατρική περίθαλψη) έχει τόσο χαμηλό επίπεδο υπηρεσιών, θα έπρεπε να κινητοποιήσει και τους υπαλλήλους του και να διατυπώσουν και αντίστοιχα αιτήματα για την αλλαγή αντιλήψεων και δομών του οργανισμού. Η βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών ως αίτημα των σωματείων των εργαζομένων (και όχι μόνο η βελτίωση των οικονομικών τους απολαβών) αποτελεί σχεδόν επαναστατικό στόχο στην θλιβερή ελλαδική πραγματικότητα.
Η δημόσια υπηρεσία, με τον τρόπο που είναι σήμερα οργανωμένη και λειτουργεί, δεν «αντέχει» τέτοια βελτίωση. Στο διοικητικό μπάχαλο, στην έλλειψη ελέγχου και στην μετριοκρατία, ριζώνει και φουντώνει η διαφθορά και η κάθε μεγέθους και είδους διαπολοκή. Οι συνδικαλιστές, αντί να διεκδικούν βελτιώσεις για λογαριασμό των πολιτών, συναλλάσσονται και διαπραγματεύονται κυρίως τις απολαβές των δημοσίων υπαλλήλων και χρεώνουν την κακή απόδοση στο . . . κράτος, γενικώς και ασαφώς. Μετατρέπουν έτσι τον δημόσιο υπάλληλο σε συνυπεύθυνο, στα μάτια των πολιτών. Όταν μια απλή επίσκεψη σε δημόσια υπηρεσία προκαλεί θυμό για την αδιαφορία και την τσαπατσουλιά προς τον πολίτη-πελάτη, η εξήγηση που δίνεται είναι ότι «φταίει το κράτος» και κανείς δεν ενδιαφέρεται να μάθει για το πως μπορεί το χάλι αυτό να διορθωθεί, έστω κι όταν το κράτος αλλάξει.
Οπότε, όλα εκείνα που είπαμε στο προηγούμενο κείμενο για τους αγώνες και τις απεργίες, όταν πρόκειται να εφαρμοστούν από τους εργαζόμενους στον Δημόσιο Τομέα, φαίνονται πιο σύνθετα και λιγότερο προφανή.
Διότι εδώ, ο πελάτης των παρεχόμενων υπηρεσιών είναι ο πολίτης ενώ επιχειρηματίας, αδιάφορος για την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, είναι το Κράτος. Πελάτες είναι οι πολίτες που αγωνίστηκαν να παρέχονται οι υπηρεσίες αυτές από το Κράτος για να είναι πιο ωφελημένοι οι ίδιοι και όταν οι Υπηρεσίες δεν λειτουργούν λόγω της απεργίας των υπαλλήλων, δεν το κατανοούν. Ο πολίτης που βρίζει επειδή δεν εξυπηρετείται δεν είναι αντιδραστικός απλώς δεν μπορεί να συλλάβει την όλη εικόνα πιεζόμενος από την καθημερινότητα του.
Για αυτό κάθε κινητοποίηση των Δημοσίων Υπαλλήλων, απαιτεί ιδιαίτερη ευαισθησία από μέρους τους. Και στην επιλογή της μορφής αλλά και στο περιεχόμενο, έτσι όπως εκφράζεται στα συνθήματα και στα αιτήματα τους. Σε καιρούς γενικής επίθεσης στην εργασία, στα ασφαλιστικά δικαιώματα, στις συντάξεις, η καλή επικοινωνία κι ενημέρωση των πολιτών από τους απεργούς είναι κρίσιμος παράγοντας επιτυχίας του αγώνα τους αφού είναι δεδομένη η προπαγανδιστική ισχύς της Κυβέρνησης.
Θέλω να γίνω πιο συγκεκριμένος στο θέμα αυτό και ως «όχημα» θα χρησιμοποιήσω τους καθηγητές και τους δάσκαλους και ως χώρο το σχολείο.
Όταν οι καθηγητές απεργούν και κλείνουν τα σχολεία, ας πούμε, είναι δύσκολο να αξιολογηθεί το πώς πλήττεται το κράτος. Η δυσαρέσκεια των πολιτών-γονέων, δεν είναι βέβαιο ότι κατευθύνεται προς το κράτος, διότι καταρχήν πλήττονται οι ίδιο οι πολίτες-γονείς (όταν είναι εργαζόμενοι δεν έχουν που να αφήσουν το παιδί τους, η γνώση δεν μεταφέρεται, κλπ.) και η αυθόρμητη αντίδραση είναι προς τον άμεσο αίτιο που είναι ο δάσκαλος ή ο καθηγητής. Επίσης, η κυβέρνηση έχει στην διάθεσή της και κινητοποιεί την εξουσία των πληροφοριών (ΜΜΕ) τα οποία παύουν να ενημερώνουν και προπαγανδίζουν.
Άρα τι πρέπει να πράξουν οι καθηγητές; Να βλέπουν την κυβέρνηση να τους μειώνει το εισόδημα κι να μην μιλάνε;
Όχι βέβαια!
Κυρίως εκείνοι πρέπει να «εκπαιδεύουν» τους μαθητές στην έξυπνη κι αποτελεσματική διεκδίκηση και θλίβομαι που δεν το κάνουν. Ένα έρημο, σιωπηλό σχολείο την ημέρα της απεργίας, είναι κάτι που δεν πρέπει να το επιτρέπουν οι δάσκαλοι. Αντίθετα πρέπει να αξιοποιούν τον ρόλο τους και την θέση τους για να πλήξουν την κυβέρνηση εκεί που την πονάει: στην εικόνα της στους πολίτες-γονείς.
Θα προτείνω στους καθηγητές, με αφορμή την πρόσφατη απεργία τους, μια σειρά από ενέργειες που νομίζω ότι θα κάνουν τον αγώνα τους πιο αποτελεσματικό. Νομίζω ότι με κάποια προσαρμογή οι ιδέες αυτές μπορούν να εφαρμοστούν και σε άλλους χώρους του Δημόσιου Τομέα.
Ο σύλλογος των δασκάλων πριν την απεργία συζητάει τα αιτήματα και τη μεθόδευση. Λέω ο «σύλλογος» διότι εκ των πραγμάτων η λειτουργία του σχολείου είναι και πρέπει να είναι αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας.
Δηλαδή κανονικά στην έναρξη της χρονιάς –ολίγον άσχετο με το θέμα αλλά ας το πω- θα έπρεπε να θέτει το σχολείο στόχους επιτυχίας (στις εξετάσεις για τα ΑΕΙ, στους διαγωνισμούς της Μαθηματικής Εταιρείας, σε διαγωνισμούς για την Φυσική, την Χημεία, τη Ρητορική, κλπ.). Κι επειδή κάποιος φίλος είχε προτείνει την παρέλαση για το να δίνει ζωή στο κάθε χωριό, εγώ αντιπροτείνω την παρουσίαση εργασιών των παιδιών μας στους τομείς αυτούς μα αντίστοιχη επιβράβευση της καλύτερης. Αλλά για αυτά άλλη φορά θα πούμε πιο πολλά!
Πίσω στον αγώνα τώρα.
Κάθε αγώνας πρέπει να έχει ένα σχέδιο αλλιώς θα είναι «ντουφεκιές για την τιμή των όπλων». Το σχέδιο περιλαμβάνει την κλιμάκωση και κυρίως την αναζήτηση εφεδρειών: γονείς, δημότες της περιοχής που είναι το σχολείο. Κάθε αγώνας επίσης πρέπει να σχεδιάζεται με βλέψη και ως το όριο του. Μέχρι που θα φτάσει η αντίδραση των δασκάλων; Πότε θα θεωρείται ο συμβιβασμός αξιοπρεπής και δεν θα θεωρηθεί η όλη προσπάθεια ήττα;
Κανονικά, θα έπρεπε κάποιος δάσκαλος την παραμονή της απεργίας να μας ενημερώσει, στα καφενεία μας, για τους στόχους του αγώνα. Να τεκμηριώσει ο δίκαιο και το ρεαλιστικό των αιτημάτων τους και να ζητήσει εμπράκτως βοήθεια.
Ο δάσκαλος δεν εγκαταλείπει τον φυσικό του χώρο, την αίθουσα διδασκαλίας. Είναι εκεί -και δεν αξιοποιεί την ημέρα της απεργίας για να κάνει τις προσωπικές του εργασίες- αλλά αντί για το συμβατικό μάθημα ενημερώνει τους μαθητές για τον αγώνα του και προκαλεί συζήτηση.
Το σχολείο την ημέρα της απεργίας θα πρέπει να είναι χώρος αναζήτησης: γιατί δεν είναι το σχολείο αυτό που θέλουμε; πως θέλουμε (καθηγητές και μαθητές) το σχολείο; τι γίνεται σε άλλες χώρες; πόσο κοστίζει ένα τέτοιο σχολείο; πόσο παραπάνω κοστίζει, διότι και σήμερα οι γονείς πληρώνουν τα μαλλιοκέφαλα τους για την μόρφωση των νεοσσών τους! τι μπορεί να κάνει το σχολείο για το χωριό; τι υποστήριξη θέλει το σχολείο (και οι καθηγητές) από τους γονείς;
Οι καθηγητές μπορούν να διδάξουν εκείνη την ημέρα με τον «τρόπο του φροντιστηρίου» (για τους μαθητές της 3ης Λυκείου).
Την ημέρα της απεργίας, οι δάσκαλοι πρέπει να καλέσουν τους εκπροσώπους της τοπικής κοινωνίας (δημοτικούς συμβούλους, βουλευτές) και να τους ενημερώσουν αλλά και να τους ζητήσουν την έμπρακτη υποστήριξή τους.
Το ιστολόγο του σχολείου (ευκαιρία να φτιάξουν!) πρέπει να αναφέρει τα αιτήματα της απεργίας!
Αν είναι καλός ο καιρός, οι καθηγητές μπορούν να μοιράσουν φυλλάδια με τα αιτήματα τους στα διόδια (και να τα κρατήσουν ανοικτά με την ευκαιρία!)
Με λίγα λόγια, ο δάσκαλος πρέπει και με τον τρόπο του αγώνα να επιβεβαιώνει την χρησιμότητα της προσφοράς του προς την κοινωνία και να μην αφήνει τους «ειδικούς αναλυτές» να τον συκοφαντούν ως τεμπέλη δημόσιο υπάλληλο που κι αυτός «μαζί με τους παχύσαρκους υπουργούς τα έφαγε»!
Οι δάσκαλοι μπορούν και πρέπει να διδάξουν σε όλους μας έναν άλλο τρόπο πολιτικής δράσης, πιο αποτελεσματικό και πιο ουσιώδη.
Η φωτογραφία είναι από τα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης, τότε που ο δάσκαλος ήταν κυριολεκτικά μαχητής, και μπορείτε εδώ να βρείτε κι άλλες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου