Είχα σχεδόν γράψει τις γραμμές που ακολουθούν και η τελική έκβαση της περιπέτειας των απεργών μεταναστών απ’ ότι θα δείτε, με δικαίωσε.
Κάποιος κυνηγημένος από την πείνα, από την εξουσία της χώρας του, από τους πολιτικούς αντιπάλους, από τον δανειστή του, από τον ναρκοπρομηθευτή του, από καθαρό τυχοδιωκτισμό, φεύγει κακήν κακώς από την χώρα του και αφού κινδυνέψει επανειλημμένα να σκοτωθεί στην διαδρομή, φτάνει κάποτε στην Ελλάδα. Μαζί με άλλους παρόμοιους δυστυχείς και τρομαγμένους από άλλες χώρες κι άλλες πολιτισμικές παρακαταθήκες, νάτος εδώ υπακούοντας στα όργανα ενός κράτους αναπτυγμένου, της Δύσης, που ήταν ο προορισμός του, έστω και ο πρώτος.
Κι εδώ αρχίζει η επίδειξη βλακείας της ελληνικής πολιτείας. Δηλαδή, έτσι νόμιζα αλλά τώρα μάλλον είμαι πεισμένος ότι πρόκειται για χρόνια ανικανότητα κι αυτό είναι που με φοβίζει.
Διότι κανονικά -λέω τώρα- αν όποιος έμπαινε, δεν αφηνόταν στην τύχη του, αλλά για να μπορεί να ζήσει ως άνθρωπος, του παρείχετο χώρος και τροφή (στα ανά την χώρα εγκαταλελειμμένα στρατόπεδα και σε κατασκηνώσεις που έτσι κι αλλιώς λόγω οικονομικής κρίσης δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν) και στοιχειώδης υγειονομική και άλλη υποστήριξη -της ψυχολογικής μη εξαιρουμένης- τότε θα ξέραμε πόσοι είναι αυτοί, τι θέλουν και θα μπορούσαμε να πάρουμε αποφάσεις για το τι θα τους κάνουμε. Μπορεί να μην υπάρχουν τα λεφτά, μπορεί να πρέπει η ΕΕ να αλλάξει την πολιτική της, χίλια αλλά ‘μπορεί’, αλλά εντέλει η Ελληνική Πολιτεία, το κράτος ντε, πρέπει κάτι να κάνει -κινητοποιώντας και τις τοπικές κοινωνίες- κι όχι να παρακολουθεί απαθής και αμέτοχη.
Όπως όμως έχει φανεί σε πλήθος τηλεοπτικές εκπομπές, οι άνθρωποι αυτοί αφήνονται μόνοι τους κι έτσι μαζεύονται σε διάφορες περιοχές -όπως στον Συνοικισμό της Θήβας- όπου υπάρχει δουλειά και κυρίως στην Αθήνα, στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα, για παράδειγμα, και δημιουργούν το δικό τους μικρόκοσμος αθλιότητας και βίας που γίνεται καταπιεστικός υπερκοσμος για τους ντόπιους που επιμένουν να μένουν εκεί.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνον η προαναφερθείσα ανικανότητα του Ελληνικού Κράτους. Δυστυχώς, μαζί με αυτή, βγαίνει στην επιφάνεια κάθε τι σκοτεινό και απωθημένο της κοινωνίας μας που σε τούτους τους άθλιους βλέπει ίσως κάποιο παλιότερο παρελθόν της κι όπως οι παλιοί στον στρατό, θέλει τώρα να τους κάνει τα καψόνια που πέρασε εκείνη πριν χρόνια και δείτε το φιλμάκι εδώ , στον γλυκό μας γείτονα, καταπληκτικό, καταθλιπτικό και αποκαλυπτικό του μεγαλείου του ‘ντου γιου λάικ μαμαζελ δη γκρις’ και του ‘ο Καραγκιόζης φύλακας των συνόρων μας’.
Στο μεταξύ, η περιφερόμενη ανθρώπινη τραγωδία, μερικές φορές ‘πολιτικοποιείται’ από ‘ειδικούς ντόπιους οργανωτές κι επαναστάτες’. Οι ‘φίλοι’ και ‘αλληλέγγυοι’ αυτοί, είναι έτοιμοι να αξιοποιήσουν την δυστυχία που θέλει να εκραγεί, εμπορευόμενοι την ευαισθησία όλων των υπολοίπων και ίσως και τις τύψεις μας που ‘δεν κάνουμε κάτι για αυτούς τους καημένους’. Να λοιπόν που η φιλανθρωπία γίνεται επαναστατικό δίκαιο και μαζεύει 300 περίπου μετανάστες, νόμιμους και παράνομους, στα Χανιά και αφού τους φέρει στην Νομική Αθηνών τους οδηγεί σε νεοκλασικό ωραίο και ιστορικό κτίριο στην Αθήνα. Εκεί αυτοί συνεχίζουν την απεργία πείνας τους με αιτήματα που φαίνονται στον δικτυότοπο που τους στήνουν για να προβάλλουν τον αγώνα τους.
Πριν λίγο καιρό είχα ξαναγράψει για το θέμα αυτό, όταν οι μετανάστες ήταν στη Νομική και έγινε η σχετική συζήτηση.
Αυτόν το καιρό παρακολούθησαν πολλές συζητήσεις για το θέμα, για παράδειγμα, εδώ κι εδώ.
Το βασικό περιεχόμενο των συζητήσεων είναι η ανθρωπιστική πλευρά των απεργών από τους οποίους μερικοί κινδυνεύουν και οδηγούνται με ασθενοφόρα στα νοσοκομεία. Μα ποιός μπορεί να κλείνει τα μάτια και την ψυχή του στο δράμα τους; Με τέτοια δημοσιότητα και να θέλουμε δεν μπορούμε. Άλλοι που πεθαίνουν ανήμποροι, άστεγοι κι εξαθλιωμένοι πάνε άκλαυτοι και χωρίς επικοινωνιακή στήριξη. Το δράμα της απώλειας τους δεν ερεθίζει τις πολιτικές ευαισθησίες μας.
Αν το θέμα είναι η φιλανθρωπική τους υποστήριξη κανένας δεν θα είχε αντίρρηση. Αν το θέμα επίσης ήταν η νομική τους υποστήριξη επίσης δύσκολα κάποιος θα αρνιόταν την υποστήριξή του αγώνα τους. Θυμάμαι εκείνο το άθλιο γεγονός στην Αμαλιάδα νομίζω, που κάποιος νοικοκύρης αγρότης για να τιμωρήσει τον τεμπέλη μετανάστη, τον έδεσε πίσω από το τρακτέρ και ως άλλος Αχιλλέας τον Έκτορα, τον έσυρε για παραδειγματισμό. Στην εργαζόμενοι μετανάστρια Κούνεβα κάποιοι άλλοι πέταξαν οξύ στο πρόσωπο.
Οι μετανάστες από πολλές απόψεις είναι ευάλωτοι στην ματαιοδοξία και την βλακεία των αυτοχθόνων ελληναράδων. Δεν μιλάνε την γλώσσα μας, δεν ξέρουν τα ήθη και τα έθιμά μας, δεν μπορούν να απευθυνθούν στο νομικό μας σύστημα, δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα. Μπορεί ο καθένας να τους εκμεταλλευθεί κυριολεκτικά και αυτό εμείς, οι πολιτισμένοι το καταδικάζουμε με βδελυγμία.
Το πρόβλημα όμως είναι πολιτικό και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται και όχι με συναισθηματικές αναφορές στους ‘κυνηγημένους’ και ‘κακόμοιρους’. Το πρόβλημα προκύπτει από την έλλειψη σχεδίου και -ας το πως επίσημα- μεταναστευτικής πολιτικής. Το πρόβλημα είναι η ανικανότητα της κάθε ελληνικής κυβέρνησης να κινητοποιήσει τους πολίτες, την Τοπική Αυτοδιοίκηση, την Εκκλησία, τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της εισόδου από ξηρά και θάλασσα όλης αυτής της στρατιάς των απελπισμένων.
Το πρόβλημα των μεταναστών (νομίμων και παρανόμων) είναι πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας ως σύνολο και δεν είναι ‘ταξικό’ και ‘πολιτικό’. Μετατρέπεται σε τέτοιο με καταστροφικό για τους μετανάστες τρόπο και μάλιστα αποτελεί χώρο για να εκφραστεί η ανθρώπινη βλακεία και κακία.
Κι έτσι, μερικοί νοσταλγοί της καθαρότητας του αίματος των Ελλήνων και ζηλωτές της τελικής λύσης του χιτλερισμού, ευχαρίστως θα έβλεπαν την Χαλυβουργική να καπνίζει και να απλώνει την λιπαρή τσίκνα των καμένων Αφροασιατικών και Αραβικών κορμιών στα πέριξ. Άλλοι πιο ήπιοι προτιμούν να τους δουν φορτωμένους σε μαούνες και αφημένους στην μοίρα τους στα διεθνή ύδατα, αφού η Τουρκία δεν τους δέχεται πίσω. Μερικοί του ιδίου φυράματος, προτείνουν να τους ‘νομιμοποιήσει’ δήθεν η Ελληνική Κυβέρνηση και να τους στείλει πεσκέσι στους κουτόφραγκους. Αν αυτό δεν πιάσει στους ξένους, σίγουρα θα εκτιμηθεί η εικόνα του τσαμπουκά πατριώτη από τους ιθαγενείς.
Η Κυβέρνηση, δεν εξηγεί το γιατί δεν μπορεί να ικανοποιήσει τα αιτήματα και φαίνεται ότι θέλει να αξιοποιήσει όλη την φασαρία καθαρά ‘επικοινωνιακά’ παίζοντας με τις επιφυλάξεις και τις προκαταλήψεις που αναπτύσσονται στους πολίτες. Χαρακτηρίζει την απεργία πείνας ‘εκβιασμό’ και θέτει τα δικά της τελεσίγραφα και δεν κάνει τίποτα άλλο. Εκβιασμός σημαίνει ότι θεωρείς κάτι που σου στερώ πολύτιμο και είσαι έτοιμος να το ανταλλάξεις με κάτι που εγώ χρειάζομαι. Η απώλεια της ζωής ενός μετανάστη, πως εκβιάζει την Κυβέρνηση; Ένεκα της κατακραυγής που θα ξεσηκωθεί από τους πολίτες λόγω της ;
‘Εκβιασμός’ βαφτίζεται τελικά η αποκάλυψη της ανικανότητας της και της αναλγησίας της αλλά αυτό είναι ένα χαζό πολιτικό επιχείρημα διότι χωρίς να εξηγεί την θέση της Κυβέρνησης, απευθύνεται στο θυμικό μιας κοινωνίας που παρατηρεί το πρόβλημα.
Άλλοι, προοδευτικοί δήθεν, θεωρούν την νίκη των μεταναστών απεργών πείνας ‘νίκη και του λαού μας’ . Μιλούν μιαν ακατάληπτη γλώσσα και λένε πως ‘εάν η αναστοχαστική υποκειμενικότητα υπήρξε ιδανικό της νεωτερικότητας, οι μετανάστες την κατακτούν ηρωικά, την ίδια στιγμή που οι υπουργοί της κυβέρνησης συμπεριφέρονται ως ασπόνδυλες πολιτικές μηχανές και βάζουν στην ίδια πλάστιγγα τις ανθρώπινες ζωές και την καιροσκοπική τους επένδυση στο πιο χαμηλά ρατσιστικά αντανακλαστικά. Το ηθικό πλεονέκτημα του απεργού πείνας δεν θα πλησιάσουν ποτέ ούτε τα κυβερνητικά στελέχη, ούτε οι έμποροι της μισαλλοδοξίας. Και διότι για να δικαιωθεί ο δικός τους αγώνας και να ταπεινωθούν παραδειγματικά αυτοί που τους αρνούνται το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια’.
Μεγάλες κουβέντες -διατυπωμένες δυσνόητα για κύρος- και προσδοκίες για πράγματα που δεν κάνουμε -στην καλύτερη περίπτωση- εμείς οι ίδιοι και θέλουμε κάποιοι άλλοι να κάνουν. Και πριν σβήσει ο ήχος από τα πλήκτρα του μικρού υπολογιστή μου, ιδού η ‘δικαίωση’ ενός αγώνα τεχνητού και προορισμένου να καταλήξει σε συμβιβασμούς κι ‘άδεια πουκάμισα’. Βέβαια ο Ραγκούσης λέει άλλα αλλά αυτό είναι πράγματι δευτερεύον σε σχέση με την λήξη της απεργίας πείνας.
Αυτά που είδαμε τις μέρες αυτές θα τα ξαναδούμε χειρότερα διότι ‘έχουμε τα δικά μας μεγάλα προβλήματα τώρα’, και δεν έχουμε καιρό και ίσως διάθεση να ασχοληθούμε με τα εισαγόμενα προβλήματα που λόγω της ‘παγκοσμιοποίησης’ θα δηλώνουν επίμονα κι εκνευριστικά την παρουσία τους.
Το θέμα του γιατί πέφτει τόσο πολύ "φως" σε κάποια θέματα από πλευράς δημοσιότητας, νομίζω το έχεις καλύψει Έρμε σε άλλες αναρτήσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο τι προβάλλουν τα κανάλια δεν είναι κατ' ανάγκη προέκταση του λαϊκού αισθήματος. Έχεις περιγράψει εύστοχα τα σχετικά συμφέροντα.
Σε κάθε περίπτωση η απώλεια μιας ζωής είναι πράγμα λυπηρό. Το χείριστο. Δεν χρειάζεται να ορίσουμε ειδικότητα ή προέλευση του χαμένου για να νοιώσουμε πόνο ή θλίψη.
Η κοινωνία καθημερινά δίνει αφορμές για πολιτικές και κοινωνικές συζητήσεις. Ο Αιγύπτιος του Υπουργείου, η Κούνεβα, οι περίεργοι θάνατοι μεταναστών (από άλλους μετανάστες), ο θάνατος 25χρόνου περαστικού στα Βριλήσσια από πυρά αστυνόμων που καταδίωκαν ληστές, οι αστυνομικοί που δολοφονήθηκαν κατά την ώρα εκτέλεσης του καθήκοντος.
Όλους αυτούς τους θανάτους τούς εκμεταλλεύονται όλες οι πλευρές. Για επίδειξη ευαισθησίας, για επίδειξη ανθρωπιάς, για αποπροσανατολισμό, για συμπάθεια προς τους ένστολους. Περίεργη η επιλογή της έντασης της δημοσιότητας για κάποια γεγονότα.
Επίσης, μέσα στο κείμενό σου δεν αναφέρεις πουθενά την στρατηγική επιλογή του Δουβλίνο ΙΙ. Ανίκανη είναι μια κυβέρνηση όταν δεν κάνει κάτι. Ή όταν το κάνει αναποτελεσματικά. Όχι όταν κάνει κάτι σηκώνοντας τα χέρια (και άλλα μέλη) ψηλά (Δουβλίνο ΙΙ & Μνημόνιο).
Επίσης, σε απώθησε η τόση δημοσιότητα που έλαβε το θέμα; Για να μη φαίνεσαι μεροληπτικός νομίζω ότι πρέπει να ξενίζεσαι και με την έντονη δημοσιότητα των άτυχων νέων αστυνομικών στο πρόσφατο συμβάν.
Θεωρώ πολύ εύστοχη την κριτική σου στους κλαυθμούς αλλά και τις θριαμβολογίες φιλάνθρωπων ιστολογίων και πολιτικών ομάδων. Και έχεις δίκιο γιατί αντί να στοχεύσουν στην αποτελεσματικότητα της κοινωνίας και των πολιτικών, στοχεύουν στην αυτονόητη θλίψη μας για κάθε απώλεια και για κάθε εξαθλιωμένο πρόσωπο.
Καλημέρα GMT,
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίμαι βέβαιος ότι ο τρόπος που κάθε Κυβέρνηση δρα δεν έχει κατ’ ανάγκη σχέση με τα συμφέροντα των πολιτών της. Στην συγκεκριμένη περίπτωση της κυβέρνησης ΓΑΠ, νομίζω ότι πρυτανεύει η δημιουργία εικόνας ‘καλού παιδιού’ -κυριολεκτικά για τον ΓΑΠ και μερικούς Υπουργούς και μεταφορικά για την χώρα- και όχι η ουσιαστική αντιμετώπιση των προβλημάτων. Ένδειξη για το δεύτερο θα ήταν μια ουσιαστική αυτοκριτική για τον εκλογικό νόμο, για παράδειγμα, που ‘βγάζει’ ισχυρές κυβερνήσεις για ισχυρές συμφωνίες με ποικίλα ισχυρά οφέλη για τους πολιτικούς αντιπροσώπους και ζημίες για τους πολίτες.
Δεν έχω καταλάβει με ποιό τρόπο ιεραρχούνται οι ειδήσεις στα κανάλια. Θα μπορούσε να ισχύσει μια θεωρία συνομωσίας για τον ολοκληρωτικό έλεγχο της κοινής -λεγόμενης- γνώμης, αλλά μάλλον θεωρώ ότι πρόκειται για επιπόλαια και τυχαία επιλογή με κριτήριο τον εντυπωσιασμό. Το ολοκληρωτικό κράτος -ευτυχώς- στην Ελλάδα, όπως και οτιδήποτε έχει σχέση με την οργάνωση και την πειθαρχία, είναι ανέκδοτο. Διότι υπάρχουν τηλεοπτικές (και ραδιοφωνικές) παραγωγές αλλά και αναλύσεις στις εφημερίδες που είναι αξιολογότατες ταυτόχρονα με το σκουπίδι. Μάλλον όμως ο μιθριδατισμός μας έχει προχωρήσει αρκετά και δεν βλέπω τι θα μπορούσε να μας εντυπωσιάσει, θετικά ή αρνητικά.
Αν δεις την ελληνόφωνη λίστα των ιστολογίων της Google και τους πρώτους τίτλους του, θα διαπιστώσεις την ατάκα: "Ξυπνήστε Έλληνες!", "Πίσω από όλα κρύβονται Ελοχίμ και Ε». «Όλα είναι στημένα από τον παγκόσμιο δυνάστη, που είναι τραπεζίτης.»
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυτυχώς δεν ζούμε κάτω από ολοκληρωτικό καθεστώς. Όμως, νομίζω ότι δεν είναι θεωρία συνομωσίας να πεις ότι το εξώφυλλο, η Άποψη της Σύνταξης είναι κατευθυνόμενη. Νομίζω ότι είναι ελαφρύ να μην βλέπουμε τις κατευθύνσεις που φορτώνονται μέσα από το… κύριο άρθρο (το οποίο δεν είναι πάντα το editorial).
Το ότι πράγματι υπάρχουν αξιόλογοι γράφοντες δημόσια είναι γεγονός. Αλλά χάνονται στους τίτλους και τα εφέ του ένθετου και του σιντί. Δεν είναι μηδενιστικό.