Η πολιτική είναι τέχνη κι επιστήμη ταυτόχρονα.
Ως τέχνη αξιοποιεί τον
συναισθηματικό φορτίο των πολιτών και φροντίζει να το εξυψώνει στρέφοντας την
προσοχή τους στο ζητούμενο που μπορεί να μην φαίνεται άμεσα πραγματοποιήσιμο.
Δηλαδή ο ηγέτης (πολιτικό κόμμα ή πρόσωπο) επικοινωνεί με τους πολίτες και τους
δείχνει τον στόχο με εύληπτο και απλό τρόπο που είναι πέρα από την θλιβερή
πραγματικότητα και τους υποβάλλει την ιδέα έως βεβαιότητας ότι μπορούν να το
καταφέρουν. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι ο ίδιος ο ηγέτης (πρόσωπο η κόμμα) το
πιστεύει κι ότι έχει επεξεργαστεί τις στοιχειώδεις όψεις αυτού του μέλλοντος.
Ως επιστήμη, η πολιτική, απαιτεί την μελέτη των πραγματικών καταστάσεων,
χωρίς ψυχολογικές αυτοπαγιδεύσεις και κυρίως ρεαλιστική, αντικειμενική εκτίμηση
των δυνατοτήτων της ηγεσίας (κόμματος ή προσώπου) αλλά και του δυναμικού των
άλλων. Διότι η πολιτική πράξη στην Δημοκρατία σχετίζεται με τον κομματικό ανταγωνισμό
και τις κοινωνικές συγκρούσεις στην χώρα αλλά και τις εξελίξεις στον διεθνή
περίγυρο.
Σήμερα έχουμε ως πολίτες ανάγκη και τα δύο: την πολιτική τέχνη για να
πιστέψουμε ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε μια νέα Ελλάδα και την πολιτική
επιστήμη που θα μας οδηγήσει προς τα εκεί.
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ το ψήφισαν 16.78% των ψηφισάντων. Με τον υπάρχοντα εκλογικό
νόμο αυτό σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει 52 βουλευτές σε σύνολο 300. Το γεγονός
αυτό και μόνο θέτει τα θεσμικά όρια στις δυνατότητες του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι κρίμα
που οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ αντί να παρουσιάζουν την αντικειμενική αυτή
πραγματικότητα που οι το πάλαι ποτέ εξουσιάζοντας ΠΑΣΟΚοι και ΝΔκράτες
διαμόρφωσαν για να διαστρεβλώνεται η θέληση του λαού, βρέθηκαν να απολογούνται
στο «γιατί δεν έρχεσαι να κυβερνήσεις» που με θρασύ και ιταμό τρόπο διατύπωναν
οι απαράδεκτοι τέως «κυβερνήσιμοι».
Υπάρχουν οι ακόλουθες υποθέσεις εργασίας που θέλω να συζητήσω:
1.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να σχηματίσει κυβέρνηση διότι είναι
βέβαιος ότι μπορεί να ηγηθεί της προσπάθειας για τη σωτηρία των πολιτών αυτής της
χώρας την στιγμή που όσοι διεύθυναν μέχρι τώρα την χώρα την οδήγησαν στην
καταστροφή. Γνωρίζει ότι δεν έχει πλειοψηφία στην Βουλή αλλά και δεν διαθέτει
πλειοψηφία στους πολίτες. Έχει πάρει μόνο 16%. Η συμμετοχή σε ένα κυβερνητικό σχήμα
αυτή την περίοδο με πολλά ανοικτά θέματα, είναι βέβαιο ότι είναι επικίνδυνο και
μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικό για τον ΣΥΡΙΖΑ διότι εάν πρόκειται να
συμμετάσχει σε μια σούπα, έτσι χωρίς σχέδιο και σκοπό, το πιο πιθανό εφόσον δεν
είναι του «συστήματος» είναι να τσουρουφλιστεί. Διότι μέχρι σήμερα έχει παρουσιάσει
εαυτόν ως αντι-συστημική πολιτική δύναμη κι έχει προβάλλει πάντα την συμπαράσταση
σου στα λογής κινήματα απόγνωσης των πολιτών τα οποία δεν έθεταν πολιτικούς στόχους
αλλά εξέφραζαν την αγανάκτηση του κόσμου για την άθλια οικονομική κατάσταση τους
κυρίως.
Η συμμετοχή σε μια κυβέρνηση «εθνικής
σωτηρίας» (από τι; Ποιος θα σωθεί;) ακόμα κι όταν επιβάλλεται για λόγους
στοιχειώδους συνεννόησης, απαιτεί τροποποίηση των προεκλογικών στόχων, διότι το
αποτέλεσμα δεν επιτρέπει την εφαρμογή τους. Άρα, οι πολίτες πρέπει να ενημερωθούν
πάραυτα και να εξηγηθεί η αλλαγή αυτή με πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ (απαιτώντας
ειδικό τηλεοπτικό χρόνο αλλά και χώρο στον Τύπο) και με οργανωτική αναγέννηση
του. Δύσκολο αυτό το δεύτερο αλλά αναγκαίο.
Χθες η Παπαρήγα, βγαίνοντας από την συνάντηση της
με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είπε ότι ο χειρισμός της Προεδρικής εντολής από
όλους ήταν κάλπικος. Διότι σε μια συνεργασία προσέρχεσαι με το συνολικό σου
πρόγραμμα κι ως συνολικό πρόγραμμα το συζητάς και στο συνολικό πρόγραμμα
κρίνεις πόσο «νερό» θα βάλεις, τι συμβιβασμούς δηλαδή θα κάνεις.
Είχε δίκιο. Αλλά όταν στο τραπέζι μπουν οράματα πως
μπορεί να δεχτεί ο οποιοσδήποτε να νερουλιάσουν τα δικά του οράματα;
Προφανώς σε μια κυβέρνηση
συνεργασίας δεν θα εφαρμοζόταν αυτούσιο, θα έμπαιναν τμήματα του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά
πόσο νερό μπορείς να βάλεις σε ένα πρόγραμμα και να μην αλλοιωθεί ή φυσιογνωμία
του; Ακόμα κι αυτό πρέπει να είναι τμήμα της στρατηγικής προετοιμασίας και
φοβάμαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το έχει κάνει.
2.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε ένα καταπληκτικό εκλογικό άλμα αλλά δεν
ξέρει τι σημαίνει αυτό επακριβώς διότι δεν έχει «συνομιλήσει» με όσους τον
ψήφισαν. Μάλλον, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πίστευε ότι οι προεκλογικές τους διακηρύξεις θα
έφτανε στιγμή να πρέπει να γίνουν κυβερνητικό πρόγραμμα κι είναι φυσικό τα
στελέχη και τα μέλη του να είναι αμήχανοι. Τόσο προεκλογικά αλλά και
μετεκλογικά, τίποτα δεν άλλαξε στην οργανωτική δομή του: οι εφημερίδες που τον
στηρίζουν δεν αύξησαν την κυκλοφορία τους, τα σάιτ το ίδιο και στις συναντήσεις
που οργάνωσε δεν αυξήθηκαν αριθμητικά τα ακροατήρια.
Άρα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να υλοποιήσει την ουσιαστική
πολιτική αλλαγή που ίσως θα ήθελε. Χωρίς ενργούς πολίτες που να θέλουν να συμμετέχουν στην αλλαγή, τίποτα δεν μπορεί να γίνει.
Υπάρχουν άλυτα θέματα που απειλούν σοβαρά
την ύπαρξη του ως οργανισμού ενόψει της ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών. Το
κυριότερο είναι η σχέση κόμματος – κυβέρνησης ή με άλλα λόγια: ποιος θα γίνει
υπουργός, πως και ποιος θα θέσει προτεραιότητες και ποια θα είναι η σχέση του
με το κόμμα; Ποια θα είναι η σχέση του
κόμματος με τους πολίτες; Πρέπει να κερδίσει χρόνο για να διασαφηνίσει τον
τρόπο που θα κινηθεί. Πρέπει να βρει τον τρόπο να απαλλαγεί με αξιοπρέπεια από το
άγος της αναφαινόμενης αμετροέπειας του αφού επιπλέον διαβλέπει ότι οι
ερχόμενες εκλογές είναι το πιο ισχυρό ενδεχόμενο.Το ότι η διαφαινόμενη νίκη κι αύξηση της εκλογικής του επιρροής επιβάλλει την άμεση προετοιμασία του!
Συνεπώς ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να διαμορφώσει μια
στρατηγική «διαφυγής» στοχεύοντας παράλληλα στην εμπέδωση του πολιτικού του
αιτήματος για πολιτική αλλαγή του συστήματος. Διατυπώνει δηλαδή ένα ελάχιστο
πλαίσιο διεκδικήσεων που μπορούν να υλοποιηθούν άμεσα και που θα επιτρέψουν στους
πολίτες να βελτιώσουν την θέση τους εκτιμώντας την θετική συνεισφορά του ΣΥΡΙΖΑ.
Αντί να πηγαίνει στο παρελθόν και να προσπαθεί
να «στριμώξει» τους μεγάλους αντιπάλους του, τους φέρνει στη γήπεδο του που
είναι το μέλλον και τους καλεί να υλοποιήσουν μαζί του το πρόγραμμα που
παρουσιάζει. Να αναπτύξει δηλαδή μια «θετική επιθετικότητα» κι όχι αυτό που
έκαναν τα στελέχη του. Δηλαδή, αντί να ζητά από εκείνους που οι πολίτες δια της κάλπης
καταδίκασαν, να στείλουν στην Μέρκελ διορθωτική επιστολή, σχεδόν απαιτεί από αυτούς
να δηλώσουν προς τους πολίτες την ανεπάρκεια τους να σώσουν την χώρα –αυτοί που
την κατέστρεψαν!- και βγάζοντας τον σκασμό να αναλάβουν μέρος της ευθύνης που τους
αναλογεί στηρίζοντας μια κυβέρνηση (συμμετέχοντας ή όχι αδιάφορο) που θα
εργαστεί με διαφάνεια και ειλικρίνεια για την αλλαγή που έχει ανάγκη ο τόπος. Διότι
αν δεν αλλάξει το πολιτικό σύστημα συνολικά, δεν σώζεται η χώρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ με τον τρόπο αυτό δείχνει ότι είναι
σοβαρή και υπεύθυνη δύναμη που μπορεί να δει το «εθνικό» πέρα από το «κομματικό»
συμφέρον.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής κίνησης,
δεν στήνεται στη γωνιά να δέχεται την κακόβουλη κριτική «για πες εσύ τι θα
κάνει έξυπνε» από εκείνους που οδήγησαν έναν ολόκληρο κόσμο στην εξαθλίωση έως
αυτοκτονίας. Στο κάτω-κάτω όταν αυτοί οι αποτυχημένοι ομολογούν τώρα ότι είναι
σάπιοι (Βενιζέλος) δεν υπάρχει κανένας λόγος να επιμένει ο ΣΥΡΙΖΑ να
υπενθυμίζει το αυτονόητο.
Δεν κατάλαβα τι από όλα
αυτά σκέφτηκαν οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ κι ελπίζω σύντομα να μας πουν για να
δούμε πως μπορούμε να τους παρακολουθήσουμε και να συμβάλλουμε στην προσπάθεια τους.
Υπάρχει ένα κενό στην
πολιτική σκηνή που αυτές τι μετεκλογικές μέρες φάνηκε ακόμα μια φορά. Λείπουν
οι πολιτικές απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτουν εδώ και καιρό οι διανοητές
(λέω μερικούς όπως τους θυμάμαι, στο πόδι: Καστοριάδης, Ράμφος, Καραποστόλης,
Αλεβιζάτος). Όλοι αυτοί θέτουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και εν μέσω άλλων
θεμάτων, το αίτημα του ορθού λόγου και της κοινής λογικής στην αντιμετώπιση των
σύγχρονων προβλημάτων της κοινωνίας μας. Κυρίαρχο είναι το πρόβλημα του
ουσιαστικού εκσυγχρονισμού της χώρας μας ως βάση για την παραγωγική
ανασυγκρότηση και ανάπτυξη. Σε διάφορες φάσεις της πρόσφατης Ιστορίας μας, η
προσπάθεια προς τον εκσυγχρονισμό ξεκίνησε, προχώρησε λίγο ασθμαίνοντας και
μετά έγινε εξουσία, χόντρυνε και απονεκρώθηκε. Και τώρα απειλεί να μας πλακώσει
όλους μαζί, πολίτες και χώρα. Ο συνειρμός και η «κακόβουλη» συσχέτιση με
συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα δεν είναι κατ΄ανάγκη τυχαία.
Πιστεύω λοιπόν ότι το
«νέο» ακόμα δεν έχει γεννηθεί ακόμη.
Τα τελευταία χρόνια όλο
το κομματικό σύστημα (Δεξιοί κι Αριστεροί) έμεινε στάσιμο –άρα έμεινε πίσω- και
δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει τις εξελίξεις. Σαν τα ζευγάρια που μένουν χρόνια
μαζί, υπήρξε μια πλήρης ώσμωση πολιτικών ηθών και τρόπων οργάνωσης.
Ακόμα και το λεξιλόγιο
αλλά και οι μέθοδοι ανάλυσης της πραγματικότητας, έμειναν στην δεκαετία
1970-1980.
Ο Άρης Βελουχιώτης κάποτε
που ένας δεξιός του παραπονέθηκε για την λανθασμένη τακτική του ΚΚΕ, του
απάντησε: «κι εμείς κακό χειρόβολο κι εσείς κακό δεμάτι».
Ο κόσμος από το 1989 και πέρα, αναποδογύρισε κι
οι Αριστεροί δεν αισθάνονται την ανάγκη να σκεφτούν πάνω σε αυτό και να δώσουν
περιεχόμενο στο όραμα τους. Τα έχωσαν όλα αυτά κάτω από το χαλί και συνεχίζουν
τον αγώνα προς ένα μέλλον που είναι σαν χθες. Οπότε, τα καλύτερα μυαλά νομίζω
ότι βαρέθηκαν τις στεγνές κομματικές χαζοίντριγκες και πήγανε στο σπίτι ή
δουλεύουν για να ξεχάσουν ή άραξαν σε κάνα καφενείο.
Μακάρι ο ΣΥΡΙΖΑ να
αλλάξει προς πιο αξιοπρεπή και πρακτικά μοντέλα πολιτικής στάσης και να μας
τραβήξει πάλι κοντά του. Για να μην παρεξηγηθώ, το «αξιοπρεπή» δεν σημαίνει
«μετριοπαθή» ή «συντηρητικά» και το «πρακτικά» είναι το αντίθετο του
«γενικόλογα» και «μπλα μπλα».
Εάν
μπορέσω, θα συμβάλλω στην αλλαγή αυτή αλλά όπως και με τους ανθρώπους, πρέπει
να θέλει ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ να αλλάξει. Όμως προς το παρόν, δείχνει να απολαμβάνει
την επιτυχία του και κάνει επίδειξη βεβαιότητας κι αλαζονείας και τα δυο άσχετα ίσως κι επιζήμια.
Εδά μάλιστα...
ΑπάντησηΔιαγραφή(κατά τον Ψαραντώνη)