για την Δήμητρα
Ο γιός μου νοικιάζει στην Αθήνα κοντά σε ένα αστυνομικό Τμήμα. Ωραία, θα έχει κι ασφάλεια, είχα σκεφτεί όταν νοικιάσαμε το διαμέρισμα.
Είχα κατέβει να τον δω πριν από λίγο καιρό και φεύγοντας για το χωριό, είδα τον δρόμο που συνήθως περνούσα να είναι κλειστός με ταινία της αστυνομίας και ένα μεγάλο λαδί σκουπιδοτενεκέ, του Δήμου. Παραξενεύτηκα, έβρισα γιατί χάλασε η ρουτίνα μου και έστριψα για τον επόμενο δρόμο.
Ρώτησα την άλλη μέρα τον γιό μου γιατί συνέβη αυτό και μου είπε πως από τότε που έγινε η επίθεση στον αστυνομικό Τμήμα της Αγ. Παρασκευής, κάθε βράδυ στις δέκα ακριβώς ο δρόμος μπροστά στο Τμήμα απομονώνεται –μέχρι τις πέντε το πρωί- γιατί φοβόνται επίθεση. Είναι χεσμένοι από το φόβο τους οι μπάτσοι. Μόνο να δέρνουν τα πιτσιρίκια στις διαδηλώσεις ξέρουν, συμπλήρωσε.
Την επόμενη φορά που ξαναήρθα στην Αθήνα, βγήκα να περπατήσω και πέρασα μπροστά από το Τμήμα κατά τις μία τη νύχτα. Έκανε κρύο, είχα σφιχτεί στο δερμάτινο και πήγαινα γρήγορα. Εκείνη την ώρα δεν ήταν άλλοι μπάτσοι μαζεμένοι παρά μόνον ο φρουρός. Πλησίαζα γρήγορα και σκυφτός με σηκωμένο τον γιακά προς και έβλεπα τον νεαρό αστυφύλακα – φρουρό να αγριεύεται. Όσο πλησίαζα, τον έβλεπα να σηκώνει το αυτόματο προς το μέρος μου σιγά σιγά. Πουλάκι μου!
Άλλαξα πεζοδρόμιο, πέρασα γρήγορα μπροστά του, τον παρατηρούσα που με παρατηρούσε κι έφυγα.
Εκείνο το βράδυ σκέφτηκα πάλι τον θάνατο. Στην ηλικία μου συχνά έχω αρχίσει να το σκέφτομαι το πως θα είναι να πεθάνεις. Πως θα είναι να είσαι νεκρός; Όχι, άλλες μεταφυσικές ανησυχίες δεν έχω ούτε πιστεύω σε Θεό και μεταθανάτιες ζωές. Μάλλον δεν φοβάμαι αλλά πάλι δεν ορκίζομαι. Μόνο τον θάνατο, την στιγμή που πεθαίνεις, αυτό σκεφτόμουν.
Το μόνο που θέλω είναι να μην πονέσω. Θυμάμαι την θεία μου που πέθανε από τον ξορκισμένο – στα κόκκαλα τον είχε- και ούρλιαζε από τους πόνους. Δεν προλάβαινε η νοσοκόμα να κάνει τις μορφίνες. Ακόμα ανατριχιάζω όταν θυμάμαι αυτές τις κραυγές. Τέτοιο θάνατο δεν θέλω!
Σκέφτηκα ότι το πιο καλό είναι να είναι ο θάνατος ηρωικός, σαν αυτόν το οπλίτη των Δημοκρατικών στον εμφύλιο της Ισπανίας στα 1936, στην γνωστή φωτογραφία. Να πέσεις όρθιος με το ντουφέκι στο χέρι μαχόμενος για ιδανικά και τις αλήθειες σου. Ή να σε εκτελέσουν έτσι όπως έστηναν στον τοίχο τις δωδεκάδες των παιδιών της αντίστασης και του εμφυλίου, σαν Μπελογιάννης και λίγο πριν ακούσεις τον κρότο από τα μυδράλια να φωνάξεις μια ηρωική φράση, ένα ζήτω, κάτι που θα μείνει και θα το ψιθυρίσουν οι φαντάροι του αποσπάσματος στους άλλους κρυφά και θα γίνει σύνθημα και έμπνευση στους επερχόμενους και θα γίνεις θρύλος. Αλλά εσύ θα έχει φύγει ήδη και δεν θα μπορείς να τα χαρείς όλα αυτά.
Τέτοια σκεφτόμουν μερικά βράδια που με έπιαναν οι μαύρες μου και κατέβαζα το τσίπουρο, δάκρυζα και όταν ζαλιζόμουν αρκετά, πήγαινα για ύπνο.Πριν κάνα μήνα όμως, με φώναξαν στην Τράπεζα μου είπαν ότι θα βγάλουν το σπίτι μας, το πατρικό μου, σε πλειστηριασμό για να πληρωθούν τα χρωστούμενα. Το ανέμενα αυτό αλλά τώρα που το άκουγα με πείραξε.
Πήγα αμέσως στο δικηγόρο που τον ήξερα από τον καιρό που ήμουν στο Κόμμα. Παλιότερα ήταν μεγάλος στέλεχος αλλά τώρα είναι στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, ωραίος τύπος και τώρα συμαπθών. Είχα πάει σε αυτόν τότε που μας έκαναν ασφαλιστικά ο γείτονας γιατί η γεώτρηση -λέει- που θα ανοίγαμε, ήταν κοντά στην δική του και θα του παίρναμε το νερό. Χαζές μικρότητες. Το δικαστήριο μας δικαίωσε και ανοίξαμε την γεώτρηση κανονικά.
Η ψύχρα με τον γείτονα κράτησε μερικούς μήνες, μέχρι που ήρθε μια μέρα να μου ζητήσει τη ραντιστήρα όπως έκανε πάντα. Γκρινιάρης και παράξενος εργατικός, σπούδαζε δύο παιδιά, καλός κατά βάθος και αριστερός κι αυτός, τρομάρα μας. Πέθανε πριν πέντε χρόνια, τα παιδιά του είναι στην Αθήνα και το περιβόλι του ρημάζει αφού κανείς δεν το φροντίζει. Ήθελα να τον είχα τώρα εδώ που το νερό χάθηκε έτσι κι αλλιώς, να κάναμε μαζί ασφαλιστικά στο Θεό και στο μυαλό μας.
Τέλος πάντων, άρχισα να λέω στον δικηγόρο τα δικά μου, προσπάθησα κι αυτός να μου εξηγήσει τα ανεξήγητα και να με παρηγορήσει με φιλιππικούς για το καπιταλιστικό σύστημα κλπ., Εγώ τον κοιτούσα απλανώς και αμίλητος. Σταμάτησε να μιλάει, κούνησε το κεφάλι και μου είπε μόνο αν σε σκοτώσει κάνας μπάτσος, όπως τον πιτσιρικά, θα τους γλυτώσεις τους δικούς σου και χαμογέλασε πικρά. Θα ζητήσουμε χοντρή αποζημίωση από το Κράτος, μπορεί να συνεργαστούμε και με τον Κούγια, που ξέρεις. Γελάσαμε κι οι δύο με το αστείο.
Άσε να δούμε τι θα γίνει, μου είπε σοβαρός και χαιρετηθήκαμε. Άμα σου λέει «άσε να δούμε τι θα γίνει» με βαθιά περισυλλογή ο γιατρός ή ο δικηγόρος, κλάφτα και μέτρα τι θα μείνει!
Γύρισα στο χωριό. Η κυρά μου, ευτυχώς, έλλειπε. Τι να της έλεγα; Άρχισα να πίνω τα τσίπουρα αλλά αυτή την φορά δεν έκανα σκέψεις για τον θάνατο. Άρχισα να τον σχεδιάζω. Έτσι κι αλλιώς η ζωή εδώ ήταν πλέον χωρίς εκπλήξεις, χωρίς ερωτηματικά, χωρίς προσμονή. Μάλλον, οι εκπλήξεις θα ήταν δυσσάρεστες.
Οι θάνατοι στο χωριό μας είναι είτε από γεράματα είτε από ατυχήματα – λίγοι και κυρίως οι νέοι φεύγουν έτσι- είτε από αυτοκτονίες: πέσιμο σε πηγάδι, με φυτοφάρμακα και ποντικοφάρμακα και κρέμασμα στην αποθήκη.
Το κρέμασμα , όσο να το κάνεις, είναι πιο εντυπωσιακοί αλλά έχει κάτι το τρομακτικό. Η όλη διαδικασία μου φαίνεται σαν θάνατος διαρκείας και απερρίφθη. Από την άλλη να σε ρουφήξει το πηγάδι; Δεν μου πήγαινε. Στο μυαλό μου, το πηγάδι γεννοβολούσε ζωή, πως θα το έκανα εγώ τώρα μνήμα;. Βλέπετε, ακόμα και τώρα οι φιλοσοφικόοικολογικές μου ανησυχίες ήταν παρούσες. Όσο για το φυτοφάρμακο μου είχε πει ένας γεωπόνος μια φορά να προσέχω στην χρήση του γιατί σε περίπτωση κατάποσης πονάει φρικτά. Μόνο που το θυμήθηκα τώρα ανατρίχιασα.
Συμπέρασμα: δεν μπορούσα να αυτοσκοτωθώ! Έπρεπε να βρεθεί άλλη μέθοδος.
Άρχισα μετά να σκέφτομαι τις υποχρεώσεις μου. Διαπίστωσα αμέσως ότι δεν είχα καμία εκκρεμότητα σε κανένα για να τακτοποιήσω. Αυτά που ήταν να πω στα παιδιά μου δεν μπορούσα να κάτσω να τα γράψω. Τι να πρωτογράψω; Τι να πρωτοπώ; Δηλαδή διέγραψα το "πρωτο-" από τις λέξεις κι έμεινα με την διαπίστωση ότι δεν είχα τίποτα να πω και τίποτα να γράψω σε κανένα. Χωράφια και αποθήκη, τα είχα γράψει ήδη στα παιδιά και τα υπόλοιπα θα μας τα ξέγραφε η Τράπεζα σε λίγο.
Κανείς δεν περίμενε τίποτα από εμένα να πω γιατί ποτέ δεν είχα πει κάτι στην ζωή μου. Αν δεν τηλεφωνούσα εγώ στα παιδιά, αυτά ούτε που μού ΄καναν έστω μια αναπάντητη.
Όταν ήμουν στην Οργάνωση μια φορά ήρθε η σειρά μου να τοποθετηθώ, να μιλήσω ντε, και το μόνο που είχα πει ήταν "σύντροφοι, συμφωνώ με την εισήγηση". Πάντα με βάζανε να φροντίζω για τα λεφτά από τις εξορμήσεις, "οικονομικός" ήταν ο τίτλος του αξιώματος, και τέτοιος ήμουν στο λόγο -ολιγόλογος - κι αυτό ήταν όπως να το κάνει αρετή για έναν αγωνιστή. Πιστός και έμπιστος αλλά σιωπηλός και μετρημένος. Παινεύανε την μετριοφροσύνη μου και το ήθος μου. Εγώ, μιλιά αλλά συγκινημένος φουλ.
Στη γυναίκα μου ότι ήταν να πω το είχα πει από καιρό και ίσως να της είχα πει και παραπάνω από ότι έπρεπε και είχα μετανιώσει κιόλας. Κάθε φορά που της ούρλιαζα για κάτι, έσκυβε το κεφάλι και τα χείλια κι έφευγε. Κλεινόταν στην κρεβατοκάμαρα. Σαν κι εμένα κι αυτή ολιγόλογη και μονίμως αποδεχόμενη τις εισηγήσεις μου που την πικραίνανε. Αλλά πιστή, γιατί τι θα πει ο κόσμος, το χωριό, αν μας ακούσει; Τόσες φορές που έκλεισε η πόρτα της κρεβατοκάμαρας, ποτέ δεν άνοιξα την πόρτα να δω τι έκανε, να τη ζητήσω να μιλήσουμε ήρεμα. Άνοιγα την εξώπορτα και έφευγα πάντα πικραμένος που δεν με καταλάβαινε. Μέχρι το καφενείο αναλογιζόμουν τι να έκανε εκεί μέσα στην κρεβατοκάμαρα μας αλλά μόλις έμπαινα στο καφενείο το ξεχνούσα. Όταν γύριζα αργά, κοιμόταν ή έκανε πως κοιμόταν –και τα δυο με βόλευαν- και δεν το συζητούσαμε.
Να, αυτό θα ήθελα σαν τελευταία επιθυμία: να δω την ζωή μου σε βίντεο από την αρχή και μαζί μου να την βλέπουν όλοι όσοι πρωταγωνιστούν στις σκηνές. Να παγώναμε τις σκηνές και να τις ξαναπαίζαμε από την αρχή, αφού είχαμε μιλήσει και διαφωνήσει αυτή την φορά με την εισήγηση και ξαναγράφαμε το σενάριο, το σωστό, το ανθρώπινο αυτή την φορά όπου οι άνθρωποι δεν πληγώνουν ο ένας τον άλλον και δεν κλείνονται σε κρεβατοκάμαρες και υπόγεια, να γρατζουνάνε τους τοίχους με τα νύχια και να τους κτυπούν γεμάτοι από θυμό και απόγνωση.
Πίσω στα δικά μας λοιπόν. Την άλλη μέρα, κατέβηκα στην Αθήνα, στον γιό. Έφευγε αυτός κατά τις εννιά για τη σχολή κι έμενα μόνος στο σπίτι που νοίκιαζε. Ησυχία κι ένας αχός αμυδρός από τον δρόμο έξω. Γαλήνη. Έβγαλα από την τσάντα μου το παλιό περίστροφο που είχαμε από τον παππού. Είναι ζήτημα αν είχα πυροβολήσει κάποιος από εμάς ποτέ με τούτο. Εγώ σίγουρα όχι αλλά ούτε νομίζω και άλλος κανείς από την οικογένεια. Ο παππούς δεν μας είπε ποτέ πως το είχε βρει αφού αξιωματικός δεν ήταν. Το άφησε ομιχλώδες και μυστήριο. Απλός φαντάρος και σιτιστής ήταν το αξίωμα του. Φαντάρος πήγε μετά το είκοσι δύο και στην Αλβανία δεν πήγε γιατί ήταν προστάτης. Ορφανός από πατέρα, με τέσσερεις αδελφές να παντρέψει. Στην κατοχή δεν πολέμησε, σιωπηρός υποστηριχτής των ανταρτών ή κι εξ ανάγκης και μετά ευυπόληπτος πολίτης. Ο πατέρας μου υπηρέτησε οδηγός στις μεταφορές των τανκς κι ένα διάστημα ήταν στα ΤΕΑ. Θυμάμαι το Μ1 που λάδωνε αραιά και που στο υπόγειο, μετά από βολή. Εγώ πάλι στην αεροπορία λούφα και παραλλαγή. Μετά το Κέντρο στην Τρίπολη, δεν είδα πάλι όπλο μέχρι που απολύθηκα.
Πάντως το περίστροφο που είχε φέρει ο παππούς ήταν το κρυφό μας κειμήλιο, η μυστική οικογενειακή αξία κι έπρεπε όπως και οι προηγούμενοι αρσενικοί της οικογένειας, να το καθαρίζω κατά καιρούς και να το λαδώνω. Δεν είχαμε ποτέ ούτε μία σφαίρα. Ούτε τώρα είχα. Δεν σημάδεψα ποτέ δέντρο ή κονσερβοκούτι. Μόνο το καθαρίζαμε και το λαδώναμε. Θυμάμαι που είχα πάρει από τον στρατό λάδι καθαρισμού και λιπάνσεως αρκετό για εκατό χρόνια επιμελούς συντηρήσεως του όπλου μας.
Ο γιός μου, όταν του είπα για την οικογενειακή μας παράδοση του περιστρόφου και του πρότεινα να αναλάβει τις ευθύνες του, μόνο που δεν έκλαψε από τα γέλια. Είσαι καλά, μου είπε; Που ζεις; Τι μαλακίες είναι αυτές; Εγώ είμαι αναρχικός και πασιφιστής. Ενάντια στο κυνήγι, ενάντια στην βία. Και στο Τέξας πάνε να τα καταργήσουνε τα ηλίθια τα όπλα κι εσύ θέλεις να με βάλεις να λαδώνω τις παραδόσεις μας; Δώστο σε κάνα λαογραφικό σύλλογο.
Έφυγε, βροντώντας την πόρτα πριν προλάβω να κλειστώ εγώ αυτή την φορά στην κρεβατοκάμαρα.
Πάλι ξέφυγα όμως. Είμαστε στην Αθήνα και είναι η τελευταία μου μέρα. Το βράδυ, κατά τις δέκα, ο γιός μου έφυγε να βρει την παρέα του. Του ζήτησα να μην πάρει μαζί την μοτοσυκλέτα. Ας πάρει ένα ταξί, το πληρώνω εγώ είπα και του έδωσα το έξτρα του. Ήθελα να τον αγκαλιάσω, αλλά δεν μπόρεσα. Κάτι σε "…στώ" μουρμούρισε κι έφυγε. Δεν ξέρω τι είδε στα μάτια μου αλλά για πρώτη φορά με άκουσε κι άφησε την μηχανή στην πυλωτή.
Τι τσακωμούς είχαμε ρίξει για αυτή την μηχανή δεν λέγεται. Δεν θα την πάρεις ποτέ αυτή την σκοτώστρα του έλεγα. Θα την πάρω, εκείνος. Πείσμωνε και έκανε ανακοινώσεις: Θα δουλέψω το καλοκαίρι έξτρα, θα κάνω οικονομίες, έχω βρει μια μεταχειρισμένη, κι όλα αυτά που έχουν ακουστεί σε κάθε σπίτι τόσες και τόσες φορές. Η μάνα του, άλλος μπελάς, μου φώναζε κι αυτή: τι πατέρας είσαι εσύ; κοίτα μην τον αφήσεις κι όλα τα σχετικά. Η αδελφή του, ως έτερος Καππαδόκης μαζί του, σύμμαχος με τσάντιζε πιο πολύ: αφήστε τον έχει δικαίωμα στην ζωή του κι άλλες τέτοιες μπούρδες.
Δεν πα να φωνάζαμε και να απειλούσαμε; Η πόλωση γονείς - παιδιά τέλειωσε προφανώς με την συντριπτική ήττα των πρώτων. Την πήρε και μας κουβαλήθηκε με αυτή από την Αθήνα ένα Σάββατο, πριν κλείσει καλά καλά δύο μήνες φοιτητής. Την είδα αραγμένη, γυαλισμένη στην αυλή και μου άναψαν τα λαμπάκια, αλλά τι να κάνω. Δεν με έπαιρνε.
Μην φοβάσαι ρε μπαμπά, μου έλεγε, άμα ξέρεις και προσέχεις, είναι πιο ασφαλής από τραίνο. Έλα να σε πάω μια βόλτα. Κάθε φορά που είχαμε την συζήτηση αυτό μου έλεγε. Έλα να σε πάω μια βόλτα. Την τρίτη φορά πήγα. Βγήκαμε στην ευθεία προς το Μαυρομάτι και γκάζωσε. Κόλλησα πάνω του κι ανατρίχιασα μέσα μου από την επιτάχυνση. Ακόμα και με το τογιότα μου όταν το είχα πάρει του κουτιού, δεν είχα νοιώσει έτσι. Ήθελα να μην τελειώσει αλλά τέλειωσε. Πιάσαμε την κατηφόρα κι έκοψε. Στην επιστροφή πάλι τα ίδια. Ήθελα να του πω να γκαζώσει κι άλλο αλλά δεν μπόρεσα να το ψελλίσω.
Όταν ξανάρθε με την μηχανή στο χωριό, του ζήτησα να με πάει μέχρι τη Θήβα γιατί –δήθεν- είχα δουλειά στην Ένωση. Στην ευθεία, μετά την διασταύρωση των Βαγίων, απογειώθηκε. Αυτό ήταν. Θέλετε το πιστεύετε θέλετε όχι έβγαλα κι εγώ δίπλωμα για μηχανή. Ο γιος μου με εκπαίδευσε κρυφά από την γυναίκα μου κι από το χωριό, στον δρόμο προς την Παλιοπαναγιά μετά την Αγία Τριάδα. Δεν ήθελα να μας δούνε. Ώρα ήταν να αρχίσουν να με δουλεύουν για παλιμπαιδισμό με την μορφή μηχανόβιου, στην παρέα!
Μετά, άρχισα να την παίρνω κι εγώ, σε δρόμους μακριά από το χωριό, καμιά φορά.
Όταν έπαθε το ατύχημα πήγε η ψυχή μας στην Κούλουρη. Δεν του είπα όμως τίποτα ούτε του γκρίνιαξα. Κατάπια το φαρμάκι και πάει. Είχαμε γλυτώσει τα χειρότερα. Βγήκε με καρφιά και λάμες έπειτα από ένα μήνα από το νοσοκομείο. Την μηχανή την είχα μαζέψει εγώ την έφτιαξα και την κυκλοφορούσα. Όσο ήταν στο νοσοκομείο δεν με ρώτησε ποτέ για την μηχανή. Ένα απόγευμα όμως του είπα ότι με την επισκευή έγινε καινούργια, της έκανα και το σερβις της. Φωτίστηκε το πρόσωπό του. Τότε για πρώτη φορά συνεννοήθηκα με το γιό μου, δια της σέλας της μηχανής: καβαλούσαμε το ίδιο θηλυκό.
Τώρα συνειδητοποιώ ότι μπορείς να συνεννοηθείς με τους ανθρώπους και με άλλο τρόπο κι όχι μόνο με τα λόγια. Άσε που με τα λόγια δεν μπορείς να συνεννοηθείς μερικές φορές!
Έφυγε ο γιός λοιπόν κι έμεινα εγώ. Περίμενα να περάσει ή ώρα. Δεν κατάλαβα πως έγινε αυτό. Πως πέρασαν πέντε ώρες και δεν σκέφτηκα τίποτα ούτε πρόσεξα τίποτα. Η τηλεόραση έπαιζε κι εγώ ήμουν κάπου αλλού που δεν υπήρχε σκέψη, εικόνα, ήχος, ανάμνηση. Το απόλυτο κενό, συμπαντική μαύρη τρύπα.
Όταν επέστρεψα στον κόσμο ήταν τρεις την νύχτα. Ο γιος μου θα αργούσε, μου το είχε πει. Στο κινητό είχα δύο κλήσεις από την γυναίκα μου που έμειναν αναπάντητες. Τίποτα άλλο.
Πήρα από την τσάντα το περίστροφο, το καθάρισα από τα λάδια, το σκούπισα μέχρι που έλαμψε και το έβαλα στην τσέπη του μπουφάν. Κατέβηκα στην πυλωτή, ανέβηκα στην μηχανή κι έφυγα προς την λεωφόρο. Ήσυχη χειμωνιάτικη βραδιά, λίγη κίνηση και κρύο. Άκουγα τον αέρα να προσπερνά το κράνος και να με πιέζει γλυκά στο στέρνο.
Έκανα στροφή και πήγα προς την γειτονιά μας. Έφτασα στον δρόμο που ήταν κλεισμένος με τον σκουπιδοτενεκέ, πέρασα δίπλα του σήκωσα λίγο την ταινία να περάσω από κάτω και πλησίασα στο αστυνομικό τμήμα. Άφησα τη μηχανή αναμμένη είκοσι μέτρα από το Τμήμα. Κατέβηκα, έβγαλα το περίστροφο και άρχισα να περπατάω γρήγορα προς τον φρουρό.
Σκούρο καφέ το δερμάτινο μπουφάν και γυαλιστερό κράνος και γυαλισμένο περίστροφο πλησίαζαν στο κλουβί του φρουρού και η μηχανή από πίσω αναμμένη. Τέλεια!
Σήκωσα και σημάδεψα.
Είδα τον φρουρό, καμιά είκοσι χρόνων νεαρούτσικος, να μπαίνει στο κουβούκλιο και κάτι να μου φωνάζει που δεν θυμάμαι πια. Τον είδα να με σημαδεύει.
Ένοιωσα ένα γλυκό κάψιμο στον ώμο κι ένα σκούντημα δυνατό στο στήθος. Σαν να με έσπρωξε ξάφνου με δύναμη κάποιος και πισωπάτησα ενώ άκουγα τους κρότους από τους πυροβολισμούς. Δεν πονούσα. Μια κούραση με έσπρωξε προς τα κάτω.
Την ώρα που έπεφτα -τουλάχιστον προσπάθησα να πέσω όπως τις ταινίες, αργά και τραγικά αλλά σωριάστηκα σα μεθυσμένος- άκουσα κάποιους που κατέβαιναν τις σκάλες του Τμήματος κι έναν να φωνάζει "τι έκανες ρε μαλάκα!" και δεν πρόλαβα να καταλάβω αν το έλεγε στον σκοπό που με πυροβόλησε ή σε εμένα ή εγώ το φώναζα σε εμένα μέσα μου, γιατί ένα σκοτάδι χαλαρό και ηχομονωτικό με γέμισε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου