Στα 1905, με ένα πλοίο που ξεκίνησε από την Πάτρα, έφτασε ο παππούς μου στη γη της επαγγελίας, στη Νέα Υόρκη. Ήταν τότε περίπου δεκαοκτώ χρονών. Τον κατέγραψαν και τον άφησαν να περάσει στον παράδεισο. Στα αρχεία των Αμερικανών η προέλευση του παππού μου περιγράφεται ως Albanian, Thives, Greece (δηλαδή Αλβανός από την Θήβα, Ελλάδα! ). Φαντάζομαι τον αμερικανό υπάλληλο του Οργανισμού Μεταναστών να προσπαθεί να βγάλει άκρη με τον λεβέντη που είχε μπροστά του, που με τους φίλους συνταξιδιώτες του (βρώμικοι και ταλαιπωρημένοι όλοι τους από το πολυήμερο ταξίδι) μιλούσε συνωμοτικά μεταξύ τους μια άλλη γλώσσα από τα ελληνικά.
Όποιος θέλει μπορεί εκεί να ψάξει για τον παππού του επίσης (http://www.ellisisland.org) και αφού θαυμάσει την οργάνωση της τότε Αμερικής, μιας κοινωνίας προσφύγων, θα σκεφτεί με θλίψη την αντίστοιχη σημερινή ελληνική κρατική μηχανή με το ολοκληρωτικό μπάχαλο των υπηρεσιών για τους μετανάστες.
Μαζί με τον παππού μου ήταν κι άλλα παιδιά τότε από Hostia, Koutoumoula, Dombrena, Spahides, και άλλα χωριά και πόλεις. Καραβιές έφτανα τότε οι νέοι από την Ελλάδα.
Ο παππούς έμεινε στην Αμερική μέχρι το 1912. Τότε αποφάσισε να γυρίσει για να πάρει μέρος στην δημιουργία της Μεγάλης Ελλάδας των Βαλκανικών Πολέμων και να παντρευτεί , μετά την απόλυσή του από το στρατό, την γιαγιά μου. Στην Αμερική, περιπλανήθηκε και δούλεψε σε διάφορες χειρωνακτικές δουλειές χωρίς τελικά να κάνει κάνα κομπόδεμα της προκοπής. Δεν έλεγε πολλές ιστορίες ίσως γιατί δεν ήταν όλες ωραίες και ρομαντικές. Πέθανε και πήρε την σκληρότητα εκείνων των ημερών μαζί του.
Από την αμερικάνικη περίοδο της ζωής του ο παππούς μας άφησε κάτι παλιές φωτογραφίες, το χρυσό του ρολόι τσέπης και μια λάμπα πετρελαίου, σαν και αυτές που έχουν στα σαλούν, στα καουμπόικα έργα.
Κοιτάζοντας τώρα τις καφετί φωτογραφίες εκείνων των ημερών του ταξιδιού, τα άγρια πρόσωπα με τα ζυγωματικά να διαγράφονται, τα αχτένιστα μαλλιά και στα μάτια να κυριαρχεί το πείσμα για επιβίωση, είναι οι ίδιες εικόνες που βλέπω και στην αγορά μας κάθε μέρα, πρωί και βράδυ στα πρόσωπα των Αλβανών μας.
Πολλοί από αυτούς είναι πάνω από δέκα χρόνια που βρίσκονται ανάμεσά μας. Διέσχισαν τα βουνά παράνομα πολλές φορές αφού είχαν πληρώσει και παρακαλέσει πολλούς, κινδύνεψαν να παγώσουν και να ταΐσουν λύκους με τις σάρκες τους και ίσως ακόμα και σήμερα να μην έχουν νομιμοποιήσει την παρουσία τους. Μερικοί πάνε κι έρχονται σαν τα χελιδόνια ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν εδώ, έμαθαν τέχνες και επαγγέλματα που οι δικοί μας τα σνομπάρουν κι εξελίχθηκαν σε επαγγελματίες. Όλοι τους όμως σκέφτονται και ονειρεύονται την πατρίδα τους, το χωριό τους στην Αλβανία κι εκεί κατευθύνονται οι αποταμιεύσεις τους, εκεί τους περιμένει η γυναίκα και τα παιδιά τους.
Τα ίδια έκανε κι ο παππούς μου, τα ίδια έκαναν τόσοι και τόσοι μετανάστες από όλα τα μέρη της Ελλάδας και των άλλων χωρών του κόσμου. Όλοι αυτοί ήταν άνθρωποι και υπάκουαν στην εντολή: επιβίωση. Ποιος μπορεί να πάει κόντρα;
Στην μακραίωνη ιστορία του κόσμου, είναι γνωστό ότι οι λαοί πάντα μετακόμιζαν εκεί όπου υπήρχε πρόσφορο μέρος για να εγκατασταθούν, για να ζήσουν καλύτερα. Τέτοιες μετακινήσεις περιγράφουν οι θρύλοι και οι μυθολογίες των λαών.
Στην δική μας μυθολογία, μετανάστης ο αρχαίος Κάδμος, από την Φοινίκη, περιπλανήθηκε αναζητώντας την αδελφή του Ευρώπη. Αφού έφτασε κι έκτισε την Θήβα, παντρεύτηκε την Αρμονία, έκανε παιδιά και στα γεράματά του, πήρε την γυναίκα του κι έφυγε και πήγε . . . στην Ιλλυρία, την σημερινή Αλβανία. Τον έδιωξαν οι νύφες του; Ποιος ξέρει.
Εκεί , στην Αλβανία λοιπόν, ο Κάδμος έκανε ακόμα ένα γιό, τον Ιλλυριό κι από αυτόν ονομάστηκε η περιοχή Ιλλυρία. Οι απόγονοι τους, ως Αρβανίτες, οι προ- προ- προ- προ- παππούδες μας, ήρθαν στα χωριά μας γύρω στο 1300 μ. Χ., ως μισθοφόροι των Φράγκων, εγκατασταθήκαν γύρω από τη τότε καστροπολιτεία της Θήβας – οι Φράγκοι τους φοβόντουσαν, δεν τους εμπιστεύονταν καθόλου και για αυτό δεν τους έβαλαν μέσα στις πόλεις τους - και κυριάρχησαν στον τόπο. Ήταν σαν να έψαχναν τα παππουδικά τους κτήματα, από τα χρόνια του Κάδμου και τα βρήκαν. Σύμπτωση απλώς ή και παιχνίδι της ιστορίας;
Γρήγορα αφομοιώθηκαν πλήρως από τον χώρο και την Ιστορία του. Κλειστή κοινωνία με βασικό κώδικα τιμής την μπέσα, κράτησαν την γλώσσα και την πίστη στην οικογένεια, στο σόι ως βασική αρχή κι έτσι έφτασαν ως τις ημέρες μας. Την παράδοση και την ιστορία που βρήκαν εδώ την έκαναν δική τους. Οι απόγονοι τους πολέμησαν για τον Νεοελληνικό Κράτος και δεν τόλμησε κανείς να θίξει κανείς την ελληνικότητά τους.
Τα δικά μας αρβανίτικα που οι νέοι μας δεν τα μιλάνε πια είναι για τους Αλβανούς τα δικά τους μεσαιωνικά αλβανικά.
Τώρα που το σκέφτομαι, είναι εντυπωσιακό το πώς άλλαξε η κοινωνία στα χωριά μας από αυτή την άποψη, του παραδοσιακού τρόπου οργάνωσης και επικοινωνίας, τα τελευταία πενήντα χρόνια!
Αναλογιζόμαστε άραγε ότι οι Σκιπτάρηδες του Δήμου μας ότι έχουν περισσότερα κοινά μαζί μας από ότι είχαν οι παππούδες μας με την Αμερική; Στον τρόπο που μιλάνε, βαριά και αργά, βλέπω τους παλιούς γερόντους μας που είχαν τα Αρβανίτικα ως γλώσσα κρυφής επικοινωνίας και προστασίας από τους τρίτους. Στην καχύποπτη επικοινωνία τους και τα σχόλια βλέπω τους πατεράδες μας όταν σχολίαζαν τους ξένους στα χρόνια τους.
Τα ονόματά τους τις περισσότερες φορές είναι φτιαχτά από τους γονείς τους σύμφωνα με τις προσωπικές στιγμές του ζεύγους ή τις αξίες του: Εριόν (από το: αέρας Ιονίου!), Μαρεγκλέν (από τις πρώτες συλλαβές των ονομάτων Μαρξ, Έγκελς, Λένιν). Εμείς εδώ τους βαφτίσαμε (ή και οι ίδιοι απο καχυποψία συστήθηκαν έτσι) με άλλα ονόματα, ελληνικά (Αχιλλέας, Γιάννης, Βασίλης, κ.α.) κι έτσι τους ξέρουμε.
Δεν είμαστε ίδιοι με αυτούς γιατί μεγαλώσαμε διαφορετικά, με άλλες αξίες και πιστεύω. Τα παιδιά τους κρατάνε ανοικτά τα σχολεία μας και όταν ξεχωρίζουν με τις επιδόσεις τους μας ενοχλεί που αυτοί, οι παρίες, γίνονται καλύτεροι από εμάς. Τότε μας πιάνουν οι ανασφάλειες. Ξεχνάμε -αν μάθαμε ποτέ!- τις κουβέντες του Ισοκράτη για την παιδεία των Ελλήνων και τις διακηρύξεις περί αξιοκρατίας. Αντί να μας γεμίζει εθνική υπερηφάνεια το ότι αυτοί, οι ξένοι, εκπαιδεύονται ως Έλληνες, ακυρώνουμε την δύναμη μας αφήνοντας την ηχώ του βλακώδους "δεν θα γίνεις Έλληνας πότε Αλβανέ, Αλβανέ." να ακούγεται μέσα μας.
Πολλές φορές βλέπουμε πράγματα που δεν μας αρέσουν στην συμπεριφορά τους. Είναι φυσικό: είναι ξένοι, είναι μαθημένοι αλλιώς -και με τους πρόσφυγες του '22 τα ίδια κάναμε. Είναι μάλιστα εκπληκτικό που όταν τους βλέπουμε να αποκτούν τις στραβές μας συνήθειες, μας ενοχλεί πιο πολύ σαν να μην είχαν δικαίωμα να μας μοιάσουν ούτε στα στραβά μας.
Ακούστηκαν κάποιες φωνές για να απομονώσουμε τα παιδιά τους στο σχολείο ή και να τους διώξουμε αλλά έπεσαν στο κενό γιατί οι Αλβανοί είναι πια ανάγκη στην καθημερινή δραστηριότητα όλων μας , τους συνηθίσαμε και καταπώς λένε και οι Κατσιμιχαίοι σε ένα τραγούδι τους « . . . θα μείνουν μαζί μας».
Δεν είμαστε ίδιοι με αυτούς γιατί μεγαλώσαμε διαφορετικά, με άλλες αξίες και πιστεύω. Τα παιδιά τους κρατάνε ανοικτά τα σχολεία μας και όταν ξεχωρίζουν με τις επιδόσεις τους μας ενοχλεί που αυτοί, οι παρίες, γίνονται καλύτεροι από εμάς. Τότε μας πιάνουν οι ανασφάλειες. Ξεχνάμε -αν μάθαμε ποτέ!- τις κουβέντες του Ισοκράτη για την παιδεία των Ελλήνων και τις διακηρύξεις περί αξιοκρατίας. Αντί να μας γεμίζει εθνική υπερηφάνεια το ότι αυτοί, οι ξένοι, εκπαιδεύονται ως Έλληνες, ακυρώνουμε την δύναμη μας αφήνοντας την ηχώ του βλακώδους "δεν θα γίνεις Έλληνας πότε Αλβανέ, Αλβανέ." να ακούγεται μέσα μας.
Πολλές φορές βλέπουμε πράγματα που δεν μας αρέσουν στην συμπεριφορά τους. Είναι φυσικό: είναι ξένοι, είναι μαθημένοι αλλιώς -και με τους πρόσφυγες του '22 τα ίδια κάναμε. Είναι μάλιστα εκπληκτικό που όταν τους βλέπουμε να αποκτούν τις στραβές μας συνήθειες, μας ενοχλεί πιο πολύ σαν να μην είχαν δικαίωμα να μας μοιάσουν ούτε στα στραβά μας.
Ακούστηκαν κάποιες φωνές για να απομονώσουμε τα παιδιά τους στο σχολείο ή και να τους διώξουμε αλλά έπεσαν στο κενό γιατί οι Αλβανοί είναι πια ανάγκη στην καθημερινή δραστηριότητα όλων μας , τους συνηθίσαμε και καταπώς λένε και οι Κατσιμιχαίοι σε ένα τραγούδι τους « . . . θα μείνουν μαζί μας».
Πολύ σωστά τα λες. Μπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφή