Η Αθήνα είναι κράτος κοντά στην Βοιωτία. Εκεί ζουν τα αδέλφια μας οι εν Αθήναις. Μετανάστες της δεκαετίας του εξήντα που τώρα έχουν πια για τα καλά εδραιωθεί εκεί και προκόψει. Τουλάχιστον έτσι δείχνουν. Απόμαχοι και απόστρατοι, με καλλιτεχνίζουσες ευαισθησίες, συλλέκτες αναμνήσεων που τις παρουσιάζουν στο περιοδικό τους, όψιμοι στιχοπλόκοι ομοιοκαταληξιών και συναισθηματίες κειμενογράφοι. Όπως εμείς φαντάζομαι ότι κι αυτοί, μαζεύονται στην Αθήνα σε κάποιο καφενείο, αραιά και που και συζητάνε διάφορα για τα τέως και τα νυν, πετάνε κάνα αρβανίτικο και απαγγέλουν τα στιχάκια τους. Πάνε ταβέρνα κάποτε, όπως κι εμείς, και κάνουν χορό όπου κόβουν καθυστερημένα αλλά εθιμοτυπικά την πρωτοχρονιάτικη πίτα τους. Κάνουν ότι μπορούν για να δείξουν το χωριό που είναι μέσα τους. Το περιοδικό τους για τις Θεσπιές, είναι όλο "άλλοτε" και καθόλου "τώρα". Το βλέπω στα τραπέζια του καφενείου μας και σχολιάζουμε τις φωτογραφίες που είναι από "άλλοτε" και προσπαθούμε να αντιστοιχήσουμε τις φάτσες με τους συμπολίτες μας.
Σε εμάς έρχονται στις κηδείες και στα μνημόσυνα οπότε κάποιος από εμάς έχει περάσει οριστικά στο παρελθόν, έχει γίνει ανάμνηση. Ανήκει πια στο "άλλοτε".
Έρχονται και τις μεγάλες γιορτές, τα Χριστούγεννα και πιο πολύ το Πάσχα, με τις παρέες τους και περιοδεύουν στους δρόμους του χωριού, καλοντυμένοι και γελαστοί, δείχνοντας και περιγράφοντας γωνιές όπου συνέβησαν επεισόδια στα οποία πρωταγωνίστησαν και όπου η αλήθεια είναι πια χαμένη σε μια αχλύ προσωπικού παιδικού ηρωισμού.
Έχουν πάθος με την ιστορία -μια ανάμνηση είναι κι αυτή. Προβάλλουν με μανία την θυσία των επτακοσίων- σαν να θέλουν να πατήσουν πάνω της και να ψηλώσουν λίγο πιο πολύ- και πρωτοστατούν στις επίσημες εορτές και στο στήσιμο αγαλμάτων και μνημείων.
Κάνουν κριτική -δικαιολογημένη πολλές φορές πρέπει να πω- για το πόσο χάλια είμαστε εμείς οι ιθαγενείς και πόσο πολύ ο πολιτισμός απομακρύνθηκε από το χωριό. Νομίζω όμως ότι αγνοούν την δική μας εξέλιξη, τις σχέσεις, τις αγωνίες και τους θριάμβους, τις συγκρούσεις και τις αγάπες μας. Θέλουν να μείνουμε ως ανάμνηση σε φορμόλη, εκεί που μας άφησαν όταν νέοι και φτωχοί κατέβηκαν στην Πρωτεύουσα στην δεκαετία του ΄60.
Όταν ήσαν πιο νέοι, είχαν πάθος για την τοπική εξουσία και ήταν το παρασκήνιο στις δημοτικές εκλογές. Είχαν άποψη για όλους τους υποψηφίους και ας μην ζούσαν ανάμεσά μας. Τώρα βαρέθηκαν, επιβεβαίωσαν την άποψη που πάντα είχαν για τους "εν Θεσπιαίς" ότι "κανείς δεν αξίζει" και "τα θέλουν και τα παθαίνουν" και "είναι άξιοι της μοίρας τους".
Όσο ζούσαν οι γέροι τους δεν ερχόντουσαν τόσο συχνά ενώ τώρα θέλουν να είναι μόνιμοι κάτοικοι Θεσπιών. Χωράφια που τα είχαν ξεχάσει και παρατημένους ελαιώνες τα ξαναβρήκαν και τα σημάδεψαν με πέτρες και παλούκια με μανία κι επιμέλεια. Φρόντισαν βέβαια, πρώτα πρώτα, μεθοδικά να τακτοποιήσουν τις κληρονομικές εκκρεμότητες και στην συνέχεια επισκεύασαν τα παλιά πατρικά τους σπίτια, τα έκαναν εξοχικά τους και ματαιόδοξα τα επιδεικνύουν στους γαμπρούς και τις νύφες τους. Σ' όλη αυτή την προσπάθεια, τσακώθηκαν με αδέλφια και με γείτονες και φόρτωσαν την ψυχή τους με έναν σωρό παράπονα -που στην πρώτη ευκαιρία τα ξεβράζουν- για το που δεν τους κατάλαβε κανείς και που έχουν μετανοιώσει για ότι ήδη έφτιαξαν. Κι όλα αυτά γιατί θέλουν να ξαναζωντανέψουν την παιδική τους ηλικία και να βυθιστούν σε εκείνα τα χρόνια και τις εικόνες που όμως τους έδιωξαν όταν ήσαν παιδιά.
Τούς αγαπώ γιατί φέρνουν κάτι από τις δικές μου επιθυμίες της νεότητας. Τότε που θα θελα κι εγώ να φύγω αλλά έμεινα από φιλότιμο ή από δειλία. Τότε που ήθελα να γίνω άλλος αλλά έμεινα να ψάχνω ακόμα τον εαυτό μου: ανικανοποίητος και παραπονούμενος για την ζωή που ήταν άδικη για μένα, κλπ.κλπ.
Τούς ζηλεύω και τούς θαυμάζω για ότι πέτυχαν και χαμογελάω μαζί τους όταν θυμόμαστε που κάποτε παίξαμε μαζί και -ντρέπομαι τώρα που το ομολογώ- κυνηγήσαμε με το λάστιχο ξεπαγιασμένα σπουργίτια . Τούς αγαπώ έτσι που ανακαλύπτουν την παιδικότητά τους αλλά με κουράζουν έτσι που φωνάζουν και γελάνε δυνατά στο καφενείο.
Μού αρέσουν επίσης οι παλιές ασπρόμαυρες εικόνες που έχουν στο περιοδικό αλλά δεν μου αρέσουν μερικές μνήμες που εισβάλλουν στη ψυχή μου από το παρελθόν. Γλυκερές πικρές αναμνήσεις που εγώ τουλάχιστον θα ήθελα να μάθω να τις ξεχνώ: τον γέρο να κάνει κουμάντο μέχρι που παντρεύτηκα, να διατάζει και να μού μιλάει απότομα ως αφεντικό και να κρέμομαι από το ινάτι του για κάνα φράγκο εν όψει πανηγυριού.
Μού αρέσουν λοιπόν οι παλιές φωτογραφίες γιατί θέλω να βλέπω εκείνες τις πλευρές του χωριού μας που δεν έπρεπε να καταστραφούν, κυρίως τα παλιά πετρόκτιστα σπίτια με τις μεγάλες αυλές με τον κήπο στην γωνιά, το κοτέτσι και τον φούρνο, που έγιναν καινούργια με μπετόν και η αυλή σκεπάστηκε με τσιμέντο. Τα φτιάξαμε δίπατα, για να υπάρχει από κάτω η αποθήκη για τις παραγωγές μας (τα κρεμμύδια κυρίως).
Θυμάμαι τον αγώνα του μηχανικού να πείσει τον γέρο πως στο καινούργιο σπίτι, η τουαλέτα θα φύγει από την αυλή -δίπλα στις κοπριές- και θα είναι μέσα στο σπίτι!
Παραφράζοντας λίγο μια φράση από τον "Κύκλο με την Κιμωλία", θέλω να πω στους "εν Αθήναις" ότι τελικά "το χωριό ανήκει σε αυτούς που το κατοικούν και ζουν εδώ" κι πως αν θέλουν να μας βοηθήσουν πρέπει να μας αγαπήσουν για αυτό που βλέπουν ότι είμαστε. Να μας αγαπήσουν εμάς τους ζωντανούς ανθρώπους του χωριού και όχι μόνον τις δικές τους αναμνήσεις. Να μας αποδεχτούν σήμερα έτσι όπως είμαστε και όχι να έρθουν να ρίξουν λαμπάδα -με αγάπη και συγκίνηση, δεν λέω - όταν θα έχουμε γίνει πια ανάμνηση, θα έχουμε περάσει πια στο "άλλοτε".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου