Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Πολιτείες ανθρώπων

Όταν η συγχωρεμένη μάνα μου έκανε κριτική σε κάτι (άποψη, γεγονός) που αφορούσε την ζωή μου και που δεν της άρεσε – τ Συνεταιρισμό για παράδειγμα ή την κατάρτιση των ψηφοδελτίων  για τις δημοτικές εκλογές- το έντυνε με την ρητή δήλωση «η κοινωνία το λέει».

Την ερωτούσα για το ποιος συγκεκριμένα το είχε  πει και ποιοι αποτελούσαν   αυτή την κοινωνία  συγκεκριμένα και αυτή κουνούσε εμφατικά το κεφάλι και έλεγε «τι ποια κοινωνία, ο κόσμος, η κοινωνία, μάλιστα»  και δεν σήκωνε καμιά αμφισβήτηση , έδενε το μαντήλι της και σιωπούσε. Με το «η κοινωνία το λέει», η μάνα μου απέφευγε την άμεση υποχρέωση να παρουσιάσει επιχειρήματα  - που μπορεί να μην υπήρχαν άλλωστε ή που μπορούσε η ίδια να μην τα αποδεχόταν – αλλά εξέφραζε δικαιολογημένους φόβους και βουβούς δισταγμούς.  Η κοινωνία ξεκινούσε από αυτήν την ίδια και πήγαινε στα σόγια μας, στις γειτόνισσες ή και πιο πέρα.

Συνήθως  η συζήτηση κοβόταν με φωνές και βρισιές και η έντασή τους ήταν ανάλογη με το πόσο ήμουν ανακατεμένος:  όσο πιο πολύ, τόσο πιο δυνατές οι φωνές.  Όμως η φωνή δεν είναι επιχείρημα και η έλλειψη ουσιαστικών επιχειρημάτων δεν κρυβόταν. Για αυτό  με τσάντιζε που το κουτσομπολιό και οι φήμες τελικά ήταν πιο αληθινές από τις δικές μου «έγκυρες» και «λογικές» και «τεκμηριωμένες» απόψεις.

Ήταν καταπληκτικό που η κοινωνία πάντα ήξερε πιο πολλά, πάντα ήξερε τα σωστά και πάντα «κρατούσε πισινή» επιδεικνύοντας έτσι μια καταπληκτική ιδιότητα: την σοφία της αδέσμευτης, ελεύθερης συλλογικότητας.

Άργησα να το καταλάβω αλλά τώρα ξέρω ότι δεν μπορείς να παραβλέπεις και να αγνοείς την κοινωνία, την κοινωνία που ανήκεις και που δεν κάνει πάντα αυτό που σου αρέσει αλλά σχεδόν πάντα έχει δίκιο. Η κοινωνία σου είναι πιο σοφή από εσένα, από το κάθε μέλος της χωριστά  και αυτό είναι η βάση της δημοκρατίας.  Αν λοιπόν θέλεις να γίνουν πράγματα στον Δήμο μας, τότε πείσε την κοινωνία, κέρδισε την συναίνεση της για να είναι μαζί σου στην υλοποίηση. Νομίζω ότι μετά από πολλά χρόνια και στραπάτσα το έμαθα καλά το μάθημά.

Η πρώτη μου κοινωνική ομάδα ήταν η γειτονιά μου, στο Ερημόκαστρο.  Είμαστε Αγοραίοι, Δημοοφιλαίοι, Ντιβαναίοι, Αλωαναίοι. Είχαμε αρχηγό, υπαρχηγούς και άλλες ειδικότητες . Οι άλλοι, των άλλων μαχαλάδων,  ήταν οι «εχθροί».  Κάναμε εκστρατείες και πολέμους, άγριους μερικές φορές, κάναμε διαπραγματεύσεις και συμμαχίες. Το κράτος μας είχε έδρα – μια παλιά αποθήκη – που στην πόρτα ο Δημήτρης είχε γράψει με ξύλο βουτηγμένο σε εάν πεταμένο δοχείο λαδομπογιάς που είχαμε βρει στο ρέμα, την λέξη «φλούριον» γιατί δεν είχε ακούσει καλά το σωστό . . . «φρούριον».

Έτσι έμαθα το κράτος, την εξουσία, την πολιτική.  Εκτίμησα την εμπιστοσύνη, την υπακοή, την φιλία και υπόφερα από την προδοσία.

Μετά,  μαζί με το μπόι μου μεγάλωνε και η κοινότητά μου, το κράτος που ανήκα. Στο Γυμνάσιο, έγινα από Ερημοκαστραίος όλο και πιο πολύ Θεσπιεύς , όταν  ξεπέρασα τις αρνητικές ιδέες που είχα για τους Κασκαβελαίους και που είχαν κτιστεί σε ιστορίες  για τσακωμούς στην Ξερόβρυση που άκουγα από τους παλαιότερους. Γνωρίστηκα με παιδιά από τα γειτονικά χωριά, έγιναν καινούργιες φιλίες  και φρέσκοι  «εχθροί» εμφανίστηκαν. Η συνάφεια του σχολείου έκανε τους χθεσινούς «εχθρούς» φίλους και «εχθροί» γίνονταν οι άλλοι, οι μακρινοί, οι άγνωστοι.

Στην μεταπολιτευτική περίοδο «εχθροί» έγιναν οι των άλλων κομμάτων και στην υλοποίηση της "γραμμής  του Κόμματος" στον τοπικό μας μικρόκοσμο, κτίστηκαν και οι αντίστοιχες συμπάθειες και φιλίες. Εχθροί και προδότες γίνονταν πολύ συχνά οι επιμένουσες μειοψηφίες στο κόμμα και βαφτίζονταν « αποστάτες».  Προσωπικές φιλίες διαλύθηκαν και κοινωνικές σχέσεις διακόπηκαν στο όνομα της καταδίκης των «εχθρών» και των συνοδοιπόρων τους.

Η συζήτηση ως συν + ζήτηση, ως κοινή αναζήτηση  του κοινού τόπου ήταν κάτι που δεν το αντέχαμε και ίσως για αυτό πάντα φροντίζαμε –ή φρόντιζαν οι μικρές και μεγάλες εξουσίες - να υπάρχει  ένας εχθρός , ως απειλή, ως υπενθύμιση ανασφάλειας και δημιουργός φοβικών συνδρόμων, ως «… μια κάποια λύσις» στην καθημερινότητα και στο δέσιμο της κοινότητας και του αισθήματος  «ανήκειν κάπου» αλλά και ως βασικός παράγων του «υποτάσεσθαι» κάπου.  Κι όταν κάποιος από εμάς τολμούσε να ρωτήσει ή να εκφράσει απορία ή επιφύλαξη περί του ορθού της δεδομένης εντολής, η καταδίκη ήταν ότι «η ηγεσία ξέρει, άσχετε» και το βούλωνε.

Κάθομαι τώρα στο καφενείο και κοιτώντας τους γύρω μου στα τραπέζια σκέφτομαι: πόσο μεγάλη μπορεί να είναι η κοινότητα που ανήκεις;  Με πόσους ανθρώπους μπορείς να μοιράζεσαι τα όνειρα που μαζί τους  κτίζεις; Σε πόσους μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη και με πόσους μπορείς να έχεις μυστικά; Με πόσους μπορείς να διαφωνείς χωρίς τον φόβο να χαλάσει η καλή σχέση που έχετε;

Λοιπόν, διαπιστώνω ότι όσο περνούν τα χρόνια η κοινότητα που ανήκω γίνεται όλο και πιο μικρή: τώρα είναι το τραπέζι που κάθομαι και περιμένω τους άλλους να έρθουν.  Παλιότερα εδώ καθόμασταν  περίπου οκτώ αλλά δύο έφυγαν για πάντα. Δεν μου αρέσει να λέω «πέθαναν», ούτε το άλλο των καλόγερων το «κοιμήθηκαν». Λέω ότι έφυγαν, έτσι νομίζω, όπως πήγα κι εγώ στην Θεσσαλονίκη και γύρισα, έτσι σε λίγο θα φανούν κι εκείνοι.

Το πρώτο καιρό ήθελα να βλέπω την καρέκλα τους άδεια, ως μνημόσυνο και ως υπόμνηση παρουσίας.  Νευρίαζα όταν κάποιος ερχόταν να πάρει την «άδεια» καρέκλα και τον έδιωχνα. Με τον καιρό μου πέρασε και αφήνω να την παίρνουν, την άδεια καρέκλα τους,  αλλά είναι φορές που γυρίζω το κεφάλι προς την τζαμαρία,  να δω τους φευγάτους φίλους  να ανηφορίζουν προς τα εδώ.

Στο παρελθόν, νόμιζα  πάντως,  ότι στο χωριό μας δεν κάνουμε φιλίες σαν και αυτές που μαθαίναμε στο σχολείο, του Δάμωνα και του Φιντία για παράδειγμα, γιατί η οικειότητα που έχουμε δημιουργεί μιαν άλλη σχέση. Ας την πω «συντοπιότητα» και είναι τόσο έντονη από αυτή την καθημερινή συνεύρεση μας που δεν αφήνει θέση στην φιλία. Με την «συντοπιότητα», η άποψη διαχέεται σε όλο και μεγαλύτερους κύκλους: από το τραπέζι στης οικογένειες, στα σόγια, στο χωριό. Δεν προλαβαίνει να κτιστεί η φιλία των βιβλίων και των μύθων.  Αυτό πίστευα.

Φιλίες έκανα στο στρατό, γιατί όλοι οι συνάδελφοι είμαστε μακριά από τις κοινότητές μας κι εγώ και οι φίλοι μου κι είχαμε ανάγκη να δεθούμε, να αντισταθούμε.  Εξέλιπε ο εχθρός – διοικητής, ξεχάστηκε και η φιλία.

Κι όμως είναι οι απουσίες των ομοτράπεζων συντοπιτών μου που γέννησαν, που θεμελίωσαν καλύτερα,   την βεβαιότητα ότι είναι βαθειά φιλία τελικά αυτή που κτίσαμε σε αυτό το τραπέζι, στην ταβέρνα, στους αγώνες.  Αυτή η φιλία ζωντανεύει την μορφή αυτών που έφυγαν για πάντα κι  όταν ακούω να λένε κάτι για αυτούς είναι αυτή που προκαλεί έναν  γλυκό πόνο κάπου βαθειά μέσα μου δεν με αφήνει να τους ξεχάσω.

Και μάλλον για αυτό ξεκίνησα να γράφω  αυτά τα κείμενα τελικά: Για να γίνουν πιο πολλές οι καρέκλες στο τραπέζι μου που  γεμάτες με συντοπίτες και φίλους θα είναι καλή φωλιά, ένα "φλούριον"  για ελεύθερες συζητήσεις χωρίς «ατζέντα» και χωρίς "εισήγηση" – υπόδειξη από την εξουσία.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διάφορα