Την παραμονή των Χριστουγέννων ήρθαν τα παιδιά μαζί με φίλους. Η κυρά είχε τρελαθεί στις προετοιμασίες και σαν μαθητούδι περίμενε τις αξιολογήσεις από την νεολαία για τις δίπλες, τα μελομακάρονα, τον κόκορα. Πήγα κι εγώ να αρχίσω μετά τα πρώτα τσίπουρα συζήτηση με την άγουρη νεολαία για διάφορα θέματα αλλά εισέπραξα συγκαταβατικές καταφάσεις, ντροπές και σιωπές. Η μεγάλη η κόρη μού το έκοψε: άστα τώρα μπαμπά αυτά, για άλλη φορά. Έφυγαν να πάνε βόλτα κι έμεινα να καπνίζω στο τζάκι. Πού ο καιρός που οι φοιτητές ξεκινούσαν αυτοί τις συζητήσεις!
Από τις παλιές παραδόσεις αυτών των ημερών, που είχαμε στο χωριό μας, δεν νομίζω να έμεινε τίποτα. Δηλαδή παραδόσεις στέρησης και επιθυμίας για αγαθά και όνειρα σε αντίθεση με την εικόνα την σημερινή, ενός κόσμου που καταναλώνει συνοφρυωμένος και μουγγός, από υποχρέωση και όχι με χαρά. Ακόμα και τα κάλαντα τα παιδάκια τα λένε βαριεστημένα. Φαίνεται που είναι χορτάτα.
Σε ότι με αφορά, τηρώ με φανατισμό την ομογενειακή μας παράδοση για το άνοιγμα του βαρελιού την παραμονή των Χριστουγέννων. Φέτος έχω βάλει λίγο κόκκινο και πιο πολύ λευκό, ροδίτη. Άφησα το κόκκινο για τις Απόκριες και τώρα άνοιξα το λευκό. Μοσχομύρισε όλο το υπόγειο. Άμα το δοκιμάσετε θα καταλάβετε.
Σκέφτομαι τώρα όλο αυτό τον χυδαίο υλισμό (όχι μόνο με την φιλοσοφική έννοια του όρου) κατανάλωσης που αυτές τις ημέρες μας επιτίθεται στο κάθε τι και κυρίως στον χρόνο. Μια βιασύνη κι ένα τρέξιμο εν μέσω ανέχειας. Να τρέχουμε από βιτρίνα σε βιτρίνα, να δοκιμάζουμε, να αγγίζουμε αλλά να μην τολμούμε να αγοράσουμε. Τα δώρα έγιναν υποχρέωση, όλο και πιο βαριά (τι να πάρεις που να μην το 'χει!) και ο Άγιος Βασίλης πρέπει να ανταποκρίνεται αλλιώς τον πήρε και τον σήκωσε. Μια αναδιανομή εισοδήματος χωρίς εξήγηση από τους γονείς προς παιδιά και βαφτιστήρια και χωρίς ευχαριστήρια. Όσο κι αν ψάχνετε δεν θα βρείτε ψήγματα πνευματικότητας και σκέψεων για ότι σημαίνει η αλλαγή του χρόνου και η προσμονή της άνοιξης μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Τι λέω όμως; Ποια προσμονή άνοιξης; Η άνοιξη ήρθε ήδη, άνοιξαν οι ελιές και πολύ φοβάμαι ότι ο Μάρτης με την πρώτη παγωνιά θα μου τις κάψει τελείως.
Καθώς ο χρόνος κυλά, νοιώθω το βέλος του να με τρυπάει και αυτή την φορά ήταν στη μέση μου: γύριζα από την αγορά φορτωμένος με σακούλες πορτοκάλια και με έπιασε. Ας είναι καλά η φαρμακευτική βιομηχανία και το Βολταρέν και δεν ξευτιλίστηκα τελείως στην νεολαία!
Άκουγα εν τω μεταξύ στις εκπομπές συνέχεια για την ελπίδα που ζωντανεύει τις ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς και θυμήθηκα τον πατριώτη μας τον Ησίοδο που είχε βάλει μαζί με τα άλλα κακά προς την ανθρωπότητα και την ελπίδα –μια μικρή πεταλούδα- στο κουτί που δόθηκε στην Πανδώρα και που η γυναικεία επιπολαιότητα –ΟΚ! Σεξιστικό σχόλιο του Ησιόδου, μην τσιμπάτε- αμόλησε στην ανθρώπινη κοινωνία.
Όταν άκουσα για πρώτη φορά τον σχετικό μύθο θα ήμουν μαθητής και δεν το κατάλαβα γιατί θεωρούσα ότι η ελπίδα ανήκε στις ανθρώπινες αρετές. Μετά από χρόνια όμως, όταν συνειδητοποίησα ότι για τον Ησίοδο η ελπίδα ήταν κακό πράγμα, νομίζω ότι άρχισα να καταλαβαίνω το μύθο: Οι παπάδες –και οι γιατροί καμιά φορά- λένε να έχεις ελπίδα στον Θεό αλλά ο Ησίοδος και οι άλλοι πρόγονοί μας δεν πίστευαν ότι υπάρχει αλλού κάτι άλλο καλύτερο –ο Παράδεισος για παράδειγμα- ή ότι υπάρχει κάτι για να έχεις ελπίδα σε αυτό. Οι θεοί ήταν συνομιλητές του ανθρώπου και περίπου στο μπόι του.
Η ζωή λοιπόν κ. Κούντερα δεν είναι αλλού αλλά εδώ: η Κόλαση και ο Παράδεισος, εγώ, εσύ και οι άλλοι. Δεν έχει νόημα να περιμένεις από κανένα τίποτα αν εσύ δεν το επιδιώξεις και δεν παλέψεις για αυτό. Η παθητική πίστη στην ελπίδα και η αναμονή για καλύτερες ημέρες γενικώς, ήταν για τους προγόνους μας ολέθριο πράγμα και σύμφωνα μάλιστα με ορισμένους σύγχρονους σοφούς, για αυτό ανακάλυψαν την Δημοκρατία, τον Διάλογο και την Συζήτηση. Καλώς λοιπόν έμενε κλεισμένη η μικρή πεταλούδα της ελπίδας στο κουτί της Πανδώρας, μακριά από τους ανθρώπους. Μόνο που ήρθε ο Χριστιανισμός αργότερα και την απελευθέρωσε κι έτσι μαζί με τα υπόλοιπα κακά βρέθηκε και η ελπίδα ανάμεσά μας. Ας είναι ελαφρυντικό ότι την έβαλε μαζί με την Πίστη, την Αγάπη και την Σοφία, να γιορτάζονται την ίδια ημέρα.
Το κυκλάμινο της φωτογραφίας που φύτρωσε στον καμένο δάσος της Πάρνηθας είναι δήλωση της πίστης μου στην δύναμη της ζωής και ταυτόχρονα ας είναι υπενθύμιση της ανάγκης για εγρήγορση για να διατηρηθεί ο κόσμος μας και να τον φτιάξουμε καλύτερο.
Για αυτό έχω κι εγώ την δική μου παράδοση και την ώρα που οι Χριστιανοί πάνε στην εκκλησία ανήμερα της Πρωτοχρονιάς -πριν χτυπήσει η πρώτη καμπάνα- παίρνω το αυτοκίνητο και πάω στα χωράφια, να κάνω πόδι. Τι μέρα η Πρωτοχρονιά φέτος! Ανοιξιάτικη, καταπληκτική, απειλητική κι εγώ από το Μεσοράχι, ατενίζοντας το Ερημόκαστρο περιμένω τον δίσκο του ήλιο να προβάλλει και πίνω το θεσπέσιο κρασί μου μασουλώντας λίγα φουντούκια.
Ο ήλιος σηκώθηκε, καλημεριστήκαμε, ήπια το τελευταίο ποτήρι, έχυσα λίγο στο χωράφι για την φετινή σοδειά και για τους φίλους που έφυγαν για πάντα κι ανεχώρησα οίκαδε.
Καλή χρονιά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου