για τον Δημήτρη Κεχαγιά που με βοήθησε
Η δουλειά στην Κωπαΐδα ποτέ δεν μού ήταν εύκολη. Ποτέ δεν θυμάμαι να ξεκινήσαμε με κέφι για την γκρίζα πεδιάδα. Ήταν μακριά κι έπρεπε να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς, νύχτα σχεδόν. Μας περίμενε σκόνη, ζέστη και κουνούπια. Μια σκόνη γκρίζα, σαν στάχτη που ζυμωνόταν με τον ιδρώτα και μας έφτιαχνε . . . επιδερμίδα.
Πιάναμε την ευθεία, κάτω από το Μαυρομάτι, και πηγαίναμε. Βαρετό ταξίδι με την μηχανή του τρακτέρ να με ζαλίζει. Πριν τον Κριμπά, έβλεπα τα χαλάσματα του πύργου και από κάτω σαν στόματα τις σπηλιές και ο συνειρμός ήταν πως κάτι ετοιμαζόταν να μας καταπιεί.
Για να πάμε στο χωράφι, περνούσαμε από τον Κριμπά –έτσι ξέραμε τον Αλίαρτο τότε. Χωρίς να είμαι γλωσσολόγος νομίζω οτι εάν η αρχαία Αλίατρος ονομάστηκε έτσι από το Αλς (η ομηρική θάλασσα κι απ΄ όπου προήλθε και η λέξη Αλάτι) και Άρτος (Αλίαρτος=αλμυρό ψωμί;) τότε είναι πιθανόν οι επερχόμενοι Αρβανίτες να κράτησαν μόνο το πρώτο συνθετικό που στην γλώσσα τους ήταν kripe=αλάτι και βάφτισαν τον οικισμό τους έτσι: Κριμπά.
Ο Κριμπάς, τέλος πάντων, ήταν ο τελευταίος σταθμός πολιτισμού πριν το καυτό χάος και την δοκιμασία της Κωπαΐδας. Εδώ κάναμε τις τελευταίες προμήθειες και ξέραμε ότι πάντα θα βρούμε ανοικτό το κατάλληλο μαγαζί. Αργότερα, την περίοδο που βάζαμε βιομηχανική ντομάτα και περιμέναμε με τις ώρες για να παραδώσουμε στα εργοστάσια, οι ταβέρνες του Αλίαρτου μας μέθυσαν. Ψωνίζαμε από τα μαγαζιά του και όχι λίγες φορές κουρεύτηκα στα κουρεία του.
Ήταν περίεργος οικισμός, στις δύο πλευρές της τότε Εθνικής οδού, σαν τους οικισμούς του Φαρ Ουέστ που βλέπαμε στα καουμπόικα. Ποτέ δεν τον είδα σαν χωριό. Όπως και στο σινεμά, ήταν ο τελευταίος σταθμός πριν την άγρια Δύση που ήταν για μας ο κάμπος που απλωνόταν μπροστά μας.
Διασχίζοντας τον οικισμό, θαύμαζα τα ωραία κτίρια του Οργανισμού, τις μεγάλες αποθήκες και τα όμορφα σπίτια, με κήπους γεμάτους λουλούδια και κοπάδια κουνούπια: ήταν το μόνο αρνητικό που βρίσκαμε για αυτούς που έμεναν εδώ.
Με τα χρόνια το χωριό μεγάλωνε κι όπως τα σημάδια της λάσπης που αφήνουν το αυτοκίνητο έτσι θαρρείς και τα σπίτια κτίζονταν δεξιά κι αριστερά της Εθνικής Οδού, προς τις δύο κατευθύνσεις. Το μικρό χωριό –πέρασμα απλωνόταν και προς την Κωπαΐδα, όπου πέρασε και τις γραμμές του τραίνου αλλά και προς το Μάζι και τον Ελικώνα. Οι κτηνοτρόφοι από τα ορεινά της Πίνδου που κατέβαιναν για να ξεχειμωνιάσουν, έγιναν μόνιμοι κάτοικοι του, έστησαν το νοικοκυριό τους και τα ωραία σπίτια των πάλαι ποτέ επιστατών της Εταιρείας στις γωνίες των τετραγωνικών χιλιομέτρων της Κωπαΐδας, τα έκαναν στάνες. Οι περισσότεροι όμως μετά, βρήκαν δουλειές στα εργοστάσια που δημιουργήθηκαν στην περιοχή και ερήμωσαν οι στάνες.
Στις ώρες της εργατιάς, ακούγαμε ιστορίες που είχαν γίνει θρύλοι, για την περίοδο που μαζί με την αποξήρανση της λίμνης οι φωτιές που έκαψαν τα βούρλα, εξακολουθούσαν να καίνε μέσα στην γή και που μερικοί καλλιεργητές εκεί που όργωναν τους ρουφούσε η γη και καίγονταν τα πόδια τους ή και χάνονταν ολόκληροι. Αλήθεια; Υπερβολές; Οι γυναίκες έκαναν τον σταυρό τους και συνεχίζαμε. Η Κωπαΐδα έφερνε εικόνες από άλλες εποχές με φεουδάρχες κτηματίες και κολλήγους.
Σηκώναμε το κεφάλι καθώς δουλεύαμε και τα άσπρα σημάδια των σπιτιών του Αλίαρτου έτρεμαν πέρα, μέσα στον καυτό ορίζοντα κι αυτό μας παρηγορούσε. Ήταν το εγγύτερο σημάδι ξεκούρασης κι όταν στην επιστροφή μας, αργά το απόγευμα, φτάναμε στον Αλίαρτο, ξέραμε ότι το Ερημόκαστρο είναι πιο κοντά.
Μπορεί για όλα αυτά να μου φαίνεται ότι και τώρα, φίλοι απο τον Αλίαρτο, στην ενδιαφέρον και δύσκολο τοπίο της ιντερνετικής επικοινωνίας, ο όμορφος και λειτουργικός ιστότοπος που δημιουργήσατε, για συζήτηση, πληροφόρηση και . . .υποστήριξη σε μαθητευόμενους μπλογκίστες σαν κι εμένα, αξίζει όλη την προσοχή μας.
Ευχαριστώ και Καλή συνέχεια!
Τέλειο από κάθε άποψη, ιστορική , λαογραφική , κοινωνιολογική, αγροτική κ.α.
ΑπάντησηΔιαγραφή